Από τη φυλακή, στον πάγκο της Α’ εθνικής: Η δεύτερη ευκαιρία του Ντέιβιντ Μάρτιντεϊλ

Το Μπαρλίνι τρομάζει τους Σκωτσέζους και τους δημιουργεί δυσάρεστα συναισθήματα. Χτισμένο το 1882 στη βορειοανατολική Γλασκώβη, το Μπαρλίνι είναι η μεγαλύτερη φυλακή στη χώρα και κατά πολλούς μια κόλαση. Όταν χτίστηκε πριν από σχεδόν 1,5 αιώνα, τα άρθρα της εποχής έγραφαν για την ανοιχτόχρωμη πέτρα της που λάμπει από τον ήλιο, ενώ αποτελούσε πρωτοποριακό σωφρονιστικό ίδρυμα, καθώς υπήρχαν μαθήματα για τους κρατούμενους και ξεχωριστά κελιά. Σήμερα, πρόκειται για μια από τις πιο διαβόητες φυλακές, με καθημερινά εγκλήματα να συμβαίνουν ανάμεσα στους πάνω από 1.000 κρατούμενους, μια υπερκορεσμένη φυλακή που υποτίθεται ότι τα επόμενα χρόνια θα κλείσει. Το Μπαρλίνι ή Bar-L για τους κρατούμενους, έχει φιλοξενήσει τον βομβιστή του Λόκερμπι, τον Λίβυο αλ-Μεγκράχι, καταδικασμένο για 270 φόνους στην βομβιστική επίθεση της πτήσης Pan Am 103 το 1988, serial killers και φυσικά τον Ντάνκαν Φέργκιουσον, τον θρύλο της Έβερτον. Ο Φέργκιουσον όμως δεν είναι ο μοναδικός άνθρωπος του ποδοσφαίρου που πέρασε από εκεί. Ο σημερινός μας πρωταγωνιστής έχει θητεύσει στο Μπαρλίνι και μάλιστα χωρίς να είναι κάποιο αστέρι του ποδοσφαίρου, ούτε για κάποιο “πταίσμα”, όπως ο Μπιγκ Ντανκ.

Ο Ντέιβιντ Μάρτιντεϊλ μεγάλωσε στη Γλασκώβη. Έπαιξε μπάλα στους μικρούς των Ρέιντζερς και της Μάδεργουελ, αλλά το ποδόσφαιρο δεν τον τραβούσε ιδιαίτερα, δεν αφοσιωνόταν σε αυτό. «Μεγάλωσα στις εργατικές κατοικίες. Εκεί το όνειρό σου είναι να γίνεις αυτός που θα οδηγήσει την BMW ή το Range Rover. Όχι ο τύπος που θα αλλάζει δουλειές για να μπορέσει να πληρώσει το νοίκι», λέει σε συνέντευξή του στον Guardian πριν λίγους μήνες (οι συνεντεύξεις του είναι αρκετές, αλλά όλες ενδιαφέρουσες). Μετά από έναν σοβαρό τραυματισμό, παίζοντας μπάλα με φίλους, η Ρέιντζερς τον άφησε να φύγει κι ο Ντέιβιντ έπαιξε σε κάποιες μικρές ομάδες. Το ποδόσφαιρο όμως δεν θα του έφερνε χρήματα και έτσι ασχολήθηκε με άλλα πράγματα. Ανοίγοντας παμπ και μπαρ. Αυτή ήταν η ζωή του, μέχρι που μια φωτιά σε ένα δικό του μπαρ έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Το μπαρ δεν είχε ασφάλεια και ο Μάρτιντεϊλ βρέθηκε να χρειάζεται 60.000 λίρες για τις ζημιές.

Η φυλακή Μπαρλίνι

Κάπως έτσι, ο Μάρτιντεϊλ μπήκε στον κόσμο του εγκλήματος και συγκεκριμένα στο εμπόριο ναρκωτικών. Ο ίδιος δεν διστάζει να το παραδεχτεί. Σε ερώτηση “αν έμπλεξε με κακές παρέες”, η απάντηση είναι απλή: «Δεν θα κάτσω να πω ψέματα. Εγώ ήμουν η κακή παρέα». Ο Ντέιβιντ βρήκε τα χρήματα που χρειαζόταν από τον Άλεξ Ντόνολι, έναν από τους πιο διαβόητους εμπόρους ναρκωτικών στη Γλασκώβη. Ο Ντόνολι, πρώην ταξιτζής, συνελήφθη πρώτη φορά το 1996 για ηρωίνη, αλλά βγαίνοντας από τη φυλακή δεν άλλαξε επάγγελμα. O Μάρτιντεϊλ δεν δανείστηκε απλώς τα χρήματα, αλλά μπήκε στην εγκληματική οργάνωση του Ντόνολι και γρήγορα ανέβηκε στην ιεραρχία. Μαζί αγόρασαν μια σειρά από μπαρ και συνεργάζονταν. Μέχρι που μετά από μυστική επιχείρηση της αστυνομίας συνελήφθησαν το 2004. Ο Μάρτιντεϊλ κατηγορήθηκε ότι ήταν το νούμερο 2, το “δεξί χέρι” του Ντόνολι, αυτός που κανόνιζε τα ραντεβού με τα “βαποράκια” και οργάνωνε την παρασκευή των ναρκωτικών σε ένα διαμέρισμα στη Γλασκώβη.

Η σύλληψη έγινε ακριβώς πριν το Πάσχα και, λόγω της περιόδου, ο Μάρτιντεϊλ έμεινε στο τμήμα για αρκετές ημέρες μέχρι να δώσει την εγγύηση και να βγει. «Εκείνες τις ημέρες μέσα στο κελί ήταν που κατάλαβα ότι έπιασα πάτο. Κατάλαβα πόσο απογοήτευσα την οικογένεια μου και αποφάσισα να αλλάξω ενεργά τη ζωή μου». Όταν έφτασε η ώρα της δίκης, το 2006, ο Ντέιβιντ παραδέχτηκε την ενοχή του και καταδικάστηκε σε 6 χρόνια για εμπόριο ναρκωτικών και ξέπλυμα χρήματος, ενώ το αφεντικό του σε 10. Κάπως έτσι βρέθηκε στη φυλακή του Μπαρλίνι. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, η απόφασή του για μια νέα ζωή δεν άλλαξε. Ο Μάρτιντεϊλ ολοκλήρωσε τις σπουδές του και πήρε το πτυχίο του αφότου αποφυλακίστηκε το 2010. Η τότε σύντροφός του, έμεινε δίπλα του και, μετά την αποφυλάκισή, το ζευγάρι παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη. Πέρα από το πτυχίο του στη “διαχείριση κατασκευών”, ο Ντέιβιντ αποφάσισε να ασχοληθεί εκ νέου με το ποδόσφαιρο. Έκανε τα χαρτιά του για να πάρει δίπλωμα προπονητή, αλλά τέσσερις ημέρες αφού ξεκίνησαν τα μαθήματα, η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Σκωτίας του ζήτησε να αποχωρήσει, εξαιτίας της πρότερου ανέντιμου βίου του. Αυτός δεν το έβαλε κάτω. Πήγε στη Βόρεια Ιρλανδία και έκανε εκεί τα μαθήματα προπονητικής, παίρνοντας το δίπλωμα. Επέστρεψε, βρήκε δουλειά και παράλληλα άρχισε να δουλεύει σε μια ομάδα νέων, την Μπρόξμπερν Αθλέτικ. Μέσω γνωστών κατάφερε και βρέθηκε να πηγαίνει εθελοντικά στη Λίβινγκστον, δυο πρωινά την εβδομάδα. Αρχικά δεν έκανε τίποτα το ιδιαίτερο. Μάζευε τους κώνους και τις μπάλες, πριν επιστρέψει στη δουλειά του, έφτιαχνε τις καρέκλες στην αίθουσα τύπου και κανόνιζε για την αλλαγή πατώματος. Περισσότερο ήταν επιστάτης, παρά προπονητής. Σιγά σιγά όμως άρχισε να συμμετέχει όλο και περισσότερο στο ποδοσφαιρικό κομμάτι και εντυπωσίασε τους ανθρώπους ενός από τους πιο φτωχούς συλλόγους στην Σκωτία. Ξεκίνησε πλέον να βρίσκεται στο προπονητικό προσωπικό.

Συνάντησε και πάλι εμπόδια όμως, καθώς υπήρχαν αντιδράσεις. Οργανώσεις κατά των ναρκωτικών άσκησαν κριτική στη Λίβινγκστον, λέγοντας ότι η παρουσία του Μάρτιντεϊλ κοντά σε μικρά παιδιά είναι δείγμα ανευθυνότητας και αποτελεί κακό παράδειγμα. Η Λίβινγκστον που είχε ήδη κάνει “‘έλεγχο” στον Μάρτιντεϊλ, δεν άλλαξε απόφαση και τον κράτησε. Ο Ντέιβιντ αναβαθμίστηκε στην ομάδα με την εργατικότητά του, αλλά και το κοφτερό του μάτι στο σκάουτινγκ και έφτασε το 2016 να γίνει ο βοηθός του προπονητή Ντέιβιντ Χόπκιν. Η ομάδα ήταν ήδη σε κακή κατάσταση (οικονομικά και αγωνιστικά) και δεν μπόρεσε να σώσει τη χρονιά, πέφτοντας στη Γ’ εθνική.  Το 2016-17 όμως πήρε το πρωτάθλημα της Γ’ και ανέβηκε αμέσως στη Β’ εθνική. Έκανε εξαιρετική πορεία, έφτασε στα μπαράζ ανόδου και τα κατάφερε, ανεβαίνοντας στην Πρέμιερ Λιγκ της Σκωτίας για πρώτη φορά από το 2006. Ο Ντέιβιντ ήταν μια μορφή, δίπλα στον πάγκο, με τη φωνή του να ξεχωρίζει και είχε φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο του ποδοσφαίρου της χώρας, έστω και ως βοηθός προπονητή. Ο Χόπκιν αποφάσισε να αποχωρήσει από τον σύλλογο κι ο Μάρτιντεϊλ έγινε προσωρινά πρώτος προπονητής για λίγες ημέρες. Η ομάδα τού πρότεινε να αναλάβει μόνιμα, αλλά αυτός αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν θέλει να ντροπιάσει τον σύλλογο, παρά την εκτίμηση από κόσμο και παίκτες.

Με νέο κόουτς τον Γκάρι Χολτ, η Λίβινγκστον όχι μόνο δεν υποβιβάστηκε, αλλά κατάφερε να πάρει μια 9η και μια 5η θέση. Μέχρι που τον Νοέμβριο του 2020, ο Χολτ παραιτήθηκε μετά από σερί κακών αποτελεσμάτων. Ο Μάρτιντεϊλ κλήθηκε σαν καλός στρατιώτης και αυτή τη φορά δεν είπε όχι. Ανέλαβε προσωρινά την ομάδα. “Αυτή τη φορά νιώθω έτοιμος και πιο ικανός. Έχω μια εμπειρία 2,5 ετών από την Πρέμιερ”, είπε. Η Λίβινγκστον ήταν μόλις έναν βαθμό πάνω από τη γραμμή του υποβιβασμού. Ο πρώην έμπορος ναρκωτικών και “άνθρωπος της νύχτας” αναλάμβανε την ομάδα “προσωρινά”, αλλά χωρίς η διοίκηση να βιάζεται να βρει αντικαταστάτη. Και όπως αποδείχτηκε, έκανε καλά. Ο Μάρτιντεϊλ ξεκίνησε με ένα εντυπωσιακό 4/4 και ανακοινώθηκε ως ο μόνιμος προπονητής της ομάδας.

Απολαμβάνει κάτι που πριν μερικά χρόνια μέσα στα κελιά της πιο σκληρής φυλακής της Σκωτίας θα ήταν απατηλό όνειρο. «Υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται στη φυλακή γιατί έχουν τρία γεύματα την ημέρα, μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους, ένα κρεβάτι και ένα ντους. Γνώρισα πολλούς ανθρώπους, παγιδευμένους σε έναν κύκλο. Βλέπεις έναν ισοβίτη να βγαίνει μετά από 25 χρόνια. Λίγους μήνες μετά είναι ξανά μέσα, επειδή έσπασε ένα παράθυρο αυτοκινήτου. Κάνουν τα πάντα για να βρεθούν ξανά σε ένα κελί, εκεί που ξέρουν τι να περιμένουν. Μπαίνουν μέσα άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα και βγαίνουν ξανά με τίποτα. Είδα ανθρώπους που δεν ήθελαν να φύγουν από κλειστές φυλακές γιατί δεν είχαν να μείνουν έξω πουθενά». Ο Μάρτιντεϊλ κατάφερε και βγήκε από αυτόν τον κύκλο. Είχε ανθρώπους που τον στήριξαν, είχε κάπου να πάει (παρά το γεγονός ότι κλήθηκε να επιστρέψει 167.000  λίρες που κρίθηκε ότι είχε βγάλει από το εμπόριο ναρκωτικών), είχε το κουράγιο να τα καταφέρει.

Το τελευταίο εμπόδιο ήταν να πάρει την έγκριση από την Π.Ο. της χώρας για να κάτσει ως πρώτος προπονητής. “Κρίνετέ με, με βάση ποιος είμαι τώρα”, ζήτησε ο Μάρτιντεϊλ, λέγοντας ότι θα είναι μια θετική εξέλιξη για την αξία του σωφρονισμού. Τον περασμένο Ιανουάριο η έγκριση ήρθε κι η Ομοσπονδία που πριν μερικά χρόνια δεν τον άφησε να πάρει δίπλωμα προπονητή και παραλίγο να του κόψει αυτή τη μαγική εξέλιξη, έδωσε το ΟΚ. Η Λίβινγκστον έκανε εξαιρετική πορεία για τα δεδομένα της και έφτασε μέχρι τον τελικό του Λιγκ Καπ, εκεί που έχασε από την Σεντ Τζόνστον. Ο ίδιος φοβόταν να αναλάβει αν δεν πήγαινε καλά, θα έπρεπε να αποχωρήσει από την ομάδα και δεν θέλει ποτέ να φύγει από τον σύλλογο που αγαπάει. Προς το παρόν, δεν τίθεται τέτοιο ενδεχόμενο και λίγο πριν το τέλος της φετινής σεζόν στη Σκωτία, όλοι είναι ευχαριστημένοι μαζί του και η ομάδα του έχει σοβαρές ελπίδες για να κερδίσει την έξοδο στην Ευρώπη. Η Λίβινγκστον παίζει αρκετά καλή μπάλα, με πλάνο (πάντα στα δεδομένα της Σκωτίας) και ο Μάρτιντεϊλ κατέκτησε τον τίτλο του προπονητή του μήνα τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο. Από τα παμπ και τη νυχτερινή ζωή, στο έγκλημα και τα ναρκωτικά, στη φυλακή και τώρα στο ποδόσφαιρο. Η ζωή του Μάρτιντεϊλ είναι η απόδειξη ότι υπάρχουν δεύτερες ευκαιρίες, αρκεί να το θέλεις και να υπάρχουν οι σωστές δομές. Το αφεντικό του, ο Άλεξ Ντόνελι, αποφυλακίστηκε περίπου έναν χρόνο μετά τον Μάρτιντεϊλ. Συνελήφθη λίγους μήνες αργότερα ξανά για ναρκωτικά και επέστρεψε στη φυλακή. Ο Μάρτιντεϊλ δεν κρύβεται, δεν κατηγορεί άλλους για τη ζωή του και ξέρει πού βρίσκεται. «Γνωρίζω ότι δεν θα γίνω ποτέ προπονητής στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και ότι θα πρέπει πάντα να σκαρφαλώνω έναν τοίχο εξαιτίας του παρελθόντος μου. Είμαι όμως πολύ χαρούμενος εδώ που βρίσκομαι».