“Τζεφ, φαίνεσαι πολύ χλωμός. Είσαι καλά;”
Το παιχνίδι της Πόρτσμουθ με τη Μπέρμιγχαμ Σίτι έχει μόλις τελειώσει και ο Τζεφ Χολ συμμετέχει σε ένα πηγαδάκι με συμπαίκτες και δημοσιογράφους έξω από τα αποδυτήρια των φιλοξενούμενων. Όπως παρατηρούν όλοι όσοι συζητάνε μαζί του, μοιάζει εξαντλημένος, στα όρια της κατάρρευσης. Για κάποιον που έχει μόλις παίξει 90 λεπτά, καλύπτοντας όλη τη δεξιά πλευρά της ομάδας του, αυτό δεν είναι κάτι παράλογο, αλλά για τον συγκεκριμένο ποδοσφαιριστή αυτή η εικόνα είναι κάπως ασυνήθιστη.
Ο Χολ είναι 29 χρονών και αν για κάτι φημίζεται είναι η αθλητικότητα του. Αυτός ο συνδυασμός εργατικότητας, αντοχών και σταθερότητας είναι άλλωστε που τον έχει καθιερώσει τα τελευταία 6 χρόνια ως τον βασικό δεξιό μπακ στην Μπέρμιγχαμ Σίτι, στην καλύτερη περίοδο στην ιστορία της ομάδας, και του έχει ανοίξει το δρόμο για την εθνική Αγγλίας, με την οποία μετράει 17 συμμετοχές (ανάμεσα τους μια 4αρα στη Βραζιλία στο Γουέμπλει και μια 3αρα στη Δ. Γερμανία μέσα στο Βερολίνο). Ένας κλασικός “τίμιος δεξιός οπισθοφύλακας” που είχε όμως και την ικανότητα να προωθείται με σωστό τρόπο, καθώς στα πρώτα χρόνια της καριέρας του αγωνιζόταν ως δεξιός χαφ.
Εκείνο το απόγευμα όμως οι αντοχές του φαίνεται να έχουν πάει περίπατο. Το προηγούμενο βράδυ είχε αναφέρει στον γιατρό της ομάδας πως έχει δυσκολία στην κατάποση. Ο γιατρός του είπε ότι μάλλον είναι κρυολόγημα. Ο Χολ υπερνικάει τα όποια συμπτώματα του υποτιθέμενου κρυολογήματος και κάνει μια ακόμα καλή εμφάνιση στον αγώνα με την Πόρτσμουθ, τον 227ο που παίζει στο αγγλικό πρωτάθλημα. Μετά το ματς όμως νιώθει τόσο κουρασμένος που ζητάει από τους δημοσιογράφους να τον πάρουν μαζί τους στο αμάξι τους στην επιστροφή για το Μπέρμιγχαμ, για να φτάσει στο σπίτι όσο το δυνατόν νωρίτερα.
Ο ύπνος και το ζεστό τσάι βοηθάνε και το επόμενο πρωί πηγαίνει να δει έναν αγώνα της ομάδας νέων, όπως είχε προγραμματίσει μέρες πριν. Όσοι τον συναντάνε δεν παρατηρούν τίποτα διαφορετικό. Όταν ο αγώνας των μικρών τελειώνει, δίνει ραντεβού με τους συμπαίκτες του για την προπόνηση της επόμενης μέρας και επιστρέφει στο σπίτι. Αυτή είναι η τελευταία φορά που θα τον δούνε ζωντανό. Είναι 23 Μαρτίου 1959 όταν ο Τζεφ Χολ μπαίνει εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Η διάγνωση αποτελείται από μια μόνο λέξη: “Πολιομυελίτιδα”
Ο Χολ (3ος από δεξιά) σε αγώνα με την εθνική Αγγλίας
Η πολιομυελίτιδα είναι μια ιογενής νόσος η οποία επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα και μπορεί να οδηγήσει σε μερική ή ολική παράλυση και σε κάποιες περιπτώσεις και σε θάνατο. Αν και θεωρείται μια παιδική ασθένεια, καθώς προσβάλλει κατά κύριο λόγο βρέφη και παιδιά, ένα ποσοστό των θανάτων που έχουν καταγραφεί εξαιτίας της είναι ενήλικες μέχρι 30 ετών. Κανείς δεν γνωρίζει πότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά αλλά το πιθανότερο είναι πως υπάρχει από τους προϊστορικούς χρόνους. Η πρώτη επίσημη αναφορά τοποθετείται κάπου στα τέλη του 18ου αιώνα ενώ οι πιο γνωστές επιδημίες παραλυτικής πολιομυελίτιδας έκαναν την εμφάνιση τους στην Ευρώπη και την Αμερική στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα.
Ειδικότερα τη δεκαετία του 50 η πολιομυελίτιδα ήταν ένα από τους μεγαλύτερους φόβους των περισσότερων γονιών. Μόνο στις ΗΠΑ η ασθένεια σκότωνε ή άφηνε παράλυτα περισσότερα από 50.000 παιδιά κάθε χρόνο ενώ παγκοσμίως τα κρούσματα ξεπερνούσαν τα 600.000. Έπρεπε να φτάσουμε στο 1955 για να αποκτήσει επιτέλους η ανθρωπότητα ένα όπλο απέναντι στη συγκεκριμένη νόσο. Εκείνη τη χρονιά ο Αμερικάνος επιστήμονας Τζόνας Σολκ ανακοίνωσε πως είχε καταφέρει να φτιάξει ένα αποτελεσματικό εμβόλιο που θα βοηθούσε στην καταπολέμηση της αρρώστιας. Στις δοκιμές που ακολούθησαν συμμετείχαν περισσότερα από 1 εκατομμύρια παιδιά, σε ένα πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της εποχής επιστημονικό πείραμα. Το εμβόλιο κρίθηκε ασφαλές και ένα χρόνο μετά έφτασε και στην Αγγλία, που επίσης υπέφερε αρκετά από την ασθένεια, μετρώντας πάνω από 6.000 σοβαρά κρούσματα μόνο το 1956.
Το πρόγραμμα εμβολιασμού που ακολούθησε η βρετανική κυβέρνηση όμως αποδείχτηκε αρκετά ελαττωματικό. Από τη μια η καχυποψία και ο φόβος πολλών πολιτών, που δεν ήθελαν να ρισκάρουν να εμβολιάσουν τα παιδιά τους, ειδικά μετά από τις πληροφορίες που κατέφτασαν τους πρώτους μήνες από τις ΗΠΑ και μιλούσαν για κάποιες περιπτώσεις ελαττωματικών εμβολίων, και από την άλλη η ανοργανωσιά και η πολύπλοκη γραφειοκρατία του συστήματος υγείας, που δυσκολευόταν να υπολογίσει και να παραγγείλει τον κατάλληλο αριθμό εμβολίων, είχαν ως αποτέλεσμα μέχρι και τις αρχές του 1959 το μεγαλύτερο μέρος των παιδιών και των νέων της Μεγάλης Βρετανίας, που είχαν προτεραιότητα, να μην έχει κάνει το εμβόλιο. Υπολογίζεται πως ως τότε μόλις το 50% των παιδιών είχε εμβολιαστεί ενώ τα ποσοστά στους νέους μεταξύ 18-26, που επίσης αντιμετώπιζαν κίνδυνο να νοσήσουν άσχημα, ήταν ακόμα χειρότερα και σε κάποιες περιπτώσεις δεν ξεπερνούσαν καν το 1%! Για να λύσει αυτό το πρόβλημα, το υπουργείο υγείας ετοιμαζόταν να ξεκινήσει μια ακόμα εθνική καμπάνια ενημέρωσης. Η ιδέα τελικά δεν χρειάστηκε να γίνει πράξη εξαιτίας ενός απρόσμενου γεγονότος σε ένα νοσοκομείο του Μπέρμιγχαμ.
Μέσα σε ένα 24ωρο από την εισαγωγή του στο νοσοκομείο η κατάσταση του Τζεφ Χολ είχε χειροτερέψει τόσο που η αναπνοή του γινόταν με μηχανική υποστήριξη. Μερικές μέρες αργότερα ένα μέρος του σώματος του είχε παραλύσει ενώ και η ομιλία του είχε επηρεαστεί πολύ. Δεκαέξι μόλις μέρες μετά, οι εφημερίδες που όλο αυτό το διάστημα κάλυπταν με απεσταλμένο έξω από το νοσοκομείο κάθε μέρα το θέμα, ενημερώνοντας όλη τη χώρα για την πορεία της υγείας του, ανακοίνωσαν τα δυσάρεστα: Σε ηλικία 29 ετών ο διεθνής αμυντικός Τζεφ Χολ έφυγε από τη ζωή χτυπημένος από την πολιομυελίτιδα.
Το σοκ σε όλη τη χώρα ήταν μεγάλο. Ο Χολ δεν ήταν απλά ένας διάσημος που γνώριζαν σχεδόν όλοι. Ήταν ένας νέος, πολύ αθλητικός και χωρίς κανένα άλλο πρόβλημα υγείας, άνθρωπος που έφυγε τόσο ξαφνικά και με τόσο άσχημο τρόπο. Το μήνυμα που περνούσε αυτή η τραγωδία σε όλους τους νέους δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Και όπως αποδείχτηκε, δεν αγνοήθηκε. Αυτό που δεν κατάφεραν να κάνουν οι προηγούμενες καμπάνιες ενημέρωσης της κυβέρνησης και όλα τα σχετικά αφιερώματα των εφημερίδων τα προηγούμενα χρόνια, το έκανε ένας ποδοσφαιριστής, δυστυχώς, με τον θάνατο του.
Από την επόμενη κιόλας μέρα, τα τηλέφωνα στα εμβολιαστικά κέντρα άρχισαν να χτυπάνε ασταμάτητα. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι γιατροί της πρωινής βάρδιας είδαν έκπληκτοι μια ουρά ανθρώπων να τους περιμένει έξω από την είσοδο της κλινικής. Γονείς με τα παιδιά τους στο χέρι αλλά και πολλοί νέοι άνθρωποι, ανάμεσα τους και δεκάδες ποδοσφαιριστές κοντά στην ηλικία του Χολ, έσπευσαν άμεσα να εμβολιαστούν.
Οι ουρές έγιναν ακόμα πιο μεγάλες λίγες μέρες μετά, όταν η γυναίκα του Χολ αποφάσισε να βγει στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο και να μιλήσει για το χαμό του άντρα της. Το μήνυμα της υπέρ του εμβολιασμού κυκλοφόρησε σε όλη την Αγγλία. “Δεν ήθελα ο θάνατος του Τζεφ να αποδειχτεί τελικά μάταιος και σίγουρα δεν ήθελα κανένας άλλος να περάσει από την ίδια δοκιμασία που περάσαμε εμείς.” Η Ντον Χολ αφιέρωσε τα επόμενα χρόνια της προσπαθώντας να ευαισθητοποιήσει όλο και περισσότερο κόσμο πάνω στο θέμα του εμβολιασμού για την πολιομυελίτιδα και για την προσφορά της αυτή βραβεύτηκε μετά θάνατον με το Μετάλλιο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Μέσα στους επόμενους μήνες όλα τα διαθέσιμα εμβόλια εξαντλήθηκαν και καθώς οι ουρές δεν έλεγαν να τελειώσουν, το υπουργείο υγείας έκανε μια νέα, μεγαλύτερη παραγγελία από τις ΗΠΑ. Τα αποτελέσματα όλης αυτής της ενεργοποίησης δεν άργησαν να φανούν. Το 1960 τα σοβαρά κρούσματα πολιομυελίτιδας στη χώρα είχαν πέσει σε τριψήφιο νούμερο. Το 1963, και ενώ ενδιάμεσα το εμβόλιο του Σολκ αντικαταστάθηκε από ένα εμβόλιο που χορηγείται από το στόμα, το νούμερο έγινε διψήφιο. Στη συνέχεια το εμβόλιο έγινε μέρος του προγράμματος εμβολιασμού που ακολουθεί κάθε παιδί και από το 1984 και μετά η Αγγλία δεν έχει καταγράψει ούτε ένα περιστατικό πολιομυελίτιδας.
Στη μνήμη του Τζεφ Χολ η Μπέρμιγχαμ έστησε ένα ρολόι και έναν πίνακα αποτελεσμάτων στο γήπεδο της ενώ αρκετά χρόνια αργότερα ο δήμος τοποθέτησε μια τιμητική μπλε πινακίδα στο μέρος που βρισκόταν το σπίτι του. Έξι δεκαετίες μετά το θάνατο του, το όνομα του μνημονεύεται ακόμα στα αφιερώματα για το πως η Αγγλία κατάφερε να βγει νικήτρια από τη μάχη με την πολιομυελίτιδα. Όπως δήλωσε και η αδερφή του Τζοάν σε μια συνέντευξη της σε μια εφημερίδα του Μπέρμιγχαμ πριν λίγα χρόνια: “Νομίζω ότι ο Τζεφ θα ήταν χαρούμενος που ο θάνατος του τελικά δεν ήταν ανώφελος. Χάρη σ’αυτόν βοηθήθηκε τόσος κόσμος και σώθηκαν πάρα πολλές ζωές.”