Σουντιρόλ: η μελωδία της παρολίγον ευτυχίας

Οι περισσότεροι όταν ακούν για Τιρόλο σκέφτονται γραφικούς τύπους με τα καπελάκια τους, τα χαριτωμένα τραγούδια με το ακορντεόν, το τυρί με την έντονη και ιδιαίτερη γεύση, λιβάδια, αγελάδες. Γενικά σκέφτονται τύπους που μιλάνε γερμανικά ή αγγλικά με γερμανική προφορά και είναι βγαλμένοι από τη Μελωδία της Ευτυχίας. Την κανονική ταινία. Όχι τη μεταφορά που έκανε η Αλίκη Βουγιουκλάκη στο θέατρο. Και σίγουρα αν ακούσουν το όνομα Σουντιρόλ θα πουν ότι είναι κάποια ομάδα που παίζει σε γήπεδα δίπλα στα γρασίδια των Άλπεων σε γραφικά τοπία, μαζί με άλλες τέτοιες ομάδες. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Η Σουντιρόλ παίζει σε ένα τέτοιο γήπεδο, με θέα τις χιονισμένες κορυφές των Άλπεων. Αλλά μόνο στα εντός. Γιατί όταν έρθει η ώρα να παίξει εκτός, ταξιδεύει σε άλλα μέρη. Σε σκληρές έδρες όπως η Σαρδηνία και η Σικελία και σε άλλου είδους ομορφιές όπως αυτές στη Γένοβα και την Πίζα. Γιατί η Σουντιρόλ είναι μια ιταλική ομάδα που φέτος την έμαθε πολύς κόσμος, καθώς έκανε εξαιρετική πορεία στη Serie B και κέρδισε το εισιτήριο για τα μπαράζ ανόδου.

Βλέπετε, το Τιρόλο με τη μεγάλη του ιστορία από τα παλαιολιθικά χρόνια, τα ρωμαϊκά, τους Οστρογότθους και τους Βαυαρούς, σήμερα είναι χωρισμένο σε δύο τμήματα. Το πρώτο και βόρειο είναι κομμάτι της Αυστρίας. Το δεύτερο, το Νότιο Τιρόλο, είναι κομμάτι της Ιταλίας εδώ και περίπου 100 χρόνια, αλλά συνεχίζει να διατηρεί πολλά από τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Οι γλώσσες είναι επίσημα δύο και τα γερμανικά τα μιλάει το μεγαλύτερο κομμάτι της περιοχής, περίπου στο 70%. Αυτό συμβαίνει κυρίως στην ύπαιθρο όπου η πλειοψηφία μιλάει την αυστροβαυαρέζικη διάλεκτο. Τα πράγματα αλλάζουν κάπως στις μεγάλες πόλεις. Στο Μπολτσάνο, πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη, τα ποσοστά είναι αντίστροφα υπέρ των ιταλικών, αποτέλεσμα κυρίως της “ιταλοποίησης” που επιχείρησε ο Μπενίτο Μουσολίνι όταν το Νότιο Τιρόλο έγινε μέρος της Ιταλίας. Υπάρχει όμως και τρίτη γλώσσα, μια τοπική διάλεκτος που λέγεται λαδινική, με τεράστια ιστορία και σε ορισμένες περιοχές μάλιστα είναι τρίτη επίσημη γλώσσα. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του Νότιου Τιρόλου είναι εμφανής και σε άλλα πράγματα, πέρα από τη γλώσσα, αλλά και τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής. Στον αθλητισμό για παράδειγμα, ο κόσμος αγαπά πολύ σπορ όπως το σκι. Ο διάσημος τενίστας Γιανίκ Σίνερ άλλωστε, που είναι από την περιοχή, είχε το σκι ως αγαπημένο χόμπι. Οι γονείς του δούλευαν σε ένα χειμερινό καταφύγιο και ο ίδιος κατέβαινε τις πλαγιές από τα 3 του χρόνια.

Όχι και άσχημη θέα στο Στάδιο Ντρούσο

Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι το ποδόσφαιρο είναι κάτι άγνωστο. Το Μπολτσάνο είχε τη δική του τοπική ομάδα από το 1931. Την F.C. Bolzano, έναν σύλλογο χωρίς ιδιαίτερες επιτυχίες που έφτασε μέχρι τη Β’ εθνική, κυρίως έπαιξε σε μικρές κατηγορίες, συγχωνεύτηκε και διαλύθηκε οριστικά πριν μερικά χρόνια. Αντίθετα, η Σουντιρόλ έχει μικρότερη ιστορία. Είναι το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας να δημιουργηθεί ένας σύλλογος που θα εκπροσωπεί την περιοχή στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο της Ιταλίας. Αφού είχε γίνει αρχικά μια προσπάθεια να βασιστεί πάνω στην Μπολτσάνο, δημιουργήθηκε από την αλλαγή ονόματος της όχι και τόσο πολύ ιταλικής SV Milland Fussball, από το γερμανόφωνο Μπρίξεν. Η ομάδα που είχε ιδρυθεί το 1974, άλλαξε όνομα σε FC Südtirol–Alto Adige (συμπεριλαμβάνοντας και τις δυο ονομασίες της περιοχής) το 1995 και πέντε χρόνια αργότερα έγινε σκέτο Σουντιρόλ και μετακόμισε στο Μπολτσάνο. Έγινε μετά από είκοσι χρόνια η πρώτη ομάδα της περιοχής του Νοτίου Τιρόλου που συμμετείχε σε επαγγελματική κατηγορία της Ιταλίας και δέκα χρόνια αργότερα κατάφερε να ανέβει στη Γ’ εθνική της Ιταλίας.

Ο σύλλογος πέρασε κάποια δύσκολα χρόνια, με τα οικονομικά του να σώζονται αρκετές φορές από πωλήσεις παικτών σε μεγαλύτερες ομάδες, αλλά αντιμετώπισε και πιο γραφειοκρατικά θέματα. Όπως το γεγονός ότι παρότι βρισκόταν στο Μπολτσάνο, ως εταιρεία είχε ακόμα έδρα το Μπρίξεν (ή Μπρεσανόνε όπως λέγεται στα ιταλικά). Αυτό είχε συνέπειες, με τις ιταλικές ποδοσφαιρικές αρχές να την απειλούν να μην χρησιμοποιεί ως έδρα της το Μπολτσάνο. Η Σουντιρόλ έφτασε μάλιστα στο σημείο να χάσει παιχνίδι στα χαρτιά, όταν έπαιξε στο γήπεδό της. Αποτέλεσμα ήταν να επιστρέψει για λίγο καιρό στο Μπρίξεν, μέχρι τελικά να βγει η άκρη και να μπορεί να χρησιμοποιεί ξανά εδώ και πολλά χρόνια την έδρα της, το Στάδιο Ντρούσο που με τις ανακαινίσεις χωράει πλέον κάτι παραπάνω από 5.000 θεατές.

Μετά από χρόνια μαχών στη Γ’ εθνική, η Σουντιρόλ καθιερώθηκε ως μια ομάδα που έδινε μάχη κάθε χρόνο για την άνοδο στη Σέριε Β. Κάτι που τελικά κατάφερε πέρσι, βγαίνοντας 1η στον όμιλό της. Και κάπως έτσι, φέτος έπαιξε για πρώτη φορά στην ιστορία της στη 2η κατηγορία της Ιταλίας. Όλοι περίμεναν να γίνει ένας σάκος του μποξ. Η Σουντιρόλ δεν ξεκίνησε ιδιαίτερα καλά, αλλά από την 9η αγωνιστική κατάφερε και μπήκε στο πάνω μισό του πίνακα και σιγά σιγά, κατάφερε από την 22η αγωνιστική να σταθεροποιηθεί στην 4η θέση του πρωταθλήματος. Η ονειρική χρονιά της πρώτης συμμετοχής, έγινε ακόμα πιο σπουδαία με την ομάδα να δίνει μάχη ακόμα και για την άνοδο. Κάπως έτσι προέκυψαν και ορισμένες ωραίες ιστορίες, όπως αυτή του Νταμιάν Γκρούμπερ. Ο οπαδός της Σουντιρόλ έγινε viral με αυτή τη φωτογραφία:

Ο Νταμιάν είναι ένας από τους πιστούς οπαδούς της ομάδας και προσπαθεί να βρίσκεται πάντα δίπλα στη Σουντιρόλ. Η συγκεκριμένη φωτογραφία είναι από το παιχνίδι στο Μπενεβέντο, το οποίο για όσους δεν γνωρίζουν βρίσκεται στην άλλη άκρη της Ιταλίας, κοντά στη Νάπολη. Ο Νταμιάν έκανε συνολικά ένα ταξίδι 1.700 χιλιομέτρων για να δει την ομάδα του και κέρδισε το χειροκρότημα ακόμα και των αντιπάλων που τον παραδέχτηκαν. Η Σουντιρόλ κατάφερε τελικά να μπει στα μπαράζ ανόδου. Παρά το πολύ κακό φίνις που έκανε, με πολλές ισοπαλίες και μερικές ήττες και το γεγονός ότι την τελευταία αγωνιστική κατάφερε με την ήττα στη Μόντενα να χάσει την 4η θέση και να την περάσουν Πάρμα και Κάλιαρι, κατέκτησε την 6η θέση στην κανονική διάρκεια του πρωταθλήματος.

Η επιτυχία όμως της Σουντιρόλ είναι έτσι κι αλλιώς πολύ μεγάλη. Η Serie B είναι μια από τις πιο δύσκολες κατηγορίες στην Ευρώπη. Όχι επειδή το ιταλικό ποδόσφαιρο βρίσκεται σε κάποια άνθιση, αλλά επειδή έχει πάντα σκληρές έδρες και ομάδες με ιστορία. Η πρωτάρα Σουντιρόλ αγωνίζεται σε μια κατηγορία όπου πάρα πολλοί σύλλογοι έχουν εμπειρία και ιστορία Α’ εθνικής, κάτι που δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίσεις, ειδικά με πολύ μικρό μπάτζετ. Με τα λίγα δικά της όπλα, η ομάδα του Μπολτσάνο προσπάθησε με νύχια και με δόντια να φτάσει όσο πιο ψηλά γινόταν. Δεν είναι τυχαίο ότι παρότι ήταν 4η για μεγάλο διάστημα, είχε τελικά τη χειρότερη επίθεση ανάμεσα στις πρώτες 13 ομάδες της βαθμολογίας.

Στον πάγκο βρίσκεται ο Πιερπάολο Μπιζόλι, ένας αρκετά έμπειρος κόουτς που μεταξύ άλλων (πολλών ομάδων) έχει περάσει από Περούτζια, Μπολόνια και Βιτσέντζα. Τικι-τάκα, ζογομπονίτο και τέτοια ξεχάστε τα. Αν έχεις λίγο ψωμί και μια φέτα τιρολέζικο τυρί θα φτιάξεις τοστ, όχι μουσακά. Η Σουντιρόλ έχει το χαμηλότερο ποσοστό κατοχής (κάτω από 40%) της κατηγορίας, αφήνει τον αντίπαλο να αλλάζει πάσες και αυτή γεμίζει με παίκτες το δικό της μισό και μάλιστα αρκετά πίσω από τη μεσαία γραμμή. Δεν χάνουν ενέργεια πιέζοντας, κλείνονται στο καβούκι τους και περιμένουν τις ευκαιρίες τους. Όπως έχουμε δει αυτές δεν είναι πολλές, η επίθεση δεν βάζει φωτιές, αλλά η 3η καλύτερη άμυνα του πρωταθλήματος με μόλις 34 γκολ παθητικό σε 38 παιχνίδια έχει κάνει τη δουλειά της. Οι μπιανκορόσι αλλάζουν ελάχιστες πάσες ανά κατοχή και είναι από τις κορυφαίες ομάδες του πρωταθλήματος σε μακρινές μπαλιές. Κανένα build-up. Ωραίες, όμορφες παραδοσιακές γιόμες προς τους επιθετικούς. Μια ομάδα που στα 80s θα ήταν ακόμα καλύτερη, μια ομάδα που τιμάει το κατενάτσιο.

Φάσεις από το ματς με τη Τζένοα

Αλλά πώς να την κατηγορήσεις; Το ρόστερ της δεν λάμπει και ο πιο διάσημος παίκτης της είναι ο Χοακίν Λαριβέι που ίσως κάποιοι τον θυμούνται ως τον παίκτη που ήθελε να φέρει η ΑΕΚ αντί του Μπλάνκο εκείνο το καλοκαίρι, ενώ οι περισσότεροι τον ξέρουν από την καριέρα του για αρκετά χρόνια στην Κάλιαρι. Ο 38χρονος Αργεντινός είναι από τις πρόσφατες προσθήκες του συλλόγου, μια ρεζέρβα εμπειρίας στο κυνήγι του πολυπόθητου γκολ.

Η Σουντιρόλ είναι όμως κάτι παραπάνω από μια ποδοσφαιρική ομάδα. Είναι ένας σύλλογος που προσπαθεί να ενώσει τις διαφορετικές γλώσσες και κουλτούρες της περιοχής. Κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο. Ναι έχει αρκετούς ντόπιους παίκτες και ναι οι άνθρωποί της λένε ότι στόχος είναι συγκεντρώσει τους γερμανόγλωσσους, τους ιταλόγλωσσους και όσους μιλούν λαδινικά σε έναν χώρο, με έναν κοινό στόχο, τη στήριξη στην τοπική ομάδα. Ναι, έχει τα χρώματα της περιοχής του Νοτίου Τιρόλου. Αλλά στην πράξη πάντα υπάρχουν εμπόδια. Πέρσι, με την άνοδο της ομάδας, ομάδα οργανωμένων ιταλόφωνων οπαδών ζήτησε όχι απλά να επιστρέψει το αρχικό όνομα της ομάδας το FC Südtirol–Alto Adige, αλλά και να αφαιρεθεί το Σουντιρόλ για να μείνει μόνο το ιταλικό. Οι ίδιοι λένε ότι το όνομα Σουντιρόλ δεν τους εκφράζει, δεν τους αντιπροσωπεύει και γι’ αυτούς η ομάδα είναι Άλτο Αντίτζε. Το πανό τους γράφει “Αβάντι Άλτο”. Μπορεί στο έμβλημα της ομάδας να υπάρχει η πόλη γραμμένη σε δύο γλώσσες (Bolzano-Bozen), αλλά το όνομά της είναι μόνο στα γερμανικά.

Οι ομορφιές της περιοχής

Στην περσινή χρονιά, όταν και έγινε η πρώτη ομάδα της περιοχής που ανέβηκε στη Β’ Εθνική μετά από 70 και βάλε χρόνια, οι κάτοικοι ενώθηκαν στους δρόμους και την πλατεία για να γιορτάσουν. Μαζί με τους παίκτες που έκαναν παρέλαση. Η ομάδα όμως έχει να αντιμετωπίζει τους πολιτικούς και τους ακραίους κάθε πλευράς. Στηριζόμενοι από το εθνικιστικό κόμμα της Αυστρίας, αρκετοί Γερμανόφωνοι πολιτικοί μιλούν όλο και περισσότερο για την αυτονομία της περιοχής και για μεγαλύτερη ανεξαρτησία από το κράτος της Ρώμης. Στην αντίπερα όχθη, Ιταλοί εθνικιστές λένε ότι η αφαίρεση του ιταλικού ονόματος από την επίσημη επωνυμία της ομάδας είναι ακόμα ένα δυσάρεστο δείγμα για το πού πάει ο σύλλογος. Ακραία στοιχεία προσπαθούν να καπελώσουν την ομάδα και τα όσα προσπαθεί να καταφέρει. Μέσα σε όλα αυτά, ο σύλλογος πρέπει να ισορροπεί, ανάμεσα σε τρεις διαφορετικές γλώσσες και δύο διαφορετικές εθνικότητες, σε μια περιοχή με ξεχωριστά εκπαιδευτικά συστήματα και σχολεία ανάλογα με το τι μιλάς, και να προσπαθεί να φέρνει κοντά τον κόσμο. Την ίδια στιγμή η διοίκηση προσπαθεί να λειτουργεί “ευρωπαϊκά”, έχει ένα πολύ καλό προπονητικό, προσπαθεί να βελτιώνει συνεχώς το όμορφο γηπεδάκι και ονειρεύεται. Γιατί μόνο όνειρο το λες, μια ομάδα με συνολικά μπάτζετ 5 εκατομμύρια και μεγαλύτερο συμβόλαιο 90.000€ να θέλει να παίξει στη Serie A. Ο δρόμος για την άνοδο είναι δύσκολος, ειδικά με την πρόσφατη φόρμα της ομάδας. Εξίσου δύσκολος είναι και ο δρόμος στο να ενώσει πραγματικά όλους τους οπαδούς.