Τα δύσκολα χρόνια του Λουίς Σουάρες στην Ουρουγουάη

Η Νότια Αμερική αποτελούσε πάντα έναν παράδεισο για τις ομάδες της Ευρώπης. Μια ανεξάντλητη πηγή ποδοσφαιρικού ταλέντου, συνήθως σε προσιτές τιμές, που γέμιζε τα ρόστερ των συλλόγων. Με τα χρόνια να περνούν, το σκάουτινγκ και τα ταξίδια να γίνονται όλο και πιο εύκολα, οι ηλικίες των παικτών που περνούσαν τον Ατλαντικό έγιναν όλο και μικρότερες. Πριν καλά καλά παίξουν με τις ομάδες τους, πολλοί παίκτες μετακόμιζαν. Μια τέτοια περίπτωση είναι κι ο Λουίς Σουάρες, που η ποδοσφαιρική του παρουσία στην Ουρουγουάη ήταν μόλις μια σεζόν σε επαγγελματικό επίπεδο. Η ζωή του όμως εκεί, καθόρισε το τι είδους παίκτης, αλλά και πόσο γρήγορα θα εγκατέλειπε την πατρίδα του.

3 Μαΐου του 2005. Το πρώτο ματς. Ήταν μια δύσκολη εβδομάδα για τον 18χρονο Λουίς Σουάρες. Κι αυτό, γιατί την Παρασκευή έπαιξε με τους μικρούς της Νασιονάλ απέναντι στην Ντεφενσόρ και το πρωί του Σαββάτου έπαιξε ξανά, αυτή τη φορά με τους ακόμα μικρότερους σε ηλικία. Σκόραρε και στα δύο παιχνίδια και πριν καλά καλά προλάβει να κάνει μπάνιο, έμαθε ότι δεν θα είχε χρόνο για ξεκούραση. Έπρεπε να μαζέψει τα πράγματά του γιατί θα έφευγε για πρώτη φορά με την ανδρική ομάδα. Και όχι για κάποιο αδιάφορο ματς. Μια απουσία της τελευταίας στιγμής, έφερε τον Σουάρες στην αποστολή της Νασιονάλ για τον κρίσιμο αγώνα του Κόπα Λιμπερταδόρες απέναντι στην Ατλέτικο Τζούνιορ της Κολομβίας. Ο Σουάρες όχι μόνο ταξίδεψε στην Κολομβία, αλλά έκανε και ντεμπούτο την Τρίτη, ως δεξί εξτρέμ, παίζοντας μάλιστα αρκετά καλά. Μπήκε στο 76′ με το σκορ στο 1-1, η Νασιονάλ έκανε το 1-2, αλλά τελικά έχασε με 3-2.

10 Σεπτεμβρίου 2005. Η Νασιονάλ υποδέχεται την Παϊσαντού στην έδρα της. Στον πάγκο βρίσκεται και πάλι ο Λουίς Σουάρες. Βασικός επιθετικός είναι ο Γκαμπριέλ Άλβες. Ναι, αυτός ο Γκαμπριέλ Άλβες, φίλε του Ολυμπιακού. Ο “γύπας” που με ένα τεράστιο ποσό (εφταψήφιο νούμερο σε δραχμούλες) πέρασε λίγο αργότερα τον Ατλαντικό και έπαιξε στην Ελλάδα, χωρίς να μαγέψει. Ο άνθρωπος που οι κακές γλώσσες λένε ότι λάτρεψε τα σουβλάκια και τα ξενύχτια της Αττικής, ήταν τότε ο βασικός φορ της Νασιονάλ. Ο Σουάρες μπορεί να έκανε την πρώτη του συμμετοχή τον περασμένο Μάιο, αλλά ξαναμπήκε σε αποστολή μόλις τέλος Αυγούστου. Όπως θυμάται ο ίδιος, είχε πολύ άγχος. Δεν ήξερε αν θα παίξει και βρισκόταν ανάμεσα σε πολύ πιο έμπειρους παίκτες, όπως διηγείται ο ίδιος σε συνέντευξή του. Η Νασιονάλ καθάρισε το ματς σχετικά εύκολα, οπότε στο 80′ και με το σκορ να βρίσκεται στο 4-0, ο Άλβες αποχώρησε και στη θέση του πέρασε ο Σουάρες φορώντας το νούμερο 13 που άφησε πίσω ένας άλλος γνώριμός μας, ο Σεμπαστιάν “Λόκο” Αμπρέου.

«Το θυμάμαι καθαρά. Προσπάθησα να κάνω ένα ψαλιδάκι, πήρα το ριμπάουντ και σκόραρα. Το πανηγύρισα με όλα τα συναισθήματα ενός παίκτη που καταφέρνει να σκοράρει στην Α’ Εθνική φορώντας τη φανέλα της Νασιονάλ, την ομάδα που υποστήριζα από παιδί.»

Λίγα λεπτά αργότερα, ο πιτσιρικάς Σουάρες θα άνοιγε λογαριασμό στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Θα το έκανε με εντυπωσιακό τρόπο, αν το ψαλιδάκι του δεν κοβόταν από έναν αμυντικό και η μπάλα δεν κατέληγε στο οριζόντιο δοκάρι. Στη συνέχεια, ο ίδιος ηρωικός αμυντικός έκοψε νέα προσπάθεια της Νασιονάλ, η μπάλα όμως κατέληξε στα πόδια του Σουάρες, που από το ύψος της μικρής περιοχής δεν μπορούσε να αστοχήσει. Το όνειρό του από παιδί, έγινε πραγματικότητα. Φόρεσε μόλις για 35 φορές τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας, σκοράροντας 12 γκολ. Ήταν Ολλανδοί αυτοί που κατάφεραν να τον αποκτήσουν και κάπως έτσι μετακόμισε μόλις στα 19 του, το 2006, στην Ευρώπη.

Ο Σουάρες μπορεί να έπαιξε λίγο στη Νασιονάλ, άφησε όμως ανεξίτηλο το σημάδι του, δημιουργώντας ακόμα και περίεργους μύθους. Όπως αυτός ότι μόλις στα 16 του έριξε κουτουλιά σε έναν διαιτητή.  Ο Ράιτ Τόμπσον, ένας Αμερικάνος δημοσιογράφος του ESPN, είχε διαβάσει κάπου την ιστορία, αλλά δεν μπόρεσε να βρει καμία πηγή για το γεγονός. Κάπως έτσι, αποφάσισε το 2014 να κάνει το παραπάνω βήμα. Να ψάξει αυτή την ιστορία. Κάτι που φαινόταν τόσο απλοϊκό, έγινε πολύ δύσκολο. Ο Σουάρες είναι εθνικός θησαυρός της Ουρουγουάης. Ακόμα και στα αρνητικά του. Τις βουτιές του, το θέατρό του, τα χτυπήματα και τις δαγκωματιές του. Η οδύσσεια του Τόμπσον ήταν εντυπωσιακή (αξίζει κάποιος να διαβάσει αναλυτικά το άρθρο του στο ESPN) και έκανε ό,τι μπορούσε για να ανακαλύψει την αλήθεια. Παρά τις προσπάθειές του, δεν υπήρχε πουθενά κάποια επίσημη αναφορά, τα αρχεία δεν βρίσκονταν, ενώ όλοι οι άνθρωποι (προπονητές, παράγοντες κ.ο.κ.) έλεγαν ότι δεν θυμούνταν κάτι σχετικό, κοιτάζοντας τον γιάνκη με καχυποψία για το τι προσπαθεί να κάνει. Μέχρι που ο Τόμπσον συνάντησε έναν ρεπόρτερ/δημοσιογράφο που επέμενε ότι γνώριζε τι έγινε.

Ο Σουάρες σε ένα κρίσιμο παιχνίδι των νέων της Νασιονάλ είδε κόκκινη από έναν διαιτητή και στη συνέχεια, έξαλλος, του επιτέθηκε. Οι άνθρωποι της Νασιονάλ απείλησαν τον διαιτητή να μη γράψει τίποτα, ώστε να μην τιμωρηθεί βαριά το ταλέντο τους. Ο δημοσιογράφος ονόματι Ρικάρντο Γκαμπίτο αποφάσισε να δημοσιοποιήσει το γεγονός και στη συνέχεια δέχθηκε απειλές για τη ζωή του και μια… προειδοποιητική επίθεση. Σύμφωνα με τον Τόμπσον, η ιστορία ισχύει, απλώς θάφτηκε. Εμείς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την αλήθεια, αλλά είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι ο Σουάρες ήταν από πιτσιρικάς, ο ίδιος τύπος που θα γνωρίζαμε αργότερα στην Ευρώπη. Και γι’ αυτό, υπάρχουν εξηγήσεις.

Σκέτη αλητεία

Γιος πρώην στρατιωτικού και ερασιτέχνη ποδοσφαιριστή, ο Λουίς μετακόμισε στα 7 του από την πόλη Σάλτο στο Μοντεβιδέο, όταν ο πατέρας του βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο με μπισκότα. Αρχικά, ο Λουίς είχε μείνει πίσω στο Σάλτο και όταν βρέθηκε δουλειά και για τη μητέρα του (καθαρίστρια στον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων της πρωτεύουσας), η οικογένεια ενώθηκε και πάλι. Οι γονείς του προσπαθούσαν να τα βγάλουν πέρα και να θρέψουν τα εφτά τους παιδιά, κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Ήταν η κλασική ιστορία του φτωχού παιδιού που έπαιζε μπάλα στον δρόμο. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ερχόμενος από την επαρχία, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι δεν έβρισκε εύκολα λίγο χορτάρι και χώμα για να παίξει, ενώ την ίδια στιγμή τα παιδιά τον κορόιδευαν για την “επαρχιώτικη” προφορά του. Αυτό όμως ήταν το λιγότερο. Ο Ροδόλφο Σουάρες είχε πέσει στο αλκοόλ και αυτό επηρέαζε αρνητικά τα παιδιά. Τα αδέρφια Σουάρες θυμούνται τον πατέρα τους να έρχεται μεθυσμένος στους αγώνες των γιων του, να φωνάζει και να βρίζει. Τους έκανε να νιώθουν ντροπή, να νιώθουν άσχημα, να θέλουν να ανοίξει η γη να τα καταπιεί. Φυσικό επακόλουθο κι οι καβγάδες στο σπίτι μεταξύ των γονιών. Μέχρι που δύο χρόνια μετά την μετακόμιση στην πρωτεύουσα, το ζευγάρι χώρισε κι η μαμά Σάντρα έμεινε μόνη να προσπαθεί να μεγαλώσει τα παιδιά της. «Είχα δύσκολα παιδικά χρόνια. Δεν μπορούσα να μιλάω πλέον με τον πατέρα μου, έπρεπε να τα βγάζω πέρα μόνος μου», είπε σε συνέντευξή του το 2017 ο Λουίς.

Δεν είναι παράλογο όλα αυτά να επηρεάσουν ένα μικρό παιδί, να το κάνουν πιο επιθετικό, αλλά και πιο αγωνιστή. Ο Σουάρες πιστεύει ότι στο τέλος, όλα όσα έγιναν τον έκαναν να γίνει ο άνθρωπος που είναι, να τα καταφέρει στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Πάλεψε, μόχθησε και πέτυχε. Είχε ένα ζευγάρι παπούτσια που ήταν μόνο για το σχολείο και έπαιζε μπάλα ξυπόλητος. Αναγκαζόταν να κάνει διάφορες δουλειές για να συνδράμει οικονομικά, σκούπιζε δρόμους στο Μοντεβιδέο. Όπως πάλευε στο “μπάριο”, στους δρόμους, έτσι παλεύει μέχρι σήμερα. Από την άλλη όμως, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά, όπως είδαμε και με την ιστορία για την επίθεση στον διαιτητή μόλις στα 16 του. Και ίσως, παρά τα όσα πιστεύει ο ίδιος, να μην τα είχε καταφέρει αν δεν έμπαινε ένα άλλο πρόσωπο στη ζωή του. Η Σοφία Μπάλμπι ήταν 13 ετών κι ο Λουίς Σουάρες ήταν 15 όταν γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν. Αλλά ο παιδικός έρωτας δεν θα άντεχε για πολύ. Η Σοφία έφυγε για τη Βαρκελώνη με τους γονείς της κι ο Σουάρες έμεινε πίσω, να παίζει στη Νασιονάλ. Μέχρι τότε δεν έπαιρνε στα σοβαρά το ποδόσφαιρο. Δεν λέμε την μπάλα. Η “μπάλα” ήταν λατρεία, αλλά το “ποδόσφαιρο” ως καριέρα ήταν κάτι για το οποίο δεν μοχθούσε. Ο Σουάρες παρότι ακόμα ήταν πιτσιρίκι, έπινε, ξενυχτούσε και δεν φαινόταν να έχει μεγάλο μέλλον. Ο τότε προπονητής του τον απείλησε ότι είτε θα έκοβε όλες τις κακές συνήθειες ή θα τελείωνε το ποδόσφαιρο. Τα οικογενειακά προβλήματα, τα δύσκολα παιδικά χρόνια, τον έκαναν μαχητή, αλλά όχι “επαγγελματία”.

Το αγαπημένο ζευγάρι (από τα χρόνια του Άγιαξ)

Η φυγή της αγαπημένης του ήταν ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας που τον έκανε να αποφασίσει να τα δώσει όλα. Γιατί είχε έναν στόχο: να βρει διέξοδο στην Ευρώπη. Όπως είδαμε, η μια σεζόν του αρκούσε. Οι σκάουτερ της Χρόνιγκεν τον πέτυχαν να κάνει φοβερά πράγματα, έκαναν αμέσως πρόταση κι ο ίδιος  δεν το σκέφτηκε. Ίσως να μην είδε καν στον χάρτη σε ποια χώρα βρισκόταν αυτή η άγνωστη ομάδα. Του αρκούσε το “Ευρώπη”. Του αρκούσε ότι θα έπαιρνε κάποια σημαντικά χρήματα και θα ήταν κοντά στην αγαπημένη του. Και στην πορεία, ξεπέρασε ότι δεν μιλούσε γρι ξένη γλώσσα. Τα πράγματα κύλησαν ιδανικά στην Ολλανδία και τη συνέχεια τη γνωρίζουμε. Ο Σουάρες έκανε μια τεράστια καριέρα, παντρεύτηκε την αγαπημένη του, δημιούργησε την οικογένεια που δεν χάρηκε ο ίδιος ποτέ ως παιδί και ακόμα και σήμερα, συνεχίζει να είναι ο ίδιος μαχητής. Μισητός για αντιπάλους, αγαπημένος για τους οπαδούς της ομάδας του. Αυτός που κάνει τους φίλους της Μπαρσελόνα να τον αναπολούν, αυτός που έπεσε πλέον στα χέρια ενός προπονητή που λατρεύει τέτοιου είδους παίκτες. Κι η Ατλέτικο προχωράει σταθερά προς έναν τίτλο κι ο Σουάρες κυνηγά νέες διακρίσεις. Όχι άσχημα για το φτωχόπαιδο από το Σάλτο.