Αν χάζευες τις προηγούμενες μέρες στα σόσιαλ μίντια, υπήρχε η πιθανότητα να πέσεις πάνω σε ένα βίντεο με ένα γκολ από κάποιο, εκ πρώτης όψεως, άγνωστο πρωτάθλημα. Η φάση ξεκινάει με ένα κόρνερ, η μπάλα φτάνει στη μικρή περιοχή, εκεί επικρατεί μια μικρή αναμπουμπούλα, ένας αμυντικός διώχνει προσωρινά και τότε ένας επιθετικός τη στέλνει στα δίχτυα με κοντινό σουτ. Αυτό που τραβάει την προσοχή όμως στο βίντεο δεν είναι η εξέλιξη της φάσης. Είναι το γύρω-γύρω.
Στο φόντο της εκτέλεσης του κόρνερ διακρίνονται δεκάδες πανύψηλα δέντρα. Τα βλέπεις πεντακάθαρα γιατί το πέταλο πίσω από την εστία είναι τόσο μικρό που για να φτάσεις από τη βάση ως την κορυφή του χρειάζεται απλά να ανέβεις δέκα σκαλοπάτια. Οι γωνίες πίσω από τα κόρνερ είναι ανοιχτές και στο βάθος διακρίνονται κάτι γραφικά, ξύλινα σπιτάκια, με παραδοσιακές στέγες. Όταν ο σκόρερ με τα κιτρινόμαυρα πηγαίνει να πανηγυρίσει κοντά στο σημαιάκι, η κάμερα πιάνει δεκάδες όρθιους θεατές, στοιβαγμένους γύρω από το κόρνερ. Το περιβάλλον «βρωμάει» τοπικό. Η πρώτη εικασία των περισσότερων λογικά είναι πως πρόκειται για κάποια ερασιτεχνική ή ημι-επαγγελματική κατηγορία και κάποιο παιχνίδι που διεξάγεται σε χωριό. Κι όμως, είναι ο πιο σημαντικός αγώνας της αγωνιστικής της πρώτης κατηγορίας της Σουηδίας και η γηπεδούχος ομάδα που σκοράρει βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην κορυφή της βαθμολογίας!
Ο λόγος που όλο το παραπάνω σκηνικό μοιάζει τόσο βγαλμένο από παιχνίδι σε κάποιο χωριό είναι πολύ απλός. Είναι αγώνας που διεξάγεται σε χωριό. Η Μιάλμπι (που στα σουηδικά μάλλον προφέρεται Μιέλμπι) έχει ως έδρα της το Χέλεβικ. Στο Χέλεβικ ζούνε όλοι κι όλοι 1400 νοματαίοι! Σε αυτό το σημείο κάποιος λεπτολόγος πιθανόν θα παρέμβαινε και θα έλεγε ότι συχνά οι ομάδες δεν αντλούν οπαδούς μόνο από την πόλη, ή στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το χωριό τους, αλλά από όλη την περιοχή. Για να ικανοποιήσουμε την παραξενιά του, ας προσθέσουμε λοιπόν πως σε όλο το δήμο που ανήκει το Χέλεβικ κατοικούν περίπου 17.000 άνθρωποι όλων των ηλικιών. Αυτοί αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της οπαδικής βάσης και είναι αυτοί που συνήθως γεμίζουν το μικρό, υποτυπώδες γήπεδο των 6.000 θέσεων.
Πώς γίνεται μια τόσο μικρή ομάδα από μια μικροσκοπική κουκίδα στα νότια της χώρας να βρίσκεται εδώ και πολλές εβδομάδες στην κορυφή του πρωταθλήματος Σουηδίας, να μετράει μόλις μια ήττα σε 18 αγώνες, να έχει αυτή τη στιγμή 4 βαθμούς διαφορά από τον δεύτερο και 10 από τον τρίτο και λίγο μετά τη μέση της σεζόν να θεωρείται πρώτο φαβορί για την κατάκτηση του τίτλου; Η απάντηση φυσικά είναι αρκετά σύνθετη, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα με τις εκπλήξεις τέτοιου είδους.
Υπάρχουν αυτοί που πιστεύουν πως αυτό οφείλεται στην πτώση των παραδοσιακών δυνάμεων της χώρας που παρουσιάζουν μεγάλα σκαμπανεβάσματα στην απόδοση τους. Υπάρχουν κάποιοι άλλοι που εκτιμούν πως είναι απλά θέμα τρομερής ρέντας και στηρίζουν το επιχείρημα τους στα νούμερα. Η Μιάλμπι μοιάζει να παίρνει από κάθε ματς όχι απλά το μέγιστο αλλά και κάτι παραπάνω. Βρίσκει γκολ από το τίποτα και γλιτώνει από φάσεις που στατιστικά θα έπρεπε να καταλήγουν με τη μπάλα στα δίχτυα της. Για την ακρίβεια, σε 18 παιχνίδια τα xG της είναι 27, νούμερο που τη φέρνει στην 4η θέση στη σχετική λίστα. Τα γκολ όμως που έχει βάλει είναι 35. Κλασική περίπτωση που όσοι βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο θα πούνε ότι η ομάδα είναι φοβερά αποτελεσματική και όσοι το βλέπουν μισοάδειο θα ισχυριστούν ότι είναι πολύ τυχερή. Ίδια εικόνα παρατηρείται και στα μετόπισθεν. Τα xG εναντίον της αγγίζουν τα 24, όμως οι φορές που μάζεψε τη μπάλα από τα δίχτυα της περιορίζονται στις 14!
Η αλήθεια τις περισσότερες φορές κρύβεται κάπου ενδιάμεσα. Η Μιάλμπι εκμεταλλεύεται τα προβλήματα των κλασικών διεκδικητών του τίτλου, την τύχη αλλά και την ψυχολογική ώθηση που παίρνει κάθε εβδομάδα που παραμένει σε θέση οδηγού του πρωταθλήματος. Αν και το όνομα της είναι μάλλον παντελώς άγνωστο για όσους δεν παρακολουθούν σουηδικό ποδόσφαιρο, τα βήματα προόδου της τα τελευταία χρόνια δείχνουν ότι δεν είναι ακριβώς ένα πυροτέχνημα. Από το 2019 που επέστρεψε στην πρώτη κατηγορία δεν έχει απειληθεί ποτέ ξανά με υποβιβασμό ενώ δυο φορές έφτασε μέχρι και την 5η θέση.
Παρά το μικρό της γήπεδο είχε καταφέρει να αποκτήσει τη φήμη της δυσκολοκατάβλητης ομάδας, που στην έδρα της πρέπει να ματώσεις για να κερδίσεις. Στις 4 από τις 5 τελευταίες σεζόν δέχτηκε με το ζόρι ένα γκολ/αγώνα, παρ’ότι όπως είπαμε ήταν μια ομάδα μέτριας δυναμικής. Η ανοδική της πορεία επιβεβαιώθηκε το 2023 όταν έφτασε ως τον τελικό του κυπέλλου για πρώτη φορά στην ιστορία της. Αν και ο τελικός διεξήχθη στην έδρα της, η κούπα δεν κατέληξε στους ντόπιους, καθώς η ανώτερη Χέκεν επιβλήθηκε εύκολα με 4-1.
Αυτό που κανένας δεν αμφισβητεί πάντως είναι η συνολική δουλειά που γίνεται στο σύλλογο. Το σκάουτινγκ και ο τρόπος που εντοπίζονται, προωθούνται και αξιοποιούνται τα ταλέντα της είναι σχεδόν αξιοζήλευτος, ειδικά αν αναλογιστούμε τη δυναμική της και το μέρος που βρίσκεται. Μετά το ξεπέταγμα της και τη σταθεροποίηση της στα μισά της βαθμολογίας οι πιο ισχυρές οικονομικά ομάδες έβαλαν στο μάτι αρκετούς από τους πρωτοκλασάτους παίκτες της.
Μόνο την τελευταία τριετία έφυγαν με καλή, για τα δεδομένα του συλλόγου και του πρωταθλήματος, μεταγραφή εφτά βασικοί ποδοσφαιριστές με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Νίκλας Ρόικγιαρ, έναν από τους καλύτερους παίκτες της φετινής πορείας, που αποχώρησε πριν λίγες εβδομάδες με αντίτιμο που πλησιάζει τα 2 εκατομμύρια ευρώ. Αν και αρκετοί πίστευαν πως η ομάδα θα επηρεαστεί αρνητικά από την απώλεια αυτή, αυτή συνεχίζει απτόητη μετρώντας 4/4 νίκες από τη μεταγραφή και έπειτα.
Κάτι αντίστοιχο έκανε και στις προηγούμενες περιπτώσεις. Με το που έχανε έναν πρωτοκλασάτο παίκτη, έβρισκε σχεδόν αστραπιαία κάποιον άγνωστο αλλά αξιόλογο αντικαταστάτη. Αυτό το πετύχαινε περισσότερο με σωστή οργάνωση και ικανό προσωπικό παρά με τον μοντέρνο τρόπο του ποδοσφαίρου, δηλαδή πληρώνοντας ακριβά κάποιον έτοιμο παίκτη. Στην ιστορία της έχει πραγματοποιήσει μόνο μια μεταγραφή που το κόστος της ξεπέρασε τις 500 χιλιάδες ευρώ, όταν απέκτησε τον νεαρό Δανό Γίπε Κιάερ από τη Μπόντο/Γκλιμτ με 700.000 ευρώ.
Με μπάτζετ που κανονικά την κατατάσσει κάπου στη μέση της βαθμολογίας, χωρίς ιδιοκτήτη (οι μετοχές βρίσκονται στα χέρια των οπαδών-μελών) και με την περιορισμένη οικονομική δύναμη ενός χωριού που βασίζεται κυρίως στο ψάρεμα ρέγγας και στην εκτροφή των βιζόν (ίσως τα ξέρετε ως mink) η φετινή υπέρβαση μοιάζει για την ώρα απίστευτη. Ο μοναδικός σύνδεσμος οπαδών, που γυρνάει στο υπέροχο όνομα «Τα παιδιά της ρέγγας», ζει μεγάλες στιγμές. Τα 500 περίπου μέλη του ακολουθούν την ομάδα παντού ενώ πρόσφατα διοργάνωσαν πάρτι στην παραλία δίπλα από το γήπεδο, με αλκοόλ, μπέργκερς και πολύ τραγούδι.
Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν ζήσει ποτέ ξανά κάποια ποδοσφαιρική επιτυχία. Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της η Μιάλμπι έπαιζε στις χαμηλότερες κατηγορίες. Την πρώτη φορά που ανέβηκε στην πρώτη κατηγορία, το 1980, στο πρώτο κιόλας παιχνίδι ο μεγάλος της αστέρας, ο Δανός Φλέμινγκ Πέρσον που είχε ψηφιστεί και καλύτερος παίκτης στη χώρα την προηγούμενη σεζόν, τραυματίστηκε σοβαρά μόλις στο 11ο λεπτό και έχασε μεγάλο μέρος της σεζόν!
Την προηγούμενη δεκαετία ο σύλλογος βρέθηκε ακόμα και κοντά στη διάλυση. Τα έσοδα είχαν στερέψει και η διοίκηση δυσκολευόταν να βρει τρόπους για να κρατήσει ζωντανή την ομάδα. Λίγες μέρες πριν ξεκινήσει η προετοιμασία για τη σεζόν 2013-14, που είχε προγραμματιστεί να γίνει στην Κύπρο, οι άνθρωποι της ενημέρωσαν το δήμο ότι μάλλον θα ακυρώσουν όλη την προετοιμασία καθώς τα νούμερα δεν βγαίνουν πια. Η σωτηρία τελικά ήρθε από τα… βιζόν, που ανέκαθεν αποτελούσαν έναν από τους χρηματοδότες της. Η τοπική βιομηχανία που εκτρέφει τα ζώα αυτά για να εκμεταλλευτεί τη γούνα τους (μια βιομηχανία που πάντως συρρικνώνεται σταδιακά λόγω αντιδράσεων των οργανώσεων για τα δικαιώματα των ζώων) έβαλε έκτακτα το χέρι στην τσέπη και έβγαλε το σύλλογο από το αδιέξοδο.
Ακόμα και χωρίς τα χρήματα από τα βιζόν, οι κιτρινόμαυροι μοιάζουν αυτή τη στιγμή να έχουν βρει το δρόμο τους. Το φετινό πρωτάθλημα έχει πολύ δρόμο μπροστά του αλλά και μόνο η παρουσία τους στις συζητήσεις για τους διεκδικητές αποτελεί μια τεράστια νίκη. Σε μια προσπάθεια να τους μειώσουν και να τους κοροϊδέψουν οι οπαδοί των άλλων ομάδων αποκαλούν τους ανθρώπους της Μιάλμπι “χωριάτες” ή “αγρότες”. Οι φίλοι της όμως δεν φαίνεται να ενοχλούνται ιδιαίτερα από το χαρακτηρισμό αυτό. Το αντίθετο. Έχουν πλήρη επίγνωση του ποιοι είναι και από πού προέρχονται, ξέρουν ότι για πολλές δεκαετίες μέχρι και η ενδεκάδα τους αποτελούνταν κατά βάση από παίκτες που έβγαζαν το ψωμί τους ως ψαράδες ή αγρότες, και νιώθουν διπλά υπερήφανοι που ένα χωριό έχει βάλει για την ώρα τα γυαλιά σε όλες τις μεγάλες δυνάμεις της Σουηδίας. Όπως λέει κι ένα από τα πανό τους: «Εμείς είμαστε χωριάτες, εσείς τι διάολο είστε;»