“Βγαίνει ένας μικρός από ένα σπίτι τσίτσιδος, φωνάζει: «Πάμε Σεντράλ, γερά!». Μια αστραπή λάμπει και φωτίζει το μέσα κάποιου. Του στεγνώνει τον λαιμό. Ψελλίζοντας καταφέρνει να ρωτήσει: «Τελείωσε;». «1-1» λέει ο μικρός, «ισοφάρισε η Σεντράλ στο τέλος». Κάποιος περπατά, τώρα μουδιασμένος, λόγω νωθρότητας, λόγω του ότι είναι στον αυτόματο πιλότο. Η Σεντράλ στο τέλος, ρε! Η Σεντράλ στο τέλος! Δεν φωνάζει. Δεν κάνει κάποιον μορφασμό. Δεν σηκώνει το χέρι του. Η κραυγή εκρήγνυται μέσα του σαν βόμβα βυθού. Πάμε, κανάγιες μου, γερά! Μοιάζει ψέμα. Κάποιος θα σκεφτόταν ότι θα χοροπηδούσε ασυγκράτητος· θα καβαλούσε κάνα φράκτη· θα σκαρφάλωνε σε κάνα δέντρο σαν πίθηκος· θα αναρριχόταν σε κάνα μπαλκόνι, μέχρι και σε ταράτσα. Αλλά όχι. Δεν χρειάζονται υπερβολές. Παρ’ όλ’ αυτά, μια αίσθηση χαύνωσης, θαλπωρής, ατέλειωτης εσωτερικής γαλήνης, σιγά σιγά τον κατακλύζει τρυφερά. Ήδη βρίσκεται ένα τετράγωνο από το σπίτι του. Το απόγευμα είναι φωτεινό, γεμάτο ήλιο, ενδεχομένως και πιο δροσερό. Μπαίνει επιτέλους και πάει μέχρι το μπάνιο. Πλένει τα χέρια του, κοιτάζεται στον καθρέφτη. Έχει πάνω από χίλιες νέες άσπρες τρίχες στους κροτάφους του. Υπάρχουν δυο ρυτίδες στο μέτωπό του, καινούργιες και βαθιές. Οι κύκλοι κάτω από τα μάτια του έχουν γίνει πιο μαύροι. Κάποιος έχει γεράσει πάλι πέντε χρόνια, το ίδιο όπως πάντα. Κι όλ’ αυτά για ένα κλάσικο, μόνο. Έναν αγώνα ποδοσφαίρου, απλώς.”
Το παραπάνω απόσπασμα γράφτηκε πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια από τον Αργεντινό συγγραφέα Ρομπέρτο Φονταναρόσα και συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο “Puro Futbol” (που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις Εκδόσεις Απρόβλεπτες). Θα μπορούσε να μιλάει για ένα οποιοδήποτε ντέρμπι του κόσμου. Αν αφαιρούσες τα ονόματα, πιθανόν να πίστευες ότι αναφέρεται στη δική σου ομάδα και στο δικό της μεγάλο ντέρμπι.
Μιλάει όμως για το ντέρμπι της ομάδας του και της πόλης του. Το Ροσάριο, μια πόλη λίγο μεγαλύτερη από τη Θεσσαλονίκη, είναι ο τόπος διεξαγωγής του «Clasico Rosarino», που θεωρείται ένα από τα πιο παθιασμένα ντέρμπι της Αργεντινής και σίγουρα το μεγαλύτερο εκτός Μπουένος Άιρες. Από τη μια πλευρά βρίσκονται οι “κανάγιας” (σαν να λέμε “οι παλιάνθρωποι”) της Ροσάριο Σεντράλ και από την άλλη οι “λεπροί” της Νιούελς Ολντ Μπόις. Τα παρατσούκλια καθιερώθηκαν πριν από έναν αιώνα όταν ζητήθηκε από τις ομάδες να παίξουν έναν αγώνα φιλανθρωπικού χαρακτήρα για μια κλινική λεπρών. Το ποια από τις δυο δέχτηκε και ποια όχι είναι εύκολα αντιληπτό.
Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα μεγάλα ντέρμπι, το Ροσάριο Σεντράλ-Νιούελς Ολντ Μποις έχει αμέτρητες ιστορίες και ευτράπελα από πίσω αλλά αν υπάρχει ένα παιχνίδι που ξεχωρίζει, αυτό διεξήχθη τον Δεκέμβριο του 1971. Ένας από τους λόγους που ο συγκεκριμένος αγώνας έχει μια περίοπτη θέση στην ιστορία του αργεντίνικου ποδοσφαίρου είναι και ο φανατικός οπαδός της Σεντράλ, Φονταναρόσα. Σε ένα από τα βιβλία του που κυκλοφόρησε το 1987 ο συγγραφέας συμπεριέλαβε ένα ποδοσφαιρικό διήγημα που ξεχώρισε αμέσως από τα υπόλοιπα. Ο τίτλος του: «19 Δεκεμβρίου 1971».
Το διήγημα έχει ως βασικό πρωταγωνιστή τον γερό-Κασάλε, έναν άσημο, ηλικιωμένο οπαδό της Ροσάριο Σεντράλ που έχει ζήσει μια απολύτως συνηθισμένη ζωή που επικεντρώνεται κυρίως στη δουλειά του (ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος) και στην οικογένεια του. Αυτό όμως που τον κάνει να ξεχωρίζει είναι η τύχη του. Στις τόσες δεκαετίες που πηγαίνει στο γήπεδο, η μοίρα τα είχε φέρει έτσι που δεν έχει δει ποτέ την ομάδα του να χάνει σε ένα κλάσικο! Όσες φορές η Νιούελς έφευγε από το ντέρμπι με νίκη, ο γερό-Κασάλε απουσίαζε συμπτωματικά από το γήπεδο για διάφορους λόγους που σχετίζονταν είτε με τη δουλειά, είτε με την οικογένεια, είτε με την υγεία του.
Όταν οι δυο μεγάλες ομάδες της πόλης βρίσκονται αντιμέτωπες στον ημιτελικό του πρωταθλήματος του 1971, το Ροσάριο ζει στιγμές ανείπωτης τρέλας. Το έπαθλο είναι μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά. Καμία από τις δυο ομάδες δεν έχει κερδίσει ως τότε το πρωτάθλημα. Εκτός αυτού, ο νικητής του μόνου ημιτελικού θα αντιμετωπίσει μετά τη Σαν Λορένσο σε έναν τελικό που έχει προγραμματιστεί να διεξαχθεί στο Ροσάριο. Το ρεζουμέ της σκέψης και στις δυο πλευρές της πόλης είναι ακριβώς το ίδιο: Κερδίζουμε το ντέρμπι, σηκώνουμε την κούπα μέσα στην πόλη μας και έχουμε μετά μια ιστορία για να κοκορευόμαστε και να βγαίνουμε από πάνω για μια ζωή.
Το σωστό το pre-game show του κλάσικο
Οι ετοιμασίες για το μεγάλο παιχνίδι περιλαμβάνουν εκτός από τα διαδικαστικά της μετακίνησης χιλιάδων ανθρώπων (μιας και ο αγώνας θα γινόταν στο Μονουμεντάλ), και αμέτρητες προσπάθειες ελέγχου της τύχης ή μοίρας, όπως θέλετε πείτε την. Μιλάμε άλλωστε για την Αργεντινή, μια χώρα στην οποία τα γούρια είναι σχεδόν ιερά. Την ώρα που άλλοι επιλέγουν πιο πατροπαράδοτους τρόπους (όπως επισκέψεις στην εκκλησία, παραδοσιακές κατάρες από πολύπειρες σε τέτοια θέματα γιαγιάδες και λεπτομερέστατο προγραμματισμό για το πού θα κάτσει ο καθένας και τι θα φοράει, βάσει των επιδόσεων κάθε διάταξης σε προηγούμενες επιτυχίες) μια παρέα φίλων στρέφεται σε πιο σοβαρές και επιστημονικές μεθόδους. Ο γέρο-Κασάλε δεν έχει χάσει ποτέ από τη Νιούελς, άρα ο γερό-Κασάλε πρέπει πάση θυσία να βρεθεί στις κερκίδες του Μονουμεντάλ. Το μόνο πρόβλημα σε αυτή την ομολογουμένως απλή αλλά πανέξυπνη ιδέα; Ο ηλικιωμένος οπαδός έχει πλέον σοβαρά θέματα με την καρδιά, έχει κόψει το γήπεδο εδώ και πάνω από δυο χρόνια και ο γιατρός του έχει απαγορεύσει οποιαδήποτε ενασχόληση με το ποδόσφαιρο καθώς το άγχος και η ένταση που το συνοδεύουν μπορεί να τον «στείλει» ανά πάσα στιγμή. Καμία από αυτές τις λεπτομέρειες όμως δεν πτοεί τους πρωταγωνιστές. Ο γέρος πρέπει να πάει στο γήπεδο. Θέλει, δεν θέλει!
Η ιστορία του γερό-Κασάλε (που ως μεγάλοι πολέμιοι των spoilers, αρνούμαστε να αποκαλύψουμε πώς τελειώνει) είναι φανταστική, δημιούργημα της φαντασίας του λατινοαμερικάνου συγγραφέα. Ο αγώνας όμως στον οποίο βασίζεται είναι πραγματικός και μαζί και τα γύρω-γύρω που περιγράφονται στο διήγημα. Το Ροσάριο έζησε πράγματι μια περίοδο τρέλας, όπου σχεδόν κανένας στην πόλη δεν μπορούσε να εστιάσει σε οτιδήποτε άλλο πέρα από το μεγάλο ματς του Μονουμεντάλ. Οι δυο ομάδες ήταν σε εξαιρετική κατάσταση εκείνη τη χρονιά και όλοι πίστευαν πως ο τίτλος δεν μπορούσε να χαθεί για την πόλη. Το θέμα ήταν ποιος θα τον έφερνε.
Τη 19η Δεκεμβρίου του 1971 η Ροσάριο Σεντράλ έζησε μια από τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ιστορίας της. Σε ένα κλειστό και αρκετά σκληρό παιχνίδι, απόλυτα αντιπροσωπευτικό της εποχής και της κρισιμότητας του, οι “κανάγιας” πήραν το ματς χάρη σε ένα γκολ στα πρώτα λεπτά του δευτέρου ημιχρόνου. Η επίθεση ξεκίνησε από το κέντρο, η μπάλα πήγε στη συνέχεια στη δεξιά πλευρά, έγινε μια σέντρα προς το ύψος της μικρής περιοχής και εκεί ο επιθετικός της ομάδας Άλντο Πέδρο Πόι με μια εντυπωσιακή κεφαλιά την έστειλε στα δίχτυα αφού προηγουμένως οριζοντιώθηκε στον αέρα. Στην Ελλάδα η συγκεκριμένη βουτιά λέγεται “κεφαλιά ψαράκι”, στην Αργεντινή η λέξη είναι “παλομίτα”. Το γκολ αυτό ήταν αρκετό για να δώσει στη Σεντράλ τη νίκη και την πρόκριση στον τελικό στην πόλη της. Εκεί οι “κανάγιας” κέρδισαν με ανατροπή και τη Σαν Λορένσο με 2-1 και ολοκλήρωσαν μια ανεπανάληπτη οπαδική εβδομάδα, αφού ο τελικός (και φυσικά το πάρτι του τίτλου μετά) διεξήχθη στην έδρα της Νιούελς!
Μέσα στα επόμενα χρόνια η “παλομίτα του Πόι” απέκτησε μυθικές διαστάσεις. Η μοίρα βέβαια επεφύλασσε ένα περίεργο και άσχημο παιχνίδι στον ίδιο τον πρωταγωνιστή της. Τρία χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβρη του 1974, τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό πόδι σε μια διεκδίκηση της μπάλας. Λίγες μέρες αργότερα μπήκε στο χειρουργείο αλλά στην πρώτη προσπάθεια να επιστρέψει στα γήπεδα το πόδι διαλύθηκε ξανά, στέλνοντας τον για μια δεύτερη επέμβαση. Κάπου εκεί η καριέρα του Άλντο Πέδρο Πόι έλαβε τέλος σε ηλικία μόλις 29 ετών και ενώ ένα χρόνο πριν είχε φορέσει και τη φανέλα της εθνικής Αργεντινής. Το αξιοσημείωτο είναι ότι το τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του, εκεί όπου έπαθε και τη ζημιά, ήταν κι αυτό ένα ντέρμπι απέναντι στη Νιούελς.
Αρκετά χρόνια αργότερα αποφάσισε να εξαργυρώσει τη φήμη του και δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να γίνει πρώτα δημοτικός σύμβουλος και μετά πρόεδρος της Επιτροπής Υγείας και Κοινωνικής Δράσης της περιοχής του Ροσάριο. Το 1981 η γυναίκα του έφερε στον κόσμο το δεύτερο παιδί τους, που ονομάστηκε Μάουρο. Όπως ίσως να μαντέψατε ήδη, είναι ο γνωστός μας Μάουρο Πόι που για περίπου μια δεκαετία αγωνίστηκε στα ελληνικά γήπεδα με τη φανέλα της Ξάνθης, του Λεβαδειακού, του Παναιτωλικού και του Άρη.
Παρά το πρόωρο τέλος της καριέρας του πάντως, ο Πόι εμφανιζόταν κάθε χρόνο στην επικαιρότητα τουλάχιστον μια φορά. Σε μια ακόμα ιστορία λατινοαμερικάνικης παράνοιας και γραφικότητας, κάθε 19η του Δεκέμβρη οι οπαδοί της Σεντράλ συγκεντρώνονται και κάνουν αναπαράσταση του ιστορικού του γκολ. Τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος που κάνει την κεφαλιά στην αναπαράσταση είναι ο ίδιος ο Πόι. Και όσο αστείο κι αν ακούγεται, κάθε φορά οι παρευρισκόμενοι πανηγυρίζουν έξαλλα, σαν να ζουν ζωντανά τη στιγμή του γκολ στον ημιτελικό του Μονουμεντάλ. Η εκδήλωση περιλαμβάνει εκτός από την αναπαράσταση, ομιλίες, συζητήσεις και βραβεύσεις ενώ με το πέρασμα των χρόνων απέκτησε και τουριστική διάσταση. Το 1997 δεκάδες φίλοι της Σεντράλ ταξίδεψαν στην Κούβα για να κάνουν εκεί αναπαράσταση το γκολ, με επίτιμο καλεσμένο τον γιο του Τσε Γκεβάρα, που ήταν οπαδός της ομάδας. Το 2000 η γιορτή μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ, το 2002 στη Χιλή, το 2004 στην Ισπανία και το 2008 στην Ουρουγουάη.
Κάποια στιγμή το 1995 ορισμένοι οπαδοί έστειλαν επιστολή στο βιβλίο Γκίνες, ζητώντας να αναγνωριστεί το γκολ ως αυτό που έχει πανηγυριστεί περισσότερο από κάθε άλλο στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Παρ’ότι το αίτημα τους έχει βάση και συμφωνεί με τους κανονισμούς του βιβλίου, η “παλομίτα του Πόι” δεν έχει καταφέρει ακόμα να βρεθεί στις σελίδες με τα ρεκόρ Γκίνες. Ακόμα και χωρίς αυτή τη γραπτή επιβεβαίωση, όλοι κατά βάση ξέρουμε ότι αποκλείεται να υπάρχει κάποιο άλλο γκολ που ακόμα και μετά από μισό αιώνα πανηγυρίζεται σταθερά μια φορά το χρόνο από ανθρώπους που λογικά δεν είχαν γεννηθεί καν όταν μπήκε.