Ήταν 4 Μαΐου του Μουντιαλικού έτους 2002 όταν τα δύο μεγαλύτερα Λονδρέζικα ποδοσφαιρικά κλαμπ βρέθηκαν αντιμέτωπα στον τελικό του κυπέλλου Αγγλίας. Από τη μία η Άρσεναλ του Αρσέν Βενγκέρ με αστέρια τους Βιεϊρά, Μπέργκαμπ και Τιερί Ανρί και απ’ την άλλη η Τσέλσι του Ρανιέρι με παίκτες όπως ο Ντεσαγί, ο Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπάιν και φυσικά ο Φράνκι Λάμπαρντ. Μάλιστα αυτή ήταν η πρώτη φορά που οι δύο ομάδες βρέθηκαν παρέα σε τελικό του αρχαιότερου ποδοσφαιρικού θεσμού, όχι όμως στο Γουέμπλεϊ, αλλά στο Μιλένιουμ του Κάρντιφ της Ουαλίας. Το γήπεδο δηλαδή που είχε φιλοξενήσει όλους τους τελικούς των Άγγλων όσο χτιζόταν το νέο Γουέμπλεϊ. Οι “κανονιέρηδες” με δύο τέρματα σπάνιας ποδοσφαιρικής ομορφιάς -από τον τίμιο Ρέι Πάρλουρ και τον τρελό και παλαβό Φρέντρικ Λιούνμπεργκ- είχαν υποτάξει τους “μπλε” και κατέκτησαν το 8ο κύπελλο της πλούσιας ιστορίας τους. Από τότε, έφτασαν σε ακόμα τέσσερις κατακτήσεις. Κάτι που αποτελεί και ρεκόρ, ένα ρεκόρ όμως που η Άρσεναλ μοιράζεται με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αν και φέτος οι παίκτες του Βενγκέρ έχουν ορκιστεί να κάνουν ολότελα δικό τους και να σώσουν μια μέτρια (ως κάκιστη) σεζόν. Αν μπορούν να το καταφέρουν απέναντι στην Τσέλσι θα το μάθουμε σε λίγες ώρες. Αν ρωτάτε εμένα, θεωρώ πως αυτό είναι κάτι υπερβολικά δύσκολο απέναντι στους πολεμιστές του Αντόνιο Κόντε, που δεν βολεύεται μόνο με τον τίτλο της Πρέμιερ Λιγκ, γνωρίζοντας πολύ καλά πως το νταμπλ θα τον γιγαντώσει ακόμα περισσότερο στα μάτια του Αμπράμοβιτς και του δίνει μάλιστα το δικαίωμα να φέρει στο Στάμφορντ Μπριτζ ακόμα καλύτερους ποδοσφαιριστές για να μπορέσει να κυνηγήσει του χρόνου και το Τσάμπιονς Λιγκ.
Η Άρσεναλ εδώ και αρκετούς μήνες διανύει μια δύσκολη περίοδο. Μετά από σχεδόν 20 χρόνια δεν θα βρεθεί στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ κι αυτό από μόνο του είναι μια τεράστια ήττα για το πρεστίζ της ομάδας και για την ψυχολογία των φίλων της, αλλά και τον εγωισμό του Αλσατού μάνατζερ. Του ανθρώπου δηλαδή που άλλαξε τη σύγχρονη ιστορία της ομάδας. Απ’ την άλλη, λογικά, αυτή η αποτυχία θα οδηγήσει σε φυγή μερικούς εκ των αστέρων της, όπως ο Αλέξις Σάντσεζ, ο Μεσούτ Οζίλ και ο ισορροπιστής της μεσαίας γραμμής, Σάντι Καθόρλα. Αν μπορεί να καλυφθεί εύκολα το κενό που θα αφήσουν αυτοί οι τρεις είναι κάτι που μπορεί να απαντηθεί πανεύκολα. Ακόμα και από ανθρώπους που δεν βλέπουν τα περισσότερα παιχνίδια της ομάδας. Η Άρσεναλ θα χρειαστεί πολλούς top-class ποδοσφαιριστές για να αποκτήσει ξανά την ταυτότητα του νικητή και αυτό στην παρούσα φάση δεν θεωρώ πως είναι εύκολο να γίνει πραγματικότητα. Ας δούμε όμως αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο, τον επικείμενο τελικό και πού μπορεί αυτός να κριθεί.
To μεγάλο πλεονέκτημα που έχει αυτή τη στιγμή η Τσέλσι -εκτός της ψυχολογίας- απέναντι στην Άρσεναλ δεν είναι άλλο από τον άξονά της. Το δίδυμο Καντέ-Μάτιτς (συν τον πάντα έτοιμο Σεσκ Φάμπρεγας) είναι το κορυφαίο στην Πρέμιερ Λιγκ και με τις φοβερές βοήθειες τόσο από τον λίμπερο Νταβίντ Λουίζ αλλά και από τους δύο μπακ-χαφ φαντάζει ανίκητο. Απ’ την άλλη, ο Βενγκέρ δεν ευθύνεται αποκλειστικά αυτός για τον προβληματικό του άξονα. Ο Ράμσεϊ είναι ένας ποδοσφαιριστής που δεν μπορεί να έχει διάρκεια λόγω των πολλών τραυματισμών που βγάζει στη διάρκεια κάθε σεζόν. Ο Τσάκα δεν διαθέτει ισορροπία ανάμεσα στο δημιουργικό και το αμυντικό κομμάτι (και δεν είμαι και σίγουρος αν είναι παίκτης για τόσο μεγάλη ομάδα). Ο Τσάμπερλεϊν πρέπει επιτέλους να μάθει (και να μάθουμε και εμείς) ποια είναι η κανονική του θέση, όπως και να αποκτήσει τον χαρακτήρα του μεγάλου παίκτη πλέον στα 24 του. Ο Κοκλέν είναι εξαιρετικός στο ανασταλτικό κομμάτι αλλά ισχύει πάνω-κάτω ότι και για τον Ράμσεϊ και κάπως έτσι μένει ο εγκέφαλος που ακούει στο όνομα Σάντι Καθόρλα. Ένας παίκτης όμως που είναι κι αυτός μονίμως τραυματίας. Όταν ο Βενγκέρ έφερε στην ομάδα τον Ισπανό διεθνή -αλλάζοντάς του ουσιαστικά θέση- το 2012 από τη Μάλαγα, γνώριζε καλύτερα απ’ τον καθένα τι μπορούσε να πάρει από τον ντελικάτο μέσο. Ένας παίκτης στον άξονα που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια “μικρογραφία” του Τσάβι. Και αυτό το κατάφερε. Όσοι θυμούνται την Άρσεναλ στην έναρξη της σεζόν 2013-2014 θα συμφωνήσουν πως ο Ισπανός (πριν τραυματιστεί) ήταν ο απόλυτος μέσος της λίγκας. Οι κάθετες του Σάντι αλλά και οι ασίστ που μοίραζε στους γρήγορους επιθετικούς της ομάδας έκαναν τη διαφορά και είχαν δώσει στους φίλους της Άρσεναλ το δικαίωμα να ονειρεύονται το πρωτάθλημα. Όλα αυτά μέχρι τον τραυματισμό του. Ο Σάντι εννοείται πως δεν υπάρχει ούτε φέτος στην ομάδα και πως όλο αυτό το βάρος πέφτει στον Οζίλ. Το αν ο Γερμανός έχει διάρκεια σε αυτό το κομμάτι του παιχνιδιού της Άρσεναλ και ατο ειδικό βάρος (στο κομμάτι της διαχείρισης μεγάλων αγώνων) έχει από καιρό απαντηθεί. Να τονίσω πως το ποσοστό σε εύστοχες key passes του Σάντι εκείνο το διάστημα είχε αγγίξει το εξωπραγματικό 94%.
Μέχρι τους ημιτελικούς, οι δύο ομάδες δεν είχαν δύσκολο έργο. Η Άρσεναλ μπορεί να καυχιέται για εκείνο το 0-5 επί της Σαουθάμπτον για τον 4ο γύρο και η Τσέλσι για το 1-0 του Στάμφορντ Μπριτζ επί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για τα προημιτελικά. Από ‘κει και έπειτα και οι δύο έδειξαν τα δόντια τους στους ημιτελικούς του Γουέμπλεϊ. Οι “μπλε” επικράτησαν της Τότεναμ με 4-2 (σε ένα απ’ τα καλύτερα παιχνίδια που έγιναν φέτος στο Νησί) και οι “κανονιέρηδες” πιο δύσκολα της Σίτι, στην παράταση, με 2-1 χάρις στα όργια του υπερπαίκτη που ακούει στο όνομα Αλέξις Σάντσεζ. Ο τελικός του Γουέμπλεϊ θα τραβήξει όλα τα βλέμματα των ποδοσφαιρόφιλων, μιας και ίσως είναι το τελευταίο παιχνίδι του Βενγκέρ στον πάγκο της ομάδας. Και τι καλύτερο για τον ίδιο απ΄το να αφήσει την ομάδα με το κύπελλο και κάνοντας το ρεκόρ των 15 κατακτήσεων “δικό του”. Φαβορί πάντως είναι η Τσέλσι και οτιδήποτε διαφορετικό θα είναι έκπληξη. Όχι μεγάλη, αλλά σίγουρα έκπληξη.
Ο Κόντε έχει σίγουρα μια μεγάλη σπαζοκεφαλιά που δεν είναι άλλη απ’ τον τρόπο που θα πρέπει να περιορίσει τον Χιλιανό αστέρα της Άρσεναλ. Με τον τρόπο που παίζει και κυρίως με τον τρόπο που αμύνεται η Τσέλσι, θεωρητικά, αυτό δεν είναι τόσο δύσκολο. Στην πράξη όμως και με το απρόβλεπτο που χαρακτηρίζει τον Αλέξις, αυτό ίσως να μην είναι εύκολο. O Αλέξις Σάντσεζ όσο κι αν είναι ένας σύγχρονος ποδοσφαιριστής που θέλει-δεν θέλει προσαρμόζεται στα πολυπρόσωπα συστήματα και τις τακτικές που απαιτεί το ποδόσφαιρο, πάντα θα έχει στη διάρκεια κάθε αναμέτρησης τις δικές του στιγμές αλάνας. Εκείνες τις στιγμές που όσο κι αν έχεις μελετήσει το παιχνίδι του (και το σύστημα της ομάδας του) είναι δύσκολο να τον σταματήσεις, καθώς χρειάζονται μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβεις τι έχει συμβεί πριν ο τερματοφύλακας σου μαζέψει τρομαγμένος και απογοητευμένος την μπάλα απ’ τα δίχτυα. Απ’ την άλλη, το ίδιο πάνω-κάτω πρόβλημα έχει και ο Βενγκέρ με τον Βέλγο “δαίμονα” που ακούει στο όνομα Εντέν Αζάρ και γι’ αυτό εδώ και μερικές εβδομάδες η Άρσεναλ έχει κάνει μια τεράστια στροφή στις τακτικές της, το σύστημά της και τον τρόπο που ψάχνει να μπαλώσει τα αρκετά αμυντικά κενά της.
Όσοι παρακολουθούν στενά τα παιχνίδια της ομάδας καταλαβαίνουν τι εννοώ. Ο Βενγκέρ από τις 5 Απριλίου κόντρα στη Γουέστ Χαμ έχει αφήσει πίσω του το αγαπημένο του 4-2-3-1 (ή 4-3-3 αν προτιμάτε) και χρησιμοποιεί -με επιτυχία μάλιστα- το 3-4-3 (ή 3-4-2-1). Το σύστημα δηλαδή που χάρισε στον Κόντε το πρωτάθλημα. Ένα σύστημα που ο Ιταλός χρησιμοποίησε στο ημίχρονο του παιχνιδιού κόντρα στην Άρσεναλ στον 1ο γύρο και ενώ η ομάδα του έχανε με 3-0, στην κορυφαία παράσταση που είδαμε φέτος από ομάδα στο Νησί για 45 λεπτά. Αν προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε όλο αυτό θα καταλήξουμε πως ο Βενγκέρ προσπαθεί να σώσει μια χρονιά πατώντας πάνω στην επιτυχημένη συνταγή του Κόντε. Μπορεί η Άρσεναλ να βρήκε ισορροπία στις γραμμές της και να κάλυψε πολλές από τις χτυπητές αδυναμίες της, αλλά κόντρα στην Τσέλσι που έχει απογειώσει το συγκεκριμένο σύστημα, η αποστολή δεν φαντάζει και τόσο εύκολη. Σε λίγες ώρες θα γνωρίζουμε τον νέο κυπελλούχο Αγγλίας. Αν και το μόνο σίγουρο είναι πως, ότι και να γίνει, ο μεγαλύτερος δικαιωμένος θα είναι εν τέλει ο Κόντε.