Η Αταλάντα του Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι

Ο Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι δεν είχε καμία σχέση με το Μπέργκαμο. Γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη δίπλα στο Τορίνο και παρ’ότι πέρασε από 11 διαφορετικές ιταλικές ομάδες στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ως παίκτης και προπονητής, καμία από αυτές δεν ήταν η Αταλάντα. Όταν πήγε εκεί για να υπογράψει ήταν ήδη 58 ετών, σε μια ηλικία που κάποιοι αρχίζουν να προετοιμάζονται για τη συνταξιοδότηση. Αυτός είχε άλλα σχέδια. Όχι βέβαια αυτά που φαντάζεται κάποιος νεότερος που δεν θυμάται πώς ήταν η Αταλάντα πριν αλλάξει προπονητή.

“Ποιος είναι ο στόχος μας; Φυσικά η παραμονή. Όλοι εδώ μου λένε ότι αυτό είναι για εμάς το σκουντέτο” ήταν μια από τις πρώτες φράσεις που εκστόμισε κατά την παρουσίαση του το καλοκαίρι του 2016. Ο στόχος δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικός. Την προηγούμενη σεζόν η ομάδα είχε τερματίσει 13η, λίγους μόνο βαθμούς πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού. Την προ-προηγούμενη ήταν 17η και σώθηκε οριακά. Πέντε χρόνια πριν έπαιζε στη Σέριε Β. Αυτό ήταν το επίπεδο της, αυτά ήταν τα κυβικά της.

Στην ίδια συνέντευξη τύπου όμως δεν δίστασε κάποια στιγμή να σηκώσει το κεφάλι και να κοιτάξει και προς τα πάνω. “Θα ξεκινήσουμε κερδίζοντας μια μόνιμη θέση στην κατηγορία και μετά βλέπουμε. Είμαι σίγουρος ότι σε λίγα χρόνια θα μπορούμε να διεκδικήσουμε κάτι παραπάνω από την παραμονή” είπε και συνέχισε: “Θέλω να κερδίσω τον κόσμο παίζοντας όμορφο ποδόσφαιρο που θα φέρει και καλά αποτελέσματα. Θέλω να φέρω χαρά στην ομάδα αλλά και στην πόλη”. Είναι σχεδόν βέβαιο πως εκείνη τη μέρα κανένας δεν έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στις φράσεις αυτές. Αρκετοί προπονητές κάνουν τέτοιες μεγαλεπήβολες δηλώσεις κατά την παρουσίαση τους, ακόμα κι όταν δεν τις πιστεύουν ούτε οι ίδιοι. Δηλώσεις που ξεχνιούνται με τα πρώτα στραβά αποτελέσματα ή με τις πρώτες μίζερες εμφανίσεις. Εννιά χρόνια αργότερα οι συγκεκριμένες ακούγονται τόσο προφητικές που είναι απορίας άξιον το πώς δεν μνημονεύονται πιο συχνά.

Η ιστορία του συλλόγου χωρίζεται πλέον σε π.Γ. (προ Γκασπερίνι) και μ.Γ. περιόδους. Στα πρώτα 110 χρόνια της ύπαρξης της η Αταλάντα τερμάτισε στην πρώτη 5αδα της Σέριε Α μόνο μια φορά, έφτασε σε τελικό κυπέλλου 3 φορές και έπαιξε στην Ευρώπη 4 σεζόν όλες κι όλες και καμία από αυτές δεν ήταν στο Τσάμπιονς Λιγκ. Από το 2016 και μετά που άλλαξε προπονητή στις εφτά από τις εννιά σεζόν είναι στην πρώτη 5αδα της Σέριε Α, έπαιξε σε 3 ακόμα τελικούς κυπέλλου, αγωνίστηκε τέσσερις σεζόν στο Τσάμπιονς Λιγκ φτάνοντας μάλιστα ως τα προημιτελικά του, και έζησε πέρσι τη μεγαλύτερη στιγμή της όταν κατέκτησε το Γιουρόπα Λιγκ. Αυτό ήταν το πρώτο ευρωπαϊκό της τρόπαιο και μόλις δεύτερο στην ιστορία της, έξι δεκαετίες μετά το κύπελλο Ιταλίας που είχε κερδίσει στις αρχές των 60s.

Αυτή η παράγραφος από μόνη της αρκεί για να στηρίξει τη σκέψη κάποιων ότι ο ασπρομάλλης Ιταλός προπονητής δικαιούται κάποια στιγμή ένα άγαλμα έξω από το γήπεδο. Αλλά από μόνη της δεν λέει όλη την αλήθεια. Η μετατροπή μιας μικρομεσαίας ομάδας σε μια ομάδα που είναι σταθερά στις πρωταγωνίστριες, κερδίζει την εκτίμηση και τον θαυμασμό των ουδέτερων και τρομάζει αρκετούς αντιπάλους γιατί μπορεί στην καλή της μέρα να «πατήσει» οποιονδήποτε είναι αν μη τι άλλο αξιέπαινη. Το γεγονός όμως ότι η μεταμόρφωση αυτή έχει γίνει παίζοντας επιθετικό και θελκτικό ποδόσφαιρο, το οποίο κιόλας έχει διάρκεια και δεν βασίζεται σε μια τυχαία, καλή φουρνιά παικτών, την κάνει να μοιάζει σχεδόν ουτοπική.

Η «Αταλάντα του Γκασπερίνι» (γιατί μόνο έτσι μπορεί να τη σκεφτεί κάποιος πλέον) ρίχνει το μεγαλύτερο βάρος στην επίθεση, δημιουργεί πολλές ευκαιρίες, σουτάρει αρκετά, παίζει γρήγορα και δεν φοβάται να εκτεθεί στα μετόπισθεν επειδή έχει ανέβει πολύ ψηλά για να επιτεθεί μαζικά. Στην εποχή Γκασπερίνι το όνομα της Αταλάντα είναι συνυφασμένο με τη λέξη γκολ. Μιας Αταλάντα που σημειωτέον πριν την άφιξη του είχε μια από τις χειρότερες επιθέσεις στο Καμπιονάτο. Δυο φορές μέσα σε αυτά τα χρόνια που είναι στον πάγκο η ομάδα του ολοκλήρωσε το πρωτάθλημα έχοντας την καλύτερη επίθεση στη χώρα, κάτι που για την ώρα επαναλαμβάνει και φέτος, καθώς έχει τα ίδια γκολ με την Ίντερ και 14 περισσότερα από την επόμενη! Τη σεζόν 19-20 το κοντέρ της σταμάτησε στα 98, που αποτελεί μια από τις καλύτερες επιδόσεις στην ιστορία της Σέριε Α. Βλέποντας την πιο γενική εικόνα, στα εννιά αυτά χρόνια της θητείας Γκασπερίνι η μοναδική ομάδα που έχει σκοράρει περισσότερο από τη δική του είναι η Ίντερ.

Το να πετύχεις τέτοια νούμερα σε βάθος τόσων χρόνων με μια μεγάλη ομάδα, με τη δυναμική και την αύρα που έχουν αυτές και ένα ρόστερ γεμάτο ακριβούς παίκτες εγνωσμένης αξίας, δεν είναι ακατόρθωτο. Το να το καταφέρεις με μια ομάδα του μεγέθους της Αταλάντα, χωρίς δαπανηρές μεταγραφές και με λιγότερο γνωστούς παίκτες που κάνουν μαζί σου τη δική τους υπέρβαση μοιάζει σχεδόν εξωπραγματικό. Όλα αυτά τα χρόνια που η ομάδα από το Μπέργκαμο κοντράρει τους ισχυρούς της Ιταλίας το κάνει χωρίς να βάλει το χέρι βαθιά στην τσέπη. Στην περίοδο αυτή το ισοζύγιο των μεταγραφών των υπολοίπων είναι από αρνητικό έως πολύ αρνητικό. Η Μίλαν έχει δώσει 600 εκατομμύρια περισσότερα απ’όσα έχει εισπράξει, η Γιουβέντους 500, η Ίντερ σχεδόν 300, η Νάπολι 227. Η Αταλάντα; Όχι μόνο δεν έχει χασούρα αλλά έχει βγάλει και 167 εκατομμύρια, τα περισσότερα από κάθε άλλη ιταλική ομάδα αυτά τα χρόνια!

Πώς κατάφερε και να αλλάξει τόσο θεαματικά επίπεδο και να βγάλει λεφτά; Με έναν συνδυασμό σωστής διοικητικής οργάνωσης, που ξεκινάει από τον πρόεδρο (και πρώην ποδοσφαιριστή του συλλόγου) Αντόνιο Περκάσι, εξαιρετικού σκάουτινγκ, πολύ καλής λειτουργίας στις ακαδημίες και φυσικά της τρομερής δουλειάς ενός προπονητή που έχει μια μοναδική ικανότητα να βελτιώνει ακόμα και ποδοσφαιριστές που είχαν δοκιμαστεί σε πολλές άλλες ομάδες και πρωταθλήματα χωρίς κάποια ιδιαίτερη επιτυχία. Παράλληλα με τα επιτεύγματα της στο χορτάρι, έχει πουλήσει αυτά τα χρόνια έξι ποδοσφαιριστές με πάνω από 30 εκατομμύρια τον καθένα. Μόνο από αυτούς τους έξι έχει βάλει στα ταμεία της σχεδόν 300 εκατομμύρια. Πόσο της είχαν κοστίσει αυτοί οι έξι; Περίπου 50 εκατομμύρια συνολικά. Πόσους ποδοσφαιριστές έχει αγοράσει η ίδια όλα αυτά τα χρόνια που να κοστίζουν πάνω από 30 εκατομμύρια; Κανέναν.

Ο Γκασπερίνι με τον πρόεδρο Περκάσι

Ο Γκασπερίνι δεν χρειάζεται σούπερ σταρ, ούτε καν παίκτες μεγάλης αξίας. Τους φτιάχνει μόνος του, εντάσσοντας τους μαεστρικά σε ένα πολύ καλοδουλεμένο σύνολο που παίζει ένα ανοιχτό ποδόσφαιρο που εμπνέει όχι μόνο τους φιλάθλους αλλά και τους ίδιους τους αθλητές που βρίσκουν χώρο για να ξεδιπλώσουν τις αρετές τους. Ο Αρσέν Βενγκέρ έχει πει πάνω σε αυτό το θέμα: “Δεν μπορείς να σκέφτεσαι ότι υπάρχουν μόνο δυο επιλογές. Είτε να παίζεις όμορφο ποδόσφαιρο, είτε να κερδίζεις παίζοντας άσχημα. Σκέφτεσαι ότι ο καλύτερος τρόπος για να έρθουν οι νίκες είναι να μπορέσεις να βοηθήσεις τους παίκτες σου να εκφραστούν ελεύθερα, να βγάλουν το ταλέντο τους και μετά να συνδυάσεις τις διαφορετικές ικανότητες τους”.

Ο Γκασπερίνι συμφωνεί: “Το ποδόσφαιρο παραμένει κατά βάθος ένα παιχνίδι. Οπότε για να γεμίσεις το γήπεδο πρέπει να προσφέρεις στον κόσμο ένα θέαμα που να τον διασκεδάζει. Φυσικά υπάρχουν πολλές ποδοσφαιρικές φιλοσοφίες. Για ένα διάστημα έμοιαζε λες και το μόνο που έχει σημασία είναι να κερδίζεις με κάθε κόστος. Προσωπικά δεν είχα ποτέ αμφιβολία ότι όταν μια ομάδα παίζει ωραίο ποδόσφαιρο έχει και περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει. Οι παίκτες μου παίζουν κάποιες φορές σαν μικρά παιδιά, με μια αίσθηση ελευθερίας και χωρίς πολλές περιοριστικές σκέψεις στο μυαλό. Εμένα μου αρέσει αυτό που βλέπω και θα κάνω ό,τι μπορώ για να συνεχίσω να το βλέπω για όσο περισσότερο γίνεται”. Σε μια από τις πιο ωραίες λεπτομέρειες αυτής της πορείας, στο ημίχρονο του επαναληπτικού προημιτελικού με τη Λίβερπουλ ο προπονητής ρώτησε τους παίκτες του αν θέλουν να παίξουν πιο συντηρητικά στη συνέχεια. Η Αταλάντα είχε το υπέρ της σκορ από το πρώτο ματς και χρειαζόταν απλά να προσέξει τα μετόπισθεν και να αμυνθεί καλά για να πάρει μια ιστορική πρόκριση. Όπως αποκάλυψε αργότερα, “η απάντηση τους ήταν «όχι, με τίποτα». Για μένα αυτό και μόνο είναι ένα είδος τροπαίου. Έχω παίκτες που σκέφτονται σαν εμένα.”

Ο αντίκτυπος που έχει η δουλειά του στους ποδοσφαιριστές του είναι εντυπωσιακός και θυμίζει περισσότερο καταστάσεις Football Manager παρά την αληθινή προπονητική. Το να συνεργαστείς μαζί του έχει γίνει κάτι σαν όνειρο για αρκετούς παίκτες, ειδικά μεσοεπιθετικούς. Ο Πάπου Γκόμεζ ήταν στην Αταλάντα δυο χρόνια πριν φτάσει ο Γκασπερίνι και είχε πατήσει τα 28. Ποτέ του δεν είχε σκοράρει πάνω από 8 γκολ σε ένα πρωτάθλημα, ούτε καν στην Αργεντινή. Την πρώτη του χρονιά με τον Γκασπερίνι έφτασε τα 16 και τα συνδύασε και με 12 ασίστ. Στο τέλος εκείνης της σεζόν κλήθηκε για πρώτη φορά στην εθνική Αργεντινής. Ο Γιόσιπ ‘Ιλισιτς πήγε στο Μπέργκαμο στα 29 του και έκανε τις τρεις καλύτερες σεζόν της καριέρας του σε γκολ+ασίστ με τη φανέλα της Αταλάντα. Ο Ντουβάν Ζαπάτα πήγε εκεί στα 27 του και επίσης έκανε τις τέσσερις πιο αποδοτικές σεζόν του υπό τις οδηγίες του Γκασπερίνι. Ο Λουίς Μουριέλ μια από τα ίδια. Έφτασε στη βόρεια Ιταλία στα 28 του, έχοντας ως ρεκόρ τα 11 γκολ σε μια σεζόν στη Σέριε Α, και έκανε τις τρεις καλύτερες χρονιές του εκεί, φτάνοντας τη σεζόν 20/21 να έχει 37 γκολ+ασίστ σε 48 συμμετοχές. Η λίστα αυτή μπορεί να συνεχιστεί για ώρα, φτάνοντας μέχρι και την τελευταία φουρνιά των παικτών που περιλαμβάνει τον Λούκμαν, τον Κετελάρε και τον Ρετέγκι, τρεις παίκτες που σε πολύ μικρό διάστημα έχουν βελτιωθεί αισθητά φορώντας τη φανέλα της Αταλάντα.

Κοιτώντας το με μια άλλη οπτική, ο Γκασπερίνι πήγε στο Μπέργκαμο το 2016, λίγες μέρες αφότου είχε ξεκινήσει το Euro. Σε εκείνο το τουρνουά η Αταλάντα δεν είχε ούτε έναν παίκτη. Στο επόμενο Euro είχε 9, εκ των οποίων οι 4 έκαναν το ντεμπούτο τους στην εθνική χάρη στις εμφανίσεις τους με την ιταλική ομάδα. Κανένας τους δεν είχε πάει στην Αταλάντα ως καταξιωμένο όνομα. Από αυτούς οι 5 βρήκαν δίχτυα σε εκείνο το Euro. Στην ιστορία της διοργάνωσης, καμία άλλη ομάδα δεν είχε περισσότερους σκόρερ σε ένα τουρνουά.

Φυσικά δεν είναι όλα σε αυτή τη σχέση φτιαγμένα από επιτυχία και χρυσόσκονη. Μέχρι να σηκώσει πέρσι την κούπα του Γιουρόπα, μετρούσε τρεις χαμένους τελικούς κυπέλλου Ιταλίας ενώ σε προσωπικό επίπεδο είχε συμπληρώσει μια εικοσαετία στους πάγκους χωρίς να έχει ούτε έναν τίτλο. Αυτό για κάποιους τον αποκλείει από κάθε κουβέντα για πετυχημένους προπονητές. Προφανώς ο ίδιος διαφωνεί. Λίγη ώρα μετά τη νίκη στον τελικό απέναντι στην αήττητη ως τότε Λεβερκούζεν δήλωσε: “Πραγματικά δεν καταλαβαίνω το σκεπτικό να σε κρίνουν μόνο από τους τίτλους. Δεν πιστεύω ότι τώρα έγινα καλύτερος απ’ότι ήμουν το απόγευμα πριν τον τελικό. Η Ίντερ κέρδισε το πρωτάθλημα, η Μπολόνια βγήκε στο Τσάμπιονς Λιγκ, η Βερόνα και η Λέτσε κατάφεραν να σωθούν. Όλοι αυτοί είναι κερδισμένοι φέτος. Ο καθένας έχει τους δικούς του στόχους.”

Ούτε οι σχέσεις του με τους παίκτες είναι πάντα αρμονικές και γεμάτες αγάπη και αλληλοσεβασμό. Μια έντονη λογομαχία εν ώρα αγώνα με τον Πάπου Γκόμες, τον ηγέτη τότε της ομάδας του, οδήγησε σε τέτοια σύγκρουση μεταξύ τους που ο Αργεντινός έφυγε σχεδόν άρον-άρον για την Ισπανία. Τελικά δεν μπόρεσε να επαναλάβει πουθενά τις επιδόσεις που είχε με τον Γκασπερίνι και αργότερα φαίνεται να μετάνιωσε για την αντίδραση του. Γι’αυτό και όταν επέστρεψε πέρσι στην πόλη για τον τελικό του Γιουρόπα Λιγκ οι δυο τους συναντήθηκαν, τα βρήκαν και έφαγαν μαζί.

Κάτι παρόμοιο έγινε και φέτος, όταν ο 67χρονος τεχνικός ξέφυγε δημόσια και τα έβαλε με τον καλύτερο παίκτη της ομάδας του, τον Λούκμαν, επειδή αστόχησε σε ένα πέναλτι που ίσως να άλλαζε την έκβαση του αγώνα με τη Μπριζ. Ο Λούκμαν απάντησε, ο κόσμος στήριξε τον παίκτη και έπρεπε να μεσολαβήσει ο πρόεδρος για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Λίγες μόλις εβδομάδες αργότερα οι δυο τους φαίνεται να τα βρήκαν. Μετά το μεγάλο θρίαμβο με 0-4 μέσα στην έδρα της Γιουβέντους ο Νιγηριανός επιθετικός αγκάλιασε τον προπονητή του όταν βγήκε αλλαγή. Είναι άλλωστε αυτός που τον πήρε ως μια μετριότητα που απέτυχε στην Αγγλία και τη Γερμανία και τον οδήγησε μέχρι το γκαλά της Χρυσής Μπάλας, ως υποψήφιο για το μεγάλο βραβείο. “Ο Γκασπερίνι σε κάνει να βελτιώνεσαι ως παίκτης. Σε κάνει να ξεπερνάς τα όριά σου. Όταν έχεις έναν προπονητή σαν αυτόν όλα μοιάζουν μαγικά” είχε δηλώσει πριν μερικούς μήνες. Λίγη ώρα μετά την αγκαλιά ο Ιταλός προπονητής είπε στη συνέντευξη τύπου: “O Λούκμαν έχει γίνει ένας φανταστικός παίκτης από τη στιγμή που άλλαξε η οπτική του για την ομάδα. Έχει καταλάβει ότι όπως έκανε αυτός την Αταλάντα σπουδαία, έτσι και η Αταλάντα τον έκανε σπουδαίο. Είμαι πεπεισμένος πλέον ότι μπορεί να γίνει ακόμα και αρχηγός ως το τέλος της σεζόν.”

Μιας σεζόν κατά την οποία η Αταλάντα συνεχίζει να γράφει ιστορία. Μπορεί η πορεία στο Τσάμπιονς Λιγκ να διακόπηκε κάπως πρόωρα αλλά στο πρωτάθλημα παραμένει μέσα στο κόλπο του τίτλου. Ποτέ στην ιστορία της δεν ήταν τόσο κοντά στην πρώτη θέση δέκα αγωνιστικές πριν το φινάλε. Αν και ρεαλιστικά οι ελπίδες της δεν είναι πολλές, καθώς βρίσκεται πίσω από την Ίντερ και τη Νάπολι και έχει πιο δύσκολο πρόγραμμα από αυτές, το ότι βρίσκεται ακόμα μέσα στη συζήτηση για την επόμενη πρωταθλήτρια της Ιταλίας αποτελεί μια νέα, μεγάλη υπέρβαση.

Η δήλωση που έκανε πριν τον περσινό ευρωπαϊκό τελικό συνοψίζει ιδανικά το μέγεθος της επιτυχίας: “Ο τελικός θα είναι ένα φανταστικό γεγονός για ένα σύλλογο σαν τον δικό μας, ο οποίος δεν μπορεί να υπερηφανεύεται πως έχει σπουδαία νούμερα σαν αυτά που απαιτούνται σήμερα. Μπορεί οι δυο ομάδες που είναι στον τελικό να μην ενθουσιάζουν τα κανάλια αλλά δίνουν ελπίδα σε πολλές άλλες που δεν ανήκουν στο τοπ επίπεδο. Αυτό δείχνει ότι μπορείς να παίξεις ωραίο ποδόσφαιρο και να πετύχεις σημαντικά πράγματα χωρίς να έχεις εκατομμύρια φιλάθλους σε όλο τον κόσμο. Το ποδόσφαιρο είναι κι αυτοί οι 14.000 που μαζεύτηκαν σήμερα στο Μπέργκαμο. Υπάρχει μια πόλη που μας στηρίζει και το νιώθεις όπου κι αν πας. Τα νούμερα παίζουν μεγάλο ρόλο πλέον, σε κάνουν να πιστεύεις ότι πρέπει να φτιάξουμε Σούπερ Λιγκς. Το παράδειγμα της Αταλάντα μπορεί να δώσει ελπίδα γιατί υπενθυμίζει ότι το ποδόσφαιρο είναι όμορφο λόγω της αξιοκρατίας, όχι λόγω των κεκτημένων δικαιωμάτων.”

Για μια μικρή πόλη που ζει στη σκιά του Μιλάνου, αυτά που έχει καταφέρει ο Γκασπερίνι είναι βγαλμένα από κάποιο παραμύθι. Το αν αυτό θα έχει καλό επίλογο ή ονειρικό επίλογο θα το μάθουμε λογικά σύντομα, καθώς σύμφωνα με τα ρεπορτάζ αυτή ή επόμενη θα είναι μάλλον η τελευταία του σεζόν εκεί. Ανεξάρτητα από τον προορισμό πάντως, το ταξίδι από μόνο του ήταν μαγικό.