Η αντιπαλότητα μεταξύ Λυών και Σεντ Ετιέν – που έχει γενέθλια και γίνεται 70 χρονών – παραμένει μακράν η μεγαλύτερη κόντρα στη Γαλλία, χωρίς κανένα ισοδύναμο και αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή πάθους, ανεκδότων, αστικών μύθων και μαγικών στιγμών, από αυτές που στιγματίζουν τους φιλάθλους και θεμελιώνουν τις οπαδικές προτιμήσεις. Το δε ντέρμπυ αυτής της Κυριακής, θα είναι το 121ο στην ιστορία με την σχεδόν απόλυτη ισορροπία των αποτελεσμάτων (44 νίκες των «πράσινων», 43 νίκες της Λυών και 33 ισοπαλίες), να αντανακλά με ακρίβεια τον χαρακτήρα απόλυτου ντέρμπυ της αναμέτρησης, που κάνει την εκάστοτε διαφορά φόρμας/δυναμικότητας να μην έχει την παραμικρή σημασία.
Η αλήθεια είναι πως το γαλλικό φουτμπόλ μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 (και την ανάδειξη της μεγάλης ομάδας των Πλατινί, Ζιρές, Τιγκανά, Λακόμπ κοκ) ήταν εντελώς ανυπόληπτο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Το Σεντ Ετιέν είναι μια μικρή επαρχιακή πόλη, αλλά χάρις στο ποδόσφαιρο τη δεκαετία του ’70, χώρεσε τα όνειρα ολόκληρης της Γαλλίας. Γιατί η πρώτη ομάδα που έβαλε την Γαλλία στον ποδοσφαιρικό χάρτη, ήταν η Σεντ Ετιέν της δεκαετίας του ‘70 όταν το 1975 έφτασε στον ημιτελικό και την επόμενη χρονιά στον τελικό του Κυπέλλου πρωταθλητριών. Η δε πανθομολογούμενη προσμονή και έξαψη που συνόδευε κάθε ευρωπαϊκή βραδιά της, μπορεί να συγκριθεί μόνο με τους έρημους δρόμους (ακόμη και της Αθήνας), την ώρα των αγώνων του Άρη (με Γκάλη, Γιαννάκη και σια) στα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Το δε μωσαϊκό των ανθρώπων από κάθε γωνιά της Γαλλίας (από τη Μασσαλία, το Παρίσι, την Κορσική, ακόμη και τη Λυών) που είχε ταξιδέψει με κάθε μέσο για τον τελικό του κυπέλλου πρωταθλητριών του 1976 στη Γλασκώβη κόντρα στη μεγάλη Μπάγερν, θα θύμιζε ως προς την ομοθυμία και τη διασπορά, το ετερόκλητο πλήθος που είχε συνοδέψει τον Άρη στο «φάιναλ φορ» της Γάνδης. Φευ, τα δοκάρια του Χάμπντεν Παρκ ήταν τετράγωνα και αυτό το θέμα γεωμετρίας παραμένει ακόμη και σήμερα το πιο διάσημο πρόβλημα στη συλλογική μνήμη των Γάλλων φιλάθλων.
Aκόμη και σήμερα οι «κάθε καρυδιάς καρύδι» φίλοι της Σεντ Ετιέν μονολογούν και στα δύο σουτ των Μπατενάβ και Σαντινί που η μπάλα «ξεράστηκαν» από το οριζόντιο δοκάρι, θα είχε γλιστρήσει αναπαυτικά στο πλεκτό εάν τα δοκάρια ήταν στρογγυλά και όχι τετράγωνα και η «αχώνευτη» Μπάγερν δεν θα είχε κερδίσει ποτέ με 1-0 τον τελικό. Με τον ίδιο ίσως τρόπο που ακόμη και σήμερα οι φίλοι του μπασκετικού Άρη και στο νοτιότερο χωριό της χώρας, μονολογούν ότι εάν τα στεφάνια στην αρένα της Γάνδης ήταν λιγότερο σκληρά, η μπάλα θα έκανε το χατίρι του Νίκου Γκάλη και ενός λαού που θρήνησε όσο σπανίως τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Το κορυφαίο παραλειπόμενο του 3ου ημιχρόνου είναι ότι ακριβώς μετά από εκείνον τον τελικό τα τετράγωνα δοκάρια που ήταν πακτωμένα στο γήπεδο της Γλασκόβης από το 1903 αντικαταστάθηκαν (λόγω των κανονισμών της FIFA) και εντέλει 37 χρόνια μετά την επίμαχη αναμέτρηση, βρήκαν νέα εστία στο μουσείο της Σεντ Ετιέν, καθώς οι ιθύνοντες του συλλόγου κατέβαλαν 20 χιλιάδες λίρες για να αγοράσουν τα «καταραμένα γκολπόστ».
Η σημερινή Σεντ Ετιέν βέβαια, δεν έχει μεγάλες ομοιότητες με εκείνη την ανυπέρβλητη ομάδα και ψάχνει εναγωνίως το στίγμα της στην Covid εποχή, καθώς μετά από ένα καλό ξεκίνημα μετά από τρεις νίκες και μία ισοπαλία, μετράει πέντε σερί ήττες με απολογισμό τερμάτων 1-11. Σε ένα μεγάλο βαθμό βέβαια πληρώνει την απειρία του ρόστερ της (η Σεντ Ετιέν είναι η 3η πιο νεανική ομάδα στα Top 5 πρωταθλήματα της Ευρώπης με τον μέσο όρο ηλικίας των παικτών της να είναι μόλις τα 24.8 έτη) και τις απουσίες, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ανακάμψει. Εξάλλου ο Κλοντ Πυέλ (που αν κάποτε είχε καταφέρει να τον πείσει ο Ντέμης για την ΑΕΚ ίσως να είχε αλλάξει τον ρου του ποδοσφαίρου μας), είναι σπεσιαλίστας στην ανάδειξη νέων παικτών και με τις ευλογίες διοίκησης και φιλάθλων, έχει στη διάθεση του όλο τον χώρο και την πίστωση χρόνου να δουλέψει μακροπρόθεσμα – εξ ου και το ότι δεν δίστασε να στείλει τις «παλιοσειρές» και να κατεβάζει ενδεκάδες με δέκα παικτάκια μεταξύ 18 και 23 ετών.
Η Λυών που και αυτή εδώ και χρόνια, στηρίζεται στη λογική «βγάζω παίκτες για να τους πουλήσω», τα πηγαίνει σχετικά καλύτερα (3-5-1), αλλά οι πολλές ισοπαλίες έχουν εξαγριώσει τους φιλάθλους της που δεν θέλουν να βλέπουν ούτε ζωγραφιστό τον προπονητή Ρούντι Γκαρσία, αφενός λόγω της πολιτείας του στη Μαρσέιγ και αφετέρου γιατί τον θεωρούν πολύ συντηρητικό. Η αλήθεια είναι ότι μετά το Αυγουστιάτικο διάλειμμα στο Τσάμπιονς Λιγκ, που το σύστημα του Γκαρσία με πέντε αμυντικούς βοήθησε τη Λυών να προκριθεί στα ημιτελικά, κόντρα σε κατά τεκμήριο ισχυρότερους αντιπάλους, το ίδιο σύστημα βγαίνει μπούμερανγκ στο Γαλλικό πρωτάθλημα, όπου καλείται να παίξει ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας, με αποτέλεσμα πολλές ισοπαλίες και τον Γκαρσία να έχει ξαναγίνει το κόκκινο πανί για τους οπαδούς της Λυών.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι στο πιο μεγάλο ντέρμπυ του «Σαμπιονά», ακόμη και χωρίς φιλάθλους, ακόμη και χωρίς διακριτό βαθμολογικό ενδιαφέρον, μέσα στον αγωνιστικό χώρο θα πέσουν κορμιά και πιθανόν να γραφτούν νέες ιστορίες, καθώς και οι δύο ομάδες (ειδικά η Σεντ Ετιέν) στελεχώνονται από πιτσιρικάδες «γέννημα-θρέμμα» του συλλόγου που έχουν γαλουχηθεί με ιστορίες δίπλα στο τζάκι για την προαιώνια έχθρα.
Ιστορίες, όπως αυτή του πρώτου μεγάλου σάλου που αχνοφέγγει στη μνήμη μου, όταν κατά το καλοκαίρι του 1978, ολόκληρο Μουντιάλ επισκιάστηκε στη Γαλλία, από την αδιανόητη για την εποχή, υπογραφή του Μπερνάρ Λακόμπ (γέννημα-θρέμμα και βεντέτα της Λυών) στη Σεντ Ετιέν. Ο δε αστικός μύθος λέει ότι στο πρώτο του παιχνίδι κόντρα στη Λυών στο «Ζερλάν», δεν έπαιξε ποτέ, γιατί μπέρδεψε τα αποδυτήρια(!) Στη ρεβάνς πάντως σκόραρε με τη φανέλα της Σεντ Ετιέν και έγινε ένας από τους πέντε μόλις παίκτες στην ιστορία που έχουν σκοράρει με τη φανέλα και των δύο αντιπάλων…