Σύμφωνα με τον Έρικ Σκοτ, έναν καθηγητή ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Κάνσας που μελέτησε το ποδόσφαιρο της Σοβιετικής Ένωσης την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (η μελέτη του συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο «Η παγκόσμια ιστορία των σπορ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου»), υπήρχε πάντα μια αισθητή διαφορά ανάμεσα στους Γεωργιανούς ποδοσφαιριστές και τους υπόλοιπους Σοβιετικούς.
Ο καθηγητής αναλύει: “Οι Γεωργιανοί ήταν οι μόνοι που πρόσφεραν μια εναλλακτική στο στυλ παιχνιδιού που κυριαρχούσε σε όλη τη Σοβιετική Ένωση. Η τεχνική τους και ο μύθος που τους περιέβαλλε προέκυψαν από τη συνάντηση ενός συγκεντρωτικού σοβιετικού κράτους και της διεκδικητικής γεωργιανής δημοκρατίας. Το επιδεικτικό παιχνίδι τους έμοιαζε περισσότερο με αυτό των Νοτιοαμερικάνων και διέφερε από το συντηρητικό στυλ που προτιμούσαν οι υπόλοιποι Σοβιετικοί. Ήταν συναίσθημα εναντίον της λογικής, ντρίπλα εναντίον της σκληρής άμυνας, καλλιτεχνικός αυτοσχεδιασμός εναντίον της δύναμης και της πειθαρχίας.”
O Κχβίτσα Κβαρατσχέλια γεννήθηκε το 2001 στην Τιφλίδα και εκτός από την ποδοσφαιρική κληρονομιά της πατρίδας του μεγάλωσε σε μια οικογένεια στην οποία το ποδόσφαιρο είναι κάτι παραπάνω από ένα αγαπημένο θέμα συζήτησης στο σαλόνι. Τα δυο αδέρφια του παίζουν κι αυτά μπάλα ενώ ο πατέρας του ήταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής που έπαιξε σε διάφορες ομάδες της Γεωργίας και στο τέλος της καριέρας του έκανε κι ένα πέρασμα από το Αζερμπαιτζάν. Ο Κβαρατσχέλια ο πρεσβύτερος έπαιζε στην επίθεση και είχε τη φήμη του τίμιου σκόρερ που έκανε τη δουλειά του ικανοποιητικά χωρίς φρου-φρου και αρώματα. Ο γιος από την άλλη φαίνεται, για την ώρα, να απολαμβάνει το κατιτίς παραπάνω στο παιχνίδι του, συνεχίζοντας την τοπική παράδοση που αναφέραμε και στον πρόλογο.
Τα τελευταία τρία χρόνια ο Κβαρατσχέλια, ή “Κβάρα” για συντομία, είναι ένα από τα πιο καυτά ονόματα στην ανατολική Ευρώπη, χάρη κυρίως στα κατορθώματα του στο πρωτάθλημα της Ρωσίας. Ο Γεωργιανός εξτρέμ μετακόμισε στη Μόσχα για χάρη της Λοκομοτίβ το 2019, σε ηλικία 18 ετών, και μέσα σε λίγους μήνες κατάφερε να κερδίσει την προσοχή όλων. Έξι μόλις μήνες αργότερα η Ρουμπίν Καζάν τον έκανε δικό της, αναγκάζοντας τον προπονητή της Λοκομοτίβ να ομολογήσει ότι έβαλε τα κλάματα όταν έμαθε για τη μεταγραφή, καθώς στήριζε πάρα πολλά στον ανερχόμενο αστέρα του, που αγώνα με τον αγώνα γινόταν καλύτερος.
https://youtu.be/6OiDstESoDg
Στα τρία χρόνια που έμεινε στη Ρούμπιν σάρωσε τα ατομικά βραβεία εντός συλλόγου αλλά και στο πρωτάθλημα, καθιερώθηκε στην εθνική Γεωργίας και έφτιαξε έναν ιδιαίτερο μύθο γύρω από το όνομα του. Σε μια εποχή που σχεδόν όλοι στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο απαιτούν απλότητα, πειθαρχία και ελαχιστοποίηση του ρίσκου, που η πιο συνηθισμένη εικόνα όταν ένας παίκτης κλείνεται καλά στα άκρα της επίθεσης είναι να κάνει μεταβολή και να γυρίσει τη μπάλα πίσω για να ξεκινήσει μια νέα οργανωμένη προσπάθεια, ο “Κβάρα” ζει για το ένας-εναντίον-ενός με τον αντίπαλο αμυντικό. Εκμεταλλευόμενος την πολύ καλή τεχνική του, την ελαστικότητα, την ταχύτητα και το ξεπέταγμα του, ο νεαρός της Ρούμπιν έπαιρνε τη μπάλα στην αριστερή πλευρά της επίθεσης και προσπαθούσε τις περισσότερες φορές να τρυπώσει στην περιοχή ντριπλάροντας τον αντίπαλο του (ή τους αντιπάλους του, γιατί συνήθως ήταν παραπάνω από ένας).
Τα στατιστικά του από το πέρασμα του από το ρωσικό πρωτάθλημα είναι αρκούντως ενδεικτικά. Αν και κάθε εταιρεία μετράει με διαφορετικό τρόπο τις ντρίπλες, ανάλογα πάντα με το τι θεωρεί η κάθε μια ντρίπλα, τα νούμερα του “Κβάρα” είναι σε όλες σχεδόν απλησίαστα. Το φθινόπωρο του 2020 ο 19χρονος δοκίμαζε στη Ρωσία 19 ντρίπλες ανά παιχνίδι (!), με τις επιτυχημένες να πλησιάζουν τις 10, ένα τρομερό νούμερο σε σύγκριση με αυτά των μεγάλων πρωταθλημάτων, όπου συνήθως οι κορυφαίοι δεν ξεπερνάνε εύκολα τις 5-6. Αν και η σύγκριση είναι σχεδόν καφενειακή, αφού μιλάμε για τεράστια διαφορά επιπέδου των πρωταθλημάτων, τα νούμερα επιβεβαιώνουν ότι μιλάμε για έναν παίκτη που έχει το θράσος αλλά και την ικανότητα να δοκιμάζει συνεχώς να κάνει το κάτι παραπάνω μόνος του. Κι αυτό επιβεβαιώνεται και από τις εμφανίσεις του εκτός Ρωσίας.
Γκράφιτι κάπου στη Γεωργία
Η απόδοση του στον αγώνα της εθνικής Γεωργίας με την Ισπανία πέρσι τον Μάρτιο προκάλεσε τα σχόλια αρκετών δημοσιογράφων από τη δυτική Ευρώπη που ουσιαστικά τον παρατηρούσαν για πρώτη φορά ενώ οι εμφανίσεις του στα ευρωπαικά παιχνίδια της Ρούμπιν έδειχναν και στους εκτός Ρωσίας φιλάθλους τι μπορεί να κάνει το “μεγαλύτερο ταλέντο που έχει βγάλει η Γεωργία τα τελευταία χρόνια”, σύμφωνα πάντα με τους ίδιους τους Γεωργιανούς. Αν και η συγκομιδή του στα γκολ ήταν μικρή, μιας και τα τελειώματα του ήταν ακόμα αδούλευτα, τα οφέλη από τις ατομικές του ενέργειες για τη Ρούμπιν ήταν μεγάλα, αφού εκτός από τις 18 ασίστ του, ήταν πρώτος σε κερδισμένα πέναλτι αλλά και σε κερδισμένες κάρτες αντιπάλων.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία στην αρχή της άνοιξης και η σχετική οδηγία της ΦΙΦΑ που έδινε το ελεύθερο στους παίκτες να τερματίσουν τα συμβόλαια τους, επέτρεψε στον “Κβάρα” να γυρίσει στην πατρίδα του για μερικούς μήνες. Η Ντιναμό Μπατούμι εκμεταλλεύτηκε τις συγκυρίες και τον έκανε δικό της κι αυτός πέρασε μερικούς μήνες κάνοντας πλάκα στο εγχώριο πρωτάθλημα, με 8 γκολ και 2 ασίστ σε 11 ματς, που του χάρισαν το βραβείο του καλύτερου παίκτη για τον δεύτερο γύρο και αύξησαν κατά 30% την προσέλευση θεατών στο γήπεδο της ομάδας! Η Νάπολι δεν έχασε τη μεγάλη ευκαιρία, προσέγγισε τον παίκτη στο τέλος της άνοιξης και τον έπεισε πως το ιδανικό επόμενο βήμα γι’αυτόν είναι να δοκιμαστεί στη Σέριε Α, εκεί που πιθανόν να έπαιζε από πέρσι αν ο Φάμπιο Παρατιτσι δεν άφηνε μέσα στο καλοκαίρι τη Γιουβέντους για χάρη της Τότεναμ, αφού ο Ιταλός τεχνικός διευθυντής τον ήθελε στο Τορίνο.
Το έργο του στον ιταλικό νότο πάντως μόνο εύκολο δεν θα είναι. Η Νάπολι έχασε κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα της αυτό το καλοκαίρι και ο “Κβάρα” καλείται ουσιαστικά να αντικαταστήσει τον Λορέντζο Ινσίνιε. Η μετάβαση από έναν θρύλο του συλλόγου σε έναν άγνωστο Γεωργιανό με δύσκολο όνομα (σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες μεταγραφικές κινήσεις σε μια μεταγραφική περίοδο που ο κόσμος ήταν σχεδόν στα μαχαίρια με τη διοίκηση) προφανώς και δεν ενθουσίασε κανέναν σε μια πόλη που ζει για τη μπάλα αλλά τα πρώτα δείγματα του νέου αριστερού εξτρέμ στο Καμπιονάτο ήταν τόσο εντυπωσιακά που, με μια γνήσια μεσογειακή υπερβολή, έχει αποκτήσει ήδη νέο παρατσούκλι: Κβαραντόνα!
Ο Γεωργιανός έκανε το καλύτερο ξεκίνημα που έχει κάνει ποτέ νέος παίκτης στη Νάπολι, με 3 γκολ και 1 ασίστ σε δυο παιχνίδια, και επιβεβαίωσε τη φήμη που είχε τα προηγούμενα χρόνια και που τον είχε τοποθετήσει το 2018 και στη λίστα των “60 καλύτερων νέων ποδοσφαιριστών του κόσμου” της Γκάρντιαν. Σύμφωνα με τον Σπαλέτι αυτό ήταν ένα μικρό δείγμα των δυνατοτήτων του παίκτη, που όταν καταφέρει να διώξει από πάνω του την πίεση που έχει λόγω της μεταγραφής θα μπορεί να προσφέρει ακόμα περισσότερα.
Ο Κβαρατσχέλια των πρώτων αγώνων στην Ιταλία μοιάζει σαν μια λιγότερο φαντεζί αλλά πιο ώριμη έκδοση του Κβαρατσχέλια της Ρωσίας, κάτι που η Νάπολι έχει εκμεταλλευθεί για να κάνει ένα πολύ καλό ξεκίνημα. Οι ατομικές πρωτοβουλίες συνεχίζονται αλλά οι υπερβολικές ντρίπλες με “το κεφάλι κάτω” έχουν κοπεί σε μεγάλο βαθμό (οι περισσότερες είναι αποτυχημένες αφού οι αντίπαλοι φαίνεται να είναι καλά διαβασμένοι) ενώ και τα τελειώματα του, που ήταν ένα από τα αδύνατα σημεία του, έχουν βελτιωθεί αισθητά. Το μεγάλο στοίχημα γι’αυτόν είναι η σταθερότητα και το πόσο εύκολα θα διατηρήσει την ικανότητα του στις διεισδύσεις σε ένα πρωτάθλημα πολύ πιο δύσκολο από το ρωσικό. Αν τα καταφέρει τότε το πιθανότερο είναι σε λίγα χρόνια να μιλήσουμε ξανά γι’αυτόν, αφού ο κόσμος διψάει για παίκτες που ξεφεύγουν κάποιες φορές από την οργανωμένη πειθαρχία του σύγχρονου ποδοσφαίρου, κάνοντας του κεφαλιού τους. Όπως αποκάλυψε και ο ίδιος σε μια από τις πρώτες συνεντεύξεις του στην Ιταλία: “Στο τελευταίο παιχνίδι που έπαιξα με την εθνική στη Γεωργία, πολλοί φίλαθλοι στις κερκίδες άλλαξαν θέση στο ημίχρονο και πήγαν στην άλλη πλευρά για να συνεχίσουν να με βλέπουν από κοντά. Ήταν υπέροχο.”