Γιοάν Γκουρκύφ Ρεν Stoiximan

Η Σάλμα Χάγεκ, μια καταραμένη ομάδα κι ένας εύθραυστος καλλιτέχνης της μπάλας

Αν Γαλλία είναι ένα εξάγωνο, η Βρετάνη είναι η η πάνω αριστερή γωνία της. Γνωστή στους αναγνώστες του Αστερίξ ως Αρμορική –εκεί βρίσκεται το χωριό των ανυπόταχτων Γαλατών που απέμειναν να αντιστέκονται στους Ρωμαίους– είναι μια περιοχή που αγαπάει τη μουσική, το αλκοόλ και την μπάλα. Αν η πιο σπουδαία ομάδα της, η μεγάλη Ναντ (τρίτη σε τίτλους στη Γαλλία), βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στις τελευταίες θέσεις της βαθμολογίας παρέα με την συμπατριώτσσά της Λοριάν, οι άλλες δυο ομάδες της Βρετάνης συγκρούονται σήμερα σε ένα από τα πιο φανατισμένα και με πλούσιο παρελθόν τοπικά ντέρμπι. Η «Εμπρός Γκενγκάν» κόντρα στη Ρεν. Το χωριό του Αστερίξ (το Γκενγκάν έχει 7.000 κατοίκους, λιγότερους από τα διαρκείας που πουλάει συνήθως η ομάδα) κόντρα στη μεγαλούπολη, ο φτωχοί κόντρα στους πλούσιους, οι τυχεροί κόντρα στους γκαντέμηδες.

Χρειάζεται μεγάλο ψυχικό σθένος για να είσαι οπαδός της Ρεν. Η πρόσφατη ιστορία της ομάδας είναι μια ατέλειωτη σειρά αποτυχιών ή, για την ακρίβεια, παρ΄ολίγον επιτυχιών.

2006: η Ρεν θέλει νίκη την τελευταία αγωνιστική με τη Λιλ ώστε να κερδίσει μια θέση στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Στο 78΄προηγείται με 2-0. Σε επτά λεπτά τρώει δυο γκολ, αντίο ζωή, αυλαία.

2007: η Ρεν κυνηγάει πάλι την τρίτη θέση. Όλα παίζονται πάλι την τελευταία αγωνιστική, πάλι κόντρα στη Λιλ. Αυτή τη φορά θα ισοφαριστεί στο τελευταίο δευτερόλεπτο και από τρίτη θα τερματίσει έβδομη. Συγκλονιστική λεπτομέρεια: η Τουλούζ, που θα κουνήσει τελικά σεντόνι, είχε κερδίσει το προηγούμενο ματς στα χαρτιά επειδή οι οπαδοί της Ναντ εισέβαλαν στο γήπεδο ουσιαστικά χωρίς λόγο κι ενώ ο αγώνας ήταν 0-0. Υπενθυμίζουμε απλώς ότι ανάμεσα στη Ναντ και τη Ρεν υπάρχει μια μακριά ιστορία αντιπαλότητας, μέσα κι έξω από το γήπεδο…

2009: η Ρεν βρίσκεται κοντά στον πρώτο της τίτλο μετά από 38 ολόκληρα χρόνια. Τελικός Κυπέλλου Γαλλίας, στο κατάμεστο από αφιονισμένους Βρετόνους Σταντ ντε Φρανς, αντίπαλος μια ομάδα που παλεύει κάπου στη μέση της δεύτερης κατηγορίας, η γειτόνισσα Γκενγκάν. Πώς να χάσεις; Χάνει ενώ προηγείται μέχρι το 70΄.

2014: η ώρα της εκδίκησης. Η Ρεν αντιμετωπίζει πάλι, και πάλι ως φαβορί, την Γκενγκάν στον τελικό του Κυπέλλου. Να πούμε τι έγινε ή το φαντάζεστε; (ναι, έχασε)

Και υπάρχουν κι άλλα: κι άλλοι χαμένοι τελικοί, αποκλεισμοί από ερασιτεχνικές ομάδες, μια πεντάρα από τον ΠΑΟΚ στους ομίλους του Γιουρόπα Λιγκ με δυο γκολ του Γιασεμή Γιασεμάκη, το δεύτερο με ανάποδο ψαλίδι. Eίπαμε, θέλει μεγάλο ψυχικό σθένος για να είσαι Ρεν. Ευτυχώς υπάρχει η Σάλμα κι ο Γιοάν.

salma-soccer-14may12-05-500x347

Τι σφυράει, ρε, το άτομο;

Η Σάλμα Χάγεκ είναι ο πιο γνωστός οπαδός της Ρεν. Από το Μεξικό μέχρι το γήπεδο της Ρεν στη Βρετάνη ο δρόμος είναι σύντομος, αρκεί να παντρευτείς έναν δισεκατομμυριούχο, κι ας μην είναι πολύ οφθαλμοφανώς παθιασμένος με την μπάλα αυτός ο δισεκατομμυριούχος –τα λέει καλύτερα η ίδια η Σάλμα.


Ο Φρανσουά Πινό, ο πεθερός της, είναι ο δεύτερος στη λίστα των πιο πλούσιων ιδιοκτητών ποδοσφαιρικών ομάδων –μόνο ο σεΐχης Μανσούρ της Σίτι τον περνάει κάτι δισεκατομμύρια. Ο Πινό αγοράζει, λοιπόν, τη Ρεν, την ομάδα της γενέτειράς του, το 1998. Ορεξάτος αποφασίζει να κάνει μεγάλες μεταγραφές. Δίνει, σε σημερινά λεφτά, πάνω από 20 εκατομμύρια ευρώ για να αγοράσει έναν Βραζιλιάνο ονόματι Σεβερίνο Λούκας –για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, ο εξίσου Βραζιλιάνος Ρονάλντο είχε κοστίσει στην Ίντερ ένα-δυο εκατομμύρια παραπάνω το 1997. Ο Σεβερίνο δεν ήταν φαινόμενο αλλά παλτό, ο Πινό απογοητεύεται και σταματάει τα έξοδα –είπαμε, οι οπαδοί της Ρεν είναι εξοικειωμένοι με την κακοτυχία. Έκτοτε η ομάδα στηρίζεται στην πολύ καλή ακαδημία της, η οποία βγάζει ασταμάτητα διαμαντάκια –πιο πρόσφατο, ο δεκαεννιάχρονος Ουσμάν Ντεμπελέ, που μετά από έναν χρόνο στην πρώτη ομάδα βρέθηκε στην Μπορούσια Ντόρτμουντ.

Αλλά το μεγαλύτερο διαμάντι της Ρεν είναι ή υπήρξε άλλος. Ο τριαντάχρονος Γιοάν Γκουρκύφ, γέννημα-θρέμμα της Βρετάνης, υπήρξε ο πιο πειστικός από τους πολλούς «νέους Ζιντάν» που εμφανίστηκαν στη Γαλλία μετά το Παγκόσμιο του ΄98, και πάντως εκείνος που κι ο ίδιος ο Ζιντάν αναγνώρισε ως πιθανό του διάδοχο. Ίδιος κλειστός χαρακτήρας, ίδια θέση, ίδια απόλαυση να τους βλέπεις. Δεκάρι με προφανή ποδοσφαιρική ευφυΐα και αγάπη για το ποδόσφαιρο, επιτελικές ικανότητες, μπάλα κολλημένη στο πόδι, κεραυνοβόλες εμπνεύσεις. Γιος του παλιού ποδοσφαιριστή, πρώην καθηγητή μαθηματικών και τωρινού προπονητή του, Κριστιάν, ξεχώρισε ως εξαιρετικό ταλέντο από πολύ μικρός. Παίζει στις μικρές ομάδες της Ρεν από τα 15. Το 2006, όταν το όνειρο για έξοδο στο Τσάμπιονς Λιγκ χάνεται στο παρά πέντε, παίρνει μεταγραφή στη μεγάλη Μίλαν, ενώ τον θέλουν ο Άγιαξ κι η Άρσεναλ. Δεν θα μπορέσει να βρει την ευτυχία στη Μίλαν, όπου παίζει λίγο –αλλά καλά–, δεν τρέχει όμως τίποτε.

Επιστρέφει στη Γαλλία, κάνει μια εκθαμβωτική χρονιά και κερδίζει νταμπλ με την Μπορντό –την ομάδα στην οποία άρχισε να μαγεύει τα πλήθη κι ο κανονικός Ζιντάν.

Ακολουθούν βραβεία, διαφημιστικά συμβόλαια, εξαιρετικές εμφανίσεις με την Εθνική –μια ασίστ και ένα εκπληκτικό γκολ μόλις στο δεύτερό του ματς.

Και ήδη ενδείξεις για μια εύθραυστη ιδιοσυγκρασία –συναγωνίζεται τον Αμπού Ντιαμπί σε αριθμό τραυματισμών, μεταξύ των οποίων μερικοί αξιοσημείωτοι, όπως ένα διάστρεμμα ενώ έβγαζε βόλτα τον σκύλο του και ένας μικροτραυματισμός σε φάση πανηγυρισμού με συμπαίκτες του.

Για πολλούς, το μεγαλύτερο του πρόβλημα βρίσκεται στο κεφάλι. Σε αντίθεση με άλλους «νέους Ζιντάν», το πρόβλημά του δεν ήταν η έλλειψη σοβαρότητας ή η τεμπελιά αλλά η υπερβολική ευαισθησία και η τελειομανία. Ήδη από την εποχή της Μίλαν, κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες, ίσως άδικες –ο Πάολο Μαλντίνι τον είχε κατηγορήσει ότι δεν έμαθε γρήγορα ιταλικά. Η μεγάλη καμπή, το σημείο από όπου άρχισε η πτώση, ήταν το Μουντιάλ του 2010. Η καταστροφική εμφάνιση και η εξευτελιστική απεργία των Γάλλων διεθνών ήταν η κορυφή του παγόβουνου. Τα συναρπαστικά κουτσομπολιά που έφταναν στις εφημερίδες ήταν ότι ο Φρανκ Ριμπερί είχε αποφασίσει να τελειώσει τον Γκουρκύφ από την Εθνική επειδή η γυναίκα του είχε εκφράσει τον θαυμασμό της για την ομορφιά του νεαρού παίκτη της Μπορντό. Περιθωριοποιείται, καταρρέει ψυχολογικά, κλείνεται ακόμη περισσότερο στον εαυτό του, ψάχνει ακόμη πιο εμμονικά την τελειότητα. Το 2010 βρίσκεται στη Λυόν, η οποία τα δίνει όλα για να τον αποκτήσει – συνολικά 50 εκατομμύρια για τέσσερα χρόνια. Θα τραυματιστεί είκοσι φορές, θα ξεκινήσει βασικός σε μόλις είκοσι ματς και θα μείνει στο κρεβάτι του πόνου πάνω από εξακόσιες μέρες. Στα ενδιάμεσα υπενθυμίζει ποιος είναι ή ποιος φαινόταν ότι θα γίνει.

Σε ένα από τα τελευταία του ματς στη Λυόν, τραυματίζεται πάνω σε σουτ και βγαίνει αλλαγή μόνος του (!).

Από πέρσι που γύρισε στην πατρίδα του, και πολύ περισσότερο φέτος που έχει πάλι προπονητή τον πατέρα του, όλοι εμείς που αγαπάμε το ποδόσφαιρο, ανάμεσα μας, βέβαια, και η Σάλμα Χάγεκ, περιμένουμε με ανυπομονησία πότε ο πρώην «νέος Ζιντάν» θα γίνει αυτός που ήταν, ο μοναδικός Γιοάν Γκουρκύφ. Σύμφωνα, πάντως, με τα τελευταία νέα, τραυματίστηκε στην προπόνηση…