Αν ψάξει κάποιος στα μεγάλα κλασικά ντέρμπι της Ιταλίας το πιθανότερο είναι ότι δεν θα το βρει σε κάποιες από τις πρώτες θέσεις. Η κόντρα της Φιορεντίνα με τη Γιουβέντους μπορεί να μην έχει την παραδοσιακή, τοπικιστική αντιπαλότητα των περισσότερων ντέρμπι ή κάποιο κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο αλλά δεν έχει να ζηλέψει πολλά στο θέμα του μίσους και του πάθους, ειδικά από την πλευρά των ‘βιόλα’.
Η κόντρα των δυο ομάδων γιγαντώθηκε ουσιαστικά στις αρχές της δεκαετίας του 80′, με αφορμή το πρωτάθλημα της σεζόν 1981-82′, και ‘καθιερώθηκε’ στη συνέχεια με την περιπετειώδη μετακόμιση του Ρομπέρτο Μπάτζιο από τη Φλωρεντία στο Τορίνο. Παρά τις αντιδράσεις των οπαδών της Φιορεντίνα και το εχθρικό κλίμα που συνοδεύει οποιαδήποτε τέτοια μετακίνηση, δεν είναι λίγοι οι ποδοσφαιριστές που φόρεσαν τη φανέλα και των δυο ομάδων. Μια από τις πιο ξεχωριστές περιπτώσεις είναι αναμφισβήτητα αυτή του Άντζελο ντι Λίβιο.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Ρώμη, ο ντι Λίβιο όχι μόνο δεν είχε καμία σύνδεση με τη Γιουβέντους ή τη Φιορεντίνα αλλά είχε και ένα ξεκάθαρο, ποδοσφαιρικό όνειρο: Να παίξει στην αγαπημένη του Ρόμα. Το όνειρο του δεν εκπληρώθηκε ποτέ αν και έφτασε πραγματικά μια ανάσα από αυτό, αφού στα 7 χρόνια που βρέθηκε στο δυναμικό της ομάδας, περνώντας από όλες τις βαθμίδες των ακαδημιών, δεν ήταν λίγες οι φορές που είτε αγωνίστηκε σε κάποιο φιλικό, είτε έκατσε στον πάγκο, συμπληρώνοντας την αποστολή. Η πολυπόθητη στιγμή του επίσημου ντεμπούτου δεν ήρθε ποτέ όμως και ο ντι Λίβιο πήρε τη μεγάλη απόφαση πως πρέπει να αφοσιωθεί στην καριέρα του και να φύγει από τη Ρώμη.
Η πορεία προς την επιτυχία μόνο εύκολη δεν είναι, ειδικά για κάποιον που στηρίζεται κυρίως σε όλα τα άλλα πέρα απ’το πηγαίο ταλέντο. Γρήγορος, δυναμικός, ακούραστος, τακτικά άψογος, προσαρμοστικός και πάντα έτοιμος να θυσιαστεί για την ομάδα ή τον προπονητή του, ο ντι Λίβιο αργά αλλά σταθερά ανέβαινε στην εκτίμηση των φιλάθλων αλλά και των προπονητών. Τα επιτυχημένα περάσματα του από την Περούτζια (3η κατηγορία) και την Πάντοβα (2η κατηγορία) προκάλεσαν το ενδιαφέρον των ομάδων του Καμπιονάτο και κάπως έτσι, έστω και καθυστερημένα, αφού είχε κλείσει πλέον τα 27 του, ο Ιταλός μέσος/αμυντικός/μεσοαμυντικός/μεσοεπιθετικός/το παιδί για όλες τις δουλειές (ο Λίπι τον έβαζε ακόμα και αριστερό μπακ), βρέθηκε στην κατηγορία των μεγάλων και όχι σε μια τυχαία ομάδα αλλά στη Γιουβέντους! Και μάλιστα σε μια Γιουβέντους που ετοιμαζόταν να ζήσει μερικά από τα καλύτερα χρόνια της.
Ακόμα και σε αυτό το επίπεδο ο ντι Λίβιο αποδείχτηκε πολύτιμος. Αρχικά με τον Τραπατόνι και μετά με τον Λίπι, αποτελούσε βασική επιλογή, δίπλα σε παίκτες που το ταλέντο τους από μόνο του θα μπορούσε να τους δώσει θέση σχεδόν σε όλες τις ομάδες του κόσμου. Το πάθος και η εργατικότητα του υπερίσχυσαν της μειωμένης τεχνικής ποιότητας του και με την πάροδο των χρόνων ο ντι Λίβιο έγινε από αμφιλεγόμενη επιλογή, ένας αγαπημένος παίκτης αρκετών οπαδών. O ίδιος ήξερε καλά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του: “Δεν έχω την ποιότητα του Ντελ Πιέρο γι’αυτό και προσπαθώ να φανώ χρήσιμος με άλλους τρόπους”. Αν κρίνουμε απ’το γεγονός ότι στο νέο γήπεδο της Γιουβέντους, ο ντι Λίβιο είναι ένας από τους 50 παίκτες που έχει το δικό του αστέρι, τότε μάλλον φάνηκε χρήσιμος και με το παραπάνω.
Στα 6 χρόνια του στο Τορίνο πανηγύρισε 3 πρωταθλήματα, 1 κύπελλο, 1 Τσάμπιονς Λιγκ και ένα Διηπειρωτικό και η τροπαιοθήκη του θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο γεμάτη αν η Γιουβέντους δεν κλωτσούσε στο τέλος κάθε χρονιάς την καρδάρα με το γάλα. Από τις έξι σεζόν, η Γιούβε βρέθηκε σε ευρωπαϊκό τελικό τις 4 (!) αλλά μόνο μια εξ αυτών πανηγύρισε, το 1996 απέναντι στον Άγιαξ. Η εικόνα του ακατάβλητου ντι Λίβιο να ανεβοκατεβαίνει τη δεξιά πλευρά, βοηθώντας και στην άμυνα και στην επίθεση, ήταν μια από τις πιο γνώριμες εκείνης της φουρνιάς της Γιούβε. Εκεί απέκτησε και το παρατσούκλι “Il Soldatino” (το στρατιωτάκι), το οποίο εμπνεύστηκε ο Ρομπέρτο Μπάτζιο βλέποντας τον βραχύσωμο συμπαίκτη του να τρέχει ασταμάτητα, ακολουθώντας κατά γράμμα και με απίστευτη πειθαρχία τις εντολές του προπονητή του.
Λένε πως όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν και για τη σχέση ντι Λίβιο-Γιουβέντους αυτή η στιγμή ήρθε το καλοκαίρι του 1999. Aν και ο 33χρονος Ιταλός ήθελε να παραμείνει στην ομάδα, πιστεύοντας ότι μπορεί ακόμα να προσφέρει στο υψηλότερο επίπεδο, η διοίκηση της ‘Μεγάλης Κυρίας’ αποφάσισε να τον παραχωρήσει στη Φιορεντίνα, που ακόμα πρωταγωνιστούσε στο ιταλικό ποδόσφαιρο. Οι πρώτοι μήνες στη Φλωρεντία ήταν αναμενόμενα περίεργοι και δύσκολοι. Οι οπαδοί της ομάδας δεν είδαν με καλό μάτι τον ερχομό ενός παίκτη από τη μισητή Γιουβέντους, που ταυτόχρονα ήταν και δηλωμένος οπαδός της Ρόμα, και η υποδοχή τους μόνο ένθερμη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Ο ντι Λίβιο όμως κατάφερε να ανατρέψει σύντομα το εις βάρος του κλίμα κάνοντας αυτό που ξέρει καλύτερα απ’όλα: Δίνοντας τα πάντα στο γήπεδο και τιμώντας στο ακέραιο το μισθό και τη φανέλα που φοράει. Με τον ντι Λίβιο βασικό, οι ‘βιόλα’ έκαναν μια εξαιρετική πορεία το 1999 στο Τσάμπιονς Λιγκ, κερδίζοντας την Άρσεναλ μέσα στο Γουέμπλει και τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Αρτέμιο Φράνκι, και πανηγύρισαν το 2001 το κύπελλο Ιταλίας, απέναντι στην πολύ ισχυρή τότε Πάρμα. Και τότε ξεκίνησε η κατρακύλα…
Τα οικονομικά προβλήματα και τα σκάνδαλα που αντιμετώπιζε ο ιδιοκτήτης της ομάδας, Τσέκι Γκόρι, άρχισαν να επηρεάζουν και τον σύλλογο, ειδικά από την στιγμή που ο Γκόρι χρησιμοποίησε τα λεφτά από τη μεταγραφή του Μπατιστούτα στη Ρόμα, για να σώσει μια άλλη επιχείρηση του. Η σεζόν 2001-02 αποδείχτηκε καταστροφική. Τα χρέη έπνιξαν πρώτα τον ιδιοκτήτη και μετά την ομάδα, οι παίκτες έπαιζαν απλήρωτοι για μήνες και η Φιορεντίνα τέλειωσε τη σεζόν κάτω από τη ζώνη του υποβιβασμού. Όλοι πλέον είχαν καταλάβει πως ο υποβιβασμός αυτός ήταν η αρχή του τέλους.
Εκείνο το καλοκαίρι ο Γκόρι σήκωσε οριστικά τα χέρια ψηλά, αφού αδυνατούσε να καλύψει ακόμα και το ποσό που χρειαζόταν για να πάρει η ομάδα άδεια συμμετοχής στη 2η κατηγορία. Ο επίλογος γράφτηκε λίγες εβδομάδες μετά, όταν και η Φιορεντίνα διαλύθηκε επίσημα. Κάπου εδώ ουσιαστικά τελείωσε και η επαγγελματική καριέρα του Άντζελο ντι Λίβιο. Όσα ακολούθησαν μετά δεν έχουν καμία σχέση με επαγγελματισμό, τυπικότητες, μισθούς και συμβόλαια.
Λίγες μόλις μέρες μετά την διάλυση της ομάδας, οι οπαδοί και οι άνθρωποι της πόλης με την υποστήριξη του ντόπιου επιχειρηματία Ντιέγκο Ντέλα Βάλε έφτιαξαν μια νέα ομάδα, με το όνομα Φιορεντίνα Βιόλα. Εκτός από διαφορετικό όνομα, ο νέος σύλλογος είχε επίσης άλλο σήμα και άλλα χρώματα, αφού αρχικά δεν του επιτράπηκε να χρησιμοποιήσει τα μοβ που θα τον συνέδεαν άμεσα με την χρεοκοπημένη Φιορεντίνα. Το βασικότερο όμως όλων είναι ότι είχε την υποστήριξη και την αγάπη του κόσμου που πίστεψε στην επανεκκίνηση που γινόταν (τα διαρκείας πλησίασαν τα 15.000!). Τι δεν είχε; Παίκτες.
Όταν η παλιά Φιορεντίνα ‘πέθανε’, όλοι οι ποδοσφαιριστές της έμειναν αυτόματα ελεύθεροι. Παρά τις προσπάθειες των ανθρώπων της ομάδας να τους πείσουν να περιμένουν λίγο καιρό, μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο με την ίδρυση της νέας ομάδας, κανένας δεν δέχτηκε να το κάνει. Η προοπτική του να βρεθείς από το Καμπιονάτο στην 4η κατηγορία της Ιταλίας άλλωστε δεν είναι και ιδιαίτερα θελκτική, ειδικά με μια ομάδα που σου χρωστάει λεφτά από την τελευταία αποτυχημένη σεζόν της. Όλοι είπαν αντίο και μετακινήθηκαν σε άλλες ομάδες. Όλοι εκτός από έναν.
Ο Άντζελο ντι Λίβιο, ο τελευταίος αρχηγός της παλιάς Φιορεντίνα, αυτός που όλη τη χρονιά αποτελούσε το συνδετικό κρίκο μεταξύ παικτών και οπαδών και παικτών και διοίκησης, όταν αυτή υποσχόταν πως κάποια στιγμή θα καταβληθούν οι μισθοί, αυτός που κάποτε ήταν ένας “από τους άλλους” για τους οπαδούς της Φιορεντίνα, αποφάσισε να μείνει. “Δεν θέλω να με θυμούνται ως ο αρχηγός μιας ομάδας που υποβιβάστηκε και μετά χρεοκόπησε” ήταν μια από τις πρώτες του δηλώσεις.
Στα 36 του χρόνια, έχοντας παίξει λίγες εβδομάδες πριν στο Μουντιάλ της Ν. Κορέας με τη φανέλα της εθνικής Ιταλίας και ενώ είχε αξιόλογες προτάσεις για ένα καλό τελευταίο συμβόλαιο (ανάμεσα στις ομάδες που τον προσέγγισαν ήταν η Τορίνο αλλά και η Φούλαμ), ο ντι Λίβιο πήρε μια πολύ δύσκολη απόφαση από αυτές που ναι μεν πονάνε την τσέπη αλλά μπορεί και να σε μετατρέψουν σε θρύλο. Δέχτηκε να γίνει ο πρώτος αρχηγός της Φιορεντίνα Βιόλα, υπέγραψε συμβόλαιο με το νέο σύλλογο δεχόμενος περικοπή 90% στις αποδοχές του και έγινε η σημαία, γύρω από την οποία χτίστηκε από την αρχή η Φιορεντίνα.
Μετά τις υπογραφές δήλωσε: “Η πόλη μου έχει δείξει τέτοια στοργή που αποφάσισα πως για να την ανταποδώσω πρέπει να παραμείνω στη Φλωρεντία. Δεν ήθελα να της γυρίσω την πλάτη. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν τόσο δύσκολη απόφαση όσο φαίνεται. Στη ζωή υπάρχουν αξίες που είναι πιο σημαντικές από τα λεφτά. Ελπίζω τώρα πως η γυναίκα μου θα είναι χαρούμενη, γιατί μου είχε πει ότι πρέπει να μείνω εδώ, πως το χρωστάω στην πόλη και στους οπαδούς και πως πρέπει να παλέψω γι’αυτούς”.
Με μια τελείως απροσδόκητη τροπή, το ‘στρατιωτάκι’ της Γιουβέντους είχε γίνει ο νέος ηγέτης της Φιορεντίνα. Ο παίκτης που πριν δυο μήνες έπαιζε στη φάση των 16 ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου, έβγαινε πρώτος στον αγωνιστικό χώρο των γηπέδων της 4ης κατηγορίας της Ιταλίας για να αντιμετωπίσει ομάδες όπως η Σαντζιοβανέσε, η Σαβόνα και η Σαν Μαρίνο Κάλτσιο. Πίσω του ακολουθούσαν κυρίως αμούστακα παιδιά και άγνωστοι παίκτες δεύτερης διαλογής που αποκτήθηκαν κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, λίγο πριν το πρώτο επίσημο παιχνίδι. “Ένιωθα σαν να είμαι ο μεγάλος αδερφός αυτών των παιδιών” θυμάται ο ίδιος.
Με την ώθηση των οπαδών της που στήριξαν την προσπάθεια από την πρώτη μέρα, αρχικά με την αγορά διαρκείας και μετά με την συνεχόμενη παρουσία τους στις κερκίδες (εκείνη τη σεζόν εννοείται πως έσπασαν όλα τα σχετικά ρεκόρ της 4ης κατηγορίας), η Φιορεντίνα ξεπέρασε γρήγορα το αρχικό μούδιασμα και τα πρώτα στραβά αποτελέσματα και στο τέλος κέρδισε εύκολα την άνοδο.
Το καλοκαίρι που ακολούθησε ήταν γεμάτο καλές ειδήσεις. Αρχικά ο Ντέλα Βάλε κατάφερε να ανακτήσει το όνομα της παλιάς Φιορεντίνα, μαζί με το δικαίωμα να φορέσει ξανά η ομάδα τις παραδοσιακές μοβ φανέλες. Στη συνέχεια ένα μπάχαλο που προέκυψε στην 2η κατηγορία, το οποίο και ονομάστηκε ‘Υπόθεση Κατάνια’, οδήγησε στην έκτακτη αναδιάρθρωση της. Μέσα σε λίγες ημέρες, οι ομάδες από 20 έγιναν 24 αλλά το πιο παράξενο δεν ήταν αυτό. Μια από τις κερδισμένες ομάδες αυτής της αλλαγής ήταν η… Φιορεντίνα! Με μια απόφαση-σκάνδαλο, που ουσιαστικά ποτέ δεν εξηγήθηκε πειστικά (η αρκετά γραφική επίσημη δικαιολογία έλεγε “εξαιτίας των αθλητικών αξιών που αντιπροσωπεύει η ομάδα”), η ιταλική ομοσπονδία επέλεξε και έστειλε τους ‘βιόλα’ απ’ευθείας στη Serie B, προσπερνώντας το… εμπόδιο της 3ης κατηγορίας!
Η ομάδα της Φλωρεντίας δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Παρ’ ότι προετοιμαζόταν για να συμμετέχει σε μια χαμηλότερη κατηγορία, με πολύ μικρότερες απαιτήσεις, η Φιορεντίνα ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο τρόπο στην νέα πρόκληση. Με μπροστάρη τον ακούραστο Άντζελο ντι Λίβιο, που στα 37 του έπαιξε 43 παιχνίδια (!), οι ‘βιόλα’ τερμάτισαν 6οι, κερδίζοντας μια θέση στα πλέι οφ ανόδου. Εκεί αντιμετώπισαν την 15η της Serie A, Περούτζια, και με μια νίκη εκτός και μια ισοπαλία εντός, πανηγύρισαν την πολυπόθητη επιστροφή τους εκεί που πραγματικά ανήκουν.
Στα 38 του ο ντι Λίβιο είχε ολοκληρώσει τη μετατροπή του σε θρύλο, αφού δεν είχε απλά παραμείνει για να παίξει στα χωράφια της επαρχίας αλλά κατάφερε και να προλάβει την επιστροφή της ομάδας στα μεγάλα σαλόνια. Η τελευταία σεζόν της καριέρας του θα τον έβρισκε εκεί που έπρεπε: Στο Καμπιονάτο. Παρά τον ενθουσιασμό της επιστροφής, η Φιορεντίνα ζορίστηκε στην πρώτη της χρονιά στη Serie A, μένοντας χαμηλά στη βαθμολογία μέχρι το τέλος. Η παραμονή της ομάδας κρίθηκε στην τελευταία αγωνιστική στον εντός έδρας αγώνα απέναντι στη Μπρέσια.
Σε ένα κατάμεστο και γεμάτο άγχος Αρτέμιο Φράνκι, ο ντι Λίβιο έδωσε την τελευταία σπουδαία παράσταση της καριέρας του. Η Φιορεντίνα επικράτησε άνετα με 3-0, με τον αρχηγό της να έχει συμμετοχή στα δυο από τα τρία γκολ. Τρία λεπτά πριν από το τέλος του αγώνα, ο προπονητής του τον απέσυρε επίτηδες. Όλο το γήπεδο σηκώθηκε όρθιο και τον αποθέωσε. Ο Άντζελο ντι Λίβιο έβγαλε το περιβραχιόνιο του αρχηγού, το έδωσε σε έναν νεότερο και έκανε το γύρο του γηπέδου ανταποδίδοντας το χειροκρότημα, με ένα κασκόλ της Φιορεντίνα περασμένο στο λαιμό. Ένα τεράστιο πανό στο πέταλο έγραφε: “Ευχαριστούμε αρχηγέ. Θα είσαι για πάντα ένας από εμάς”