Όταν ο μεσοεπιθετικός της Γιουβέντους, Ρικάρντο Ορσολίνι άνοιξε το σκορ στον ημιτελικό κόντρα στους Άγγλους, μόλις στο 2ο λεπτό, για το Παγκόσμιο Κύπελλο U-20 της Νοτίου Κορέας, στο Νησί οι φανατικοί φίλοι των “λιονταριών” είχαν αρχίσει να νιώθουν πολύ άβολα. Οι μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος και οι αποκλεισμοί απ’ τη Σκουάντρα Ατζούρα στις περισσότερες διοργανώσεις (νέων και ανδρών) δεν έχουν ξεχαστεί, και σε αυτή την ομάδα οι Άγγλοι είχαν εναποθέσει πολλές από τις ελπίδες τους για κάτι καλό -επιτέλους- σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το ταλέντο άλλωστε της ομάδας του Πολ Σίμπσον (παλιού εξτρέμ της Μάντσεστερ Σίτι στα 80s) δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανένα, πόσο μάλλον όταν στην ομάδα υπάρχουν παίκτες όπως ο Λιούις Κούκ της Μπόρνμουθ, ο Τζος Ονόμα της Τότεναμ, ο Κίεραν Ντάουελ της Έβερτον και η “αγία τριάδα” της Λίβερπουλ. Ο Σέγι Ότζο, ο Όβι Ετζάρια και φυσικά ο Ντομινίκ Σολάνκε. Ο τελευταίος αποκτήθηκε στις 30 Μαΐου από την Τσέλσι για 3 εκατομμύρια λίρες και είναι ο παίκτης που -ουσιαστικά- οδηγεί την Αγγλία (και) σε αυτό το τουρνουά. Με τον Γιούργκεν Κλοπ να βλέπει στο πρόσωπό του, δικαίως, τον νέο Ντάνιελ Στάριτζ.
Ο Σολάνκε με μία εξωπραγματική εμφάνιση και έχοντας άξιους συμπαραστάτες τους περισσότερους συμπαίκτες του, σκόραρε δύο τέρματα στο β’ ημίχρονο και υπέγραψε τη μεγάλη ανατροπή των Άγγλων. Το τελικό 3-1 έστειλε τα “λιοντάρια” στον τελικό της διοργάνωσης κόντρα -όχι σε κάποιο μεγαθήριο αλλά- στη Βενεζουέλα. Μια ομάδα που μπορεί να μην έχει τη βαριά φανέλα μα το ταλέντο της και η δίψα για διάκριση δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανένα στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό στερέωμα των ημερών μας. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο πως η ομάδα του Ράφαελ Ντουνταμέλ πέρασε πρώτη τον όμιλο, με τρεις νίκες, αφήνοντας πίσω της παραδοσιακές δυνάμεις όπως η Γερμανία και το Μεξικό και πως έχει τραβήξει πάνω της τα περισσότερα βλέμματα των Ευρωπαίων σκάουτερ, μιας και σχεδόν όλοι οι παίκτες αγωνίζονται σε ομάδες της χώρας τους, κάτι που σημαίνει πως είναι δύσκολο (ή ανέφικτο) να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα από το στυλ παιχνιδιού τους.
Εννοείται πως ο τελικός της Κυριακής έχει φαβορί και αυτό είναι η Αγγλία, αλλά αν οι παίκτες του Σίμπσον υποτιμήσουν τους άσημους αντιπάλους τους μπορεί να βρεθούμε προ μεγάλης έκπληξης. Οι Άγγλοι άλλωστε δεν έχουν και μεγάλη εμπειρία από τελικούς και το άγχος θα είναι περισσότερο μαζί τους παρά μακριά τους. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως μιλάμε για νεαρά παιδιά και όχι για φτασμένους και έμπειρους παίκτες.
Όταν το 1966 η Αγγλία κέρδιζε τη Γερμανία στο Γουέμπλεϊ και κατακτούσε το Μουντιάλ (το πρώτο και μοναδικό της Μουντιάλ μέχρι σήμερα) πολλοί από τους γονείς των παικτών που θα βρεθούν στον τελικό ήταν αγέννητοι. Μάλιστα από τότε μέχρι σήμερα καμία ομάδα των Άγγλων σε κανένα τουρνουά, νέων, παίδων και ανδρών, δεν κατάφερε να βρεθεί σε κάποιο τελικό παγκόσμιας διοργάνωσης. Όπως είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό, ο τελικός αποκτά τεράστια σημασία μιας και πάνω σε αυτή τη νέα -και άκρως ταλαντούχα- φουρνιά μπορεί να χτιστεί κάτι καλό και να βγουν κάποιοι νέοι παίκτες που θα στελεχώσουν την ήδη φρέσκια, νεανική και άκρως ταλαντούχα ανδρική ομάδα των Άγγλων. Αρκεί αυτοί οι νέοι παίκτες να βρουν χώρο στις ομάδες τους.
Ο Κλοπ το έκανε αυτό στην περσινή Λίβερπουλ. Αυτό συνέβη και με τον Κουκ στην Μπόρνμουθ του Έντι Χάουι, κάτι που δεν έγινε όμως στην Τσέλσι (που ανήκε ο Σολάνκε), που έστειλε τον παίκτη δανεικό στην Ολλανδία και τη Βίτεσε, με τον νεαρό όπως ήταν αναμενόμενο να πραγματοποιεί εξαιρετικές εμφανίσεις. Το ολλανδικό πρωτάθλημα άλλωστε είναι μια λίγκα που πάντα βρίσκει χώρο (και πάντα θα βρίσκει χώρο) για να φανούν τα χαρίσματα των νέων και ταλαντούχων παικτών, κάτι που είναι άκρως τιμητικό για του Ολλανδούς.
Τα τελευταία χρόνια οι νέοι Άγγλοι παίκτες δείχνουν να κερδίζουν ολοένα και περισσότερο στο θέμα του πως πρέπει να παίζεται το σωστό ποδόσφαιρο (και όχι να στηρίζεται απλά στη δύναμη και το τρέξιμο) κάτι που δεν ίσχυε μέχρι πριν μερικά χρόνια. Η ατάκα του Αρίγκο Σάκι για τον Στίβεν Τζέραρντ περικλείει όλη την αλήθεια για τους Άγγλους παίκτες του πρόσφατου παρελθόντος: “Είναι ένας εξαιρετικός ποδοσφαιριστής που όμως δεν ξέρει να παίξει ποδόσφαιρο”. Και ο Ιταλός μετρ της τακτικής είχε αρκετό δίκιο σε αυτή του τη δήλωση. Όσο κι αν αυτό πονάει τους φίλους των Άγγλων. Αυτό φυσικά πλέον δείχνει να αλλάζει με την έλευση πολλών ξένων και κορυφαίων προπονητών που θεωρούνται -και είναι- μετρ της τακτικής, κάτι που είναι εμφανές και στο στυλ που παίζει η εθνική σιγά-σιγά, σε όλα μάλιστα τα επίπεδα.
Η ομάδα του Σίμπσον είναι μία ομάδα που δεν θυμίζει σε τίποτα το κλασικό Βρετανικό στυλ και έχει φανερές επιρροές τόσο από το ισπανικό μοντέλο αλλά και από την τακτική και την κυνικότητα των Ιταλών. Κάτι που φάνηκε με τον καλύτερο τρόπο και στο μεταξύ τους παιχνίδι. Φυσικά έχει διατηρήσει το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των Άγγλων, που δεν είναι άλλο από τη δύναμη και το πολύ τρέξιμο. Όλα αυτά φαντάζουν -και είναι- ένας (σχεδόν) τέλειος ποδοσφαιρικός συνδυασμός που μένει να δούμε αν θα αποφέρει “καρπούς” και στο γήπεδο, στον μεγάλο τελικό της Κυριακής.
Όπως και να έχει, είναι πλέον εμφανές πως το αγγλικό ποδόσφαιρο έχει αλλάξει σελίδα και πως οι καλύτερες μέρες γι’ αυτό δεν φαντάζουν και τόσο μακρινές. Το ταλέντο υπάρχει, η σωστή δουλειά υπάρχει, το νέο μοντέλο υπάρχει. Αν αυτή η ταλαντούχα ομάδα ξεκινήσει με αυτό το σπουδαίο τρόπαιο, τότε ίσως οι νέες βάσεις να έχουν μπει για τα καλά και τα “μεγάλα” αποτελέσματα και για την ομάδα των ανδρών να μην φαντάζουν απλά ως “Όνειρα Θερινής Νυκτός”.