“Ας φάμε 2, θα βάλουμε 3”: Το παράδοξο της Ζιρόνα

Ας ξεκινήσουμε από τα πολύ βασικά. Τα πάρα πολύ βασικά. Δηλαδή το όνομα της, αυτόν τον περίεργο γρίφο που προσπαθεί να αντικαταστήσει στην αθλητική επικαιρότητα το κενό που άφησε πίσω του ο Ντιρκ Κάιτ/Κάουτ/Κόιτ με την απόσυρση του. Αν επισκεφτείς την πόλη, θα ακούσεις τους ντόπιους να την προφέρουν Ζιρόνα, όπως δηλαδή ονομάζεται στα καταλανικά. Αν μιλήσεις με έναν Ισπανό από άλλη περιοχή, το πιθανότερο είναι να την ακούσεις ως Χιρόνα (ή Χερόνα). Οπότε, είτε μας αρέσει, είτε όχι, τυπικά και τα δυο είναι σωστά άρα μπορείτε άφοβα να χρησιμοποιείτε όποιο προτιμάτε.

Ένα μικρό διάλειμμα με ταξιδιωτικές προτάσεις για όσους θέλουν να επισκεφτούν την πόλη και μια καλή ευκαιρία να ακούσουμε πώς προφέρεται το όνομα της

Συνεχίζουμε με τα βασικά. Όπως πιθανόν θα έχεις διαβάσει ήδη, ένα μέρος των μετοχών της Ζιρόνα (το 47%) ανήκει στη City Football Group. Μια εταιρεία που ουσιαστικά διαχειρίζεται ποδοσφαιρικές ομάδες σε όλο τον κόσμο, έχοντας ως έδρα την Αγγλία και βασικούς χρηματοδότες (δεν είναι οι μόνοι, αφού έχουν μπει στο κόλπο και Αμερικάνοι επενδυτές) τους Άραβες που κάνουν κουμάντο στη Μάντσεστερ Σίτι. Κοινώς, ένα δίκτυο συλλόγων που έχει ως ναυαρχίδα την ομάδα από το Μάντσεστερ.

Αυτή η γνώση προκαλεί ασυναίσθητα αρκετές φορές κάποιες συγκεκριμένες σκέψεις σε κάποιον που δεν ασχολείται φανατικά με το ισπανικό ποδόσφαιρο. Για να βρίσκεται από πίσω ένα τόσο δυνατό επενδυτικό σχήμα, άρα:
1) Θα έχει ξοδέψει ένα σκασμό λεφτά σε μεταγραφές για να πετύχει αυτό που έχει πετύχει φέτος, όπως ακριβώς έκανε και η Σίτι,
2) Θα πληρώνει τρελούς μισθούς, πολύ ανώτερους από αυτούς των υπολοίπων ομάδων του επιπέδου της,
3) Ήταν αναπόφευκτο να φτάσει ψηλά με τέτοιο οικονομικό μεγαθήριο να τη στηρίζει.

Ας ξεκινήσουμε ανάποδα. Το CFG μπήκε επίσημα στη Ζιρόνα το καλοκαίρι του 2017, λίγους μήνες μετά την άνοδο της για πρώτη φορά στην Πριμέρα. Παραβλέποντας τη φετινή σεζόν, στα έξι χρόνια που βρίσκεται εκεί τα σκαμπανεβάσματα στην απόδοση της ήταν ο κανόνας. Στο τέλος της δεύτερης χρονιάς υποβιβάστηκε και σαν να μην έφτανε αυτό, κατέληξε κολλημένη στη 2η κατηγορία (εκεί που τα ποσά είναι της πλάκας και δεν χρειάζεσαι καν μια σοβαρή επένδυση για να ξεχωρίσεις) για άλλα τρία χρόνια. Ακόμα και τη σεζόν 2021-22, που κατάφερε επιτέλους να επιστρέψει, το έκανε με τον πιο οριακό τρόπο που υπάρχει: Τερματίζοντας 6η, κερδίζοντας στο ένα γκολ την ισοβαθμία με την 7η Οβιέδο και μπαίνοντας στο τσακ στα πλέι οφ ανόδου, στα οποία επίσης ζορίστηκε πολύ. Οπότε η φετινή σεζόν δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε, μια φυσιολογική και αναμενόμενη εξέλιξη μετά από μια σταθερή και προγραμματισμένη άνοδο που περιμένεις από αυτούς που έχουν κάνει ό,τι έχουν κάνει στην ακόμα πιο απαιτητική Πρέμιερ Λιγκ.

Για την ακρίβεια, η φετινή Ζιρόνα αποτελεί μια μεγάλη εξαίρεση σε όλο το σύμπαν του CFG. Αν αγνοήσουμε τις ομάδες που έχει σε αδιάφορες ποδοσφαιρικά χώρες (ΗΠΑ, Αυστραλία, Ινδία κτλ), τα υπόλοιπα πρότζεκτ του γκρουπ έχουν ένα σοβαρό θεματάκι με την επιτυχία. Κάτι που ακούγεται παράλογο, αν σκεφτούμε τη δύναμη των ιδιοκτητών της (και των νομικών τους, πιθανόν θα πρόσθετε κάποιος που ασχολείται με το αγγλικό ποδόσφαιρο) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σε αρκετά από τα πρωταθλήματα που ενεργοποιείται δεν χρειάζεται να σπαταλήσεις μια περιουσία για να αλλάξεις γρήγορα επίπεδο και να πρωταγωνιστήσεις. Με το CFG από πίσω η Τρουά όχι μόνο υποβιβάστηκε από τη Λιγκ 1 αλλά φέτος πάει και για δεύτερο σερί υποβιβασμό, αφού είναι στις τελευταίες θέσεις της Λιγκ 2. Η ιστορική Παλέρμο με πάνω από 20.000 θεατές σε κάθε αγώνα δεν κατάφερε να μπει πέρσι ούτε καν στα πλέι οφ ανόδου της Σέριε Β, καθώς τερμάτισε στην 9η θέση. Η Μπαΐα στη Βραζιλία γλίτωσε πρόσφατα τον υποβιβασμό για ένα βαθμό, η Τορκέ στην Ουρουγουάη έπεσε φέτος στη 2η εθνική για δεύτερη φορά μέσα στην 7ετια που ανήκει στο γκρουπ ενώ ακόμα και στα αλώνια των χαμηλών κατηγοριών του Βελγίου, δεν έχουν βρει τρόπο εδώ και τρία χρόνια να ανεβάσουν τη Λόμελ στην 1η εθνική. Η ιστορία δείχνει ότι αν δεν σε λένε Μάντσεστερ Σίτι, ο ερχομός του CFG στην πόλη σου μάλλον δεν σημαίνει αυτό που ελπίζεις να σημαίνει.

Με πιο απλά λόγια και για να επιστρέψουμε στις σκέψεις που αναφέραμε πριν, το ότι το αφεντικό έχει τεράστιες τσέπες δεν υποδηλώνει ότι θα σου επιτρέψει να βάλεις το χέρι εκεί μέσα. Η πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία της Ζιρόνα πραγματοποιήθηκε φέτος το καλοκαίρι. Τότε αγόρασε από τη Ντνίπρο τον 26χρονο Ουκρανό Αρτέμ Ντόβμπικ που εκτός της χώρας του είχε να επιδείξει μόνο ένα πλήρως αποτυχημένο πέρασμα από την Κοπεγχάγη πριν από λίγα χρόνια. Το κόστος της μεταγραφής υπολογίζεται λίγο πάνω από τα 7 εκατομμύρια ευρώ. Καμία άλλη κίνηση της όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει ξεπεράσει τα 6 εκατομμύρια. Στο φετινό μεταγραφικό παζάρι έδωσε συνολικά 22 εκατομμύρια και βρέθηκε στην 8η θέση της σχετικής ισπανικής λίστας, κάτι αρκετά φυσιολογικό αν σκεφτούμε ότι πέρσι τερμάτισε στη 10η θέση. Όσο για τους μισθούς, εκεί βρίσκεται στη 12η θέση στα ποσά που δίνει στους παίκτες της, κάτω και από ομάδες όπως η Χετάφε και η Θέλτα. Αν βάλουμε τα οικονομικά της δεδομένα σε ένα γράφημα μαζί με αυτά της Ρεάλ και της Μπαρτσελόνα (αλλά και της Ατλέτικο σε μεγάλο βαθμό), θα μοιάζουν με ένα ταπεινό διώροφο χτισμένο δίπλα σε ουρανοξύστες.

Από την άλλη πλευρά, ένας από τους τομείς που μπορεί κάποιος να εντοπίσει την εμπλοκή των ανθρώπων της Σίτι είναι η εύκολη λύση της ενίσχυσης μέσω δανεικών. Όλα αυτά τα χρόνια στη μικρή πόλη δίπλα ακριβώς στη Βαρκελώνη έχουν καταφθάσει διάφοροι ποδοσφαιριστές που εντοπίστηκαν από το σύστημα σκάουτινγκ των Άγγλων, κρίθηκαν πως δεν είναι έτοιμοι να παίξουν στην Πρέμιερ Λιγκ και δόθηκαν δανεικοί στη Ζιρόνα για να δοκιμαστούν σε ένα πιο βατό περιβάλλον. Λίγοι εξ αυτών όμως είχαν πράγματι τα φόντα να σταθούν με αξιώσεις κι εκεί, και αυτό φαίνεται από την πορεία-ασανσέρ της ισπανικής ομάδας τα προηγούμενα χρόνια.

Ακόμα και φέτος, οι τρεις ποδοσφαιριστές που παίζουν εκεί ως δανεικοί από το δίκτυο της Σίτι, δεν γέμιζαν το μάτι πολλών όταν αποκτήθηκαν και σε καμία περίπτωση δεν αναμενόταν να πρωταγωνιστήσουν σε μια ιστορική, έως τώρα, πορεία. Ο νεαρός Γιαν Κόουτο από τη Βραζιλία, με ένα μικρό πέρασμα παλιότερα από τη Μπράγκα, ο 26χρονος Γιάνχελ Ερέρα από τη Βενεζουέλα, ένας «δανεικός γυρολόγος» με πορεία σε ομάδες όπως η Ουέσκα και η Γρανάδα, και ο 20χρονος Βραζιλιάνος Σάβιο που ήρθε πέρσι στην Ευρώπη για λογαριασμό της Τρουά, δόθηκε δανεικός στην Αϊντχόφεν, απέτυχε να κερδίσει μια θέση στην επίθεση των Ολλανδών και τελικά μετακινήθηκε φέτος στη Ζιρόνα με την ελπίδα να δείξει κάτι εκεί. Το ότι όχι μόνο έχει δείξει αλλά έχει μετατραπεί σε έναν από τους καλύτερους παίκτες στην Πριμέρα φέτος (έχει 5 γκολ και 5 ασίστ μέσα σε λίγους μήνες, όταν στα προηγούμενα 28 παιχνίδια του ως επαγγελματίας σε Βραζιλία και Ολλανδία είχε βρει δίχτυα μια φορά), είναι ένα από αυτά τα δεδομένα που ανυψώνουν κι άλλο τη δουλειά του Μίτσελ και των συνεργατών του αλλά ταυτόχρονα προσδίδουν στην υπέρβαση της Ζιρόνα κι έναν σχεδόν παράλογο χαρακτήρα.

Ο βασικός υπεύθυνος για τη φετινή τρελή πορεία: Ο 48χρονος Μίτσελ

Κάτι περίπου αντίστοιχο είχαμε δει και στο θαύμα της Λέστερ. Οι δυο περιπτώσεις δεν είναι ίδιες αλλά τα κοινά στοιχεία είναι αρκετά. Μια μικρή ομάδα που έχει ανέβει δυο σεζόν πριν στα μεγάλα σαλόνια, που ξεκινάει τη χρονιά με πρωταρχικό στόχο τη σωτηρία, που αν και έχει από πίσω της έναν ξένο δισεκατομμυριούχο η απροσδόκητη πορεία της δεν έρχεται επειδή αυτός έχωσε ξαφνικά ένα τσουβάλι χρήματα και έφερε παίκτες ανώτερης κλάσης αλλά βασίζεται σε ποδοσφαιριστές κατά κύριο λόγο δεύτερης διαλογής ή προερχόμενους από το άγνωστο και τα… αποφάγια των υπολοίπων.

Κάπως έτσι, στους πρωταγωνιστές της φετινής απίθανης μέχρι τώρα προέλασης βρίσκουμε εκτός από τους τρεις δανεικούς που προαναφέραμε, δυο 26χρονους Ουκρανούς που τα καταφέρνουν για πρώτη φορά εκτός της πατρίδας τους, τον φορμαρισμένο αυτή την εποχή Αλέις Γκαρθία που προηγουμένως δεν στέριωσε ούτε στο Βέλγιο, ούτε στη Ρουμανία, ούτε στην Έιμπαρ και έφτασε σύμφωνα με τα ρεπορτάζ να απασχολεί σοβαρά ακόμα και τις ελληνικές ομάδες, έναν 32χρονο Αργεντινό τερματοφύλακα που δεν χωρούσε πέρσι στο ρόστερ της Φούλαμ στην Τσάμπιονσιπ, έναν 21χρονο αριστερό μπακ που δεν βρήκε ποτέ χώρο στη Ρεάλ, τον Έρικ Γκαρθία που δεν υπολογιζόταν φέτος από τον Τσάβι στη Μπαρτσελόνα, έναν 24χρονο μέσο που η απογοητευμένη Βιγιαρεάλ στέλνει κάθε χρόνο δανεικό αλλού και τρεις γερόλυκους, τον Ολλανδό Ντάλει Μπλίντ, τον 34χρονο Νταβίντ Λόπες και τον 37χρονο Κριστιάν Στουάνι, που ακόμα και στα γεράματα βρίσκει τρόπο να στείλει τη μπάλα στα δίχτυα παρ’ότι μπαίνει σχεδόν μόνιμα αλλαγή στα τελευταία λεπτά.

Όπως ακριβώς ο Ρανιέρι, ο Μίτσελ έχει καταφέρει να φτιάξει μια πολύ δεμένη και τρομερά οργανωμένη ομάδα, στην οποία όλοι δίνουν το μάξιμουμ των δυνατοτήτων τους και παρ’όλο που αυτό ατομικά δεν είναι κάτι ιδιαίτερο (και σίγουρα όχι αρκετό για να συγκριθεί με αυτό των παικτών των ομάδων που ανταγωνίζεται η ομάδα από την Καταλονία αυτή τη στιγμή), οι όποιες προσωπικές αδυναμίες καλύπτονται αριστοτεχνικά από τη δουλειά του συνόλου.

Αυτό που διαφοροποιεί κάπως τη Ζιρόνα από τις άλλες προηγούμενες μεγάλες εκπλήξεις στα τοπ πρωταθλήματα (αλλά και από αυτές στα μεγάλα εθνικά τουρνουά, όπως για παράδειγμα η εθνική του 2004 ή το Μαρόκο του πρόσφατου Μουντιάλ) είναι η φιλοσοφία της εντός αγωνιστικού χώρου. Το 2021 η Λιλ πήρε το πρωτάθλημα έχοντας την καλύτερη άμυνα στη Γαλλία. Το 2012 η Μονπελιέ έφτασε στον πρώτο τίτλο της ιστορίας της έχοντας κι αυτή την πιο ισχυρή άμυνα στη διοργάνωση. Το 2014 όταν η Ατλέτικο κατάφερε να σπάσει το ισπανικό δίπολο μετά από μια δεκαετία απόλυτης κυριαρχίας του, το έκανε έχοντας μια τρομερή άμυνα που έτρωγε γκολ με το σταγονόμετρο. Το παραμύθι της Λέστερ ξεκίνησε με τον Ρανιέρι να υπόσχεται στους παίκτες του πίτσες κάθε φορά που θα κρατούσαν την εστία τους ανέπαφη και ολοκληρώθηκε με τις «αλεπούδες» πρωταθλήτριες με μια από τις καλύτερες άμυνες της Αγγλίας και 15 μεγάλες παραγγελίες από πιτσαρία. Φυσικά δεν ήταν ομάδες που έπαιζαν μόνο άμυνα (δεν αρκεί σε ένα πρωτάθλημα αυτό) αλλά είναι ξεκάθαρο και απόλυτα φυσιολογικά ότι στηρίχθηκαν πρωτίστως σε αυτή. Η Ζιρόνα όμως δεν ξέρει να αμύνεται!

Δεν μπορεί; Δεν θέλει; Δεν της βγαίνει; Όπως και να το πεις, όπου κι αν το αποδώσεις, το ρεζουμέ είναι το ίδιο. Αυτή τη στιγμή έχει τη 10η χειρότερη άμυνα στο πρωτάθλημα, βάσει των γκολ που έχει δεχτεί, και την 5η χειρότερη στην κατηγορία (!) βάσει των xG. Στα 7 από τα 19 της παιχνίδια έχει δεχτεί τουλάχιστον δυο γκολ. Σε αρκετά εξ αυτών, έχει βρεθεί εύκολα και γρήγορα πίσω στο σκορ. Κι όμως. Με έναν εκπληκτικό συνδυασμό πειθαρχίας, σωστής προετοιμασίας, καλής ψυχολογίας αλλά και άστρου ή ρέντας, όπως θέλετε χαρακτηρίστε το, έχει καταφέρει να αντιστρέψει σχεδόν σε όλα την κατάσταση (η μόνη της ήττα παραμένει από την ομάδα του Αντσελότι) και να βρει αρκετές φορές το δρόμο για τα δίχτυα.

Η ομάδα του Μίτσελ έκανε τον καλύτερο πρώτο γύρο που έχει κάνει ποτέ ισπανική ομάδα (εξαιρουμένων των τριών «μεγάλων») στηριζόμενη στην επίθεση της! Παίζει ένα γρήγορο και κατ’ επέκταση θεαματικό ποδόσφαιρο που δεν περιμένεις να δεις από σύλλογο τέτοιου επιπέδου και κοντράρει τις μεγάλες ομάδες κοιτώντας τες στα μάτια και μετατρέποντας τα μεταξύ τους παιχνίδια σε ένα απολαυστικό ροντέο που δεν έχει καμία σχέση με την πατροπαράδοτη λογική των «μικρών» που πάνε να κλέψουν ό,τι μπορούν οχυρωμένες σχεδόν μόνιμα στην άμυνα τους. Οι θρίαμβοι της απέναντι στη Μπαρτσελόνα και την Ατλέτικο εκτός από πολλά γκολ (4-2 και 4-3) είχαν τρομερό ρυθμό και αμέτρητες ευκαιρίες και από τις δυο πλευρές, γι’αυτό και δικαίως χαρακτηρίστηκαν ως δυο από τα πιο χορταστικά ματς που είδαμε φέτος.

Το ότι λίγο πριν ξεκινήσει ο δεύτερος γύρος της Πριμέρα, στην κορυφή της βαθμολογίας και μάλιστα με μια καλή απόσταση από τον τρίτο, βρίσκονται ισόβαθμες η Ρεάλ Μαδρίτης και η Ζιρόνα είναι από μόνο του ανήκουστο. Το ότι αυτή που βρίσκεται εκεί σπάζοντας ένα αμυντικό ρεκόρ στην ιστορία της είναι η «βασίλισσα» ενώ αυτή που έχει την καλύτερη επίθεση, με έξι γκολ παραπάνω από τους Μαδριλένους και δέκα παραπάνω από τη Μπάρτσα, είναι η Ζιρόνα απλά γιγαντώνει τον ποδοσφαιρικό παραλογισμό. Αυτό που έχει φτιάξει ο Ισπανός πρώην προπονητής της Ράγιο Βαγιεκάνο και της Ουέσκα αγγίζει εδώ και λίγο καιρό τα επίπεδα του λαϊκού “μα δεν γίνεται”. Κι όμως, γίνεται. Το βλέπουμε κάθε σαββατοκύριακο που περνάει και το δείγμα που έχουμε είναι πλέον αρκετά μεγάλο. Δεν γνωρίζουμε αν θα αντέξει ως το τέλος ή αν θα καταρρεύσει κάποια στιγμή, όπως περιμένουν οι περισσότεροι και όπως, μεταξύ μας, λέει και η λογική, ακόμα και η καφενειακή που φωνάζει “πώς θέλεις να κλέψεις το πρωτάθλημα από τα θηρία με τέτοια άμυνα;”. Ξέρουμε όμως ότι αυτό που έχει καταφέρει ήδη ο Μίτσελ με τους παίκτες του είναι από μόνο του σπάνιο και αξιοθαύμαστο κι αυτό για την ώρα αρκεί.