Μέχρι πού θα έφτανες για να μη δεις τους αντιπάλους σου να πανηγυρίζουν; Ποια είναι τα όρια μεταξύ του “κάνω κακό στην ομάδα μου” και του “κάνω μεγαλύτερο κακό στους αντιπάλους;” Στο μαγικό κόσμο της Νότιας Αμερικής οι απαντήσεις μάλλον διαφέρουν από αυτές σε άλλα μέρη. Το πρωτάθλημα Τορνέο Μετροπολιτάνο του 1973 στην Αργεντινή είχε μια μεγάλη πρωταγωνίστρια. Την Ουρακάν του Σέζαρ Λουίς Μενότι, στη δεύτερη μόλις δουλειά του ως κόουτς. To 1971 ο πρόεδρός της Ουρακάν ταξιδεύει στο Ροσάριο και έρχεται σε συμφωνία με το νεαρό Μενότι που ήταν βοηθός/τεχνικός διευθυντής στους Νιούελ’ς Ολντ Μπόιζ. Ο Μενότι, λάτρης του όμορφου ποδοσφαίρου, που έβαζε το “ωραίο” παιχνίδι πάνω και από τη νίκη ακόμα, βρήκε στην Ουρακάν (μια ομάδα με τελευταίους τίτλους τη δεκαετία του 1920) τις ιδανικές συνθήκες για να μπορέσει να περάσει τις ιδέες του στους ποδοσφαιριστές.
Με παίκτες που πέρασαν στην ιστορία του αργεντίνικου ποδοσφαίρου όπως οι Μπάμπινγκτον, Μπαζίλε, Μπριντίσι και Χάουσμαν, η Ουρακάν έκανε μια ομάδα που ακόμα και σήμερα, πάνω από 40 χρόνια αργότερα, μνημονεύεται ως μια από τις θεαματικές και επιθετικές στην πλούσια ποδοσφαιρική ιστορία της χώρας. Τη 10η αγωνιστική κέρδισε μέσα στο Ροσάριο τη Σεντράλ με το απίστευτο 0-5, απέναντι σε μια αξιόλογη ομάδα και ένα δύσκολο κοινό. Μετά το 0-3, οι οπαδοί των γηπεδούχων χειροκρότησαν τους αντιπάλους. «Ήταν ένας απίστευτος χορός στο χορτάρι, σηκωθήκαμε όρθιοι και τους αποθεώσαμε» θυμάται ένας από τους παρόντες. Μπορεί η υπόλοιπη Αργεντινή να την αποθέωνε, η μοίρα όμως έφερε την Ουρακάν να έχει διαλέξει ανάμεσα στα 48 barrios (τις 48 “γειτονιές” σε ελεύθερη μετάφραση) του Μπουένος Άιρες το Πάρκε Πατρίσιος για έδρα της. Μην παρεξηγηθούμε. Το Πάρκε Πατρίσιος είναι γεμάτο δημόσια πάρκα και πολύ πράσινο και θεωρείται ένας από τους πνεύμονες της πόλης, από τότε που περίπου στα 1900 η κυβέρνηση μετέφερε τα δημόσια σφαγεία και τους αποτεφρωτήρες σκουπιδιών, ώστε η περιοχή να καθαρίσει. Η μόνη “ατυχία” για τους κατοίκους του Πάρκε Πατρίσιος και τους οπαδούς της Ουρακάν είναι ότι συνορεύουν με το barrio του Μποέδο στα δυτικά:
Όλοι έχουμε έναν φασαριόζο γείτονα.
Στην Ουρακάν έλαχε να έχει αυτούς τους παλαβούς.
Εκεί, το 1908, την ίδια χρονιά που ιδρύθηκε κι η Ουρακάν, γεννήθηκε η Σαν Λορένσο ντε Αλμάγκρο και από το 1915, όταν οι δύο σύλλογοι συναντήθηκαν για πρώτη φορά σε ένα φιλικό, ξεκίνησε ένα από τα όχι τόσο διάσημα εκτός χώρας, αλλά πιο παλιά και σημαντικά “κλάσικο” του Μπουένος Άιρες. Το αποψινό Ουρακάν-Σαν Λορένσο θα είναι το 210ο “ντέρμπι της γειτονιάς”, με τη Σαν Λορένσο να έχει 94 νίκες και την Ουρακάν 60 και τους φιλοξενούμενους να ψάχνουν τη νίκη που θα τους κρατήσει (με λίγες ελπίδες) στη μάχη του τίτλου. Ένα ντέρμπι, που για να επανέλθουμε, έχει γράψει τη δική του ιστορία, με στιγμές όπως αυτές του 1973. Όπως ήταν φυσικό, οι οπαδοί της Σαν Λορένσο το 1973 δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι με την καλή πορεία των αντιπάλων τους. Παρ’ ότι κι οι “κυανέρυθροι” είχαν καλή ομάδα εκείνα τα χρόνια, η αρμάδα του Μενότι ήταν σαφώς καλύτερη. Κι αυτό δεν το αντέχει ο οπαδός.
Καθώς λοιπόν οι αγωνιστικές περνούσαν και οδεύαμε προς το τέλος του πρωταθλήματος, η Ουρακάν φαινόταν ότι δεν μπορούσε να χάσει το πρωτάθλημα με τίποτα. Η κληρωτίδα όμως την έφερε να αγωνίζεται δυο αγωνιστικές πριν το τέλος στο (παλιό, μια που τώρα δεν υπάρχει) Γκασόμετρο, την παραδοσιακή έδρα της Σαν Λορένσο. Οι οπαδοί της ομάδας του Μποέδο άρχισαν να αγχώνονται ότι οι αντίπαλοι θα στέφονταν πρωταθλητές μέσα στο σπίτι τους. Την αμέσως προηγούμενη χρονιά είχε γίνει το αντίστροφο. Η Σαν Λορένσο είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα και την επόμενη αγωνιστική έπαιζε στην έδρα της Ουρακάν. Η Ουρακάν κέρδισε μεν με 3-0, αλλά οι αντίπαλοι έκαναν το γύρο του θριάμβου στην έδρα της, σε μια στιγμή υπέρτατης χαράς και ταπείνωσης του αντιπάλου. Το να πάρει μέσα σε ένα χρόνο εκδίκηση η Ουρακάν δεν έπρεπε να περάσει, δεν μπορούσε να συμβεί, έπρεπε με κάποιον τρόπο να εμποδιστεί. Η επιφοίτηση ήρθε στον Αντόλφο Ρες, μετέπειτα συγγραφέα και ιστορικό του συλλόγου. «Γιατί δεν τιμωρούμαστε για εκείνο το ματς; Να μην πατήσουν το πόδι τους στην έδρα μας».
Ένα γκράφιτι που λέει είμαστε “κλάσικο”, δεν είμαστε εχθροί.
Η παρανοϊκή ιδέα έγινε αμέσως αποδεκτή εν μέσω ενθουσιασμού από τους συνοπαδούς του κι έτσι στις 3 Αυγούστου του 1973, κατά την 25η αγωνιστική όπου και η Σαν Λορένσο υποδεχόταν την Μπόκα, πολλοί οπαδοί της χωρίς κανέναν προφανή λόγο άρχισαν να πετούν πέτρες και μπουκάλια στο δύσμοιρο μυστακοφόρο τερματοφύλακα της Μπόκα με το όνομα Βινταγιέ, που σίγουρα αναρωτιόταν τι τους είχε κάνει. Το παιχνίδι διακόπηκε στο 10′ για αρκετή ώρα και τελικά έληξε με νίκη της Μπόκα με 2-3. Οι οπαδοί των γηπεδούχων, σίγουροι για την επιτυχία του πλάνου τους, γύρισαν ευτυχισμένοι στα σπίτια τους. Οι υπολογισμοί όμως για την εκδίκαση της υπόθεσης και την τιμωρία δεν βγήκαν σωστοί.
Η “Σικλόν” τιμωρήθηκε μεν από την Ομοσπονδία να δώσει αγώνες σε ουδέτερο γήπεδο, αλλά εξέτισε την ποινή ένα ακριβώς ματς πριν υποδεχτεί τους γείτονες. Το σχέδιο κατέρρευσε. Την ίδια στιγμή, η Ουρακάν στέφθηκε και μαθηματικά πρωταθλήτρια μία αγωνιστική πριν το τοπικό ντέρμπι, όταν η Μπόκα δεν κέρδισε το δικό της παιχνίδι. Έτσι, ο γύρος του θριάμβου θα γινόταν στο Γκασόμετρο. Η Σαν Λορένσο δεν είχε άλλους αγώνες στο ενδιάμεσο για να ξανατιμωρηθεί κι οι οπαδοί ήταν απογοητευμένοι που δεν μπορούσαν να κάνουν νέα επεισόδια (ναι, τα πράγματα ήταν τόσο τρελά). Η λύση όμως ήρθε ξανά από τους πολυμήχανους οπαδούς των κυανέρυθρων. Κάποιοι από αυτούς μπήκαν με φτυάρια στο γήπεδό τους, έσκαψαν μέσα στην περιοχή, ενώ παράλληλα πήραν μαζί τους και εξαφάνισαν τη μια εστία. Προφανώς, μέσα στο κόλπο ήταν και η ίδια η διοίκηση του συλλόγου, που πήγε αμέσως στην Ομοσπονδία και ζήτησε το ματς να γίνει αλλού, καθώς στο Γκασόμετρο «έπρεπε να γίνουν έργα ανακαίνισης». Όταν ο πρόεδρος ρωτήθηκε γιατί δεν ήθελε η Ουρακάν να κάνει το γύρο του θριάμβου στο γήπεδό του, απάντησε αφοπλιστικά: «Θα έμεναν στο γήπεδο δυο μέρες για να γιορτάσουν».
Εξώφυλλο οπαδικής εφημερίδας της Σαν Λορένσο μετά το ματς
«Ο γύρος του θριάμβου, όχι εδώ» με φωτογραφία των επτά σκαφτιάδων
«Και τώρα κλάψτε πίσω στην Πομπέγια» (μια ακόμα γειτονιά της Ουρακάν)
Κάπως έτσι στις 21 Σεπτεμβρίου, το ντέρμπι Σαν Λορένσο-Ουρακάν έγινε στο ουδέτερο Χοσέ Αμαλφιτάνι. Έξω από το γήπεδο υπήρχε πάρα πολύς κόσμος, μέσα όμως ελάχιστοι φίλοι των γηπεδούχων. Όποιος πήγαινε να αγοράσει εισιτήριο στα εκδοτήρια, άκουγε τις παροτρύνσεις των συνοπαδών του να περιμένει αρκετή ώρα πριν μπει. Πράγματι, η Ουρακάν μπήκε μέσα στον αγωνιστικό χώρο και έκανε το γύρο του θριάμβου μπροστά σε ελάχιστους θεατές των “γηπεδούχων” και με τους παίκτες της Σαν Λορένσο να αγνοούν επιδεικτικά τους αντιπάλους τους (κάτι που την περασμένη σεζόν είχε γίνει αντίστροφα). Η πλειοψηφία του κόσμου μπήκε μετά τη σέντρα για να σιγουρευτεί ότι δεν θα δει αυτό το… φριχτό θέαμα, τραγουδώντας: “Αχ Ουρακάν πόσο γελάω, δεν θα κάνεις ποτέ γύρο του θριάμβου στο σπίτι του μπαμπά“. Οι γηπεδούχοι κέρδισαν μάλιστα με 1-0, πανηγυρίζοντας έξαλλα τη νίκη απέναντι στους πρωταθλητές. Το ιστορικό «παλιό» Γκασόμετρο γκρεμίστηκε μερικά χρόνια αργότερα, σε μια βρώμικη ιστορία που άφησε τη Σαν Λορένσο χωρίς γήπεδο για πολύ καιρό, αλλά όπως ο πρωτεργάτης των συμβάντων Ρες έγραψε σε ένα άρθρο του: «Το Βιέχο Γκασόμετρο ήταν ένας Ναός και στα 63 χρόνια ζωής του κανένας αντίπαλος δεν μπόρεσε να κάνει γύρο του θριάμβου μπροστά μας».
Η φωτογραφία μυρίζει 70s
Μπορεί όμως οι οπαδοί της Σικλόν να θυμούνται ένα γύρο του θριάμβου, ο υπόλοιπος κόσμος θα θυμάται το ποδόσφαιρο της δίκαιης πρωταθλήτριας Ουρακάν. Με τις ιδέες του Μενότι, ιδέες που χρόνια αργότερα θα δημιουργούσαν το “κίνημα” του Μενοτίσμο και θα ενέπνεαν προπονητές όπως ο Μαρσέλο Μπιέλσα, αλλά και ο Πεπ Γκουαρδιόλα. Ήταν εκείνη η Ουρακάν που έκανε το Μενότι τόσο διάσημο προπονητικά, ώστε η Π.Ο. της Αργεντινής να τον επιλέξει ως προπονητή της εθνικής μετά το φιάσκο του 1974 και να την οδηγήσει στην κατάκτηση του Μουντιάλ του 1978. «Αυτός ο τίτλος ήταν η εκπλήρωση ενός ονείρου. Για το πώς φτιάχτηκε η ομάδα, για το πώς έπαιξε, για όσα έκανε και γιατί έγινε σε έναν σύλλογο που προχωράει με βάση τους ανθρώπους στη γειτονιά. Η Ουρακάν του 1973 ήταν ένα κομμάτι της ιστορίας του ποδοσφαίρου της Αργεντινής και μια ιδεολογική σημαία για πολλούς από μας».