Στο βιβλίο του ‘Ονειροπαγίδα’ ο Στέφεν Κίνγκ περιγράφει την ανθρώπινη μνήμη ως μια νοητή εσωτερική βιβλιοθήκη, γεμάτη με κούτες αναμνήσεων που αλληλεπιδρούν στον χώρο ανάλογα με τις συνειρμικές σκέψεις ή πράξεις μας. Για παράδειγμα, όταν κάποιος διαβάζει τη λέξη ‘Ζέεφελντ’ και ο εσωτερικός βιβλιοθηκάριος του στέλνεται να τσεκάρει την αντίστοιχη κούτα, δίπλα της άμεσα εμφανίζονται όλες οι σχετικές κούτες, γεμάτες μνήμες με αμέτρητα καλοκαιρινά ρεπορτάζ αθλητικών εφημερίδων και φωτογραφίες του Ντούσαν Μπάγεβιτς να παίζει ποδοβόλει. Κάπως έτσι, όταν κάποιος ακούει τις λέξεις ‘Κάλι’ ή ‘Μεντεγίν’, στο μυαλό του έρχονται συγκεκριμένες σκέψεις: καρτέλ, Narcos, κοκαΐνη.
Ο Ντουβάν Ζαπάτα γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Κολομβίας στις αρχές των 90s αλλά ουσιαστικά πέρασε όλη την παιδική του ηλικία στο Κάλι, την εποχή που η πόλη συνδέθηκε τόσο έντονα με όλες αυτές τις συνειρμικές σκέψεις που κάνουν όσοι έχουν δει το Νarcos ή κάποια παρόμοια σειρά σχετικά με τους ναρκέμπορους της Κολομβίας. Ο Ζαπάτα μπορεί να μεγάλωσε καταφέρνοντας να μείνει μακριά από το εμπόριο ναρκωτικών αλλά αρκετοί γνωστοί του και πολλοί συνομήλικοι του δεν ήταν τυχεροί. Εκτός αυτού, ακόμα και η απλή καθημερινότητα του επηρεαζόταν αναγκαστικά από την όλη κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα. Όπως θυμάται ο θείος του, με το που έπεφτε ο ήλιος έπρεπε να βγει στη γειτονιά προς αναζήτηση του μικρού Ντουβάν, καθώς στις 9 η ώρα το ρεύμα κοβόταν, μια κίνηση που γινόταν για να αποτραπεί η ολονύχτια χρήση του από τα καρτέλ στα εργαστήρια παραγωγής κοκαΐνης.
Η Κολομβία εκείνης της περιόδου ήταν ουσιαστικά μια χώρα υπό ομηρία, γι’αυτό και τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα έγιναν κι αυτά στη σκιά των καρτέλ της περιοχής. Το 2004, στα 13 του, ο Ζαπάτα έγινε δεκτός στην ακαδημία της Αμέρικα του Κάλι. Από την προηγούμενη δεκαετία η Αμέρικα είχε συνδεθεί έντονα με τους αρχηγούς του ντόπιου καρτέλ, τα αδέρφια Μιγκέλ και Γκιμπέρτο Ροντρίγκεζ, που χρηματοδοτούσαν κρυφά την ομάδα, δημιουργώντας μια τεράστια κόντρα με τις ομάδες του Μεντεγίν, που στήριζε ο μεγάλος τους αντίπαλος, Πάμπλο Εσκομπάρ. H κόντρα αυτή δεν περιοριζόταν εντός των αγωνιστικών χώρων, αφού την περίοδο που ο πόλεμος μεταξύ των δυο πλευρών βρισκόταν στο ζενίθ του, άνθρωποι του Εσκομπάρ ντυμένοι με στρατιωτικές και αστυνομικές στολές γάζωσαν μια κερκίδα σ’ένα ποδοσφαιρικό ματς, έχοντας ως στόχο τον ‘Πάτσο’ Ερέρα, υπαρχηγό του καρτέλ του Κάλι.
Την περίοδο που το καρτέλ του Κάλι βρισκόταν στα φόρτε του, βγάζοντας εκατομμύρια κάθε μήνα από τη διακίνηση ναρκωτικών, η Αμέρικα πρωταγωνιστούσε στο πρωτάθλημα, κερδίζοντας 3 τίτλους. Όταν όμως οι Αμερικάνοι ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 90 ανοιχτό πόλεμο με τα καρτέλ, όλα άλλαξαν. Τα αφεντικά του Κάλι είτε συνελήφθησαν, είτε σκοτώθηκαν και μαζί με την αυτοκρατορία τους κλονίστηκε και η ομάδα της πόλης.
Οι τραπεζικοί λογαριασμοί του συλλόγου αλλά και των ανθρώπων της διοίκησης πάγωσαν, οι χορηγίες σταμάτησαν και τα μοναδικά έσοδα προερχόταν από τα εισιτήρια των αγώνων. Σ’ένα τέτοιο προβληματικό περιβάλλον, ο Ζαπάτα κατάφερε σιγά-σιγά να αναδειχθεί και τελικά να κερδίσει μια καλή μεταγραφή στο εξωτερικό το 2011, την ίδια χρονιά που η Αμέρικα λύγισε ολοκληρωτικά από τα χρέη και την έλλειψη εσόδων και για πρώτη φορά στην ιστορία της υποβιβάστηκε στη 2η κατηγορία.
Μιλώντας γι’αυτή την περίοδο της ζωής του ο Ζαπάτα λέει: “Όταν έπαιζα εκεί, η Αμέρικα δεν μπορούσε να κάνει μεταγραφές, ούτε να πάρει τα λεφτά από τους παίκτες που πουλούσε. Ακόμα και στις πληρωμές των μισθών μας υπήρχαν μεγάλα προβλήματα”. Έχοντας ζήσει από αρκετά κοντά τα όσα γινόταν στη χώρα του εκείνη την εποχή, ο Κολομβιανός επιθετικός δεν είναι οπαδός της διάσημης τηλεοπτικής σειράς: “Κάποιες από τις ιστορίες του βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν άλλες σειρές, πιο ρεαλιστικές, που απεικονίζουν καλύτερα το τι γινόταν στην Κολομβία. Το Narcos είναι για τους ‘γκρίνγκος’, ένα διαφημιστικό προϊόν. Χρησιμοποίησαν στο ρόλο του Εσκομπάρ έναν Βραζιλιάνο, είναι αυτό ρεαλιστικό;”
Το πέρασμα από την Αργεντινή, και πιο συγκεκριμένα την Εστουντιάντες, δεν κράτησε πολύ αφού τα 22 γκολ του μέσα σε δυο σεζόν προσέλκυσαν αρκετούς ενδιαφερόμενους από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η μετακίνηση του στην Αγγλία και τη Γουέστ Χαμ κόλλησε στο θέμα της άδειας εργασίας κι έτσι ο θηριώδης Κολομβιανός (έχει ύψος 1,89 μ.) κατέληξε στη Νάπολι.
Στα έξι χρόνια που βρίσκεται στην Ιταλία, ο Ζαπάτα έχει φορέσει ήδη τις φανέλες τεσσάρων διαφορετικών ομάδων (Νάπολι, Ουντινέζε, Σαμπντόρια και τώρα Αταλάντα) αλλά η σταθερότητα που του λείπει σ’αυτό το σκέλος, υπάρχει και με το παραπάνω στο κομμάτι της απόδοσης. Αργά αλλά σταθερά, ο Κολομβιανός βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου κι αυτό αποτυπώνεται εκτός από το παιχνίδι του (συνδυάζει εξαιρετικά την τρομερή δύναμη του με την ταχύτητα, σουτάρει με άνεση και με τα δυο πόδια και είναι πολύ ικανός και στο εναέριο παιχνίδι) και στα στατιστικά του.
Τα 5 γκολ της πρώτης του σεζόν στο Καμπιονάτο έγιναν 6 την επόμενη, 8 τη μεθεπόμενη και με μια ανάλογη αυξητική τάση έφτασαν τα 11 πέρσι, όταν αγωνιζόταν στη Σαμπντόρια, της οποίας ήταν ο 2ος σκόρερ. Το μοτίβο με την σταθερά μικρή βελτίωση ‘χάλασε’ φέτος, καθώς ο Ζαπάτα κάνει έως τώρα σεζόν που θα ζήλευαν αρκετοί φτασμένοι σκόρερ της Ευρώπης. Ο δανεισμός του στην Αταλάντα αποδεικνύεται ιδανική επιλογή, μιας και τα προσόντα του φαίνεται να ταιριάζουν άψογα με το επιθετικό στυλ της ομάδας, που λίγο μετά τα μισά της σεζόν έχει την 2η καλύτερη επίθεση του πρωταθλήματος, πίσω μόνο από τη μόνιμη πρωταθλήτρια Γιουβέντους που έχει ένα γκολ παραπάνω στο ενεργητικό της.
Το χλιαρό ξεκίνημα του Κολομβιανού στο πρωτάθλημα ακολούθησε μια έκρηξη παραγωγικότητας, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Στο διάστημα αυτό, οι επιδόσεις του είναι τόσο εντυπωσιακές που αγγίζουν τα επίπεδα του Μέσσι και του Ρονάλντο. Από τις αρχές Νοεμβρίου, όταν και σκόραρε απέναντι στη Μπολόνια, ο Ζαπάτα δεν έχει συμμετοχή σε γκολ της ομάδας του μόνο σε 3 ματς! Ανάμεσα στα ‘θύματα’ του αυτό το διάστημα συναντάει κανείς τη Νάπολι, τη Λάτσιο, τη Ρόμα και δυο φορές τη Γιουβέντους, απέναντι στην οποία σκόραρε δυο φορές για το πρωτάθλημα κι άλλες δυο για το κύπελλο, στο αναπάντεχο 3-0, που έστειλε τη Γιούβε πρόωρα εκτός διοργάνωσης.
Με τα 16 γκολ που έχει πετύχει στο πρωτάθλημα ως τώρα (μετράει και 4 ασίστ), φιγουράρει στην 3η θέση του πίνακα των σκόρερ. Οι μοναδικοί που έχουν βρει δίχτυα περισσότερες φορές είναι ο Κριστιάνο Ρονάλντο (19) και ο Πιατέκ (18), οι οποίοι όμως έχουν στο ενεργητικό τους και περισσότερα παιχνίδια και περισσότερα σουτ (ο Κριστιάνο έχει επιχειρήσει υπερδιπλάσια σουτ). Η αποτελεσματικότητα του σε ανοιχτό παιχνίδι είναι τέτοια που αν δεν υπολογίσει κάποιος τα γκολ από πέναλτι, οι μοναδικοί παίκτες στα 5 μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα που έχουν σκοράρει περισσότερο από τον Κολομβιανό είναι ο Μπαπέ, ο Μέσσι και ο Αγκουέρο και φυσικά κανένας τους δεν αγωνίζεται σε ομάδα με δυναμικότητα αντίστοιχη της Αταλάντα.
O δανεισμός του από τη Σαμπντόρια λήγει κανονικά την επόμενη σεζόν και ο ίδιος δηλώνει πως για την ώρα νιώθει καλά εκεί που είναι και δεν σκέφτεται το επόμενο βήμα αλλά όλοι έχουν καταλάβει πως πολύ δύσκολα ο Κολομβιανός φορ θα βρίσκεται και τη νέα χρονιά στο Μπέργκαμο, ακόμα κι αν η ομάδα καταφέρει να βγει πάλι στην Ευρώπη (σήμερα το απόγευμα δίνει κρίσιμο παιχνίδι εκτός έδρας με την Τορίνο, που βρίσκεται μόλις 3 βαθμούς πίσω της). Στη μεταγραφική περίοδο του Γενάρη η Γουέστ Χαμ προσπάθησε μάταια για δεύτερη φορά να τον αποκτήσει ενώ το όνομα του ακούστηκε και για αρκετές άλλες ομάδες, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και οι δυο ‘μεγάλες’ του Μιλάνου. Όπου κι αν καταλήξει τελικά, ο Ντουβάν Ζαπάτα έχει καταφέρει ήδη με την πορεία του στο Καμπιονάτο τα τελευταία χρόνια να προσθέσει στην εσωτερική βιβλιοθήκη πολλών ανθρώπων μια διαφορετική συνοδευτική κούτα για τη στιγματισμένη λέξη ‘Κάλι’.