Κάθε καλοκαίρι περίπου 3 εκατομμύρια τουρίστες επισκέπτονται την Γκραν Κανάρια, το τρίτο μεγαλύτερο νησί του αρχιπελάγους των Καναρίων Νήσων που ανήκει μεν στην Ισπανία, αλλά βρίσκεται γεωγραφικά στη βορειοδυτική Αφρική. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς δεν επισκέπτονται το Αργκινεγκίν στα νότια του νησιού, καθώς είναι ένα όχι ιδιαίτερα τουριστικό μέρος (με εξαίρεση τους πολλούς Νορβηγούς που ξεχειμωνιάζουν εκεί), μία μικρή πόλη που έχει ως βασική της ασχολία το ψάρεμα. Αν κάποιος όμως βρεθεί εκεί και περνάει από τα σπίτια κοντά στο λιμάνι, μπορεί να πετύχει μια γνωστή φάτσα να κάνει παρέα σε μια ηλικιωμένη γυναίκα σε ένα τριόροφο σπίτι.
Η κυρία Αντωνία είναι η γιαγιά του Νταβίντ Σίλβα και τον έβλεπε από τόσο δα παιδάκι να παίζει ποδόσφαιρο στο διπλανό στενάκι με… πατάτες και πορτοκάλια αντί για μπάλα. Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια, ο Νταβίντ κέρδισε κύπελλο στην Ισπανία, πρωταθλήματα και κύπελλα στην Αγγλία, Euro, Μουντιάλ και ένα σωρό ατομικούς τίτλους, αλλά κάθε καλοκαίρι γυρίζει εκεί. Μπορεί να είναι “πρεσβευτής” μιας μεγάλης εταιρείας με ξενοδοχεία διαφημίζοντας τις πανάκριβες σουίτες της, αλλά αυτός επιστρέφει στο σπίτι της γιαγιάς. “Μεγάλωσα μαζί της και προσπαθώ κάθε χρόνο να περνάω όσες περισσότερες μέρες μπορώ μαζί της” δηλώνει. Οι κάτοικοι δεν τον αντιμετωπίζουν ως έναν σταρ, αλλά ως ένα δικό τους παιδί κι αυτός, που βάζει πάνω από όλα στη ζωή την οικογένεια και την ηρεμία του, το απολαμβάνει.
Ο Νταβίντ Σίλβα δεν είναι ο μοναδικός διάσημος της μικρής πόλης, η ποδοσφαιρομάνα του Αργκινεγκίν έχει βγάλει και τον σπουδαίο Χουάν Κάρλος Βαλερόν. Ο πατέρας του Σίλβα ήταν ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής και δημοτικός αστυνομικός και η μητέρα του είναι ιαπωνικής καταγωγής, νοικοκυρά. Μια απλή οικογένεια, που έβλεπε τον Σίλβα από τα 3 του να κλωτσάει μια μπάλα (αφού μην αντέχοντας τις απώλειες των φρούτων του αγόρασαν) και αργότερα να πηγαίνει σε έναν τοπικό σύλλογο, εκεί που αρχικά ήταν τερματοφύλακας, μέχρι να παίξει ως εξτρέμ. Το ταλέντο του πέρασε τη θάλασσα και ταξίδεψε στη Βαλένθια (αλλά και στη Μαδρίτη, με τη Ρεάλ τελικά να τον απορρίπτει).
Ο Σίλβα άφησε πίσω ένα σπίτι με γονείς, γιαγιάδες, ξαδέρφια, θείους και θείες στο οποίο είχε μάθει να ζει και πήγε στο Μεστάγια μόλις στα 14 του. “Πολλές φορές με έπαιρνε στις 8 το πρωί τηλέφωνο. Μου έλεγε ότι είναι καλά, έκανε ότι όλα ήταν εντάξει, αλλά δεν μπορείς να ξεγελάσεις τη γιαγιά. Ήξερα ότι ήταν στενοχωρημένος. Αλλά ο Νταβίντ ήταν πάντα έτσι. Δεν μιλάει πολύ, είναι συνεσταλμένος“, θυμάται η γιαγιά Αντωνία. Ο πιτσιρικάς όμως ήταν πάντα μαχητής και δεν το έβαλε κάτω. Στα 5 του ήταν ήταν ball boy στο γήπεδο του χωριού του και έσπασε το χέρι του. Δεν ήθελε όμως με τίποτα να χάσει τη θέση του και συνέχισε, με το ένα χέρι στον γύψο, να μαζεύει τις μπάλες.
Η υπομονή, η δουλειά του και φυσικά το ταλέντο του ανταμείφθηκαν. Ανέβηκε σιγά σιγά, έφτασε μέχρι τη 2η ομάδα της Βαλένθια, έκανε το αγροτικό του σε Έιμπαρ και Θέλτα, έφτασε στις μικρές εθνικές της Ισπανίας και τελικά στην πρώτη ομάδα της Βαλένθια. Κατάφερε να φέρει και τους γονείς του στη Βαλένθια και έτσι η οικογένεια ξαναβρέθηκε (έστω χωρίς τη γιαγιά και τα ξαδέρφια), με τον πατέρα του να πιάνει δουλειά ως υπεύθυνος ασφαλείας στο Μεστάγια.
Στα 20 του άρπαξε την ευκαιρία και για τέσσερις σεζόν ήταν σταθερά από τους καλύτερους παίκτες της Βαλένθια. Ταχύτητα, τεχνική, γκολ, η ικανότητα να αλλάζει κατεύθυνση, αλλά κυρίως μυαλό και πάσες. Ένας παίκτης που έδειχνε τρομερή ωριμότητα και ικανότητα να διαβάζει το παιχνίδι. Οι εμφανίσεις του τον έφεραν και στην εθνική και ήταν μέλος μιας φουρνιάς που σάρωσε τα πάντα στο διάβα της. Το όνομά του ήδη ακουγόταν για πολλούς ευρωπαϊκούς συλλόγους, η Βαλένθια ανανέωσε το συμβόλαιό του, και τελικά η Σίτι τον αγοράζει το καλοκαίρι του 2010 με ένα ποσό που με τα τωρινά δεδομένα ακούγεται κωμικό.
Για πολλούς, μεταξύ αυτών κι εγώ, η επιλογή της Αγγλίας και της Σίτι δεν ήταν η καλύτερη. Ο Νταβίντ Σίλβα δεν έδειχνε σωματικά έτοιμος για το αγγλικό πρωτάθλημα και η Σίτι φαινόταν τότε να είναι απλά ένας σύλλογος με μεγάλο πορτοφόλι. Ευτυχώς διαψευστήκαμε (μαζί μας κι ο Πεπ που εκμυστηρεύτηκε πρόσφατα ότι πίστευε πως ο Σίλβα θα υπέφερε στην Αγγλία). Ο Σίλβα από την πρώτη του σεζόν στην Αγγλία φρόντισε να ξεχωρίσει και να αγαπηθεί από τον κόσμο. Και φυσικά από όλους τους προπονητές του. Από τον Μαντσίνι και τον Πελεγκρίνι, μέχρι τον Γκουαρδιόλα. Στη 2η μόλις σεζόν του κατέκτησε το πρωτάθλημα, μπήκε στην καλύτερη 11αδα της Πρέμιερ Λιγκ και κατέκτησε την πρώτη θέση στις ασίστ με 15. Κυρίως όμως, έδειξε ότι έχει τον απαραίτητο τσαμπουκά, τη δύναμη να τα βάζει με πολύ σκληρότερους αντιπάλους, τη θέληση να τα καταφέρνει πάντα, ένας γεννημένος νικητής που κουβαλάει στις πλάτες την ομάδα χωρίς φωνές, χωρίς να κάνει σόου.
Φτάνοντας στο ματς της Μάντσεστερ Σίτι με τη Σαχτάρ ο Νταβίντ Σίλβα έχει ξεπεράσει πλέον τις 400 εμφανίσεις με τη φανέλα των πρωταθλητών Αγγλίας, στην τελευταία του χρονιά στο νησί. Στα 33 του μόνο με παλαίμαχος δεν μοιάζει, έχοντας ήδη 4 ασίστ στο πρωτάθλημα και συνεχίζοντας να προσφέρει αθόρυβα όλα αυτά που δίνει εδώ και χρόνια στο παιχνίδι της Σίτι. Έχει πιάσει πλέον τις 134 ασίστ με τη φανέλα της Σίτι και είναι εντυπωσιακό ότι μετά το 2011-12 δεν ξαναβγήκε πρώτος στις ασίστ στο πρωτάθλημα. Η διαφορά είναι όμως ότι οι υπόλοιποι νικητές είτε έχουν γίνει αντικείμενο χλεύης (όπως ο Οζίλ), είτε μας έχουν κάνει σχεδόν να τους ξεχάσουμε (όπως ο Φάμπρεγκας). Αντίθετα, ο Νταβίντ Σίλβα με μοναδική σταθερότητα συνεχίζει να μοιράζει γκολ. Από το 2010, είναι ο άνθρωπος που έχει δημιουργήσει τις περισσότερες ευκαιρίες στο πρωτάθλημα και που έχει πανηγυρίσει τις περισσότερες νίκες. Την ίδια στιγμή, έχει κερδίσει τα πάντα με την Ισπανία και παρ’ ότι είναι κατά κύριο λόγο δημιουργός, έχει ένα στατιστικό που λίγοι θα φαντάζονταν. Είναι ο 4ος σκόρερ όλων των εποχών για την Ισπανία, πίσω μόνο από Βίγια, Ραούλ και Τόρες.
Ο Σίλβα γεμίζει με σιγουριά προπονητές, συμπαίκτες, φιλάθλους. Με αυτόν μέσα γνωρίζεις ότι οι πιθανότητές σου για κάτι καλό αυξάνονται γεωμετρικά. Ο μικρός μάγος άντεξε τα σκληρά τάκλιν, τα ατελείωτα χιλιόμετρα και τον τεράστιο ανταγωνισμό. Και είναι από τους πιο αδικημένους παίκτες σε αναγνώριση. Ίσως γιατί πήγε σε μια ομάδα που πάντα έχει ένα σωρό φίρμες, ίσως γιατί ο ίδιος ο χαρακτήρας του είναι τόσο ταπεινός που δεν νοιάζει για κάτι περισσότερο. Δεν τον απασχολούν τα κλαμπ, η καλή ζωή, τα πολλά πανάκριβα αυτοκίνητα. Τα καλοκαίρια του στην πατρίδα, δίπλα στη γιαγιά και τους συγγενείς, πηγαίνει στο γυμναστήριο και προετοιμάζεται για την επόμενη σεζόν. Συνήθως το “ταπεινός εργάτης” το λέμε στο ποδόσφαιρο για κάποιον άμπαλο αμυντικό χαφ, αλλά στην περίπτωση του Νταβίντ Σίλβα είναι εντυπωσιακό ότι ταιριάζει σε έναν ποδοσφαιριστή με μοναδική επιθετική προσφορά και ποιότητα.
Αρχηγός πλέον της Σίτι, έχει σε αυτά τα 400 παιχνίδια πολύ λίγα που ήταν “κακά”. Και ένας από τους πιο συμπαθείς τύπους που κυκλοφορούν εκεί έξω. Λιγότερο… χαβαλές από τον Σάντι Καθόρλα (ο Σάντι προ καιρού δήλωσε ότι οι τρεις ποδοσφαιριστές που του έστελναν καθημερινά μηνύματα όσο περνούσε το γολγοθά του ήταν ο Ινιέστα, ο Βίγια κι ο Σίλβα), αλλά ένας μαχητής κι αυτός. Πέρασε το προσωπικό του δράμα με την πρόωρη γέννηση του παιδιού του που έδινε για καιρό αγώνα να κρατηθεί στη ζωή. Το έζησε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, πάντα προσπαθώντας να βοηθάει και την ομάδα του. Δίνει σπάνια συνεντεύξεις, σχεδόν γέλασε όταν του είπαν να γράψει βιβλίο για τη ζωή του και γι’ αυτό ίσως πολλοί να τον ξεχάσουν όταν αποχωρήσει από τη Σίτι. Η αλήθεια είναι όμως, ότι ο Σίλβα είναι ένας από τους σημαντικότερους ποδοσφαιριστές που έχουμε δει τις τελευταίες δεκαετίες.