Δύο ομάδες που ρίχνουν κρυφές ματιές στην ερχόμενη σεζόν συναντιούνται στο ΟΑΚΑ. Ο Παναθηναϊκός όμως δεν έχει το περιθώριο να μην κυνηγήσει στο όριο το θετικό αποτέλεσμα σε τέτοια παιχνίδια. Γιατί η νίκη τρέφει τον «οργανισμό» και τον βοηθάει να συνεχίσει.
Ο Παναθηναϊκός βιώνει μια αντικειμενικά δύσκολη περίοδο από όλες τις απόψεις. Έχουμε φτάσει στην Άνοιξη, η ομάδα είναι πίσω σε όρους αγωνιστικής λειτουργίας αδυνατώντας να παρουσιάσει συνέχεια ενώ το ηθικό είναι πλέον στο πάτωμα μετά την τρίτη συνεχόμενη ήττα στη Stoiximan Basket League. Καταστάσεις πρωτόγνωρες για ένα κλαμπ που είχε συνηθίσει (ακόμα και στη μετά-Ζοτς εποχή) να ανεβάζει αγωνιστικούς ρυθμούς σε αυτό το χρονικό σημείο, διεκδικώντας το καλύτερο δυνατό πλασάρισμα ενόψει playoffs.
Οι πράσινοι κάνουν ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω κάθε φορά όλη τη χρονιά. Το περιθώριο της μιας αλλαγής ξένου στο ελληνικό πρωτάθλημα, ουσιαστικά τους έριξε στο καναβάτσο σε ένα σημείο όπου, υπό τον κόουτς Σερέλη, η ομάδα προσπαθούσε να διαφοροποιήσει το κομμάτι της ανάπτυξης στην επίθεση, μοιράζοντας τη μπάλα και τις εκτελέσεις σε περισσότερα χέρια εντός ενός καλύτερου πλαισίου (ανοίγοντας το γήπεδο πιο αποτελεσματικά) ενώ στην άμυνα ήθελε να αποβάλει τη μαλθακότητα, κυρίως κοντά στο καλάθι.
Όπως είχαμε σημειώσει και πριν τα παιχνίδια του Κυπέλλου Ελλάδας, το «τριφύλλι» χρειαζόταν να κάνει βαθύτερη τομή στο rotation για να σοκάρει το αγωνιστικό του σώμα και να εκπλήξει τους αντιπάλους του. Ο Παναθηναϊκός χρειαζόταν τον Τόμας (μπορεί να βοηθήσει αρκετά την ομάδα), τους Μαντζούκα-Αγραβάνη στη θέση «4» και πιθανόν τον Πονίτκα στη θέση «1» σε αυτήν την τελική ευθεία της σεζόν, όμως το περιθώριο για να πάρει το ρόστερ μια τέτοια μορφή δεν υπήρχε. Και κάπως έτσι στο ελληνικό πρωτάθλημα γεννιούνται βραδιές όπως αυτή του Σαββάτου απέναντι στην ΑΕΚ όπου ο soft Παναθηναϊκός αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει την ποιοτική του υπεροχή.
Στην Ευρωλίγκα βέβαια, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Και θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε την παραπάνω οπτική να απεικονίζεται στο παρκέ με σχήματα τα οποία θα πάρουν αρκετά λεπτά. Ασχέτως με την βαθμολογική θέση της ομάδας, οι πράσινοι δεν έχουν την πολυτέλεια να αφήνουν παιχνίδια όπως αυτό με τη Μπάγερν να χάνονται. Ένα σύνολο που φέτος σε καμία περίπτωση δεν είναι καλύτερο και σαφέστατα δεν υπερτερεί σε ποιοτικό βάθος στη σύγκριση με αυτό του Χρήστου Σερέλη.
Η κατρακύλα των Βαυαρών
Η Μπάγερν βιώνει μια αντίστοιχα δύσκολη περίοδο. Το θαύμα του «δευτέρου μισού της σεζόν» δεν ήρθε φέτος και οι Βαυαροί ουσιαστικά παραδόθηκαν πλήρως μετά τον σοβαρό τραυματισμό του Ρούμπιτ, ο οποίος τους στέρησε το σημείο αναφοράς τους παραγωγικά στη γραμμή των ψηλών.
Το σύνολο του Τρινκιέρι δεν έπεισε σχεδόν σε καμία στιγμή της χρονιάς. Είχε προβλήματα τραυματισμών, πάλευε με την επιθετική του στειρότητα και από ένα σημείο και μετά πιστοποίησε τις λανθασμένες αποφάσεις που πάρθηκαν το καλοκαίρι καθώς ζητούσε πολλά πράγματα από παίχτες που δεν είχαν πλέον τόσους «χυμούς» μέσα τους. Η Μπάγερν χρειαζόταν φρεσκάδα, περισσότερη αθλητικότητα και ταλέντο για να υποστηρίξει ένα τόσο στατικό μοντέλο επίθεσης με έντονη ροπή στην προσωπική φάση. Παίχτες όπως ο Λούτσιτς, ο Χάντερ και ο Ρούμπιτ θα μπορούσαν να αποτελέσουν το ιδανικό συμπλήρωμα σε ομάδες που κοιτούν ψηλά ερχόμενοι από πίσω, σε καθαρά δεύτερους ρόλους με το πολύτιμο veteran leadership τους. Δεν είχαν όμως τις δυνάμεις να κουβαλήσουν ως «πρώτες επιλογές» φέτος τους Βαυαρούς σε μια λίγκα όπου ο ανταγωνισμός έχει αυξηθεί σημαντικά και οι αντίπαλοι διαθέτουν πολύ πιο γεμάτα «οπλοστάσια».
Η Μπάγερν ήταν «φτωχή» φέτος και το πλήρωσε. Τον τελευταίο καιρό βγάζει εικόνα παραίτησης καθώς έχει διαλυθεί στο Φάληρο και προσφάτως στο Μιλάνο (δεχόμενη 100αρες στα μετόπισθεν) ενώ ηττήθηκε και στο Μόναχο από την Άλμπα. Το χειρότερο είναι ότι η ίδια η ομάδα (πάγκος, παίχτες) δείχνει να έχει αποδεχθεί την όλη κατάσταση, αδυνατώντας να παλέψει. Μέσα σε όλη αυτήν την κατάσταση, ο νεοαποκτηθείς Ζίλαν Τσίθαμ ξεχωρίζει με τη διάθεση του να αποδείξει την αξία του, μιας και η Ευρώπη είναι κάτι εντελώς καινούργιο για αυτόν. Ο Αμερικανός σέντερ-φόργουορντ δείχνει ότι θα έπρεπε να είχε έρθει νωρίτερα στα μέρη μας και δη στο Μόναχο, όντας ένα από τα ελάχιστα θετικά σημεία στην αγωνιστική φυσιογνωμία της Μπάγερν τελευταία.
Προσοχή στο ριμπάουντ και στον Ομπστ
Οι Βαυαροί ακολουθούν και φέτος πιστά τις αρχές του μπάσκετ του κόουτς Τρινκιέρι. Χαμηλό τέμπο, physicality, παιχνίδι χαμηλού αριθμού λαθών. Την τρέχουσα σεζόν επένδυσαν αρκετά στην περιφερειακή εκτέλεση (προσπαθώντας ίσως να ματσάρουν την έλλειψη σπουδαίου ταλέντου) χωρίς να αποτελέσουν σπουδαία shooting team (35.0% πίσω από τη γραμμή του τριπόντου).
Οι κυρίως χειριστές στην επίθεση του Ιταλού κόουτς σουτάρουν με πολύ χαμηλά ποσοστά από την περίμετρο και αυτό έχει επιδράσει αρνητικά σε επίπεδο χώρων και συνεργασιών. Κανένας εκ των Ουόλντεν, Ουίνστον, Γιάραμαζ, Μπαμπ δεν ακουμπάει καν το 34% στο τρίποντο ενώ η Μπάγερν είναι μια από τις λιγότερο αποτελεσματικές ομάδες αναφορικά με τη λειτουργία της στις Pick & Roll δράσεις, αδυνατώντας να παράγει είτε με τον χειριστή είτε με τον ψηλό. Η προσθήκη του ελίτ αθλητή Τσίθαμ, της έχει δώσει κάποια διαφορετικά στοιχεία σε αυτό το κομμάτι και ο Παναθηναϊκός οφείλει να εμφανιστεί διαβασμένος.
Η μεγαλύτερη απειλή για την ελληνική άμυνα αυτήν τη στιγμή εντοπίζεται στο πρόσωπο του Αντρέας Ομπστ. Ο Γερμανός διεθνής γκαρντ προσφάτως πήρε καινούργιο συμβόλαιο από τη διοίκηση της Μπάγερν, γεγονός που έχει γράψει θετικά στη διάθεση και στο ηθικό του. Στο Μιλάνο (σε ένα παιχνίδι-ναυάγιο για την ομάδα του) σημείωσε 27 πόντους με 7/11 τρίποντα ενώ την Κυριακή στο Μπράουνσβαϊγκ ήταν επίσης αρκετά καλός. Ο Ομπστ είναι «επιθετικός» απέναντι στις άμυνες, δουλεύει σωστά μακριά από τη μπάλα χρησιμοποιώντας τα σκριν και διακρίνεται για το καλό του footwork το οποίο αποτελεί τη βάση για την αποτελεσματική εκτέλεση. Προσοχή εδώ λοιπόν.
Ο Παναθηναϊκός θα πρέπει να διασφαλίσει το αμυντικό ριμπάουντ απέναντι σε μια από τις πιο ικανές στο να κερδίζουν «δεύτερες επιθέσεις» ομάδες της λίγκας. Ίσως είναι η πιο καθοριστική παράμετρος για τη διαμόρφωση των ισορροπιών στο γήπεδο. Οι Γκιλέσπι, Μπόνγκα και Χάντερ έχουν το χάρισμα να κερδίζουν επιθετικά ριμπάουντ, υποστηρίζοντας την παραγωγική λειτουργία της Μπάγερν με αυτόν τον τρόπο. Οι γηπεδούχοι οφείλουν να τους κρατήσουν μακριά από το καλάθι τους.
Φυσικά οι πράσινοι, εφόσον κερδίσουν τη μάχη του ριμπάουντ, θα προσπαθήσουν να τρέξουν, βγάζοντας τους Βαυαρούς από τις συνήθειες τους. Η Μπάγερν άλλωστε είναι η πιο αδύναμη τρανζίσιον άμυνα στη φετινή Ευρωλίγκα (1.31 πόντοι/κατοχή) και ο Παναθηναϊκός αναμφίβολα μπορεί να το εκμεταλλευτεί.
Στο σετ παιχνίδι, οι Αρτούρας Γκουντάιτις και Ματ Τόμας μπορούν να βρουν παραγωγικές ευκαιρίες απέναντι στην άμυνα των φιλοξενούμενων. Οι Γερμανοί αδυνατούν να ελέγξουν τις δράσεις στο χαμηλό ποστ αλλά και την κίνηση των σουτέρ γύρω από τα σκριν. Ο Παναθηναϊκός πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτά τα δύο του όπλα όχι μόνο για την παραγωγή άμεσου σκορ αλλά και ως «αποπροσανατολισμό», ώστε να δημιουργήσει ένα καλύτερο πλαίσιο εκτέλεσης για τους υπόλοιπους.
Πόντοι O/U Arturas Gudaitis Over 6.5 σε απόδοση 1.87 στη Stoiximan
Εν κατακλείδι, ο Παναθηναϊκός δεν έχει την πολυτέλεια να αφήνει τέτοιες ευκαιρίες για έξτρα νίκες σε εντός έδρας αναμετρήσεις όπως αυτή. Τις έχει ανάγκη ο οργανισμός για να «τραφεί» και να συνεχίσει. Η Μπάγερν βρίσκεται εν μέσω αγωνιστικής πτώσης όμως ο κόουτς Τρινκιέρι θα προσπαθήσει να αφυπνίσει τους παίχτες του. Ένα κλειστό ματς είναι πιθανό λοιπόν. Εάν η ελληνική ομάδα καταφέρει να ελέγξει το αμυντικό ριμπάουντ και να τρέξει στο ανοιχτό γήπεδο θα έχει το επάνω χέρι για την τελική επικράτηση.
Bet Builder με Χάντικαπ Παναθηναϊκός -1.5 και Πόντοι Under 167.5 σε απόδοση 2.16 στη Stoiximan
Οι αποδόσεις ενδέχεται να υπόκεινται σε αλλαγές.
Hoopfellas.gr