Σε κάθε ομάδα υπάρχει ένας αποδιοπομπαίος τράγος για τους οπαδούς. Ο παίκτης που θα ακούσει τα πάντα σε μια αποτυχία, θα επωμιστεί σχεδόν όλο το βάρος στα αρνητικά αποτελέσματα, αλλά στις επιτυχίες δεν θα πάρει το μερίδιο που το αναλογεί. Κάποιες φορές υπάρχει βάση στα παράπονα των οπαδών, κάποιες όχι. Συνήθως, οι παίκτες αυτοί δεν είναι οι πιο τεχνικά καταρτισμένοι, γεγονός που κάνει πιο εύκολη την κριτική από τους φιλάθλους. Στην περίπτωση της Πόρτο, τα τελευταία χρόνια, αυτός ο παίκτης είναι ο Μούσα Μαρεγκά. Όταν το 2016, η Πόρτο τον απέκτησε πακέτο μαζί με τον “δικό μας” Ζοσέ Σα από τη Μαρίτιμο, μέσα από τα χέρια της Σπόρτινγκ, ο κόσμος και η διοίκηση της ομάδας περίμεναν πολλά από τον γεννημένο στη Γαλλία επιθετικό με καταγωγή από το Μάλι.
Πέντε χρόνια αργότερα, η σχέση του Μαρεγκά με τον κόσμο της Πόρτο δεν είναι μια σχέση παράφορης αγάπης, αλλά υπάρχει πλέον αναγνώριση. Ο Μαρεγκά έφτασε στο σημείο να γίνει σχεδόν meme για τους οπαδούς της ομάδας, αλλά αυτό δεν πτόησε ούτε τον ίδιο, ούτε τον προπονητή του Σέρτζιο Κονσεϊσάο και πριν τα ιστορικά ματς της Πόρτο με την Τσέλσι, αποτελεί ένα από τα βασικά στελέχη της ομάδας. Ο Μούσα γεννήθηκε από μετανάστες γονείς από το Μάλι στο προάστιο Λεζ Ουλί (το “ου” με “ι” με προφορά Νίκου Αλιάγα), στα νοτιοδυτικά του Παρισιού. Η αναφορά στην περιοχή δεν γίνεται τυχαία. Χτίστηκε στη δεκαετία του 1970, επηρεασμένη από τις αρχές του διάσημου Ελβετού αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ. Οι μεγάλες οικοδομικές μονάδες χτίστηκαν ως εργατικές κατοικίες και από την περιοχή ξεπήδησαν αρκετοί ποδοσφαιριστές, όπως ο Τιερί Ανρί, ο Πατρίς Εβρά και ο Αντονί Μαρσιάλ. Σε αντίθεση όμως με τους παραπάνω, ο Μούσα Μαρεγκά δεν αποτέλεσε ποτέ κάποιο παιδί-θαύμα, κάποιο σπουδαίο ταλέντο.
Στα 13 του πηγαίνει στην άσημη Εβρί και εκεί παίζει για πολλά χρόνια. Ο τότε προπονητής του στις μικρές ομάδες, τον “προσλαμβάνει” παράλληλα ως κόουτς για τα πιτσιρίκια, ώστε ο Μαρεγκά να βγάζει και κάποια χρήματα. Ο Μαρεγκά είναι πολύ συμπαθής και δημιουργεί καλές σχέσεις με τους μικρούς. Το ποδόσφαιρο είναι γι’ αυτόν μια διέξοδος στη ζωή του. Θέλει να τα καταφέρει, για να κάνει περήφανη τη μητέρα του. Παρά τα εντυπωσιακά του φυσικά προσόντα και το αδιάκοπο τρέξιμό του, κανένας σκάουτερ δεν τον πιστεύει. Χρειάζεται να φτάσει το 2012, στα 21 του πλέον, για να κάνει το επόμενο βήμα στην καριέρα του. Ο ατζέντης Ζοσέφ Μοάν τον παρακολουθεί και εντυπωσιάζεται. Τον πλησιάζει και του λέει ότι δεν καταλαβαίνει τι κάνει ακόμα σε τόσο χαμηλό επίπεδο, στα βάθη των τοπικών πρωταθλημάτων του Παρισιού. Όπως λέει ο Μοάν, ο Μούσα δεν πιστεύει στον εαυτό του. Δεν θεωρεί ότι είναι φτιαγμένος για ποδόσφαιρο υψηλού επιπέδου. Ο Μαρεγκά πείθεται από τα λόγια του ατζέντη, αρχίζει και δοκιμάζεται σε ομάδες, αλλάζει σύλλογο και ανεβαίνει επίπεδο. Από τα τοπικά, στη Νασιονάλ, τη Γ’ εθνική της Γαλλίας.
Πολλά μπορείς να πεις για τον Μαρεγκά, όχι όμως ότι δεν προσπάθησε. Έγινε από τα πιο αγαπητά πρόσωπα στα αποδυτήρια της Λε Πουαρέ σιρ Βι. Βελτίωσε αδυναμίες του, όπως οι κεφαλιές και άρχισε να έχει όλο και μεγαλύτερο ρόλο. Την επόμενη χρονιά πηγαίνει στην Αμιάν, στην ίδια κατηγορία. Δεν μπορεί όμως να ξεχωρίσει. Ακόμα δεν είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Όχι από άποψη προσπάθειας στον αγωνιστικό χώρο, αλλά από αντοχές, από δυνάμεις. Ο συμπαίκτης του Ελ Χαμζουαΐ θυμάται τον κόουτς της Λε Πουαρέ να ρωτάει τους παίκτες του τι τρώνε. Ο Μαρεγκά απαντάει πολύ φυσιολογικά ότι τρώει “ελληνικά” και πίτσες. Και όταν λέμε ελληνικά, στη Γαλλία δεν εννοούμε μεσογειακή διατροφή, αλλά κάτι που εμείς θα λέγαμε “βρώμικο”. Στην ερώτηση “μα δεν τρως καθόλου λαχανικά;”, ο Μούσα απαντά “αφού και το ελληνικό έχει σαλάτα μέσα, έχει ντομάτα και κρεμμύδι”.
Το “ελληνικό” έχει συνήθως αρνίσιο κεμπάμπ, αραβική πίτα και μια λιπαρή σάλτσα με μπόλικο σκόρδο
Όπως είναι φυσικό, όσο ταλέντο και να έχεις, κι ο Μαρεγκά δεν ήταν τόσο ταλαντούχος, αν δεν κάνεις κάποια απλά πράγματα, δεν μπορείς να φτάσεις ψηλά στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Ο Μαρεγκά πάσχει σε τακτική, πάσχει σε κοντρόλ και με την άθλια διατροφή του δεν μπορεί να σταθεί ούτε καν σε αυτό το επίπεδο. Τελικά καταλήγει στην Εσπεράνς της Τυνησίας χωρίς να παίζει ούτε εκεί και αλλάζοντας μάνατζερ. Με τα πολλά πολλά. καταφέρνει να βρει ένα συμβόλαιο στην Πορτογαλία και τη Μαρίτιμο, τεράστια ευκαιρία για τον ίδιο. Δουλεύει πολύ, βελτιώνει αδυναμίες, γνωρίζει ότι είναι η τελευταία του ευκαιρία για κάτι καλό. Παίζει δυο σεζόν εκεί, σκοράρει 15 φορές σε 34 ματς και, όπως είπαμε και προηγουμένως, ξεχωρίζει και αναγκάζει την Πόρτο να τον πάρει πακέτο με τον Ζοσέ Σα.
Από τη Μαρίτιμο
Δεν είναι έτοιμος όμως για μια τόσο μεγάλη ομάδα. Τα άσχημα κοντρόλ του που συχνά χρειάζονται δύο επαφές, το όχι και τόσο… σέξι ποδοσφαιρικό του στιλ με το τρέξιμο σχεδόν καμπουριάζοντας, τα συχνά ατσούμπαλα τελειώματά του φέρνουν την κριτική και τον χλευασμό από τους οπαδούς της Πόρτο. Οι δράκοι περνούν μια κάκιστη περίοδο, βλέπουν την πλάτη της Μπενφίκα και ο Μαρεγκά δεν βοηθάει καθόλου την ψυχολογία τους. Η Πόρτο αλλάζει προπονητές συνεχώς, αλλά κανείς δεν πείθεται από τα χαρίσματά του. Ο Μαρεγκά μοχθεί, δεν δημιουργεί ποτέ προβλήματα, αλλά δεν κρίνεται ποτέ αρκετός. Ο Νούνο Εσπίριτο Σάντο τον στέλνει στην Γκιμαράες δανεικό. Εκεί, ο Μαρεγκά δεν χρειάζεται να κρατάει πολύ μπάλα, να έχει πολλές επαφές και να πρέπει να δημιουργήσει. Τα καταφέρνει μια χαρά, σκοράρει 13 φορέ και το επόμενο καλοκαίρι επιστρέφει στην Πόρτο. Οι οπαδοί που τον αποκαλούν “ο άνθρωπος με τα τούβλινα πόδια” (για την παντελή έλλειψη τεχνικής) δεν ενθουσιάζονται. Ο Μαρεγκά γίνεται κάτι σαν Τόργκελε, σαν Κρισάντους, σαν Φέλιξ Μπόρχα για τον κόσμο της ομάδας. Μια καλτ φιγούρα. Αλλά ο νέος κόουτς Σέρτζιο Κονσεϊσάο βλέπει άλλα πράγματα. Πιστεύει πολύ στον Μαρεγκά, θεωρεί ότι εξυπηρετεί το πλάνο του. Στα άσχημα, ο Κονσεϊσάο ακούει την κριτική για το “κόλλημά” του. Η Πόρτο όμως κερδίζει την κούπα για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια κι ο Μαρεγκά σκοράρει 22 φορές. Είναι η δικαίωση τόσο του κόουτς, όσο και του παίκτη που παρά τη φανερή έλλειψη ποιότητας, μοχθεί, τρέχει και ιδρώνει.
Την επόμενη χρονιά συνεχίζει να σκοράρει και μάλιστα βάζει γκολ σε 6 συνεχόμενους αγώνες του Τσάμπιονς Λιγκ, φέρνοντας και το ενδιαφέρον μεγάλων ευρωπαϊκών συλλόγων. Το αποκορύφωμα είναι η εμφάνιση στη ρεβάνς απέναντι στη Ρόμα για τους 16 του Τσάμπιονς Λιγκ. Ο Μαρεγκά δεν παίζει στο 2-1 του Ολίμπικο, αλλά στη ρεβάνς είναι σε απίστευτη κατάσταση, δημιουργώντας προβλήματα στους Ιταλούς. Το τελικό 3-1 υπέρ της Πόρτο έχει την υπογραφή του με μια ασίστ, ένα γκολ και πολλές, πολλές μάχες. Ο Μαρεγκά κερδίζει και ένα δεύτερο πρωτάθλημα με την Πόρτο, αλλά η φετινή σεζόν δεν είναι τόσο καλή. Η γκρίνια επανέρχεται, καθώς η Πόρτο φαίνεται να χάνει την κούπα κι ο ίδιος είναι μακριά από τα γκολ, στην πιθανότατα τελευταία του χρονιά με τους Δράκους, μια που το συμβόλαιό του λήγει. Ακόμα κι έτσι όμως, κάνει κατάθεση ψυχής στα δυο ματς με τη Γιουβέντους, τα βάζει με όλη την άμυνά της, σκοράρει ένα σημαντικό γκολ και παίζει μεγάλο ρόλο σε μια ακόμα σπουδαία πρόκριση
Το διαβόητο ματς που έφερε τη δικαιολογημένη έκρηξη του Μαρεγκά
Η κριτική, όσο άδικη και να είναι, είναι ένα πράγμα. Ο ρατσισμός όμως είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Κι ο Μαρεγκά τον βίωσε έντονα και αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να τον ανεχτεί. Ήταν Φεβρουάριος του 2020 όταν η Βιτόρια Γκιμαρέας υποδεχόταν την Πόρτο. Ο Μαρεγκά λέει ότι από την προθέρμανση ακόμα είχε πέσει θύμα ρατσιστικής επίθεσης από λίγους οπαδούς. Αλλά όπως λέει ο ίδιος, ήταν κάποιοι μεμονωμένοι και προσπάθησε να μην δώσει σημασία. Όταν όμως στο παιχνίδι άκουγε από μεγαλύτερη μερίδα οπαδών ήχους μαϊμούδων και άλλα παρόμοια, ήξερε ότι έπρεπε να απαντήσει. Το έκανε πρώτα αγωνιστικά, σκοράροντας στο 60′ το γκολ που θα έδινε τελικά τη νίκη στην Πόρτο. Και το έκανε και εξωαγωνιστικά, δείχνοντας το χρώμα του δέρματός του. Αυτό εξόργισε το πόπολο που άρχισε να τον αποδοκιμάζει και να του πετάει καρέκλες. Ο Μαρεγκά πήρε μια από αυτές και τη… φόρεσε καπέλο. Ο διαιτητής αντίο να δείξει ευαισθησία στα όσα γίνονταν, έβγαλε κίτρινη κάρτα στον παίκτη. Και στη συνέχεια, ο Μαρεγκά αποφάσισε να κάνει αυτό που κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του πρέπει. Να αποχωρήσει, γιατί κάποια πράγματα είναι πάνω από την μπάλα. Φεύγοντας έδειξε και τα δυο μεσαία δάχτυλά του στους οπαδούς της Γκιμαράες. Το ακόμα πιο εξωφρενικό είναι ότι ο Μαρεγκά είχε φορέσει τη φανέλα της Γκιμαράρες ως δανεικός και το χειρότερο όλων, ότι η Γκιμαράες τιμωρήθηκε τελικώς με… 714€. Ο Μαρεγκά αντέδρασε ειρωνικά, λέγοντας ότι θα πληρώσει αυτός το πρόστιμο.
Αγγίζοντας τα 30 του χρόνια, ο Μαρεγκά έχει ένα καλτ status στους οπαδούς της Πόρτο, θυμίζοντας λίγο Νίκλας Μπέντνερ. Οι δυο περιπτώσεις όμως δεν θα μπορούσαν να ήταν πιο διαφορετικές. Στην μια πλευρά ένα μεγάλο ταλέντο, που μπορούσε να κάνει σπουδαία πράγματα και απλώς κατέληξε να γίνει ένας απαράδεκτος επαγγελματίας, ένας τεμπέλης γυρολόγος και μια καρικατούρα των social media. Και στην άλλη, ένα παιδί που πολέμησε για να ξεπεράσει την έλλειψη ταλέντου του, μέχρι τα 21 του έπαιζε στην 8η κατηγορία της Γαλλίας και κατάφερε να σταθεί με αξιοπρέπεια στο υψηλότερο επίπεδο, να μπορεί να κοιτάζει με τα μάτια ψηλά κάθε οπαδό, να χαρίσει τίτλους και επιτυχίες. Κι αν δεν μπει ποτέ σε κάποιο hall of fame της Πόρτο, ανάμεσα στα τεράστια ονόματα των επιθετικών που πέρασαν από εκεί, θα ξέρει ότι αυτό που κατάφερε ήταν κάτι άξιο συγχαρητηρίων. Ακόμα κι αν χάσει το επόμενο κοντρόλ και το επόμενο τετ-α-τετ.