Ο Αμορίμ στη Σπόρτινγκ: Ένα μεγάλο ρίσκο που απέδωσε

Οι πρώτες φήμες κυκλοφόρησαν τις τελευταίες μέρες του Φεβρουαρίου του 2020. Στις 3 Μαρτίου τα περισσότερα ΜΜΕ έγραφαν ότι έχει επιτευχθεί συμφωνία. Δυο μέρες αργότερα η Σπόρτινγκ Λισαβόνας ανακοίνωνε επίσημα την πρόσληψη του προπονητή Ρούμπεν Αμορίμ. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, για να τον αποκτήσει είχε πληρώσει στη Μπράγκα το ποσό της ρήτρας του, δηλαδή 10 εκατομμύρια ευρώ. Η πιο περίεργη μεταγραφή στη σύγχρονη ιστορία του πορτογαλικού ποδοσφαίρου είχε ολοκληρωθεί.

“Πιο περίεργη”; Ας πούμε ότι ήταν ο πιο ευγενικός από τους χαρακτηρισμούς που ακούστηκαν εκείνο το διάστημα στην Πορτογαλία αλλά και εκτός συνόρων. Η πιο άκυρη ή η πιο ανόητη μάλλον θα ταίριαζε καλύτερα στο κλίμα των ημερών εκείνων. Σχεδόν σε όλες τις συζητήσεις το ρεζουμέ ήταν το ίδιο: “Μα, καλά. Τρελοί είναι;” Οι οπαδοί ήταν προβληματισμένοι αλλά και φοβισμένοι, με δεδομένο ότι τα οικονομικά περιθώρια ήταν ήδη πολύ στενά, οι δημοσιογράφοι προσπαθούσαν να ανακαλύψουν κάποια βαθύτερα και λογικά κίνητρα στην απόφαση με σχόλια που είχαν συνήθως την μορφή “ναι, μοιάζει ικανός αλλά…” και οι υπόλοιποι ποδοσφαιρόφιλοι ήταν πεπεισμένοι πως επρόκειτο για μια ακόμα από τις αυτοκαταστροφικές επιλογές της συγκεκριμένης ομάδας.

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Η Σπόρτινγκ ήταν για χρόνια ένα πρότυπο κακοδιαχείρισης. Η αξιολόγηση των επιλογών των διοικήσεων κυμαίνονταν συνήθως από το «μέτριες» έως το «πολύ κακές» κι αυτό είχε ως συνέπεια το χρέος του συλλόγου να γιγαντωθεί. Την ίδια ώρα, οι σπατάλες αυτές δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα στο χορτάρι. Η ομάδα θα έκλεινε σε λίγο δυο δεκαετίες χωρίς πρωτάθλημα. Στις αρχές Φλεβάρη ο πρόεδρος της ομάδας, Φρεντερίκο Βαράντας, εξηγούσε στους οπαδούς μέσω μιας συνέντευξης ότι αν δεν είχε πουληθεί στην αρχή της σεζόν για 7 μόλις εκατομμύρια ο βασικός επιθετικός τους, ο Ολλανδός Μπας Ντοστ, η ομάδα θα είχε πρόβλημα βιωσιμότητας. Ένα μήνα αργότερα ο ίδιος άνθρωπος έδινε 10 εκατομμύρια για έναν προπονητή.

Για να καταλάβουμε το μέγεθος της υπερβολής, είναι απαραίτητο να δούμε στα γρήγορα δυο στατιστικά. Μέχρι εκείνη τη μέρα, μόνο δυο άλλοι προπονητές στην ιστορία του ποδοσφαίρου είχαν κοστίσει περισσότερα λεφτά ως μεταγραφές: Ο Αντρέ Βίλας Μπόας όταν πήγε στην Τσέλσι (15Μ) και ο Μπρένταν Ρότζερς όταν πήγε στη Λέστερ (10,4Μ). Εδώ όμως δεν μιλάμε για βαλάντια επιπέδου Πρέμιερ Λιγκ. Βασικά δεν μιλάμε ούτε καν για επίπεδο Μπενφίκα. Η τσέπη της Σπόρτινγκ δεν φτάνει πολύ βαθιά. Η πιο ακριβή μεταγραφή ποδοσφαιριστή στην ιστορία της έως τότε ήταν ο Μπας Ντοστ και το ποσό που δόθηκε ήταν κάτι παραπάνω από 11,5 εκατομμύρια. Αυτή θα ήταν μόλις η τρίτη φορά που οι Πορτογάλοι θα ξόδευαν διψήφιο νούμερο για την απόκτηση κάποιου κι αυτός ο κάποιος δεν θα ήταν κάποιος περιζήτητος, χαρισματικός σκόρερ αλλά ένας άβγαλτος 35χρονος προπονητής, με δυο μήνες προϋπηρεσία στην 1η κατηγορία, που δεν έχει καν τα απαραίτητα διπλώματα και, εκτός όλων των άλλων, είναι παλαίμαχος και δηλωμένος οπαδός των «άλλων»!

Αν ακούγεται παράλογο όταν απλώς το διαβάζεις ως αδιάφορος, εξωτερικός παρατηρητής, ας σκεφτούμε πως ακουγόταν τότε για έναν οπαδό της ομάδας. Ο Ρούμπεν Αμορίμ είχε κλείσει εκείνον τον Ιανουάριο τα 35 του και όταν ολοκληρώθηκε η συμφωνία είχε στο βιογραφικό του 9 αγώνες πρώτης κατηγορίας. Εννιά! Σε αυτούς τους εννιά καθόταν κανονικά στον πάγκο της Μπράγκα αλλά δεν ήταν δηλωμένος ως πρώτος προπονητής γιατί δεν είχε το απαραίτητο δίπλωμα της ΟΥΕΦΑ. Σύμφωνα με τους κανονισμούς, ο πρώτος προπονητής οφείλει να έχει δίπλωμα επιπέδου 4. Ο Αμορίμ είχε φτάσει μέχρι το επίπεδο 2, το οποίο σου επιτρέπει να κάθεσαι στον πάγκο σαν… βοηθητικός, αρκεί να υπάρχει κάποιος άλλος δηλωμένος ως πρώτος.

Κι αν αυτό με το δίπλωμα είναι μια τεχνική λεπτομέρεια που δεν απασχολεί ιδιαίτερα τους οπαδούς, ειδικά αν η ομάδα κερδίζει, το παρελθόν του χτυπούσε κατ’ευθείαν στην καρδιά τους. Ο νέος τους, άπειρος ξαναλέμε, προπονητής ήταν ένας από τους «απέναντι». Ο Αμορίμ είχε φορέσει για εφτά χρόνια τη φανέλα της Μπενφίκα και είχε δηλώσει αρκετές φορές στο παρελθόν πως από παιδί είναι οπαδός των κόκκινων. Αν και την καριέρα του την ξεκίνησε σε μια άλλη ομάδα της Λισαβόνας, τη Μπελενένσες, όταν στα 23 του ενδιαφέρθηκαν γι’αυτόν αρκετές ομάδες η απόφαση του δεν στηρίχθηκε στη λογική. Η Λάτσιο ήταν η καλύτερη επιλογή αγωνιστικά, η Βόλφσμπουργκ έδινε με διαφορά τα καλύτερα λεφτά αλλά η τρίτη ενδιαφερόμενη ήταν η Μπενφίκα που τον είχε μάλιστα προσεγγίσει μέσω του, θρύλου της και αγαπημένου του, Ρούι Κόστα. Η μετακίνηση στο Ντα Λουζ έκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες. “Εκείνη τη μέρα αποφάσισα με την καρδιά μου. Στη Γερμανία θα κέρδιζα από την πρώτη χρονιά περισσότερα απ’όσα κέρδισα στη Μπενφίκα ακόμα και την τελευταία μου σεζόν που είχα φτιάξει ήδη ένα καλό όνομα. Όταν άκουσε ο Γερμανός μεσολαβητής την απόφαση μου θυμάμαι ότι έπιασε το κεφάλι του γιατί δεν μπορούσε να πιστέψει ότι επέλεγα ένα συμβόλαιο που θα μου έδινε λιγότερα από τα μισά λεφτά.”

Ο Αμορίμ στα κόκκινα σε ντέρμπι με τη Σπόρτινγκ

Όταν οι δημοσιογράφοι τον ρώτησαν στην παρουσίαση του από τη Σπόρτινγκ για αυτό το ιδιαίτερο παρελθόν του, ο πιο ώριμος πλέον Αμορίμ επέλεξε τη διπλωματική οδό: “Είμαι επαγγελματίας και πάνω απ’όλα είμαι οπαδός της νίκης. Δεν πρόκειται φυσικά να κρύψω το παρελθόν μου αλλά ξέρω καλά σε τι ομάδα ήρθα και, πιστέψτε με, δεν υπάρχει κανείς εδώ που να θέλει να κερδίσει περισσότερο από μένα.”

Πώς όμως έφτασε τον Μάρτιο να συζητάει όλη η Πορτογαλία για έναν προπονητή που μέχρι τον Ιανουάριο δεν είχε κάτσει σε πάγκο αγώνα πρώτης κατηγορίας; Η απάντηση κρύβεται στο περίεργο μεσοδιάστημα.

Στις αρχές εκείνης της σεζόν 2019/20, η Μπράγκα είχε προσλάβει τον Αμορίμ για να κοουτσάρει τη β’ ομάδα της που αγωνιζόταν στην 3η κατηγορία. Ο νεαρός, για τα προπονητικά δεδομένα, Πορτογάλος είχε αφήσει καλές εντυπώσεις ένα χρόνο πριν στην πρώτη του δουλειά στους πάγκους στην ίδια κατηγορία. Ως προπονητής της Κάζα Πια την είχε σταθερά στις θέσεις ανόδου μέχρι το χειμώνα όταν και αναγκάστηκε να παραιτηθεί γιατί η έλλειψη του κατάλληλου διπλώματος επηρέασε την ομάδα που τιμωρήθηκε με αφαίρεση βαθμών. Το έργο του στη Μπράγκα Β’ ήταν ανάλογο. Το αγαπημένο του 3-4-3 έκανε δουλειά εξ αρχής, τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά και οι νεαροί παίκτες δήλωναν ενθουσιασμένοι από τη δουλειά του. Αυτά δεν πέρασαν απαρατήρητα από τα υψηλότερα κλιμάκια κι όταν στα τέλη Δεκέμβρη η πρώτη ομάδα έμεινε ακέφαλη, μετά την απόλυση του Σα Πίντο, ο Αμορίμ προωθήθηκε για να τον αντικαταστήσει. Το τι ακολούθησε δεν το πίστευε ούτε ο ίδιος, όπως αποκάλυψε αργότερα.

Όταν το πρωτάθλημα διακόπηκε για τις γιορτές η Μπράγκα ήταν 8η, με πολλά προβλήματα στον τρόπο παιχνιδιού της. Όταν ο Αμορίμ δέχτηκε την πρόταση της Σπόρτινγκ στις αρχές Μαρτίου ήταν πλέον 3η. Στο ενδιάμεσο δεν είχε χάσει ούτε ένα παιχνίδι εντός συνόρων! Η μεταμόρφωση που συντελέστηκε μέσα σε τόσο μικρό διάστημα είναι εκπληκτική. Μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες οι παίκτες υιοθέτησαν το στιλ παιχνιδιού που ήθελε ο προπονητής τους, παραβλέποντας το γεγονός πως ήταν μικρότερος από κάποιους εξ αυτών.

Στο πρώτο του ματς στον πάγκο κέρδισε με 1-7 μέσα στην έδρα της Μπελενένσες. Στο τρίτο του ματς έφυγε με διπλό μέσα από την έδρα της, μετέπειτα πρωταθλήτριας, Πόρτο. Τέσσερις μέρες μετά κέρδισε στον ημιτελικό του κυπέλλου τη Σπόρτινγκ με 2-1 και στο τέλος της ίδιας εβδομάδας επικράτησε πάλι επί της Πόρτο, αυτή τη φορά στον τελικό του κυπέλλου. Μέσα σε ένα μήνα στη νέα του δουλειά είχε κερδίσει τρεις φορές δυο από τα μεγαθήρια της χώρας και είχε πανηγυρίσει τον πρώτο τίτλο της καριέρας του! Μέσα στον Φεβρουάριο κέρδισε για δεύτερη φορά τη Σπόρτινγκ και λίγες μέρες μετά ολοκλήρωσε την… πίστα, νικώντας και την τρίτη «μεγάλη» της χώρας, τη Μπενφίκα με 0-1 μέσα στη Λισαβόνα. Αυτό ήταν το πρώτο διπλό της Μπράγκα στο Ντα Λουζ μετά από 65 χρόνια!

Σε εκείνο το σημείο λογικά οι άνθρωποι της Σπόρτινγκ πείστηκαν πως πρέπει να κινηθούν όσο πιο σύντομα γίνεται. Ένας λόγος ήταν ότι η φορμαρισμένη Μπράγκα έδειχνε πλέον ικανή να τους κλέψει την 3η θέση που σε στέλνει κατ’ευθείαν στους ομίλους του Γιουρόπα, δηλαδή στα εγγυημένα λεφτά που τόσο είχαν ανάγκη. Ένας άλλος λόγος ήταν η ανησυχία πως αν δεν κινηθούν άμεσα, το καλοκαίρι ίσως να είναι πολύ αργά. Ο Αμορίμ είχε γίνει ήδη «talk of the town» με αυτά που έκανε, καθώς στα 11 παιχνίδια του σε πρωτάθλημα και κύπελλο είχε 10 νίκες και 1 ήττα. Αν το καλοκαίρι ενδιαφερόταν γι’αυτόν η Μπενφίκα ή κάποια ομάδα του εξωτερικού με πιο χοντρό πορτοφόλι, η Σπόρτινγκ δεν θα είχε καμία τύχη. Βέβαια, το δείγμα που είχαν ήταν τρομακτικά μικρό. Πώς αποφασίζεις να ρισκάρεις την οικονομική βιωσιμότητα σου για κάποιον που ξέρεις ελάχιστα; Αυτή δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που μια ομάδα μεταμορφώνεται για λίγο καιρό μετά από μια αλλαγή προπονητή. Το ρίσκο ήταν μεγάλο, οι αντιδράσεις πολλές και όχι ιδιαίτερα θετικές αλλά η δικαίωση ήταν αποστομωτική. Κι ας μην ήρθε κατ’ευθείαν.

Η Σπόρτινγκ δεν κατάφερε να σώσει εκείνη την έτσι κι αλλιώς προβληματική λόγω διακοπής για τον COVID σεζόν, αφού στο φινάλε περιορίστηκε στην 4η θέση. Ο πρόωρος ερχομός του Αμορίμ όμως αποδείχτηκε καθοριστικός. Ο Πορτογάλος έμαθε με τον πιο άμεσο τρόπο την ομάδα και εντόπισε τις αδυναμίες της, οι παίκτες του αφομοίωσαν σταδιακά τη φιλοσοφία του και την επόμενη χρονιά παρουσιάστηκε μια τελείως διαφορετική εικόνα. Παρ’ότι εκείνο το καλοκαίρι η Μπενφίκα έριξε χρήμα και ενισχύθηκε σημαντικά η Σπόρτινγκ του Αμορίμ «δεν έβλεπε κανέναν», ούτε και την πρωταθλήτρια Πόρτο.

Ο Αμορίμ από την πλευρά των πρασίνων σε ντέρμπι με τη Μπενφίκα

Το τέλος εκείνης της μαγικής χρονιάς βρήκε το σύλλογο να πανηγυρίζει το Λιγκ Καπ και το πρώτο πρωτάθλημα μετά από 19 χρόνια. Ο τίτλος συνοδεύτηκε με ένα ρεκόρ 32 αγώνων χωρίς ήττα. Μόνο η Μπενφίκα κατάφερε να την κερδίσει σε εκείνο το πρωτάθλημα αλλά αυτό έγινε την προτελευταία αγωνιστική, όταν όλα είχαν κριθεί. Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις στο ποδόσφαιρο, οι κωλοτούμπες από οπαδούς, δημοσιογράφους και αναλυτές δεν άργησαν να γίνουν. Η “απερίσκεπτη” και “εγκληματική” μεταγραφή του Αμορίμ μόλις ένα χρόνο πριν είχε μετατραπεί σε πανέξυπνη και προνοητική κίνηση ματ που άλλαξε από το πουθενά τα δεδομένα στο πορτογαλικό ποδόσφαιρo, στο οποίο τα προηγούμενα 19 χρόνια τους τίτλους μονοπωλούσαν η Μπενφίκα και η Πόρτο.

Φέτος τα «Λιοντάρια» της Λισαβόνας προσπαθούν να επαναλάβουν το κατόρθωμα του 2001. Λίγο πριν την τελική ευθεία είναι πρώτα στη βαθμολογία, με εφτά βαθμούς διαφορά από τη Μπενφίκα. Εκτός αυτού βρίσκονται στον τελικό του Λιγκ Καπ, έχοντας αποκλείσει στα ημιτελικά (ποια άλλη;) τη Μπενφίκα. Το καλοκαίρι ο Αμορίμ βρήκε στο πρόσωπο του Βίκτορ Γιόκερες τον σκόρερ που του έλειπε τα προηγούμενα δυο χρόνια, αυτόν που μπορεί να του δώσει πάνω από 20 γκολ. Η διοίκηση πήρε ένα ακόμη πετυχημένο ρίσκο, έσπασε το ρεκόρ μεταγραφής της (20Μ) για έναν επιθετικό που έπαιζε στην Τσάμπιονσιπ και το αποτέλεσμα φαίνεται στο χορτάρι, εκεί που ο Σουηδός επιθετικός μοιάζει ασταμάτητος και η ομάδα του κάνει σχεδόν ό,τι θέλει φέτος. Σε 28 παιχνίδια πρωταθλήματος έχει μόλις δυο ήττες και την καλύτερη επίθεση με 21 γκολ διαφορά από τον επόμενο!

Τα δυο μεγάλα ρίσκα που έπιασαν: Προπονητής και σκόρερ 

Όπως όλα δείχνουν, ο κύκλος του Αμορίμ στην Σπόρτινγκ δεν θα αργήσει να κλείσει. Η φήμη του έχει ξεπεράσει εδώ και καιρό τα σύνορα της Πορτογαλίας (βοήθησε αρκετά η νίκη επί της Τότεναμ και η πρόκριση επί της Άρσεναλ πέρσι στην Ευρώπη). Το όνομα του ακούγεται για διάφορες σημαντικές θέσεις και στην Αγγλία και στην Ισπανία. Πιο έντονη από όλες τις φήμης είναι αυτή που λέει ότι αποτελεί έναν από τους υποψήφιους διαδόχους του Κλοπ στη Λίβερπουλ, που φέρεται να τον παρακολουθεί στενά τους τελευταίους μήνες. Ακόμα κι αν δεν αποχωρήσει τελικά το καλοκαίρι, δείχνει δύσκολο να μείνει για καιρό στη Λισαβόνα.

Αν πάντως καταφέρει να κερδίσει και τον φετινό τίτλο, η θέση του κάπου ψηλά στην ιστορία του συλλόγου θα είναι εξασφαλισμένη. Από τις αρχές των 80s μέχρι την έλευση του η Σπόρτινγκ είχε κερδίσει δυο πρωταθλήματα όλα κι όλα και τώρα ετοιμάζεται να πανηγυρίσει το δεύτερο μέσα σε τέσσερα χρόνια, παρ’ότι παραμένει τρίτη δύναμη οικονομικά. Όλα αυτά χάρη σε έναν προπονητή που πριν λίγους μήνες έκλεισε τα 39. Έναν «άνθρωπο της Μπενφίκα» που τη μέρα της παρουσίασης του δήλωσε: “Ακούω πως όλοι μιλάνε για το ρίσκο της πρόσληψης μου. Όλοι συζητάνε «τι θα γίνει αν πάει χάλια;». Εγώ πάλι ρωτάω: «Κι αν τελικά πάει καλά;». Αν καταφέρουμε να δώσουμε μια νέα πνοή στη Σπόρτινγκ;”