Υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι ποδοσφαιρόφιλων που αγαπά το ιταλικό ποδόσφαιρο. Τη στιγμή που κάποιοι ορκίζονται στην Τσάμπιονσιπ ή μεγάλωσαν με το φορ-φορ-του πριν η Πρέμιερ Λιγκ φορέσει τα ακριβά της ρούχα, υπάρχουν άνθρωποι που αναπολούν με νοσταλγία τα Σαββατοκύριακα τότε που τα Μίλαν-Ίντερ ήταν πολύ πιο σημαντικά από τα Ρεάλ-Μπαρτσελόνα, τότε που οι καλύτεροι παίκτες του κόσμου έπαιζαν στο Καμπιονάτο και δεν κοιτούσαν άλλες χώρες. Η Σέριε Α των 90s ήταν ένας ανεπανάληπτος γαλαξίας αστέρων που όμοιό του δεν έχουμε δει ξανά. Και σίγουρα, όλοι όσοι αγαπούν το ιταλικό ποδόσφαιρο, βλέπουν με θλίψη την κατάντια του την τελευταία δεκαετία πάνω κάτω. Οι ιταλικές ομάδες, πλην Γιουβέντους, δεν κάνουν τίποτα το ιδιαίτερο στην Ευρώπη, τα μεγάλα ταλέντα κι οι μεγάλοι παίκτες δύσκολα προτιμούν την Ιταλία (ξανά πλην Γιουβέντους), το πρωτάθλημα είναι γεμάτο μετριότητες (σκεφτείτε μόνο πόσοι μέτριοι Έλληνες παίκτες που δεν βρήκαν θέση στις καλύτερες ομάδες μας παίζουν σε μικρομεσαίες ομάδες της Ιταλίας), το θέαμα χαμηλού επιπέδου κι οι Ιταλοί παίκτες δεν θυμίζουν το παρελθόν.
Αυτό το τελευταίο είναι ίσως το σημαντικότερο. Και δεν έχει να κάνει με τη νοσταλγία. Η Ιταλία δεν έβγαζε τεράστια φορ με μεγάλη συχνότητα, αλλά είχε τον Βιέρι, τον Ιντζάγκι, τον Λούκα Τόνι. Τώρα πλην του Ιμόμπιλε, άντε να βάλουμε και τους Ινσίνιε και Μπελότι, δεν υπάρχει κάποιο σπουδαίο φορ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο λατρεμένος Κουαλιαρέλα έκανε όργια πέρσι. Και αν τα φορ δεν ήταν παραδοσιακά η δύναμη της Ιταλίας, τι να πούμε για τους αμυντικούς. Εκεί που Κιελίνι και Μπονούτσι συνεχίζουν στα γεράματα να είναι ό,τι καλύτερο και ταλέντα όπως ο Ρουγκάνι δεν κάνουν το μπαμ. Σίγουρα, η πορεία της εθνικής Ιταλίας δίνει κάποια σχετική αισιοδοξία στους ιταλόφιλους, αλλά η διαφορά από τα ματς με τις Φινλανδίες και τις Αρμενίες αυτού του κόσμου, μέχρι τα παιχνίδια με Γερμανίες και Ισπανίες είναι μεγάλη. Γι’ αυτό και η δίψα, η ανάγκη για νέους πρωταγωνιστές είναι μεγάλη, και σε έναν πιθανό τέτοιο αναφέρεται αυτό το κείμενο.
Περασμένα μεγαλεία…
Η πρώτη φορά που τον είδα σε ολόκληρο παιχνίδι ήταν τυχαία. Ήταν Τρίτη, ένα βράδυ του περασμένου Σεπτεμβρίου και είχε Μπρέσια-Γιουβέντους. Παρ’ ότι ήταν Σεπτέμβριος κι εδώ κάναμε ακόμα μπάνιο, στη Λομβαρδία είχε σχετική δροσιά, υγρασία κι ομίχλη. Ήταν λίγο ρετρό η κατάσταση γιατί η εικόνα στην τηλεόραση δεν ήταν καλή, όχι γιατί είχε θέμα το σήμα, αλλά εξαιτίας της μουντάδας του καιρού. Και κάπου εκεί στο κέντρο, φορώντας μια ιστορική φανέλα υπήρχε ένα τυπάκι που με την πρώτη επαφή με την μπάλα σου θύμιζε κάτι. Αυτό το μαλλί, που περισσότερο ταιριάζει σε φοιτητή Φιλοσοφικής, σε συνδυασμό με την άνεση με την μπάλα και αυτή τη φανέλα. “Ο Πίρλο” σκέφτηκα. Δεν ήμουν ο μόνος προφανώς, όπως ανακάλυψα στη συνέχεια. Ο Σάντρο Τονάλι φέρει φαρδιά πλατιά τη βαριά ταμπέλα του “νέου Πίρλο” στο σύγχρονο ιταλικό ποδόσφαιρο.
Το ομιχλώδες βράδυ του Σεπτεμβρίου
Γεννήθηκε στο Λόντι της Λομβαρδίας το 2000, κάτι που με κάνει να νιώθω πολύ γέρος. Από μικρός έπαιζε μπάλα και πήγε στη Λομπάρντια Ούνο, μια θυγατρική ομάδα της Μίλαν. Ο Σάντρο ήταν οπαδός των ροσονέρι. Ο προπονητής του εκεί θυμάται: “Η διαφορά του με τα άλλα παιδιά ήταν η ωριμότητά του. Η ηρεμία και η άνεση στο παιχνίδι του σε σχέση με τα άλλα παιδιά“. Ο Τονάλι σκόραρε και πολλά γκολ και οδηγούσε τη μικρή ομάδα σε επιτυχίες, ακόμα και απέναντι στην ομάδα της Ίντερ. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήρθε ποτέ κάποιο μεγάλο ενδιαφέρον. Η Μίλαν τον είδε, αλλά δεν θεώρησε ότι άξιζε να επενδύσει πάνω του. Το μέλλον του ήταν στην Πιατσέντζα, εκεί που μαθαίνει μπαλίτσα, αλλά η οικονομική καταστροφή της ομάδας τον φέρνει στην Μπρέσια και τις μικρές της ομάδες. Χρωστάει πολλά στον παλιό παίκτη της Μπρέσια (αλλά και των Λάτσιο-Φιορεντίνα) Ρομπέρτο Μπαρόνιο. Ο Μπαρόνιο, ένα αξιόλογο χαφ ως ποδοσφαιριστής, ήταν ο προπονητής του στην Κ17 της Μπρέσια και τον βελτίωσε πάρα πολύ. Ο Τονάλι φτάνει στα 17 του να ντεμπουτάρει σε αγώνα της πρώτης ομάδας στη Serie B. Από τότε γίνεται σταθερά μέλος της. Ανοίγει κι ο δρόμος για τις εθνικές και στο Euro 2018 για τους Κ19 γίνεται ο “μετρονόμος” της Ιταλίας δίπλα στους Ζανιόλο και Κεν. Η Ιταλία φτάνει στον τελικό, αλλά χάνει σε ένα εξαιρετικό ματς με 4-3 στην παράταση από την Πορτογαλία. Ο Τονάλι βρίσκεται στην καλύτερη 11αδα του τουρνουά και το όνομά του ακούγεται πλέον πολύ.
Συνεχίζει όμως στην Μπρέσια και είναι βασικούρα, οδηγώντας την ομάδα ξανά στην Α’ εθνική μετά από οκτώ χρόνια. Παραμένει το ίδιο ήσυχο παιδί που ήταν στα 7 του όταν πρωτοπήγε στη Λομπάρντια Ούνο. Μετά το πρώτο του γκολ στο Ριγκαμόντι, δηλώνει πως απλώς “ήταν ένα ωραίο απόγευμα”. Σκάει ένα χαμόγελο μόνο όταν βλέπει την αγαπημένη του γιαγιά και φεύγει με τους συγγενείς από το γήπεδο. Λίγες μέρες πιο μετά γίνεται ο πρώτος 2000αρης που καλείται στην εθνική ανδρών της Ιταλίας. “Μετά από δύο ώρες όμως έπρεπε να το βγάλω από το μυαλό μου και να αφοσιωθώ στο ντέρμπι με τη Βερόνα“, λέει και μοιάζει ο πιο ξενέρωτος πιτσιρικάς του κόσμου. Ο περσινός προπονητής του στην Μπρέσια Ρομπέρτο Μποσκάλια έχει άλλωστε πει: “είναι 18χρονος, αλλά με το μυαλό ενός 50χρονου”.
Μην πείτε ότι δεν… πιρλίζει
Τι λέει όμως ο ίδιος για όλα αυτά και για το βαρύ φορτίο που οι δημοσιογράφοι του έβαλαν; “Δεν με ενοχλεί να με συγκρίνουν με τον Πίρλο, αλλά νομίζω ότι είμαστε πολύ διαφορετικοί. Η τεχνική κι η ποιότητα του Πίρλο δεν περιγράφονται. Θεωρώ τον εαυτό μου περισσότερο σαν τον Γκατούζο, απλά με μεγαλύτερη τεχνική“. Σε αυτό φαίνεται να συμφωνεί κι η μητέρα του: “Μεγάλωσε με το είδωλό του τον Γκατούζο, κάθε φορά που τον έβλεπε στην τηλεόραση πετούσε από χαρά“, λέει η κυρία Τονάλι. Τι είδους παίκτης είναι τελικά ο Σάντρο Τονάλι; Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Ο Τονάλι δεν είναι τόσο σημαντικός στο παιχνίδι της Μπρέσια, όσο ήταν ο Πίρλο στη Γιουβέντους για παράδειγμα. Η μπάλα δεν περνάει τόσο συχνά από τα πόδια του και το παιχνίδι δεν καθορίζεται από τον ίδιο, δεν είναι αυτός που δίνει τον ρυθμό. Ούτε φυσικά έχει τα τάκλιν του Γκατούζο. Ο 19χρονος Ιταλός δεν κάνει τόσες κοντινές πάσες και τάκλιν, αλλά κάνει άλλα πράγματα. Έχει ιδιαίτερα υψηλό αριθμό σε “μπλοκ”, πολύ περισσότερα από κάθε κλασικό Ιταλό “τρεκουαρτίστα”, αλλά και πολύ περισσότερες κάθετες μπαλιές από κάθε αμυντικό χαφ τύπου Γκατούζο, σε αντίθεση με οριζόντιες.
Το αφιέρωμα της Serie A στον Τονάλι
Φυσικά σε όλα αυτά θα πρέπει να βάλουμε στην εξίσωση ότι είναι ακόμα πολύ μικρός και ότι παίζει στην Μπρέσια του 2020 και όχι σε ομάδα με Μπάτζιο και Πίρλο. Στην Κ19 της Ιταλίας παίρνει ακόμα περισσότερες πρωτοβουλιές. Η αλήθεια είναι όμως, ότι πέρα από τις νοσταλγικές θύμησες, είναι άδικο να τον ονομάσουμε νέο Πίρλο ή Γκατούζο. Ο Τονάλι είναι μαχητής, τρέχει πολύ (είναι αρκετά ψηλά στη λίστα με τα περισσότερα χιλιόμετρα), κερδίζει μονομαχίες, βλέπει γήπεδο, έχει φαντασία και πολύ καλά στημένα και κυρίως, φαίνεται να έχει την απαραίτητη ευφυΐα που χρειάζεται το σύγχρονο ποδόσφαιρο. Καλύπτει τους αμυντικούς του παίζοντας μπροστά τους και μπορεί να κουβαλήσει την μπάλα. Η τεχνική του είναι καλή και ακόμα κι αν συχνά κάνει λάθος πάσες, είναι εμφανές ότι η σκέψη του είναι καλή. Στα 19 του έχει όλα τα στοιχεία για να γίνει ένας πολύ καλός παίκτης. Το όνομά του ήδη έχει ακουστεί για ένα σωρό ομάδες, με Γιουβέντους και Ίντερ, αλλά και Ατλέτικο Μαδρίτης ανάμεσά τους. Ο ίδιο σίγουρα απλώς θα σκέφτεται το επόμενο κρίσιμο ματς της Μπρέσια με τη Λάτσιο στη μάχη για τη σωτηρία της. Το αν θα γίνει Βεράτι, ντε Ρόσι ή Πίρλο έχει λίγη σημασία. Σημασία γι’ αυτόν και το ιταλικό ποδόσφαιρο είναι να συνεχίσει να βελτιώνεται και να αποτελέσει μαζί με τα υπόλοιπα ταλέντα, μια νέα φουρνιά που θα φέρει ξανά αίγλη στο παρηκμασμένο ιταλικό ποδόσφαιρο.