Από την 5η κατηγορία στη Μπουντεσλίγκα: Το μεγάλο save του Φρανκ Σμιτ

Κάποια στιγμή στα μέσα των 00s η μοίρα το έφερε έτσι που ανέλαβα προπονητής της Ρέξαμ. Την εποχή εκείνη ο σύλλογος αγωνιζόταν στην 4η κατηγορία και η πλειοψηφία του κόσμου αγνοούσε την ύπαρξη του, αφού ο Ράιαν Ρέινολντς ήταν ακόμα ένας ανερχόμενος ηθοποιός που δεν είχε πιάσει την καλή. Με σκληρή δουλειά, αρκετή μελέτη και όπλο την εμπειρία πολλών ετών στους πάγκους των γηπέδων της Ευρώπης, κατάφερα αρχικά να κρατήσω την ομάδα στη Football League και σταδιακά να την μετατρέψω σε ανερχόμενη δύναμη των χαμηλών κατηγοριών. Μαζί ανεβήκαμε από την 4η στην 3η κατηγορία, στη συνέχεια στην Τσάμπιονσιπ και καμιά 15ετια αργότερα γράψαμε ιστορία φτάνοντας και στην Πρέμιερ Λιγκ. Ο κόσμος με αγαπούσε, ο πρόεδρος έπινε νερό στο όνομα μου, οι υπόλοιπες ομάδες με λιγουρεύονταν κι εγώ απολάμβανα το νέκταρ της επιτυχίας. Όλα αυτά φυσικά στο Football Manager και στο μυαλό μου.

Την ίδια περίπου εποχή που αργά αλλά σταθερά άλλαζα την ιστορία τη Ρέξαμ από το δωμάτιο μου, κάπου στα νότια της Γερμανίας ο Φρανκ Σμιτ πλησίαζε στο τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας. Μια καριέρα που δεν είχε να επιδείξει πολλές συγκινήσεις, αφού στο απόγειο της βρισκόταν ένα απλό πέρασμα από τη 2η κατηγορία με τη φανέλα της Αλεμάνια Άαχεν.

Το καλοκαίρι του 2007 ο 33χρονος αμυντικός κρέμασε οριστικά τα παπούτσια του μετά από μια τελευταία πετυχημένη θητεία στις χαμηλές κατηγορίες ως αρχηγός της ομάδας της γενέτειρας του, που τότε λεγόταν ακόμα Χαϊντενχάιμερ. Για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 15 χρόνια ο Σμιτ μπορούσε να αφοσιωθεί πλήρως στην οικογένεια του, πριν μπει στη διαδικασία αναζήτησης μιας νέας δουλειάς. Η σπιτική ησυχία που πιθανόν φανταζόταν δεν κράτησε τελικά πολύ.

Στις αρχές του φθινοπώρου του 2007 οι άνθρωποι της ομάδας της πόλης του επικοινώνησαν μαζί του. Για λόγους που σχετίζονταν με μια νέα νομοθεσία της γερμανικής ΠΟ, ο αθλητικός σύλλογος Χαϊντενχάιμερ με τα πολλά τμήματα σε διαφορετικά αθλήματα έπρεπε να διαχωριστεί από την ποδοσφαιρική ομάδα. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε εκείνη τη χρονιά η Χαϊντενχάιμ σαν ξεχωριστή οντότητα. Στον πρώτο κιόλας μήνα λειτουργίας όμως ξεκίνησαν τα προβλήματα. Η ομάδα ξεκίνησε άσχημα τη σεζόν και στα μέσα Σεπτέμβρη έμεινε χωρίς προπονητή. Ο Φρανκ Σμιτ δεν είχε ούτε δίπλωμα, ούτε εμπειρία από πάγκους, ούτε κάποια κάψα να γίνει προπονητής αλλά ήξερε καλά την ομάδα, τους πρώην συμπαίκτες του και την περιοχή και είχε αποδείξει ως αρχηγός ότι είχε ηγετικά προσόντα οπότε θεωρήθηκε ως η κατάλληλη επιλογή “προσωρινά, για μια-δυο εβδομάδες, μέχρι να βρούμε κάποιον κανονικό”.

Ο Σμιτ τα έβαλε κάτω, είδε ότι δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει εκείνη την περίοδο (“είχα υποσχεθεί στη γυναίκα μου πως αφού δεν είχα πλέον το ποδόσφαιρο, θα αναλάμβανα εγώ το κούρεμα του γκαζόν τα σαββατοκύριακα αλλά υπήρξε μια αλλαγή πλάνων”) και δέχτηκε την πρόταση. Η Χαϊντενχάιμ κέρδισε και τα δυο εκείνα ματς και οι “δυο εβδομάδες” έγιναν γρήγορα “κάτσε μέχρι τη διακοπή του χειμώνα, ως τότε θα έχει βρεθεί σίγουρα κάποιος άλλος”. Ο χειμώνας έφτασε, η Χαϊντενχάιμ συνέχιζε την ανοδική της πορεία και κανένας πλέον δεν πίστευε ότι χρειάζεται να ψάξουν για κάποιον καλύτερο.

Το τελευταίο εμπόδιο στο να επισημοποιηθεί ο «γάμος» ήταν το στενό περιβάλλον του Σμιτ, αφού το αρχικό σχέδιο μετά την απόσυρση έλεγε ότι θα αναλάμβανε ένα πόστο σε μια ασφαλιστική εταιρεία που είχε φτιάξει ένας καλός του φίλος. “Μπορεί να ακούγεται απλό αλλά δεν ήταν εύκολο” δηλώνει ο τότε πρόεδρος της ομάδας. “Ο Φρανκ δεν ήθελε με τίποτα να κρεμάσει τον φίλο του γιατί του είχε δώσει το λόγο του. Έπρεπε να παρακαλέσουμε τον άνθρωπο με τον οποίο θα συνεργαζόταν για να τον πείσει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα”. Οι πιέσεις για το καλό της ομάδας της πόλης έπιασαν τόπο και ο φίλος δέχτηκε να περιμένει λίγο καιρό ακόμα για να ολοκληρωθεί αυτό το… προπονητικό πείραμα. Δεκαέξι χρόνια μετά ο Σμιτ είναι ακόμα εκεί.

Την πρώτη του χρονιά ως προπονητής, στην πρώτη χρονιά της Χαϊντενχάιμ ως ανεξάρτητη ποδοσφαιρική ομάδα, την ανέβασε στην 4η κατηγορία. Την επόμενη σεζόν οι επιτυχίες συνεχίστηκαν, ο σύλλογος τερμάτισε στην πρώτη θέση του νότιου περιφερειακού πρωταθλήματος και εξασφάλισε μια θέση για την 3η κατηγορία. Σε ηλικία 35 ετών ο Σμιτ μετρούσε δυο ανόδους σε δυο χρόνια προπονητικής καριέρας με μια ομάδα που στο παρελθόν δεν είχε βρεθεί ποτέ τόσο ψηλά. Όλα αυτά χωρίς ακόμα να έχει δίπλωμα προπονητικής (το οποίο απέκτησε τελικά το 2011).

Στην 3η κατηγορία το επίπεδο δυσκολίας ανέβηκε αισθητά. Παρά το εξαιρετικό μομέντουμ η Χαϊντενχάιμ παρέμενε μια αδύναμη ομάδα από μια σχετικά αδιάφορη πόλη 50.000 κατοίκων με ένα… λειψό γήπεδο από αυτά που συναντάς κατά κόρον και στην ελληνική επαρχία. Όπως θυμάται ο Σμιτ, εκείνα τα χρόνια υπήρχε μόνο μια μικρή κεντρική κερκίδα που με το ζόρι μπορούσε να φιλοξενήσει μερικές εκατοντάδες ανθρώπους και ένα αναψυκτήριο-σνακ μπαρ με φημισμένες τηγανιτές πατάτες, που παραμένει στη θέση του μέχρι και σήμερα (“για να μας υπενθυμίζει συνεχώς από πού ξεκινήσαμε”) αφού η κερκίδα χτίστηκε γύρω του! “Όλο το υπόλοιπο γήπεδο ήταν ανοιχτό, οπότε έβλεπες μερικές φορές τα γαϊδούρια που έκοβαν βόλτες σε ένα κοντινό λιβάδι”.

Μετά από μερικά χρόνια προσαρμογής και σταθεροποίησης στην κατηγορία, ήρθε και η άνοδος στην Μπουντεσλίγκα 2. Την άνοιξη του 2014 η Χαϊντενχάιμ τερμάτισε πρώτη στη βαθμολογία, με διαφορά κιόλας από την επόμενη. Ο προπονητής της είχε γίνει ήδη τοπικός ήρωας και χωρίς δεύτερη σκέψη η διοίκηση του πρόσφερε συμβόλαιο μέχρι το 2020. Αν και οι προτάσεις από άλλες ομάδες της κατηγορίας ήταν αρκετές, ο Σμιτ αρνήθηκε να μπει σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Ήταν στο μέρος του, δούλευε σε ένα γήπεδο που απείχε ελάχιστα χιλιόμετρα από το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε, ήταν πρωταγωνιστής σε μια όμορφη ποδοσφαιρική ιστορία που εξελισσόταν ακόμα και, ίσως το βασικότερο, είχε φτιάξει μια ομάδα όπως ακριβώς την ήθελε με έναν κορμό παικτών που ήξεραν ακριβώς τι ζητούσε και πώς θέλει να παίζουν. Κάθε νέα προσθήκη κούμπωνε ιδανικά στη σταθερή ραχοκοκαλιά της ομάδας και το σύστημα δούλευε ρολόι χωρίς να χρειαστεί η διοίκηση να κάνει κάποια οικονομική υπέρβαση που θα έθετε σε ρίσκο την όλη προσπάθεια. Οι ποδοσφαιριστές που πέρασαν από τα χέρια του στάζουν μέλι για την προσωπικότητα του, τη σχέση που αναπτύσσει με κάθε παίκτη και το πόσο τους βοήθησε να βελτιωθούν ως παίκτες. Χάρη και στο κοουτσάρισμα του μερικοί εξ αυτών βρέθηκαν τα προηγούμενα χρόνια από την ανωνυμία των χαμηλών κατηγοριών σε κάποια ομάδα της Μπουντεσλίγκα.

Το πιο ενθαρρυντικό όλων ήταν ότι η δουλειά που γινόταν συνέχιζε να αποδίδει ακόμα και σε ένα πιο απαιτητικό περιβάλλον. Η άπειρη από την κατηγορία Χαϊντενχάιμ δεν κινδύνεψε ποτέ με υποβιβασμό αυτά τα εννιά χρόνια που παρέμεινε στην Μπουντεσλίγκα 2. Το ακριβώς αντίθετο. Τις πέντε από τις εννιά σεζόν τερμάτισε μέσα στην πρώτη 6αδα, με αποκορύφωμα τη χρονιά 2019-20 όταν έφτασε στα πλέι οφ ανόδου. Εκεί αντιμετώπισε την 16η της Μπουντεσλίγκα Βέρντερ Βρέμης, απέσπασε ισοπαλία με 0-0 εκτός έδρας αλλά έχασε την άνοδο στις λεπτομέρειες (μετάφραση = στα εκτός έδρας γκολ), αφού στον επαναληπτικό στο Χάιντενχαϊμ το ματς-θρίλερ έληξε 2-2 με τρία από τα τέσσερα γκολ να μπαίνουν στα τελευταία λεπτά.

Τρία χρόνια αργότερα όμως, οι καθυστερήσεις αποδείχτηκαν σύμμαχος της. Όταν ξεκινούσε η φετινή τελευταία αγωνιστική τον Μάιο, η ομάδα του Σμιτ ήταν δεύτερη, ένα βαθμό πάνω από το Αμβούργο και τρεις βαθμούς κάτω από την πρωτοπόρο Ντάρμσταντ. Μια νίκη στην έδρα της Γιαν Ρέγκενσμπουργκ αρκούσε για να εξασφαλίσει τη δεύτερη θέση και να σφραγίσει το εισιτήριο ανόδου. Σε περίπτωση γκέλας και νίκης του Αμβούργου, θα αναγκαζόταν να παίξει ξανά στα πλέι οφ. Στο 57′ ήταν πίσω με δυο γκολ. Όταν το ματς έφτασε στις καθυστερήσεις το σκορ ήταν 2-1 και όλα έδειχναν πως η απ’ευθείας άνοδος είχε κάνει φτερά. Αρκετά χιλιόμετρα μακριά, οι βασανισμένοι τα τελευταία χρόνια οπαδοί του Αμβούργου έμπαιναν στον αγωνιστικό χώρο και πανηγύριζαν την πολυαναμενόμενη επιστροφή τους στη Μπουντεσλίγκα. Το τι ακολούθησε σίγουρα το θυμούνται όλοι όσοι διαβάζουν Σομπρέρο. Με δυο γκολ στο 93′ και στο 99’΄η Χάιντενχαϊμ γύρισε το ματς, κλείδωσε την άνοδο, έστειλε το Αμβούργο στα πλέι οφ και τελικά κατέκτησε και το πρωτάθλημα στην ισοβαθμία, αφού η Ντάρμσταντ έχασε το τελευταίο της παιχνίδι.

Μπορεί πλέον να έχει κερκίδες σε όλες τις πλευρές και η χωρητικότητα του να φτάνει τις 15.000 αλλά εννοείται πως είναι το πιο μικρό της Μπουντεσλίγκα (γι’αυτό και είναι στα σχέδια η επέκταση του, ώστε να χωράει 25.000 κόσμο) 

Δεκαέξι χρόνια μετά την ανάληψη ενός πόστου που δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα έχει, ο Φρανκ Σμιτ οδηγούσε την άσημη ομάδα της γενέτειρας του στη Μπουντεσλίγκα για πρώτη φορά στην ιστορία της. Με σωστή διαχείριση και με μεταγραφές παικτών που έβλεπαν την ομάδα ως σκαλοπάτι για κάτι καλύτερο, ο 49χρονος προπονητής έχει εξασφαλίσει μια θέση στην ιστορία της πόλης και στην καρδιά των κατοίκων της. Και όχι μόνο.

Πριν λίγο καιρό ο πρόεδρος αποκάλυψε στους δημοσιογράφους πως του έχει προτείνει συμβόλαιο εφ’ όρου ζωής (για την ακρίβεια, μίλησε για ένα λευκό χαρτί στο οποίο θα μπορούσε να γράψει μόνος του όλους τους όρους του συμβολαίου) και την κατασκευή ενός αγάλματος του έξω από το γήπεδο. Ο Σμιτ αρνήθηκε ευγενικά το πρώτο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως σκέφτεται και την αποχώρηση. Αυτή τη στιγμή είναι ο μακροβιότερος προπονητής σε πάγκο ομάδας της Μπουντεσλίγκα (στο ίδιο διάστημα η Σάλκε, για παράδειγμα, έχει αλλάξει… 22!) και σε λίγο καιρό θα προσπεράσει και τον Φόλκερ Φίνκε, που κατέχει το ρεκόρ με κάτι παραπάνω από 16 χρόνια στον πάγκο της Φράιμπουργκ το διάστημα 1991-2007. “Ειλικρινά δεν με απασχολεί καθόλου το ρεκόρ και δεν νιώθω κάποια ιδιαίτερη περηφάνια γι’αυτό. Απολαμβάνω κάθε μέρα που είμαι εδώ και αφοσιώνομαι κάθε φορά στην επόμενη πρόκληση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε που αυτή τη στιγμή είναι τα πρώτα παιχνίδια της Μπουντεσλίγκα. Δεν θέλω να κοιτάω στο παρελθόν. Ξέρω ότι είναι πολύς καιρός, το κάνω σχεδόν το 1/3 της ζωής μου άλλωστε, αλλά δεν είναι ατομική επιτυχία. Έχω γύρω μου μια ομάδα ανθρώπων που με στηρίζουν, με βοηθούν και κάνουν τα πάντα για να μην βαρεθώ μετά από τόσα χρόνια.”

Όσον αφορά την προοπτική ανέγερσης κάποιου αγάλματος, αυτό δεν θέλει καν να το συζητάει, γι’αυτό το γυρνάει στο χαβαλέ. “Σε καμία περίπτωση. Δεν μου αρέσει η σκέψη ότι κάποια στιγμή ο κόσμος θα αρχίσει να το κατουράει” ήταν η απάντηση του σε μια πρόσφατη συνέντευξη τύπου, δεκαέξι χρόνια μετά την περίοδο που δέχτηκε να βάλει στον πάγο για λίγο τη δουλειά που του ετοίμαζε ο φίλος του για να γίνει προπονητής στην ομάδα της περιοχής του. “Προσωρινά, για μια-δυο εβδομάδες, μέχρι να βρούμε κάποιον κανονικό”.