«Ιωαννίδειος» άμυνα, χρήση παιδαγωγικών μεθόδων της παλαιάς πρωσικής σχολής, ολοκληρωτικό καθεστώς στη μικροκοινωνία της ομάδας αλλά και μια σπάνια μπασκετική ιδιοφυΐα που καθόρισε την εξέλιξη των σπορ στην Ελλάδα. Αλήθεια, πόσο αποτελεσματικός θα ήταν ο Γιάννης Ιωαννίδης στο μπάσκετ του σήμερα;
Αποτέλεσε μια από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες στην ιστορία του αθλήματος στην Ευρώπη. Αρκετός κόσμος εντός συνόρων, είτε γιατί έχει τυφλωθεί από τον οπαδισμό απομονώνοντας τα μειονεκτήματα του χαρακτήρα του είτε γιατί απλά δεν έχει το γνωστικό υπόβαθρο για να τον αξιολογήσει, δεν μπορεί ακόμα να το κατανοήσει. Ίσως φταίει και ο ίδιος για αυτό. Η πόλωση ήταν το «βασίλειο» του. Υπήρξε ο «μεγάλος μάγιστρος» και η κορυφή της πυραμίδας αναφορικά με τον έλεγχο κάθε «εκτός των τεσσάρων γραμμών» λεπτομέρειας που μπορούσε να επηρεάσει την αναμέτρηση. Υπήρξε όμως και ο «μεγάλος αρχιτέκτονας». Έχτισε, αναμόρφωσε και κουβάλησε με τη γνώση και την ηγεσία του ομάδες από τα έγκατα της γης στο Έβερεστ.
Όλοι εμείς που μεγαλώσαμε παρακολουθώντας τον μεγάλο νικητή των πάγκων να μεσουρανεί και να διδάσκει τον επαγγελματισμό στο άθλημα πολύ πριν το κήρυγμα των Σέρβων «ιεραποστόλων» στα μέρη μας, γνωρίζουμε. Όπως γνωρίζουν και οι συνάδελφοι του ανά την Ευρώπη. Αυτοί που αντιπαρατέθηκαν μαζί του κατοχή με κατοχή. Προσωπικά υπήρξα και θα παραμείνω φαν του προπονητή Ιωαννίδη. Ενός ανθρώπου που η ίδια του η unique προσωπικότητα, αποτελούσε την κόλαση και ταυτόχρονα τον παράδεισο στη ζωή του.
Αλήθεια, τι θα μπορούσε να καταφέρει ο «Ξανθός» στο μπάσκετ του σήμερα; Θα διατηρούσε την περίφημη αποτελεσματικότητα και εγγενή ροπή στις νίκες ή θα έμενε πίσω, κυνηγώντας άσκοπα ένα άθλημα που τρέχει και τον έχει προσπεράσει;
Ο κόουτς Ιωαννίδης
Ο «Ξανθός» υπήρξε οραματιστής και ένας χαρισματικός προπονητής που έβλεπε πολύ μπροστά από την εποχή του. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία περί αυτού. Σήμερα θαυμάζουμε τους -όντως – σπουδαίους κόουτς ανά τον πλανήτη που καινοτομούν, ορίζοντας νέες τάσεις αλλά με μια προσεκτική ματιά στο παρελθόν καταλαβαίνει κανείς ότι ο Γιάννης Ιωαννίδης ήταν ο ορισμός του trendsetter.
Αναμφίβολα πρόκειται για μια μπασκετική ιδιοφυΐα. Η ιστορία δείχνει ότι νίκησε με διαφορετικά αγωνιστικά μοντέλα, χρησιμοποιώντας άλλα εργαλεία και στυλ παιχνιδιού κάθε φορά. Είναι κάτι που έχουν πετύχει λίγοι προπονητές όπως ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς και ο Έτορε Μεσίνα. Ο «Ξανθός» διέγνωσε και στη συνέχεια έπλασε τη χημεία ανάμεσα στους δύο κορυφαίους σκόρερ του ελληνικού μπάσκετ, τοποθετώντας τον Παναγιώτη Γιαννάκη δίπλα στον Νίκο Γκάλη. Αλλάζοντας την ταυτότητα του «Δράκου», δημιούργησε ένα θρυλικό backcourt που έκανε θραύση, θερίζοντας τον ανταγωνισμό στο ανοιχτό γήπεδο. Ο Άρης τότε είχε μια σούπερ-παραγωγική επίθεση με βασικό του όπλο το fast break.
Αντίθετα στον Πειραιά στηρίχτηκε σε διαφορετικά δομικά υλικά και νίκησε με ένα άλλο αγωνιστικό μοντέλο. Στελέχωσε την ομάδα με πολλά νέα παιδιά και στηρίχτηκε στην άμυνα δημιουργώντας ένα σκληροτράχηλο και «πεινασμένο» σύνολο που ήταν υπερήφανο για τον φιλόπονο χαρακτήρα του. Ο Ολυμπιακός όχι μόνο αναγεννήθηκε αλλά έδειξε απίστευτη συνέπεια (χαρακτηριστικό των ομάδων του κόουτς) επιστρέφοντας ξανά και ξανά στις μάχες των τίτλων. Στην ΑΕΚ ο «μεγάλος αρχιτέκτονας» οικοδόμησε πάλι από το μηδέν έναν καινούργιο διεκδικητή, αναπτύσσοντας το ακατέργαστο ταλέντο. Τους τελευταίους μήνες πριν τη συμμετοχή του στον τελικό της Ευρωλίγκας, ο «Δικέφαλος» έπαιζε το καλύτερο μπάσκετ στην Ευρώπη, όντας εξαιρετικά αποτελεσματικός στο μισό γήπεδο και βασιζόμενος στον πληθωρικό αγωνιστικό χαρακτήρα με τον οποίο παρήγαγε υψηλούς δείκτες αναφορικά με την αξιολόγηση της απόδοσης του σε άμυνα και επίθεση.
Η φιλοσοφία του σε συνάρτηση με τη σύγχρονη εποχή
«Οι σημερινοί κανονισμοί σκοτώνουν το ταλέντο. Πιο συγκεκριμένα, οι κανονισμοί της FIBA δεν αφήνουν το μπάσκετ να αναπτυχθεί και αλλού εκτός του ΝΒΑ» (1997)
«Δύναμη και ταχύτητα. Αυτό είναι το δόγμα μου».
«Η φαντασίωση μου είναι να πιέζω σε όλο το γήπεδο και ο αντίπαλος να νομίζει ότι έχει μπροστά του έναν αδιαπέραστο τοίχο».
Ο «Ξανθός» ήταν θιασώτης και φίλος του Πατ Ράιλι ο οποίος επίσης νίκησε με ανάλογα διαφορετικούς τρόπους στην καριέρα του (Fast break στην «Πόλη των Αγγέλων», άμυνα-μπετόν και physical brand of basketball στο «Μεγάλο Μήλο»). Η βάση της φιλοσοφίας του ήταν η ταχυδύναμη. Πρέσβευε το δυναμικό μπάσκετ και την ταχύτητα εκτέλεσης σε κάθε δράση. Οι ομάδες του είχαν αναπτύξει στο έπακρο τον badass χαρακτήρα αποτελώντας την επιτομή της «δύσκολης βραδιάς» για τον αντίπαλο. Η τριβή με την Αμερική και τον Ράιλι επηρέασε τη φιλοσοφία του επιστρέφοντας το 1999 στον Ολυμπιακό.
Η ουσία είναι ότι ο Γιάννης Ιωαννίδης είχε ανοιχτό μυαλό όσον αφορά τις εισροή νέων ιδεών στο άθλημα και ήταν δεκτικός στην κατανόηση και πιθανή απορρόφηση τους. Είναι δεδομένο ότι σήμερα θα είχε προσαρμοστεί, βρίσκοντας τρόπους να εξελίξει τη φιλοσοφία του ακολουθώντας τις επιταγές του μοντέρνου μπάσκετ. Είχε βαθιά γνώση του αντικειμένου και δεν φοβόταν να ρισκάρει με «προσαρμογές». Θα είχε παίξει αλλαγές πριν αυτές γίνουν μόδα («το όνειρο μου είναι πέντε δίμετροι που να μαρκάρουν παντού»).
Σκεφτείτε τις μεγάλες ομάδες της Μπασκόνια, την κραταιά Σιένα του Πιανιτζιάνι ή ακόμα και τον σημερινό Ολυμπιακό. Πρόκειται για σύνολα που μας έχουν δώσει εικόνες πολύ κοντινές με αυτό που θεωρούμε πως θα παρουσίαζε μια ομάδα του Ιωαννίδη στο σύγχρονο μπάσκετ. Το μπάσκετ της δύναμης και της ταχύτητας, ο two-way χαρακτήρας . Η εξέλιξη δε των κορμιών και των αθλητικών προσόντων θα του έδινε πολύ καλύτερα (για αυτόν) υλικά ώστε να πιάσει ακόμα υψηλότερα standards. Προσωπικά δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο κόουτς θα ήταν ένας από τους καλύτερους εκεί έξω και σήμερα.
Ο δάσκαλος-παιδαγωγός Ιωαννίδης
Βλέποντας τον (σχεδόν συνομήλικο) μεγάλο του αντίπαλο σε εκείνη τη χρυσή εποχή, Αΐτο Ρενέσες, να κοουτσάρει στο υψηλότερο επίπεδο και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία στα χρόνια μας, ο «Ξανθός» συντηρούσε τον πειρασμό της επιστροφής σε κάποια γωνιά του μυαλού του. «Αφού μπορεί αυτός, γιατί όχι εγώ;».
Η απάντηση στην παραπάνω ερώτηση ίσως δεν ικανοποιούσε τον Έλληνα θρύλο των πάγκων και δεν έχει να κάνει επ’ ουδενί με τις προπονητικές ικανότητες των δύο τεχνικών. Τα πράγματα έχουν αλλάξει πλέον. Οι κοινωνίες, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι άνθρωποι και μαζί τους τα παιδιά. Πράγματα που έμοιαζαν σωστά και κομμάτι της καθημερινότητας τότε, είναι ηθικά κατακριτέο σήμερα. Αλήθεια, σκέφτεστε τους σημερινούς Millennials στα χέρια του δικού μας «Μπόμπι Νάιτ»;
Ο Αΐτο ήταν και θα είναι εκπρόσωπος αυτού που ορίζεται ως «δημοκρατικό μοντέλο ηγεσίας». Υποστηρικτής της συνεργατικής μεθόδου, επιδιώκει τη διαβούλευση και τη διατύπωση απόψεων κατέχοντας soft skills απολύτως συμβατά με το πνεύμα της εποχής. Αυτή του η προσέγγιση τον βοήθησε να ταξιδέψει στον χρόνο και να μπορέσει να δουλέψει με τα νέα παιδιά και να τα βοηθήσει να βελτιωθούν απλώνοντας τις κατάλληλες γέφυρες επικοινωνίας. Ο Ρενέσες τοποθετείται στη συνιστώσα «Πόποβιτς» (ή αν θέλετε, ο Πόποβιτς σε αυτή του Ρενέσες μιας και ο Ισπανός είναι παλαιότερος).
Ο Ιωαννίδης αντίθετα είναι εκπρόσωπος του αυταρχικού μοντέλου ηγεσίας. Ήθελε τον απόλυτο έλεγχο της ομάδας και ήταν αυτός που λάμβανε κάθε απόφαση που αφορούσε το αγωνιστικό τμήμα. Η σχέση του με τους αθλητές ήταν ιδιαίτερη. Πατρική φιγούρα και προστάτης εκτός γηπέδου, αυστηρός κριτής και πολύ πιεστικός -στα όρια του ψυχαναγκασμού- εντός αυτού. Είναι εύκολα κατανοητό ότι οι πρακτικές αυτές δεν λειτουργούν σήμερα. Τα νέα παιδιά έχουν μεγαλώσει σε τελείως διαφορετικές κοινωνίες, με άλλα πρότυπα, αρχές και πιστεύω. Ο «Ξανθός» θα έπρεπε να προσαρμοστεί και να αφήσει τον άκαμπτο χαρακτήρα του στο συρτάρι του γραφείου του. Είναι αμφίβολο εάν θα μπορούσε να το κάνει, παραμένοντας αποτελεσματικός. Ήταν ιδιαίτερα ευφυής για να το καταλάβει και πιθανόν θα προσπαθούσε να αλλάξει την προσέγγιση του όμως δεν θα ήταν ο εαυτός του και αυτό δεν θα κατέληγε όπως θα ήθελε. Ο Γιάννης Ιωαννίδης, σε αντίθεση με τον Ρενέσες, είναι μέλος της συνιστώσας του Πατ Ράιλι.
«Είμαστε μια δημοκρατία όπου όλοι συζητάμε αλλά εγώ αποφασίζω» είχε δηλώσει το 1997 σε συνέντευξη του.
Στη διάρκεια της καριέρας του, ο Γιάννης Ιωαννίδης υπήρξε σπουδαίος προπονητής-δάσκαλος. Είναι αυτό το είδους των κόουτς-παιδαγωγών που έχει εκλείψει σήμερα από το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Λίγοι υπάρχουν πλέον οι οποίοι μπορούν να νικήσουν αλλά και να αναπτύξουν παράλληλα. Ο «Ξανθός» είχε διορατικότητα, έβλεπε το ταλέντο και το έπλαθε. Είχε ένα όραμα για τον κάθε αθλητή κοιτάζοντας την πρώτη ύλη του. Όμως η ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του δεν θα μεταφραζόταν σωστά στο πλαίσιο τριβής του με τους σημερινούς νέους αθλητές.
«Ενώ έχω δίκιο, το χάνω 100% με τη συμπεριφορά μου. Δεν είμαι αυτό που λένε politically correct. Φτάνω εύκολα στα άκρα, είμαι άνθρωπος των άκρων και δεν κάνω με τίποτα πίσω αν έχω δίκιο» έλεγε. Καταλαβαίνετε ότι η ιδιοσυγκρασία του κόουτς Ιωαννίδη δεν θα αποτελούσε ακριβώς fit στις σύγχρονες διαπροσωπικές σχέσεις ενός αθλητικού συνόλου κορυφής.
Νομίζω ότι το πόρισμα είναι ξεκάθαρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Γιάννης Ιωαννίδης θα μπορούσε να βρίσκεται και σήμερα στην προπονητική ελίτ της Ευρώπης. Διορατικός, πρωτοπόρος/καινοτόμος με τεράστιο γνωστικό υπόβαθρο και προσαρμοστικότητα, σπουδαίος στο να εντοπίζει το ταλέντο και να το αναπτύσσει. Ο άκαμπτος, οξύθυμος χαρακτήρας του από την άλλη θα ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ίδια του τη δουλειά και στην προσπάθεια του να αναπτύξει σχέσεις εργασίες με τους αθλητές του. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει εάν και πόσο θα τον βοηθούσε μια στροφή σε ένα πιο διαλλακτικό προφίλ.
Ο Γιάννης Ιωαννίδης ήταν μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην αθλητική ιστορία του τόπου αυτού και ένας μεγάλος νικητής χτίζοντας έναν μύθο που επηρέασε τις επόμενες γενιές αθλητών και προπονητών.
«Δεν φοβάμαι τον θάνατο, δεν έχω φοβίες στη ζωή μου. Λένε ότι ένας άνθρωπος είναι γενναίος ή δειλός. Η δειλία είναι ο φόβος του θανάτου και εφόσον απαλείψεις αυτή τη φοβία γίνεσαι αυτομάτως γενναίος».
Όταν πριν χρόνια τον ρώτησαν εάν θα γινόταν δεκτός στον παράδεισο, ο «Ξανθός» έσκασε στα γέλια.
«Το εύχομαι! Έχω τις προδιαγραφές πάντως».