Είναι πολύ αργά για τον Φλοριάν Τοβάν;

΄Ολοι γνωρίζουμε μια τέτοια περίπτωση. Ένα παιδί που ξεκίνησε τη σχολική του καριέρα με τον ιδανικότερο τρόπο, αλλά η συνέχεια διέψευσε όλες ή τις περισσότερες ελπίδες που είχαν επενδυθεί στο μέλλον του. Όταν τα πράγματα έγιναν λίγο δυσκολότερα ή όταν άλλες, πιο ενδιαφέρουσες ασχολίες άρχισαν να ξεμυαλίζουν το νεαρό αστέρι, οι βαθμοί πήραν την κατηφόρα και φτάσαμε στο: “Η Νεφέλη είναι πάρα πολύ έξυπνη, μόνο που δε διαβάζει…”, “τον Φοίβο δεν τον ενδιαφέρει το σχολείο, θέλει να κάνει κάτι δημιουργικό, θα γίνει ινσταγκράμερ” κλπ. Και, βέβαια, ο Φοίβος και η Νεφέλη μπορούν να γίνουν και πετυχημένοι κι ευτυχισμένοι κι ας μην τα πάνε καλά στο σχολείο, απλώς η εικόνα του κάποτε καλού μαθητή μπορεί καμιά φορά να τους στοιχειώσει τη ζωή.

Ο Φλοριάν Τοβάν, παρατσούκλι “ΦλοΤόβ”, προς το παρόν παίκτης της Μαρσέιγ και μελλοντικός της Τίγκρες του Μοντερέι στο Μεξικό, θυμίζει καλό μαθητή, με την καλοχτενισμένη φράντζα του, το αγγελικό του πρόσωπο, το άσπρο γιακαδάκι και την μπλε μπλούζα με το εθνόσημο στο στήθος. Κι ας είναι πια 28 χρονών, κι ας έχει κοντά δυο χρόνια να βάλει την εμφάνιση με το εθνόσημο (και δεν πρόκειται να την βάλει ούτε φέτος το καλοκαίρι). Κι ας πλακώνεται συχνά με τους συμμαθητές συμπαίκτες του: τον φίλο του Μοργκάν Σανσόν, με τον Ιμπουλά, με τον Αλβάρο Γκονζάλες τον περασμένο Απρίλιο,  με τον Ντιμιτρί Παγιέτ αμέτρητες φορές: για το ύψος του συμβολαίου του ενός, τον ατομισμό του άλλου, για το ποιος θα χτυπάει τα πέναλτι ή θα φοράει το περιβραχιόνιο, εν ολίγοις για το ποιος θα είναι ο αγαπημένος της δασκάλας και των οπαδών.

Ίσως όλα αυτά γίνονται γιατί ο Τοβάν αγαπάει τη Μαρσέιγ, και ζει ως αποτυχία τη φετινή μέτρια σεζόν της και τις δικές του, εξίσου μέτριες επιδόσεις.  Η αγάπη αυτή μοιάζει αυθεντική κι ας λένε οι κακές γλώσσες ότι μικρός ήταν Παρί Σεν Ζερμέν. Ο ίδιος λέει ότι απλώς θαύμαζε τον Ροναλντίνιο. Κάποτε, λέγεται, ονειρεύτηκε να γίνει ο “Μαρσεγέζος Τότι”, όπως του είχε υποσχεθεί ο παλιός πρόεδρος της ομάδας, Βενσάν Λαμπρύν -υπενθυμίζουμε πως, αντίθετα με τον ρωμαίο Τότι, ο μαρσεγέζος έχει παίξει στη Γκρενόμπλ και στην Μπαστιά κι έχει ήδη φύγει μια φορά για τη Νιούκαστλ. Χωρίς να υπολογίσουμε τη Λιλ…

Γυρίζουμε εννιά χρόνια πίσω, στη σεζόν 2012-13. Ο Τοβάν έχει ξεπεράσει τον πολύ σοβαρό τραυματισμό στην πλάτη που είχε στα 15 του και είναι κάτι σαν τον καλύτερο μαθητή της τάξης, ίσως και του σχολείου. Είναι 19 χρονών. Βοήθησε την Μπαστιά να βγει πρωταθλήτρια στη δεύτερη κατηγορία και να ανέβει στην Λιγκ 1, όπου και ξεκινάει βασικός και ορεξάτος. Βάζει δυο γκολ στην Μπορντό και γίνεται ο νεότερος παίκτης στα πέντε μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα που το καταφέρνει εκείνη την σεζόν. Μέχρι το τέλος της θα το επαναλάβει ακόμη τρεις φορές, τη μία απέναντι στη μεγάλη και τρανή Λιόν, που θα διαλυθεί 4-1. Θα βάλει ένα ωραιότατο γκολ και στη Μαρσέιγ απέναντι στον ανίκητο τότε Στεβ Μανταντά:

Στο τέλος της χρονιάς θα κερδίσει το βραβείο του πιο ελπιδοφόρου παίκτη του πρωταθλήματος με αντίπαλο τον Μάρκο Βεράτι. Το καλοκαίρι θα στεφθεί παγκόσμιος πρωταθλητής κάτω των 20, σκοράροντας δυο γκολ στον ημιτελικό  με την Γκάνα. Όλα χαμογελούν στο παιδί-θαύμα και στην ομάδα που τον αγόρασε τον Γενάρη του 2013 και τον άφησε να ψηθεί στην Κορσική ένα ακόμη εξάμηνο, δηλαδή τη Λιλ. Θα ψηθεί μάλιστα πολύ καλά καθώς θα αποβληθεί στο αξέχαστο κορσικανικό ντέρμπι με την Αζαξιό (φοβερό ξύλο και πέντε αποβολές). Ο τότε πρόεδρος της Λιλ, ο κινηματογραφικός παραγωγός Μισέλ Σεϊντού, γεμάτος κατανόηση, του δίνει και μερικές εβδομάδες έξτρα ξεκούραση ώστε να συνέλθει από το εξουθενωτικό του καλοκαίρι.

Το πρόβλημα είναι ότι ο Φλοριάν μετάνιωσε. Θέλει να πάει στη Μαρσέιγ. Κάνει μια μόνο προπόνηση στη Λιλ, ενημερώνει τον προπονητή ότι ετοιμάζεται να παίξει Τσάμπιονς Λιγκ με την ομάδα της καρδιάς του και μετά εξαφανίζεται. Διαμηνύει μέσω του κάτι-σαν- μάνατζέρ-του (θα επανέλθουμε) ότι έχει παράπονα και απειλεί να κρατήσει την αναπνοή του να παρατήσει το ποδόσφαιρο αν δεν τον αφήσουν να φύγει: “Αν είναι έτσι, δε μένει παρά να μου φορέσετε κολάρο και να με μαστιγώσετε!”. Ποια είναι τα παράπονά του; Πρώτον, τα άλλα παιδάκια στην Εθνική τον κοροϊδεύουν επειδή είναι μικρός ο μισθός του -45.000 τον μήνα. Δεύτερον, η Λιλ δεν βγήκε Ευρώπη κι άλλαξε και προπονητή καθώς ο Ρούντι Γκαρσία έφυγε για τη Ρόμα. Τρίτον, είναι Μαρσέιγ από παιδί. Αλλά αυτά τα είπαμε ήδη. Στη Λιλ τον παρακαλούν, τον καλοπιάνουν, του αυξάνουν τον μισθό, τον απειλούν και κάποια στιγμή το παίρνουν απόφαση. “Φέρε μας πρόταση με διψήφιο αριθμό εκατομμυρίων”.  Η πρόταση, αγνώστου ύψους αλλά γύρω στα 15 εκ., φτάνει την τελευταία μέρα των μεταγραφών. Ο Τοβάν τα κατάφερε! Δόξα και τιμή στον “μάνατζέρ” του, τον Αντίλ Αμαζούγκ. Ή και όχι.

Ο “θείος Αντίλ”, ο άνθρωπος που ο  Φλοριάν  θεωρεί δεύτερο πατέρα (υπόψιν: ο Αντίλ είναι τότε 29 ετών) δεν είναι ακριβώς μάνατζερ. Είναι χασάπης στο Παρίσι. Ο ΦλοΤόβ τον γνώρισε παιδί, σε μια προπόνηση, όταν ζούσε εσωτερικός, μακριά από την οικογένειά του, σε ένα προπονητικό κέντρο στο Σατορού. Ο Αντίλ τον συμπάθησε και τον πήρε υπό την προστασία του. Λίγα χρόνια αργότερα, ο πρστατευόμενος θα μηνύσει τον “θείο”, καθώς, όπως ισχυρίζεται ο παίκτης, τον εκμεταλλεύτηκε και του έφαγε λεφτά, κι από τη μεταγραφή στη Μαρσέιγ…

Το μοιραίο καλοκαίρι του 2013 θα ακολουθεί τον νεαρό πολύ καιρό. Γίνεται, βέβαια, μισητός στη Λιλ αλλά και ιδιαίτερα αντιπαθής στην υπόλοιπη, πλην Μασσαλίας, Γαλλία. Οι άνθρωποι δεν πείθονται ότι εξέπεσε από αγάπη για τη Μασσαλία, αλλά μάλλον για το καλύτερο συμβόλαιο, και, ως γνωστόν, δεν συγχωρούν. Τον σφυρίζουν και τον προγκάρουν σε κάθε λάθος που κάνει, σε όλα τα γήπεδα, ακόμη και της Μπαστιά, της ομάδας όπου διέπρεψε. Ο ίδιος δε βοηθάει καθόλου δίνοντας συνεντεύξεις, οι οποίες είναι κάπως υπερφίαλες: “Έχω δύσκολα γούστα στις γυναίκες” -σύντομα θα αρχίσει να βγαίνει με μια εστεμμένη καλλονή-, “στράβωσα που η Λιλ με άφησε ένα ακόμη εξάμηνο στην Μπαστιά, είχα περισσότερες φιλοδοξίες” κλπ.  Θα ξαναγυρίσει  στη Λιλ ως αντίπαλος τον Δεκέμβρη. Βρέχει μπουκάλια και βρισιές, κι η ήττα της Μαρσέιγ πανηγυρίζεται έξαλλα ως δικαίωση του καλού στις έξι γωνίες της Γαλλίας.

Με την αξία του και τις ψήφους του κοινού κερδίζει το 2013 το έπαθλο “Μολυβένια Μπάλα” που απονέμει, την παραμονή της αντίστοιχης Χρυσής, το περιοδικό  Cahiers du Football, σε όποιον ποδοσφαιριστή σιχαίνονται περισσότερο οι Γάλλοι φίλαθλοι. Στα γήπεδα δεν διαπρέπει και τόσο, παρά κάποιες αναλαμπές, όπως το ματς με τη Νάπολι στο Σαν Πάολο, στην αρχή της σεζόν -αναλαμπή που δε χρησιμεύει ιδιαίτερα καθώς η Μαρσέιγ θα τερματίσει τα παιχνίδια στον όμιλο του Τσάμπιονς Λιγκ με έξι ήττες αλλά που κάνει κάποιους, και τον ίδιο, να ονειρεύονται ότι θα μπορούσε να κληθεί από τον Ντεσάν για το Μουντιάλ: “Είναι ο νέος Ριμπερί”…

Η συνέχεια είναι απογοητευτική. Τα σφυρίγματα και τα ειρωνικά τραγούδια αρχίζουν να ακούγονται και στο Βελοντρόμ, ενώ ούτε στα αποδυτήρια είναι ιδιαίτερα αγαπητός: ατομιστής, αλλαζονικός, τσατίλας. Τα πράγματα χειροτερεύουν παραδόξως όταν έρχεται προπονητής  ο Μπιέλσα. Ο Αργεντίνος τού έχει αδυναμία και συχνά υμνεί το ταλέντο του, γεγονός που αφενός δε στηρίζεται στις άνισες επιδόσεις του Τοβάν, αφετέρου δεν είναι πολύ του γούστου των άλλων αστεριών της ομάδας. Τη βραδιά που θα γίνει γνωστή η αποχώρηση του Μπιέλσα, θα έρθει στα χέρια ή μάλλον στα πόδια με έναν οπαδό -θα του βάλει τρικλοποδιά.

Τελικά, θα φύγει, προς γενική ανακούφιση, το καλοκαίρι του 2015 για τη Νιουκάστλ. Θα δείξει ελάχιστα πράγματα και θα γυρίσει κακήν κακώς ως δανεικός στη Μασσαλία μετά από μόλις ένα εξάμηνο. Για κάποιους, αυτή η εμπειρία και όσα ακολούθησαν -παράταση του δανεισμού, μείωση του μισθού, η Εθνική που παραμένει άπιαστο όνειρο – τον προσγείωσαν. Γίνεται πιο ομαδικός, πιο ταπεινός ίσως, σαν ένα παιδί που μεγαλώνει και καταλαβαίνει ότι δε θα γίνει ποτέ ένας από τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο, όπως προφήτεψε κάποτε ο  Μπιέλσα. Η Μαρσέιγ τον ξαναγοράζει από τη Νιουκάστλ το καλοκαίρι του 2017 κι αυτή την φορά θα είναι το σωστό καλοκαίρι. Ο ΦλοΤόβ διαπρέπει τη σεζόν που ακολουθεί -26 γκολ και 18 ασίστ.

Είναι ο μόνος που διεκδικεί, έστω με ελάχιστες ελπίδες, τον τίτλο του παίκτη της χρονιάς από την χρυσή τριπλέτα Νεϊμάρ-Καβάνι-Μμπαπέ. Παρασύρει μαζί του και την ομάδα σε μια τρελή πορεία που θα οδηγήσει αυτόν στην Εθνική και στον παγκόσμιο τίτλο -θα παίξει μόλις ένα λεπτό αλλά και πάλι…- και τη Μαρσέιγ στον τελικό του Γιουρόπα Λιγκ. Μόνη σκιά: ενώ ακούγεται ότι τον θέλουν διάφορες ομάδες, μεταξύ των οποίων η Μπάγερν, η πολύ μέτρια εμφάνισή του στον τελικό και οι μεγάλες του απαιτήσεις απομακρύνουν την προοπτική μεταγραφής που θα τον ανεβάσει σκαλί.

Κι αυτό το σκαλί, παρά τις υποσχέσεις της σεζόν εκείνης, δεν θα το ανέβει μάλλον ποτέ. Ένας σοβαρός τραυματισμός το 2019, που τον άφησε έξι μήνες εκτός γηπέδων πριν τη διακοπή του πρωταθλήματος, και η φετινή χρονιά με το θλιβερό ρεκόρ της  (13 συνεχόμενες ήττες  για τη Μαρσέιγ στο Τσάμπιονς Λιγκ) σημαίνουν το άδοξο τέλος της θυελλώδους του σχέσης με την πόλη του γαλλικού νότου. Λίγοι θυμούνται ίσως ότι είναι μέχρι τώρα ο πολυτιμότερος παίκτης της Μαρσέιγ τον 21ο αιώνα -86 γκολ, 61 ασίστ- ή τη χαρά που έδωσε στους ταλαιπωρημένους οπαδούς της με κάποιες μαγικές ενέργειες. Μένει κυρίως η πίκρα ότι φεύγει με τη λήξη του συμβολαίου του, καθώς, παρά την αγάπη, αρνήθηκε να υπογράψει νέο, κι ότι στο τελευταίο ματς της ομάδας, που θέλει ισοπαλία με τη Μετς για να βγει σίγουρα στο Γιουρόπα Λιγκ, θα απουσιάζει καθώς είναι τιμωρημένος. Έπαιξε το τελευταίο του ματς την προηγούμενη Κυριακή, μπροστά σε άδειες κερκίδες κι αποχαιρέτησε τους συμπαίκτες του λέγοντας, εν ολίγοις, ότι φεύγει για να βρει ξανά το παιδικό του πάθος για την μπάλα σε μια χώρα που ξεχειλίζει από πάθος. Ορισμένοι λένε ότι απλώς η Τίγκρες έκανε την καλύτερη πρόταση. Υποτιμούν την επιθυμία ενός πρώην άριστου μαθητή να κάνει μια νέα αρχή και να ξαναπαίξει με τον παλιό του συμμαθητή Αντρέ-Πιέρ Ζινιάκ.