Το ποδόσφαιρο είναι γεμάτο με ιστορίες αφοσίωσης και αδιαπραγμάτευτης αγάπης. Όπως όμως και στη ζωή, υπάρχει πάντα και η άλλη πλευρά. Εκεί μπορείς να συναντήσεις αρκετές περιπτώσεις που ένας άνθρωπος κάνει τη διαδρομή “αποθέωση -> αποκήρυξη” σε ελάχιστο χρόνο, μόνο και μόνο γιατί επέλεξε να αφήσει μια ομάδα για να πάει σε μια μισητή αντίπαλο. Στα διάφορα αφιερώματα που γίνονται στους ποδοσφαιρικούς προδότες, συνήθως στις πρώτες θέσεις της λίστας συναντάς τον Λουίς Φίγκο, τον Σολ Κάμπελ και τον Σεσκ Φάμπρεγας. Ακόμα όμως κι όταν δεν μιλάμε για τα δυο καλύτερα πρωταθλήματα του κόσμου και δεν υπάρχει παγκόσμιος ντόρος πίσω από μια μεταγραφή, το μίσος και η αντιπάθεια που δημιουργείται από μια τέτοια κίνηση δεν είναι καθόλου αμελητέα.
Το ντέρμπι Παρί σεν Ζερμέν-Μαρσέιγ, γνωστό και ως «Λε Κλασίκ», μπορεί τα τελευταία χρόνια να μην είναι ιδιαίτερα αμφίρροπο εξαιτίας της κυριαρχίας των πάμπλουτων πρωτευουσιάνων, αλλά δεν έχει χάσει σχεδόν καθόλου από το πάθος και το μίσος που το συνοδεύει. Η αντιπαλότητα αυτή γιγαντώθηκε στα τέλη των 80s και μετά στα 90s, τότε που οι δυο σύλλογοι διεκδικούσαν το πρωτάθλημα και γίνονταν οι μοναδικές γαλλικές ομάδες με ευρωπαϊκό τρόπαιο. Το να μετακινηθείς από τη μια στην άλλη δεν ήταν ποτέ εύκολο και καλοδεχούμενο αλλά λίγες φορές η κατάσταση εκτραχύνθηκε τόσο όπως στην περίπτωση του Φαμπρίς Φιορέζ.
Ο Φιορέζ γεννήθηκε στη μικρή πόλη Σαμπερί, που δεν βρίσκεται ιδιαίτερα κοντά ούτε στη Μασσαλία, ούτε στο Παρίσι. Τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα έγιναν στην Λιόν ενώ όνομα έκανε στην Γκινγκάμπ, στην οποία έμεινε για 4,5 χρόνια, παίζοντας κυρίως στα δεξιά της επίθεσης αλλά και λίγο πίσω από τον επιθετικό. Στις αρχές του 2002 μετακόμισε στο Παρίσι και αρκετά γρήγορα κέρδισε θέση βασικού σε μια ομάδα που εκείνη την εποχή είχε μαζέψει αρκετά γνωστά μας ονόματα, όπως τον Ποτσετίνο, τον Χάιντσε, τον Σορίν, τον Παουλέτα και φυσικά τον Ροναλντίνιο.
Στα 2,5 χρόνια που φόρεσε τη φανέλα της Παρί σημείωσε 20 γκολ, έδωσε 17 ασίστ (ήταν δεύτερος στο πρωτάθλημα τη σεζόν 2002-03) και δημιούργησε πολλές ακόμα ευκαιρίες για τους συμπαίκτες του, εκμεταλλευόμενος την καλή τεχνική του και το αρκετά καλό διάβασμα των φάσεων που έκανε, που τον βοηθούσε να εντοπίσει το σημείο που πρέπει να τρυπήσει την άμυνα με κάποια πάσα. Το τέλος της σεζόν 2002-03 τον βρήκε κυπελλούχο Γαλλίας, η Παρί είχε εξασφαλίσει τη συμμετοχή στο επόμενο Τσάμπιονς Λιγκ ενώ και ο κόσμος τον αγαπούσε και του το έδειχνε με κάθε τρόπο και εντός και εκτός γηπέδου. Με αυτά τα δεδομένα αυτό που ακολούθησε δεν το περίμενε φυσιολογικά κανένας. Ούτε καν ο ίδιος.
Ο Φιορέζ με τη φανέλα της Παρί σε ντέρμπι με τη Μαρσέιγ
Η σιγουριά με την οποία γράφουμε την τελευταία πρόταση προκύπτει από το γεγονός ότι λίγο μετά την ολοκλήρωση του πρωταθλήματος, ο Φιορέζ κλήθηκε από τη διοίκηση να υπογράψει την ανανέωση του συμβολαίου του, το έκανε με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά και στη συνέχεια ανακοίνωσε με απόλυτη βεβαιότητα πως “νιώθω 300% Παριζιάνος”. Μια διακήρυξη που εκ των υστέρων τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση στην κατηγορία δηλώσεων «καλύτερα να μασάς, παρά να μιλάς».
Πριν καν ξεκινήσει η προετοιμασία για τη νέα σεζόν ο Φιορέζ αρχίζει να αμφιβάλλει για εκείνο το 300% που ανέφερε στους δημοσιογράφους. Ο σέντερ μπακ και κολλητός του μέσα στην ομάδα, Φρεντερίκ Ντεού, δεν τα βρίσκει με τη διοίκηση, μένει ελεύθερος μετά από τέσσερα χρόνια στην Παρί και επιλέγει να συνεχίσει την καριέρα του στην Μαρσέιγ. Ο κόσμος δυσανασχετεί με την απόφαση του να πάει στον μεγάλο εχθρό αλλά οι αντιδράσεις είναι για την ώρα περιορισμένες. Ο Φιορέζ προβληματίζεται και για πρώτη φορά αρχίζει να κάνει δεύτερες σκέψεις για το μέλλον του.
Ντεού και Φιορέζ
Μερικές εβδομάδες αργότερα και ενώ η μεταγραφική περίοδος πλησιάζει στο τέλος της, ο 29χρονος Γάλλος μαλώνει με τον προπονητή της Παρί, Βαχίντ Χαλίλχοτζιτς. Ο Βόσνιος δεν δίνει συνέχεια στη διαμάχη αλλά ο Φιορέζ πείθει τον εαυτό του ότι δεν μπορεί να συνεργαστεί άλλο μαζί του. Μια εβδομάδα πριν το τέλος Αυγούστου, πηγαίνει στο γραφείο του Βόσνιου τεχνικού και του ανακοινώνει ότι θέλει να φύγει από την ομάδα, γιατί δεν συμφωνεί με τον τρόπο παιχνιδιού του και με τις προπονητικές μεθόδους του.
Ο σύλλογος προσπαθεί να λύσει το θέμα εσωτερικά αλλά ο Φιορέζ έχει απασφαλίσει και καταφέρεται και εναντίον κάποιων άλλων μελών του τεχνικού τιμ. Η διοίκηση τον τιμωρεί με πρόστιμο και ο παίκτης αρχίζει να συμπεριφέρεται σαν ξένο σώμα. Όλοι όμως κατά βάθος πιστεύουν ότι στο τέλος θα βρεθεί μια συμβιβαστική λύση ώστε να επέλθει η ηρεμία. Άλλωστε οι εναλλακτικές επιλογές είναι ελάχιστες, αφού η περίοδος των μεταγραφών πλησιάζει στο τέλος της. Μέχρι που φτάνει η τελευταία μέρα των μεταγραφών.
Φιορέζ και Χαλίλχοτζιτς
Το πρωί της 31ης Αυγούστου ο Φιορέζ ανακοινώνει στους ανθρώπους της Παρί ότι έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον γι’αυτόν η Μαρσέιγ (αργότερα ένας ατζέντης αποκάλυψε πως η πρώτη επικοινωνία είχε γίνει αρκετές μέρες πριν). Η διοίκηση του ξεκαθαρίζει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συναινέσει σε μια τέτοια κίνηση. Όσο η ώρα περνάει όμως, η λογική κυριαρχεί. Ο Χαλίλχοτζιτς αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να κρατήσει κάποιον που θέλει απεγνωσμένα να φύγει και φοβούμενος ότι αν το κάνει πιθανόν να καταστρέψει το κλίμα των αποδυτηρίων, δίνει αργά το απόγευμα την έγκριση του για τη μεταγραφή. Οι δυο ομάδες τρέχουν να προλάβουν το τέλος της προθεσμίας και στις 23.45 το βράδυ καταλήγουν σε συμφωνία. Η Παρί θα λάβει 3,4 εκατομμύρια ευρώ και ο παίκτης θα υπογράψει τετραετές συμβόλαιο με τους μαρσεγιέζους.
Το σοκ στον κόσμο των κυπελλούχων Γαλλίας είναι μεγάλο, αφού δεν έχουν περάσει παρά μερικές εβδομάδες από τη μέρα που ο παίκτης δήλωνε ευτυχισμένος κάτοικος Παρισίου. Η έκπληξη θα δώσει άμεσα τη θέση της στην οργή και εξίσου γρήγορα στο μίσος που θα εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα επίπεδα όταν ο Φιορέζ θα φωτογραφηθεί για πρώτη φορά με τη φανέλα της Μαρσέιγ και θα επιλέξει στις πρώτες του δηλώσεις να πει πράγματα που ίσως να εξόργιζαν και τον πιο προπονημένο βουδιστή μοναχό: “Στη Μαρσέιγ νιώθω ότι ήρθα σε μια οικογένεια. Είναι σαν να έφυγα από μια φυλακή και να βρήκα τώρα την ελευθερία μου”.
Στις αρχές Νοεμβρίου η Μαρσέιγ ταξιδεύει στο Παρίσι για το μεγάλο ντέρμπι. Σχεδόν όλη η χώρα έχει σημειώσει την ημερομηνία, περιμένοντας να δει τη λαϊκή αντίδραση προς τους δυο προδότες και ειδικότερα προς τον Φιορέζ. Όλοι περιμένουν μια τεταμένη ατμόσφαιρα και τελικά δικαιώνονται. Τα πιο χαλαρά πανό υπενθυμίζουν ότι οι αρουραίοι πηδάνε πρώτοι από το καράβι, κάποια άλλα κάνουν σύνδεση της φυλακής με τα… σαπούνια, κάποια αφήνουν ερωτικά υπονοούμενα για τη σχέση των δυο προδοτών. Το κλίμα είναι τόσο εχθρικό που οι άνθρωποι της Μαρσέιγ του λένε πως “ίσως είναι καλύτερα να κάνεις προθέρμανση στα αποδυτήρια”. Η απάντηση του είναι “Όχι, θα βγω κανονικά”.
Ο αγώνας αρχίζει και κάθε φορά που ο Φιορέζ πλησιάζει το κόρνερ τα μπινελίκια και η εκκωφαντική γιούχα μετατρέπονται σε αντικείμενα κάθε είδους. Για να εκτελέσει τα κόρνερ χρειάζεται τη βοήθεια των ασπίδων των αστυνομικών ενώ οι περισσότεροι παίκτες των γηπεδούχων, και μέχρι πριν 2-3 μήνες συμπαίκτες του, τον αντιμετωπίζουν σχεδόν ως εγκληματία. Το αποκορύφωμα έρχεται στο 20ο λεπτό.
Σε μια ακίνδυνη φάση πίσω από το κέντρο, ο αριστερός μπακ της Παρί, Σιλβάν Αρμάν, τον πετυχαίνει γεμάτα από πίσω, με ένα τάκλιν το οποίο θα χειροκροτούσε εντυπωσιασμένος ακόμα και ο Πάολο Μοντέρο. Το γήπεδο σείεται λες και έχει μπει γκολ. Όσο ο Φιορέζ σφαδάζει από τον πόνο, ο διαιτητής βγάζει χωρίς δεύτερη σκέψη την κόκκινη κάρτα και ο Αρμάν αποχωρεί από το παιχνίδι υπερβολικά χαλαρός για μια τέτοια στιγμή. Ο Φιορέζ καταφέρνει να σταθεί ξανά στα πόδια του και να επιστρέψει στο ματς αλλά το μομέντουμ είναι πλέον με τους γηπεδούχους, παρ’ότι παίζουν πια με δέκα παίκτες.
Η Παρί ανοίγει το σκορ λίγο αργότερα με τον Παουλέτα και τελικά φτάνει στη νίκη με 2-1, μια επικράτηση που πανηγυρίζεται διπλά από τους οπαδούς της. Την επόμενη μέρα η «Εκίπ» κυκλοφορεί με τίτλο στο πρωτοσέλιδο “Η σταύρωση του Φιορέζ”. Αρκετά χρόνια μετά, ο Γάλλος μεσοεπιθετικός θα θυμηθεί εκείνη τη μέρα: “Όταν επέστρεψα στο Παρκ ντε Πρενς πίστευα ότι ήμουν έτοιμος ψυχολογικά να αντιμετωπίσω το οτιδήποτε. Αργότερα κατάλαβα πως δεν ήμουν έτοιμος να αντέξω τόσο μίσος. Επίσης, δεν περίμενα με τίποτα αυτό που έκανε ο αλήτης ο αριστερός μπακ τους, γιατί δεν είχε καν σχέση με την όλη ιστορία, αυτός είχε μόλις πάρει μεταγραφή εκεί.”
Το χειρότερο για τον Φιορέζ είναι ότι η μεταγραφή και όλο αυτό το ξέσπασμα μίσους εναντίον του έγιναν σχεδόν για το τίποτα. Η επιλογή του να αφήσει την Παρί, με την οποία είχε δέσει υποδειγματικά, για μια νέα ομάδα αποδείχτηκε καταστροφική. Από τα τέσσερα χρόνια του συμβολαίου του, στη Μασσαλία έπαιξε τελικά μόνο την πρώτη σεζόν κι αυτή με αποκαρδιωτικά αποτελέσματα: Σε 18 συμμετοχές έγραψε δυο γκολ και καμία ασίστ.
Ένα ακόμα ζήτημα ήταν ότι εκτός από τους οπαδούς της Παρί αντιμετώπισε εχθρικό κλίμα και εντός της νέας του ομάδας. Οι φίλοι Μαρσέιγ είδαν εξ αρχής στραβά την απόκτηση ενός παίκτη του “εχθρού” και μάλιστα ενός που την προηγούμενη σεζόν είχε σκοράρει στο 90′ μέσα στο Βελοντρόμ το γκολ που έδωσε στην Παρί ένα σπουδαίο διπλό. Ήταν και παρέμεινε ως το τέλος «ένας από τους άλλους». “Θυμάμαι πως έκανα δυο μήνες να σκοράρω το πρώτο μου γκολ εκεί, ενώ δεν βοηθούσε και το γεγονός ότι είχα πάρει τη φανέλα με το 11 του Ντρογκμπά. Εκ των υστέρων κατάλαβα πως η μεταγραφή μου στη Μαρσέιγ κατέστρεψε την καριέρα μου αλλά δεν μπορώ να κατηγορήσω κανέναν γι’αυτό. Ήταν δική μου απόφαση.”
Ο πιο διάσημος προδότης του γαλλικού ποδοσφαίρου εκείνα τα χρόνια έκλεισε τελικά την καριέρα του το 2009 στην Τρουά, στη δεύτερη κατηγορία. Λίγα χρόνια αργότερα, το όνομα του επανήλθε για λίγο στην επικαιρότητα για λόγους μη ποδοσφαιρικούς αυτή τη φορά. Τρεις μασκοφόροι εισέβαλλαν στο σπίτι του στη νοτιοανατολική Γαλλία, με την απειλή όπλων ζήτησαν να τους δώσει όσα λεφτά είχε και όταν κατάλαβαν πως αυτά που έψαχναν δεν ήταν εκεί (συγκεκριμένα τα χρήματα από μια πρόσφατη πώληση σπιτιού που είχε κάνει), τον ανάγκασαν να τους ακολουθήσει. Η ληστεία μετατράπηκε σε απαγωγή, η οποία όμως πήρε μια ακόμα ανέλπιστη τροπή λίγη ώρα αργότερα όταν το τζιπ τους κόλλησε στην κίνηση. Ο Φιορέζ εκμεταλλεύτηκε τη στιγμιαία απροσεξία των απαγωγέων και την ακινησία του οχήματος, έσπασε το τζάμι του παραθύρου του, πήδηξε έξω και άρχισε να τρέχει.
Όταν η αστυνομία ερεύνησε την υπόθεση, κατάφερε να εντοπίσει τους δυο από τους τρεις κακοποιούς αλλά και τον «εγκέφαλο» που οργάνωσε το σχέδιο ξέροντας ότι το θύμα είχε αποκτήσει πρόσφατα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό . Αυτός ήταν ο Ζισλάν Ανσελμινί, πρώην ποδοσφαιριστής, συμπαίκτης του Φιορέζ στη Λιόν και πολύ στενός φίλος της οικογένειας! Οι δυο απαγωγείς καταδικάστηκαν σε 10 χρόνια φυλακή, ο “προδότης φίλος” Ανσελμινί έφαγε 5 χρόνια, η οικογένεια Φιορέζ έκανε λίγο καιρό να ξεπεράσει το σοκ ενώ αρκετά χιλιόμετρα πιο βόρεια οι οπαδοί της Παρί στέκονταν στην ειρωνεία της όλης κατάστασης και στο πώς τα φέρνει μερικές φορές η ζωή.