Το σημαντικότερο γκολ της Σίτι μπήκε στο 94′ αλλά δεν το έβαλε ο Αγκουέρο

Τις περισσότερες φορές το να εντοπίσεις το κατώτατο σημείο στην ιστορία μιας ομάδας που μετράει πάνω από έναν αιώνα ζωής είναι αρκετά πολύπλοκο και σίγουρα πιο δύσκολο από το να βρεις την αντίστοιχη καλύτερη στιγμή. Η Μάντσεστερ Σίτι δεν είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις γιατί οι ‘Πολίτες’ γνωρίζουν πολύ καλά πότε έπιασαν πάτο. Και το ξέρουν με ακρίβεια μερικών λεπτών! Ήταν το μεσημέρι της 28ης Δεκεμβρίου 1998, ακριβώς στο ημίχρονο του εντός έδρας αγώνα με τη Στόουκ για την 24η αγωνιστική της τρίτης κατηγορίας της Αγγλίας.

(Κάπου εδώ ένας νεαρός αναγνώστης θα αναρωτηθεί: Μήπως υπάρχει κάποιο λάθος στην προηγούμενη πρόταση; Τρίτη κατηγορία; Μιλάμε για την ίδια πανίσχυρη Σίτι των πρωτοκλασάτων παικτών που κατέκτησε τα δυο τελευταία πρωταθλήματα Αγγλίας; Η απάντηση στην τελευταία ερώτηση είναι: Ναι.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 90 η Μάντσεστερ Σίτι αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου.Οι προπονητές διαδέχονταν ο ένας τον άλλον και έφερναν ο καθένας μισή ντουζίνα παίκτες. Αυτό σε συνδυασμό με την ανικανότητα της διοίκησης, από το λεξιλόγιο της οποίας απουσίαζε η λέξη οργάνωση, είχε ως αποτέλεσμα η ομάδα να βρεθεί με ένα τεράστιο, για τα δεδομένα της εποχής, χρέος, να έχει στο ρόστερ της περισσότερους από 50 ποδοσφαιριστές με συμβόλαιο (!) και τελικά να υποβιβαστεί δυο φορές μέσα σε τρία χρόνια.

Το αυτογκόλ που σφράγισε τον υποβιβασμό στην 3η κατηγορία πρέπει να το δεις κάμποσες φορές για να το πιστέψεις

Έτσι το καλοκαίρι του 1998 την βρήκε στην 3η κατηγορία, για πρώτη φορά στην ιστορία της, χωρίς λεφτά και με ένα υπερφορτωμένο ρόστερ, γεμάτο παίκτες που δεν είχαν καμία θέση εκεί. Ο προπονητής Τζόι Ρόιλ, που είχε αναλάβει λίγους μήνες πριν, θυμάται: “Στα βιβλία μας υπήρχαν πάνω από 50 επαγγελματίες! Την τελευταία μέρα των μεταγραφών καθόμασταν με τις ώρες στο γραφείο με τον πρόεδρο και προσπαθούσαμε να διώξουμε παίκτες με δανεισμούς και να απαλλαχθούμε από τα συμβόλαια κάποιων άλλων. Δεν υπήρχαν λεφτά στο ταμείο και ακουγόταν έντονα ότι η ομάδα κινδύνευε πλέον με χρεοκοπία.”

Όπως αποδείχτηκε λίγους μήνες μετά όμως, ο πάτος δεν ήταν εκείνος. Οι ‘Πολίτες’ ξεκίνησαν τη σεζόν δυναμικά, χάρη κυρίως στην αύρα της μεγάλης ομάδας που θέλει να δείξει ότι είναι περαστική από αυτή την κατηγορία αλλά και τη στήριξη των οπαδών της. Οι φίλοι της Σίτι, για τους οποίους έχουν ακουστεί τόσα τα τελευταία χρόνια, έκαναν πράξη την οπαδική θεωρία “θα’μαι δίπλα σου όπου κι αν παίζεις”, δίνοντας δυναμικά το παρών και εντός αλλά και εκτός έδρας, στην τουρνέ που αναγκάστηκε να κάνει η ομάδα τους σε διάφορα γραφικά μέρη της αγγλικής επαρχίας.

Η Σίτι τελείωσε το πρωτάθλημα με μ.ο. προσέλευσης στο Μέιν Ρόουντ τους 28.000 οπαδούς ενώ και σε όλα τα, καθόλου ελκυστικά, εκτός έδρας ματς οι φίλοι της όχι μόνο εξαντλούσαν τα διαθέσιμα εισιτήρια αλλά συχνά ζητούσαν και εξτρά σε διπλανές θύρες! Σύμφωνα με τον επιθετικό Πολ Ντίκοφ: “Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο παιχνίδι της σεζόν με τη Μπλάκπουλ εντός. Αναρωτιόμασταν πόσοι θα καταδεχθούν να έρθουν στο γήπεδο και τελικά βγήκαμε και είδαμε 33.000 ανθρώπους στις κερκίδες να φωνάζουν λες και παίζουμε αγώνα της Πρέμιερ Λιγκ. Αυτό πραγματικά μας έδωσε ώθηση και βοήθησε στην προσπάθεια μας να ανέβουμε αμέσως κατηγορία”

Τα καλά αποτελέσματα δεν κράτησαν όμως πολύ. Κάθε αντίπαλος έβλεπε το παιχνίδι με τη Σίτι σαν τελικό, σαν μια μεγάλη ευκαιρία να κάνει την έκπληξη και να ακουστεί το όνομα του σε όλη τη χώρα, και αυτό έβγαινε στο χορτάρι. Η κατηφόρα ξεκίνησε στα τέλη Σεπτέμβρη και μέχρι να φτάσουμε στις γιορτές και το περιβόητο παιχνίδι με τη Στόουκ το υποτιθέμενο μεγάλο φαβορί για την άνοδο έκανε μόλις 3 νίκες σε 15 αγώνες! Ένα διπλό στη Ρέξαμ μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα έδωσε μια μικρή ανάσα αλλά η κατάσταση παρέμενε απελπιστική. Η Μάντσεστερ Σίτι ήταν στη 12η θέση της 3ης κατηγορίας και σε τόσο τραγική αγωνιστική φόρμα που κάποιοι άρχισαν να φοβούνται για έναν ακόμα υποβιβασμό! Όταν λοιπόν οι παίκτες της πήγαν στα αποδυτήρια στο ημίχρονο εκείνου του αγώνα με το σκορ στο εις βάρος τους 0-1 ήταν πλέον ξεκάθαρο προς όλους: Η Σίτι είχε πλέον πιάσει για τα καλά πάτο.)

Κανείς δεν έχει αποκαλύψει με λεπτομέρειες τι έγινε εκείνα τα 15 λεπτά στα αποδυτήρια. Όπως αφέθηκε να εννοηθεί από τις διάφορες συνεντεύξεις τα επόμενα χρόνια, ακούστηκαν κάποιες λέξεις που θα έκαναν και λιμενεργάτη να ντραπεί, κάποια αντικείμενα εκτοξεύτηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις ενώ δεν έλειψε και κάποιους είδους… σωματική επαφή που περιλάμβανε σφιγμένα χέρια που στόχευαν πρόσωπα συμπαικτών! Όλα αυτά την ώρα που οι εξαγριωμένοι οπαδοί στις κερκίδες από πάνω είχαν χάσει πλέον την υπομονή και το κουράγιο τους και ζητούσαν αυτό που ζητάνε όλοι οι οπαδοί σε αντίστοιχες ντροπιαστικές καταστάσεις. Nα παρθούν κεφάλια, να βγούνε οι τιμημένες φανέλες και να ξεκουμπιστούν οι άσχετοι. Ό,τι κι αν έγινε τελικά σε εκείνο το δωμάτιο, το σημαντικό είναι ότι, παραδόξως, έπιασε. Η Σίτι τα έδωσε όλα στο δεύτερο ημίχρονο, γύρισε το παιχνίδι, πήρε βαθμολογική ανάσα και ταυτόχρονα ψυχολογική ώθηση και δεν ξανακοίταξε ποτέ προς τα κάτω.

Στα τελευταία 23 παιχνίδια της σεζόν η ομάδα του Ρόιλ έκανε μόλις 2 ήττες, τερμάτισε στην 3η θέση και κέρδισε ένα εισιτήριο για τα πλέι οφ ανόδου. Στα ημιτελικά, αν και ζορίστηκε αρκετά, έκαμψε τελικά την αντίσταση της Γουίγκαν (1-1 εκτός και 1-0 εντός) και απέκτησε το δικαίωμα να διεκδικήσει την επιστροφή της στη 2η κατηγορία στον τελικό του Γουέμπλει. Αντίπαλος της εκεί θα ήταν μια ομάδα που είχε καταφέρει να κάνει την υπέρβαση εκείνη τη σεζόν, χάρη κυρίως στις ιδιαίτερες ικανότητες του ανερχόμενου τότε προπονητή της: Η Τζίλιγχαμ του 40χρονου Τόνι Πιούλις.

Το ημερολόγιο έγραφε 30 Μαΐου 1999 όταν Μάντσεστερ Σίτι και Τζίλιγχαμ βγήκαν στον αγωνιστικό χώρο του Γουέμπλει για ένα παιχνίδι που έμελλε να είναι ιστορικό. Στις κερκίδες βρισκόταν περισσότεροι από 77.000 θεατές. Ανάμεσα τους ήταν και οι δυο πιο διάσημοι οπαδοί των ‘πολιτών’, τα αδέρφια Γκάλαχερ των Oasis, που μαζί με δεκάδες χιλιάδες άλλους κατοίκους του Μάντσεστερ βρήκαν το κουράγιο να ταξιδέψουν ως το Λονδίνο για να δούνε έναν τελικό 3ης κατηγορίας 4 μόλις μέρες μετά το βράδυ που η συμπολίτισσα Γιουνάιτεντ ολοκλήρωνε το τρεμπλ, με εκείνη τη απίθανη ανατροπή στις καθυστερήσεις του τελικού με τη Μπάγερν. Αυτό που σίγουρα δεν μπορούσαν να φανταστούν είναι ότι κι αυτοί θα ζούσαν λίγο μετά κάτι αντίστοιχο, έστω και σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο.

Ως μεγαλύτερη ομάδα και αδιαμφισβήτητο φαβορί της αναμέτρησης η Σίτι μπήκε πιο δυνατά αλλά δεν μπόρεσε να κάμψει την αντίσταση των αντιπάλων. Ο χρόνος κυλούσε χωρίς πολλές συγκινήσεις και από ένα σημείο και μετά όλα έδειχναν πως ο αγώνας και ταυτόχρονα η άνοδος θα κρινόταν στο ποιος θα άνοιγε το σκορ. Και αυτή ήταν η Τζίλιγχαμ. Η ομάδα του Πιούλις, η οποία αγωνιζόταν για πρώτη φορά στην ιστορία της στο Γουέμπλει, βρήκε στο 81ο λεπτό ένα κενό στα δεξιά της άμυνας της Σίτι και πήρε το προβάδισμα με τον Ασάμπα. Το σοκ στην άλλη πλευρά ήταν μεγάλο αλλά ο υπολειπόμενος χρόνος λίγος, γι’αυτό ο Ρόιλ έδωσε άμεση εντολή για φουλ επίθεση. Το γκολ τελικά ήρθε αλλά όχι στην εστία που περίμεναν όλοι. Η Τζίλιγχαμ εκμεταλλεύτηκε τους χώρους που άφησε πίσω η αντίπαλος της και με τον Τέιλορ έκανε το 0-2 στο 87′. Για τη Σίτι πλέον η κατάσταση ήταν, όπως είπε και ο Άγγλος σπίκερ, “Game over” ή, όπως θα έλεγαν και οι Simon & Garfunkel, “Hello darkness, my old friend, I’ve come to talk with you again”.

Με το ρολόι να δείχνει πως απομένουν 3 λεπτά και τον Πιούλις να βγάζει επιθετικό και να βάζει αμυντικό οι οπαδοί της Σίτι σήκωσαν λευκή σημαία. Κάποιοι άρχισαν να αποχωρούν, κάποιοι έβαλαν τα κλάματα, κάποιοι άλλοι απλά καθόταν αμίλητοι, με το κεφάλι χωμένο ανάμεσα στα πόδια και με εφιαλτικές σκέψεις να πλημμυρίζουν το μυαλό. Μια δεύτερη συνεχόμενη σεζόν στην 3η κατηγορία ισοδυναμούσε με καταστροφή και από οικονομική αλλά και από ψυχολογική πλευρά.

Όταν ο Κέβιν Χόρλοκ έστειλε με το αριστερό τη μπάλα στα δίχτυα στο 90′ και μείωσε σε 1-2 τα πανηγύρια από την πλευρά των οπαδών της Σίτι ήταν εμφανώς ξεψυχισμένα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά όμως ένα ακόμα θετικό σημάδι έκανε την εμφάνιση του, όταν ο τέταρτος διαιτητής έδειξε ότι οι καθυστερήσεις θα ήταν 5 λεπτά. Ο αγώνας μεταφέρθηκε αναμενόμενα στο 1/3 του γηπέδου, εκεί που η Τζίλιγχαμ αμυνόταν με νύχια και με δόντια.

Στο 94ο λεπτό (για να είμαστε ακριβείς, λίγο αργότερα, στο 94.03) έγινε μια παραδοσιακή βρετανική γιόμα από δεξιά, ένας παίκτης της Σίτι πήρε την πρώτη κεφαλιά, ένας δεύτερος ακούμπησε ελαφρά τη μπάλα, έγινε μια κόντρα πάνω στο πόδι του Σον Γκότερ και η μπάλα έφτασε στον Πολ Ντίκοφ. Ο Σκωτσέζος επιθετικός την υποδέχτηκε σωστά, γύρισε μέτωπο προς την εστία και στιγμιαία κοίταξε τον αντίπαλο τερματοφύλακα.

(Απαραίτητη παύση για να προλάβει να φορέσει η μοίρα το πιο σαρδόνιο χαμόγελο της. Ο τερματοφύλακας της Τζίλιγχαμ, Βιντς Μπάρτραμ δεν ήταν απλά καλός φίλος του Ντίκοφ, από την εποχή που ήταν συμπαίκτες στην Άρσεναλ. Ήταν και κουμπάρος του! Μια μέρα πριν τον αγώνα ένας δημοσιογράφος είχε ρωτήσει τον Ντίκοφ πως αντιμετωπίζουν οι δυο τους αυτή την περίεργη συνάντηση και ο Σκωτσέζος είχε δηλώσει: “Μιλήσαμε αρκετές φορές στο τηλέφωνο αυτές τις μέρες και κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να κουρδίσει ο ένας τον άλλον αλλά είναι δεδομένο ότι δεν θα υπάρξει κάποια αληθινή έχθρα μεταξύ μας. Εκτός φυσικά κι αν καρφώσω κανένα γκολ ανάμεσα από τα πόδια του στις καθυστερήσεις”!)

Ο Πολ Ντίκοφ δεν έστειλε τελικά τη μπάλα ανάμεσα από τα πόδια του κουμπάρου του αλλά η κατάληξη μετράει. Η μπάλα αναπαύθηκε στα δίχτυα του Μπάρτραμ, στις κερκίδες επικράτησε κανονικός πανζουρλισμός, η Μάντσεστερ Σίτι ολοκλήρωσε μέσα σε 4 λεπτά μια απίστευτη επαναφορά που δεν περίμενε κανείς και ο Ντίκοφ περιέγραψε χρόνια μετά το πως ένιωσε εκείνες τις στιγμές του ποδοσφαιρικού οργασμού με τον πιο αφοπλιστικά υπέροχο τρόπο: “Ειλικρινά δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα απ’όσα έγιναν εκείνα τα δευτερόλεπτα”.

Στην παράταση που ακολούθησε δεν άλλαξε τίποτα, αφού η Σίτι είχε εξαντλήσει όλα τα αποθέματα ενέργειας που είχε και η Τζίλιγχαμ δεν μπορούσε ακόμα να συνέλθει από αυτό που είχε συμβεί, και το παιχνίδι οδηγήθηκε στα πέναλτι. Εκεί ο 20χρονος τερματοφύλακας της Σίτι, Νίκι Γουίβερ, που ήταν και μια από τις αποκαλύψεις του πρωταθλήματος, έπιασε δυο πέναλτι, ένα άλλο έφυγε εκτός εστίας και η Μάντσεστερ Σίτι, που αστόχησε μόλις σε ένα (συμπτωματικά αυτός ο ένας ήταν ο Ντίκοφ), πανηγύρισε έξαλλα μια ανέλπιστη νίκη και μια ανακουφιστική άνοδο.

Με την ψυχολογία να έχει αντιστραφεί η ομάδα του Ρόιλ κέρδισε μια δεύτερη συνεχόμενη άνοδο την επόμενη σεζόν και επέστρεψε στην Πρέμιερ Λιγκ, εκεί που τελικά την βρήκε το 2008 ο Σεΐχης Μανσούρ και, με τη βοήθεια πολλών εκατομμυρίων λιρών, την μετέτρεψε σε υπερδύναμη του αγγλικού ποδοσφαίρου. Η Σίτι των 10s μπορεί να μη θυμίζει σε τίποτα εκείνη την ομάδα της σεζόν 98-99 που έχανε από τη Λίνκολν και τη Γιορκ και έπαιζε σε γήπεδα που έπρεπε οι παίκτες να βγουν από τα αποδυτήρια για να ετοιμάσει τα πράγματα τους ο φροντιστής γιατί δεν χωρούσαν ταυτόχρονα όλοι μαζί (!), αλλά όπως πιστεύουν πολλοί στο Μάντσεστερ, το πιθανότερο είναι να μην βλέπαμε ποτέ την καλοδουλεμένη ποδοσφαιρική μηχανή του Γκουαρντιόλα αν εκείνη η φουρνιά δεν κατάφερνε να κερδίσει την άνοδο, έστω και με αυτό τον τρόπο σε εκείνον τον ιστορικό τελικό που μνημονεύεται ακόμα στην Αγγλία.

“Τι θα γινόταν αν είχαμε χάσει σε εκείνο το παιχνίδι;” αναρωτήθηκε πριν λίγα χρόνια ο Ρόιλ. “Ειλικρινά δεν ξέρω. Το σίγουρο είναι ότι η ομάδα ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση από όλες τις απόψεις. Προσωπικά δεν είμαι πεπεισμένος ούτε για το αν θα υπήρχε επόμενη χρονιά! Δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι ο σύλλογος μπορούσε να επιβιώσει οικονομικά άλλη μια χρονιά στην 3η κατηγορία”. Μια άποψη με την οποία φαίνεται πως συμφωνούν και αρκετοί οπαδοί που είδαν τους φίλους τους στην κερκίδα να λένε “τέλος, δεν πάει άλλο, κουράστηκα” όταν βρέθηκαν να χάνουν με 0-2 στο 87′ ενός κρίσιμου τελικού από… κάποια Τζίλιγχαμ.

Στις αναμνήσεις πολλών φίλων της Σίτι εκείνο το τέρμα του Ντίκοφ τοποθετείται πιο ψηλά ακόμα και από το περίφημο γκολ του Αγκουέρο ενώ η εκτός έδρας ήττα από τη Γιορκ τον Δεκέμβρη του 98′, που βύθισε την ομάδα πιο χαμηλά από ποτέ, έχει αποκτήσει ιδιαίτερη οπαδική σημασία. Όποιος φίλος της Σίτι ήταν σε εκείνο το εφιαλτικό παιχνίδι, το μνημονεύει σήμερα σαν οπαδικό παράσημο, από αυτά που συγκινούν μόνο τους ανθρώπους που ξέρουν τι σημαίνει να ξοδεύεις λεφτά, χρόνο, αντοχές και ψυχικά αποθέματα για έναν σύλλογο που πάει κατά διαόλου, την ίδια μάλιστα εποχή που ο μεγάλος αντίπαλος σου σαρώνει εντός και εκτός συνόρων.

O Γκάλαχερ σε έξαλλη κατάσταση μετά το γκολ του Ντίκοφ

Σε ένα περσινό αφιέρωμα του FourFourTwo ένας πιστός οπαδός της ομάδας, ο Κρίστι Μακντόναλντ, είχε δηλώσει σχετικά: “Καμιά φορά ο κόσμος θυμάται εκείνες τις μέρες με ρομαντική διάθεση και λέει ‘είχε φάση όμως, ε;’ Η απάντηση όμως είναι ‘όχι. Δεν είχε’. Ήταν απαίσια. Ήταν φρικτά. Ήταν σκατά.” ενώ ένας άλλος οπαδός, ο Κέβιν Κάμινς θυμάται στο βιβλίο Blue Moon, που καταγράφει τα τεκταινόμενα εκείνης της σεζόν: “Παίζαμε με τη Τζίλιγχαμ στο Μέιν Ρόουντ και σκεφτόμουν ότι δεν θέλω να διαβάσω το match programme και να δω άρθρα του στυλ ‘Μάθε περισσότερα για τη Τζίλιγχαμ’. Δεν με νοιάζει ποιος παίζει στη Τζίλιγχαμ. Δεν θα έπρεπε να παίζουμε μαζί τους. Το περιοδικό θα έπρεπε να είναι μόνο μαύρες σελίδες!”.

Λίγα χρόνια πριν, πανηγυρίζοντας ένα από τα πρωταθλήματα της ομάδας, ο Νόελ Γκάλαχερ συνόψισε την οπτική των οπαδών λέγοντας: “Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το ζούμε αυτό. Αν είσαι στην ηλικία μου και έχεις ζήσει όλα αυτά που έζησα, το ματς με τη Τζίλιγχαμ, εκείνο με τη Γιορκ και όλα εκείνα, τότε απλά δεν γίνεται να το φανταστείς αυτό που συμβαίνει τώρα. Πως μπορείς να το φανταστείς;”