Είναι πολλές οι ποδοσφαιρικές ιστορίες μας που ξεκινούν με μια δύσκολη κατάσταση. Ζόρικα παιδικά χρόνια, ανέχεια, οικογενειακά προβλήματα, γειτονιές με εγκληματικότητα κι ο ήρωας του εκάστοτε κειμένου μας που δραπετεύει απ’ όλα αυτά. Σήμερα δεν θα γίνει κάτι τέτοιο. Θα πάμε στην Κρεμόνα της Λομβαρδίας, κάπου ανάμεσα στο Μιλάνο και την Μπολόνια. Δεν θα πάμε σε κάποια φαβέλα, αλλά σε ένα… κάστρο. Εντάξει, μπορεί ο τίτλος να είναι λίγο υπερβολικός (μη φανταστείτε ιππότες και πολεμίστρες), αλλά η Βίλα Αφαϊτάτι, λίγο έξω από την Κρεμόνα, είναι μια πανέμορφη εξοχική αριστοκρατική κατοικία που κατασκευάστηκε τον 15ο αιώνα. Δεν έχει μεγάλη σημασία η ιστορία της, αλλά βρέθηκε τελικά στην ιδιοκτησία της οικογένειας Βιάλι και τον πατέρα του σημερινού μας πρωταγωνιστή. Ο μπαμπάς του Τζιανλούκα Βιάλι ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας (με εταιρεία προκατασκευασμένων σπιτιών) κι ο κόσμος μιλούσε για το “κάστρο των Βιάλι” και “τον γιο του εκατομμυριούχου”. Η μητέρα του Μαρία Τερέζα το αρνείται. “Δεν είμαστε εκατομμυριούχοι. Είμαστε μεσοαστοί, σίγουρα δεν παραπονιόμαστε, είμαστε αρκετά καλά. Ο σύζυγός μου εργάζεται και έχει πέντε παιδιά να θρέψει“, είχε πει. Ανεξάρτητα από τους τραπεζικούς λογαριασμούς, ο Βιάλι ζούσε αρκετά άνετα και τα καλοκαίρια του τα περνούσε σε εκείνη τη βίλα με τα… μόλις 60 δωμάτια.
Μια οικογένεια που είχε βγάλει διάφορους επιστήμονες, μέχρι και έναν πρύτανη, σίγουρα θα περίμενε και από το μικρότερο παιδί να ακολουθήσει τα ίδια βήματα. Ο μικρός Τζιανλούκα όμως είχε μια άλλη επιθυμία. Εκείνα τα χρόνια χωρίς internet, υπολογιστές, με την τηλεόραση να παίζει μόνο RAI, η διέξοδος για τον πιτσιρικά ήταν το ποδόσφαιρο. Το χειμώνα στην Κρεμόνα έπαιζε όποτε μπορούσε και τον υπόλοιπο καιρό έφτιαχνε μπάλες από χαρτί και έπαιζε μέσα στο σπίτι με τον αδερφό του, ενώ παράλληλα έκανε τον σπίκερ. Το καλοκαίρι, η Βίλα Αφαϊτάτι χωρούσε πολλούς φίλους του Τζιανλούκα και στα γρασίδια το ποδόσφαιρο έδινε κι έπαιρνε. Τότε ήταν που άρχισε να πηγαίνει και στο κατηχητικό, αφού ο ιερέας Άντζελο ήταν και προπονητής ποδοσφαίρου και εκτός από το να κάνει τα παιδιά καλούς Χριστιανούς, υποσχόταν να τους μάθει και ποδόσφαιρο, κάτι που σίγουρα δεν άφηνε τον μικρό, ασυγκίνητο.
Η βίλα που έκανε τα πρώτα του βήματα ο Τζιανλούκα Βιάλι
Ο Βιάλι, έχοντας πάρει από τον πατέρα του το στοιχείο της εργατικότητας (μια που τα αδέρφια είχαν διδαχθεί ότι στη ζωή δεν θα τους έρχεται τίποτα χωρίς μόχθο), αλλά έχοντας και ιδιαίτερο ταλέντο, ξεχώριζε. Κάπως έτσι τον εντόπισε κι ο Φράνκο Κριστιάνι, της τοπικής Πιτζιγκετόνε, της πρώτης ομάδας του Τζιανλούκα. Εκεί έκανε τα πρώτα βήματα και το όνομά του ακούστηκε στην ευρύτερη περιοχή. Η πιο μεγάλη Κρεμονέζε τον παρακολουθεί και σύντομα δίνει χρήματα για να τον αποκτήσει. Ο Βιάλι πλέον δεν βλέπει το ποδόσφαιρο σαν μια εξωσχολική ασχολία, το βλέπει σαν κάτι στο οποίο θα αφιερώσει τη ζωή του. Κάνει ντεμπούτο μόλις στα 16 του, βελτιώνεται πολύ υπό τις οδηγίες του Εμιλιάνο Μοντόνικο και το όνομά του ακούγεται και έξω από την Κρεμόνα. Η ομάδα από τη Γ’ εθνική φτάνει στην Α’ και η Σαμπντόρια είναι αυτή που αγοράζει τον σγουρομάλλη φορ που σκόραρε 5, 8 και 10 γκολ πριν καλά καλά κλείσει τα 20 του.
Στη Γένοβα το ντεμπούτο του γίνεται απέναντι στην Κρεμονέζε, μαζί με έναν παίκτη που θα γινόταν ο σύντροφός του στην αλλαγή της ιστορίας της Σαμπντόρια. Ο συνομήλικός του Ρομπέρτο Μαντσίνι (γεννημένοι κι οι δύο το 1964) γίνεται το άλλο ποδοσφαιρικό του μισό. Είναι δυο παίκτες πολύ πιο μπροστά από την εποχή τους. Ο Μαντσίνι ένα φορ που είχε όλα τα στοιχεία ώστε να παίζει ως 10αρι, μια ξεχωριστή κατηγορία παίκτη που είδαμε να τελειοποιεί σε μια περίοδο της καριέρας του κι ο Μπάτζιο. Αυτός που μπορεί να έπαιζε μεν ως φορ, αλλά ήταν δημιουργός, έβγαζε τις ασίστ, ήταν ένα σημείο αναφοράς στην ομάδα, τόσο τακτικά, όσο και ψυχολογικά. Κι από την άλλη, ο Τζιανλούκα Βιάλι που ήταν ένα σύγχρονο φορ, όχι βιδωμένο στην περιοχή να περιμένει κάποια πάσα, ένας παίκτης που είχε την ίδια άνεση να παίζει και πιο έξω, πιο πλάγια. Τα χρόνια του στην Σαμπντόρια, ακόμα κι αν δεν σκόραρε τόσο πολύ αρχικά, ήταν ίσως τα πιο δημιουργικά στην καριέρα του.
Η Σαμπ μεταμορφώθηκε. Μια ομάδα που δεν είχε κερδίσει ποτέ τίτλο μάζεψε ένα σωρό σπουδαίες κούπες, ειδικά όταν προπονητής έγινε ο Βουγιαντίν Μπόσκοφ. Όπως θυμάται ο Βιάλι, ο Μπόσκοφ ήταν και πατέρας και προπονητής. “Όταν δεν ένιωθα καλά, με καλούσε στο σπίτι του. Η γυναίκα του έφτιαχνε τσάι και γλυκά. Έφευγα από το σπίτι και νόμιζα ότι πετούσα“, θυμάται ο Βιάλι (κι εμείς αναρωτιόμαστε τι έβαζε η κυρία Μπόσκοφ στο τσάι). Ο Βιάλι κατέκτησε ένα πρωτάθλημα Ιταλίας, τρία κύπελλα, ένα Σούπερ-Καπ και φυσικά το Κυπελλούχων του 1990. Άγγιξε και το Πρωταθλητριών, αλλά ο Κούμαν στον τελικό είχε διαφορετική άποψη. Για εκείνη τη Σαμπντόρια αξίζει σίγουρα ένα διαφορετικό κείμενο, μπήκε σε πολλά σπίτια και έκανε πολύ κόσμο να την συμπαθήσει και να την υποστηρίξει. Ο Βιάλι το 1991 εκτός από πρωταθλητής, βγήκε και πρώτος σκόρερ στην Ιταλία μπροστά από τον Ματέους, αλλά και ονόματα όπως οι Μπάτζιο, Κλίνσμαν, Φέλερ και φαν Μπάστεν.
Παρ’ ότι ο Μαντσίνι έμεινε κι άλλα χρόνια στη Γένοβα, η Σαμπντόρια αποφάσισε να πουλήσει τον Βιάλι ώστε να μπορέσει να ανανεώσει το ρόστερ της. Ο Βιάλι είχε αρνηθεί παλιότερα να πάει στη Μίλαν του Μπερλουσκόνι λέγοντας: “Στη Γένοβα ξυπνάω και βλέπω τη θάλασσα, στο Μιλάνο το πολύ να δω καμιά λιμνούλα με κύκνους“. Με ρεκόρ τότε μεταγραφής, ο Βιάλι μετακόμισε στο όχι και πολύ όμορφο Τορίνο και τη Γιουβέντους και όπως πάντα στην καριέρα του, έκανε μόνο φίλους και φυσικά κέρδισε τίτλους. Τα πράγματα όμως δεν ήταν εύκολα. Ο Τραπατόνι δεν φάνηκε να τον πιστεύει αρχικά, ενώ τη δεύτερη σεζόν ο Βιάλι αντιμετώπισε σοβαρούς τραυματισμούς. Τραυματισμούς που έκαναν τον Τραπ να πιστεύει ότι αυτή ήταν η αρχή του τέλους. Ο Βιάλι σκεφτόταν σοβαρά να φύγει, ήθελε να επιστρέψει στη Γένοβα και να βλέπει θάλασσα. Η ιστορία για όλους θα μπορούσε να ήταν διαφορετική αν δεν ερχόταν ο Μαρτσέλο Λίπι. Ο Λίπι τον πίστευε πολύ και τον έπεισε να μείνει. Έχοντας αλλάξει κάπως ποδοσφαιρικό στιλ, έγινε πιο “εκτελεστής”, περισσότερο “κυνικός”, πιο δυνατός και όπως και στη Σαμπντόρια, έτσι και στη Γιουβέντους, η άνοδός του συνέπεσε με τίτλους. Αφού κατέκτησε πρώτα το ΟΥΕΦΑ, με τον Λίπι σημείωσε 17 γκολ στο πρωτάθλημα και έφερε τον τίτλο στο Τορίνο. Ο “αβοκάτο” Ανιέλι είπε τότε στον Λίπι: “όταν ήρθε ο Βιάλι ήταν χοντρός σαν γαλοπούλα, εσύ τον έκανες αδύνατο, όμορφο, τρέχει και σκοράρει”.
Και φυσικά ήρθε κι η… εκδίκησή του για το γκολ του Κούμαν το 1992. Η Γιουβέντους έφτασε στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ τον Μάιο του 1996 και εκεί αντιμετώπισε τον Άγιαξ με τον Τζιανλούκα να φοράει το περιβραχιόνιο. Παρ’ ότι ο Βιάλι δεν σκόραρε (χάνοντας μάλιστα και μερικές καλές ευκαιρίες), στο τέλος χαμογέλασε. Παίζοντας στην μαγική τριάδα που είχε χτίσει τότε ο Λίπι μαζί με Ραβανέλι και ντελ Πιέρο, η Γιουβέντους κατέκτησε το Τσάμπιονς Λιγκ στα πέναλτι. Όπως κι η Σαμπντόρια δεν έχει κατακτήσει πρωτάθλημα από τότε που έφυγε ο Βιάλι, έτσι κι η Γιουβέντους δεν έχει κατακτήσει από τότε το Τσάμπιονς Λιγκ. Ο Βιάλι εξακολουθεί να είναι ο τελευταίος μπιανκονέρο αρχηγός που σήκωσε το Τσάμπιονς Λιγκ. Για να το καταφέρει φέτος κάποιος άλλος, θα πρέπει αρχικά η Γιουβέντους να ξεπεράσει τον ίδιο αντίπαλο, τον Άγιαξ, στη φάση των προημιτελικών.
Βιάλι με μαλλί, Βιάλι χωρίς μαλλί, ψαλιδάκια, βολ πλανέ και διάφορα άλλα καλούδια (μαζί με γνήσια 90s χορευτική μουσική)
Ο Βιάλι άγγιζε πλέον τα 32 και στην ομάδα ερχόταν νέο αίμα. Έβλεπε ότι σιγά σιγά θα έπρεπε να παραχωρήσει τη θέση του, ενώ ήταν κι η τελευταία του ευκαιρία για να γνωρίσει κάτι διαφορετικό. Είχε ήδη πάρει το πτυχίο του ως τοπογράφος για να μη στενοχωρήσει την οικογένειά του. Κάπως έτσι μετακόμισε στην Αγγλία κι έζησε ένα πολιτισμικό (ποδοσφαιρικά) σοκ. Μαθημένος από τα σφιχτά προγράμματα της Ιταλίας και παρ’ ότι πήγε στην Τσέλσι, δεν είχε διπλές προπονήσεις, είχε αρκετά ρεπό και είδε πολλά διαφορετικά πράγματα, σε ένα αγγλικό ποδόσφαιρο που ακόμα βρισκόταν πίσω. Τόσο διαφορετικά που έγραψε και το βιβλίο “The Italian Job: A Journey to the Heart of Two Great Footballing Cultures” για τις διαφορετικές ποδοσφαιρικές κουλτούρες και όσα αντιμετώπισε εκεί. Παρ’ ότι πήγε στην προ-Αμπράμοβιτς εποχή, τα κατάφερε κι εκεί. Σε μια από τις πιο “ρομαντικές” και συμπαθητικές Τσέλσι που είδαμε, ο Βιάλι ήταν εκεί κερδίζοντας ένα κύπελλο Αγγλίας, ένα Λιγκ Καπ και φυσικά το Κυπελλούχων ως παίκτης-προπονητής, βγαλμένος από τα πιο υγρά όνειρα των ποδοσφαιρικών κόμικς. Δυστυχώς για τον ίδιο, η πορεία του με την εθνική Ιταλίας δεν ήταν εξίσου επιτυχημένη. Προβλήματα με τον Αρίγκο Σάκι (λέγεται ότι ο Βιάλι είχε τη φωτογραφία του στα αποδυτήρια της Γιουβέντους για να έχει ακόμα μεγαλύτερο κίνητρο), κάποιες ατυχίες όπως το χαμένο πέναλτι με τις ΗΠΑ το 1990, αλλά κι ο υψηλός ανταγωνισμός εκείνων των ετών, δεν έφεραν την ίδια δόξα.
Ο Βιάλι σταμάτησε αργότερα το ποδόσφαιρο, έγινε προπονητής, αλλά μετά την Τσέλσι και τη Γουότφορντ του Έλτον Τζον, τον κέρδισε περισσότερο αυτό που έκανε και μικρός στο σπίτι του στην Κρεμόνα. Να σχολιάζει αγώνες. Πριν λίγο καιρό “σόκαρε” την κοινή γνώμη όταν αποκάλυψε ότι εδώ και καιρό έδινε μάχη με τον καρκίνο. Μετά από 8 μήνες χημειοθεραπείας και 6 εβδομάδες ακτινοβολίας, ο Βιάλι κέρδισε μια πρώτη μάχη. Μια μάχη που κρατούσε κρυφή. Είχε χάσει βάρος και φορούσε πουλόβερ κάτω από τα ρούχα του για να μη φαίνεται. Δεν ήθελε ο κόσμος να το ξέρει, δεν ήθελε να αντιμετωπίζει οίκτο. Δεν γνωρίζει αν κέρδισε για πάντα τη μάχη, αλλά θέλει αν γίνεται η εμπειρία του να εμπνεύσει κι άλλους ανθρώπους που δίνουν παρόμοιες μάχες, να τους δώσει κουράγιο, γράφοντας για τα όσα πέρασε και πώς τα αντιμετώπισε.
Κουράγιο Τζιανλούκα. Πολέμησε για τη ζωή, όπως και στο γήπεδο
Όπως δήλωσε, είναι πλέον σε άριστη φυσική κατάσταση. Τα νέα ταξίδεψαν παντού κι όλοι ευχήθηκαν στον Βιάλι. Η επίσημη Τσέλσι, οι οπαδοί της Γιούβε με πανό και συνθήματα, απλός κόσμος και διάσημοι. Γιατί ο Βιάλι εκτός από ένας σπουδαίος παίκτης που άλλαζε την ιστορία πολλών συλλόγων, είναι και ένας άνθρωπος που απολάμβανε πάντα την εκτίμηση του κόσμου. Ο καλοντυμένος, κομψός τύπος που δεν φοβήθηκε ποτέ να λερωθεί για να υπηρετήσει τη μεγάλη αγάπη της ζωής του, την μπάλα.