Στον μέσο άνθρωπο που ζει εκτός Λομβαρδίας, η λέξη Μόντσα θα φέρει αμέσως στο μυαλό τον Σουμάχερ, τον Λάουντα, τον Χάμιλτον, αλλά και την Παραμπόλικα και την Ασκάρι, τις διάσημες στροφές και τα σικέιν της διάσημης πίστας. Ελαστικά, αεροτομές, τον ήχο του κινητήρα και φυσικά τους τιφόζι της Φεράρι να περιμένουν τον εκάστοτε αγαπημένο τους οδηγό να φέρει το μονοθέσιο στην κορυφή. Η μικρή πόλη που βρίσκεται σχεδόν δίπλα στο Μιλάνο όμως, έχει και τους δικούς της τιφόζι που δεν ασχολούνται μόνο με τη Φόρμουλα 1 και τη διάσημη πίστα του ιταλικού γκραν πρι. Μπορεί όλος ο κόσμος να γνωρίζει την πίστα, αλλά λίγοι ξέρουν ότι η Μόντα πρώτα είχε ποδοσφαιρική ομάδα, το 1912, και δέκα χρονιά μετά απέκτησε το διάσημο Αουτοντρόμο Νατσιονάλε ντι Μόντσα.
Τέτοια πράγματα συμβαίνουν στη Μόντσα
Και το ξέρουν λίγοι γιατί η Μόντσα σε όλη τη διάρκεια της μεγάλης της ιστορίας δεν είχε καταφέρει ποτέ να φτάσει να παίζει στην Α’ εθνική. Με την ίδρυσή της, η Μόντσα Φουτ Μπολ Κλαμπ ανέβηκε τις κατηγορίες και ως ομάδα Γ’ εθνικής κατάφερε να φτάσει μέχρι και στα προημιτελικά του κυπέλλου Ιταλίας. Τη δεκαετία του 1950, ο σύλλογος ανέβηκε μέχρι και στη Serie B. Ήταν η ώρα για το τελευταίο και πιο μεγάλο βήμα. Έτσι πίστευαν οι περισσότεροι. Κακώς. Το όνειρο της ανόδου έμεινε ένας καημός. Η Μόντσα είναι μια από τις ομάδες με τις περισσότερες παρουσίες στη Β’ εθνική της Ιταλίας, πάνω από 40. Έμεινε για 15 σερί σεζόν στη Serie B, μέχρι που υποβιβάστηκε στη δεκαετία του 1960 και επανήλθε αμέσως. Η δεκαετία του 1970 ήταν αυτή που η Μόντσα άγγιξε το όνειρο περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Το 1977 τερματίζει 5η και χάνει την τελευταία στιγμή, μόλις για έναν βαθμό, την είσοδο στα μπαράζ, καθώς είχαμε τριπλή ισοβαθμία στη 2η θέση. Την επόμενη σεζόν τερματίζει μια θέση παραπάνω και χάνει ξανά για 2 βαθμούς την άνοδο. Και το 1979, τερματίζει ισόβαθμη στην 3η θέση με την Πεσκάρα. Παίζει μπαράζ στο ουδέτερο της Μπολόνια και χάνει. Τρεις σεζόν, τρεις πίκρες.
Η σκηνή που… καθόρισε την ιστορία μιας ομάδας
Κάπως έτσι γεννιέται ο μύθος της Μόντσα που δεν θα ανέβει ποτέ. Μπορεί η Μπενφίκα να είχε την κατάρα του Μπέλα Γκούτμαν, αλλά στην Ιταλία το κάνουμε πιο καλλιτεχνικά, πιο κινηματογραφικά. Το 1979 κυκλοφορεί η ταινία «Agenzia Riccardo Finzi… praticamente detective». Η υπόθεση δεν μας απασχολεί τόσο, είναι αστυνομική κωμωδία ας πούμε, ο πρωταγωνιστής Ρενάτο Ποτσέτσο είναι ιδιωτικός ντετέκτιβ και σε κάποιο σημείο της ταινίας (αυτό στο παραπάνω βίντεο) λέει, προφανώς επηρεασμένος από τις φρεσκότατες αποτυχίες της Μόντσα: «Εγώ είμαι από τη Μόντσα, δεν θα ανέβουμε ποτέ στη Serie A».
Την επόμενη σεζόν η Μόντσα δείχνει από τα φαβορί για την άνοδο. Κάνει όμως τραγικό φίνις στη σεζόν, κερδίζει ένα μόνο από τα τέσσερα τελευταία παιχνίδια και μένει τελικά 5η, τρεις βαθμούς μακριά από την άνοδο. Ο όρος viral δεν υπάρχει τότε, αλλά η φράση της ταινίας γίνεται ακριβώς αυτό. Ένας περίεργος συνδυασμός ανάμεσα στο καλαμπούρι και τις προλήψεις και σιγά σιγά η ατάκα έρχεται και μπαίνει στο DNA των οπαδών. Άλλοτε ως αστείο, άλλοτε ως γνήσια μεταφυσική ανησυχία και τέλος, ως περηφάνια για τον λαό της ομάδας που υποστηρίζει τη Μόντσα χωρίς να περιμένει οποιαδήποτε ανταπόδοση. Οι οπαδοί το έχουν πάρει απόφαση.
Την επόμενη σεζόν, μια σεζόν στην οποία η Serie B έχει Μίλαν και Λάτσιο εξαιτίας του σκανδάλου Τοτονέρο, η Μόντσα είναι δράμα και όχι κωμωδία. Μετά από τόσα χρόνια που χάνει την άνοδο στο τέλος, τερματίζει 20η και τελευταία, με τη χειρότερη επίθεση του πρωταθλήματος. Υποβιβάζεται, αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και από τότε μοιράζει τον χρόνο της σε Γ’ και Β’ εθνική κυρίως, αλλά δεν καταφέρνει να ανέβει ποτέ στη Serie A. Αυτή η κατάσταση ισχύει περίπου για 20 χρόνια, με τον ιδιοκτήτη να θεωρείται άνθρωπος του Γκαλιάνι, τον κόσμο να ενοχλείται λίγο και που η Μόντσα είναι ομάδα δορυφόρος της Μίλαν. Εχθρός του κακού όμως είναι το χειρότερο. Ο Βαλεντίνο Τζαμπέλι αποχωρεί μετά από 19 χρόνια στην προεδρία του συλλόγου κι η Μόντσα αρχίζει την παρακμή. Χρεοκοπεί δύο φορές τα επόμενα χρόνια, αλλάζει ονόματα (κατά το πατροπαράδοτο ιταλικό και όχι μόνο), αλλάζει ιδιοκτήτες και παραπαίει στις χαμηλές κατηγορίες.
Ο Σίλβιο μοιάζει με άνθρωπο που φοράει μόνιμα μια μάσκα
Το 2018 η Μόντσα αλλάζει εκ νέου ιδι0κτησία και κάνει πραγματικότητα το «τόπος στα νιάτα». O 82χρονος Σίλβιο Μπερλουσκόνι αγοράζει τη Μόντσα και γίνεται πρόεδρος, ενώ ο 74χρονος (γεννημένος στη Μόντσα) Αντριάνο Γκαλιάνι γίνεται CEO και αρχίζει να κάνει κουμάντο στον σύλλογο. Οι άνθρωποι που ήταν υπεύθυνοι για μια από τις καλύτερες ομάδες όλων των εποχών, αποφασίζουν να δείξουν στους πιτσιρικάδες πώς γίνεται η δουλίτσα. Η Μόντσα μπαίνει σε μια νέα εποχή. Αν νομίζετε όμως ότι τα χρήματα, το know-how του διδύμου Σίλβιο-Γκαλιάνι, η δουλειά του κόουτς, οι μεταγραφές αρκούν, τότε λογαριάζετε χωρίς την ταινία της δεκαετίας του 1970.
Η Μόντσα κερδίζει την είσοδό της στα μπαράζ της Serie C του 2018-19, αλλά στο μεγάλο ντέρμπι της Φόρμουλα 1, χάνει από την… Ιμολέζε. Ναι, την ομάδα από την άλλη διάσημη πίστα, την Ίμολα. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα όμως στον τελικό του κυπέλλου της Γ’ εθνικής, όταν και χάνει στο 92′. Εντάξει, πρώτη χρονιά θα πει κανείς. Πράγματι, εν μέσω COVID, την επόμενη χρονιά, η Μόντσα με πολύ καλές μεταγραφές κάνει περίπατο και παρότι το πρωτάθλημα διακόπτεται βρίσκεται 17 βαθμούς από την επόμενη ομάδα στον όμιλό της. Άνοδος στη Β’ εθνική.
Τα κρίσιμα ξεκινούν τώρα. Η Μόντσα χρίζεται ως φαβορί, κάνει μεταγραφές και ετοιμάζεται για την άνοδο. Το ξεκίνημα της σεζόν είναι κακό. Την 11η αγωνιστική βρίσκεται μόλις στην 9η θέση. Η ανάκαμψη όμως ξεκινά, φτάνει μέχρι και τη 2η θέση (και την απευθείας άνοδο), αλλά τελικά τερματίζει 3η και πάει στα μπαράζ. Μια τριάρα από την Τσιταντέλα όμως θα κόψει για πολλοστή φορά τα όνειρα των κατοίκων της Μόντσα. Η ρεβάνς φτάνει στο 2-0, η Μόντσα δεν μπορεί να ολοκληρώσει την ανατροπή. Στο μυαλό όλων έρχεται η καταραμένη ταινία του 1979. Η σεζόν 2021-22 είναι σχεδόν μια επανάληψη. Η Μόντσα δεν ξεκινά καλά, αλλά ανεβαίνει σιγά σιγά και φτάνει μέχρι και την 1η θέση στη βαθμολογία. Το φινάλε είναι κάκιστο όμως. Την 35η αγωνιστική είναι 1η, την 38η και τελευταία χάνει από την Περούτζια, τερματίζει τελικά 4η και μπαίνει στα καταραμένα μπαράζ.
Κάπως έτσι, ο Γκαλιάνι αυτή τη φορά φρόντισε να κάνει κάθε πιθανή ενέργεια για να μην έχουμε νέες πίκρες. Αυτό για άλλους θα σήμαινε ένα πριμ στους παίκτες, ψυχολογική τόνωση, ακόμα και ένα “παίξε καλά τη Μόντσα μας” στον διαιτητή (ο Μπερλουσκόνι άλλωστε ακόμα θεωρεί ότι η Μόντσα δεν ανέβηκε έναν χρόνο πριν εξαιτίας του διαιτητή). Στην περίπτωση της Μόντσα, ο Γκαλιάνι δεν αφήνει τίποτα στην τύχη και ξέρει, όπως ο κάθε σωστός προληπτικός που σέβεται τον εαυτό του, τι έχει πραγματικά σημασία στο ποδόσφαιρο. Επικοινωνεί με τον ηθοποιό της ταινίας Agenzia Riccardo Finzi, που όντως είναι από την περιοχή και έχει φτάσει σήμερα τα 82 του χρόνια, και του λέει: «Ας κάνουμε κάτι και γι’ αυτή την κατάρα, ε;»
Το απίστευτο θρίλερ της ανόδου
Η Μόντσα κερδίζει δυο φορές την Μπρέσια και στη συνέχεια παίζει στον τελικό ανόδου με την Πίζα. Πρώτο ματς νίκη με 2-1. Ρεβάνς και στο 9′ η Μόντσα χάνει ήδη 2-0. Μια ακόμα αποτυχία; Μια ακόμα πίκρα για τον κόσμο; Ο Ρενάτο Ποτσέτο μάλλον κάτι κάνει, καθώς τα πράγματα αλλάζουν. Η Μόντσα πιέζει, χάνει ευκαιρίες, δοκάρια, μειώνει σε 2-1 και στο 78′ κάνει το 2-2. Αλλά ακόμα και έτσι, το βασανιστήριο συνεχίζεται. Στο 89′ έρχεται μια ακόμα μαχαιριά. 3-2 για την Πίζα και παράταση. Φαίνεται ότι ακόμα και η ποδοσφαιρική μοίρα κάπου κουράζεται να βασανίζει την Μόντσα. Με δυο γκολ στην παράταση το σκορ γίνεται 3-4 και μετά από 110 χρόνια ζωής, η ομάδα από την ιταλική πρωτεύουσα της Φόρμουλα 1 ανεβαίνει για πρώτη φορά στη Serie A. Οι οπαδοί που για χρόνια είχαν κάνει σύνθημά τους το «Δεν θα παίξουμε ποτέ στη Serie A, αλλά δεν τα παρατάμε, ακολουθούμε την ομάδα της πόλης μας», επιτέλους θα τη δουν στα σαλόνια του ιταλικού ποδοσφαίρου. Ο Τζιοβάνι Στρόπα, παλιός παίκτης της Μίλαν, αλλά και της Μόντσα, είναι ο κόουτς που γράφει ιστορία και θα οδηγήσει τους ερυθρόλευκους στη μάχη για την παραμονή. Η ομάδα έχει ενισχυθεί, λόγω Μπερλουσκόνι έχουν ακουστεί ένα σωρό ονόματα από τον Ντιμπάλα και τον Καβάνι, μέχρι τον Ικάρντι και σίγουρα ο κόσμος θα γιορτάσει αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία.