Από το 2010 μέχρι και σήμερα, που συνεχίζει να βρίσκεται στην κορυφή της Πρέμιερ Λιγκ, η Μάντσεστερ Σίτι διανύει την κορυφαία περίοδο της ιστορίας της καθώς έχει καθιερωθεί ως μία υπερδύναμη εντός και εκτός Αγγλίας. Η προηγούμενη φορά που η γαλάζια πλευρά του Μάντσεστερ ζούσε ανάλογες στιγμές, αν και όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό, ήταν 50 χρόνια πίσω, όταν με μπροστάρη έναν ξανθομάλλη κεντρικό μέσο από το Ντάρχαμ είχε στρέψει πάνω της τα βλέμματα του απαιτητικού ποδοσφαιρικού κοινού. Το όνομα του νεαρού ήταν Κόλιν Μπελ. Ένα όνομα που ηχεί, ακόμα και σήμερα, ως η πιο γλυκιά μελωδία στα αυτιά των πραγματικών φίλων της Σίτι και ανήκει στον κορυφαίο ποδοσφαιριστή που αγωνίστηκε φορώντας τη φανέλα των «πολιτών». Όπως έχει πει για τον ίδιο, ο πρώην συμπαίκτης του, και θρύλος της ομάδας, Μάικ Σάμπερμπι: «Ο Μπελ ήταν ο Κέβιν ντε Μπρόινε της δικής μας εποχής». Ένας μοναδικός ποδοσφαιριστής που έκανε τα πάντα εντός του αγωνιστικού χώρου. Ηγετικός και χαρισματικός, την ίδια ώρα που εκτός γηπέδου ήταν ένας ταπεινός και καθημερινός άνθρωπος.
Ο Κόλιν Μπελ γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 1946 και στα 17 του χρόνια θα υπογράψει με την Μπέρι αγωνιζόμενος μαζί της για τρεις σεζόν στη δεύτερη κατηγορία. Ήταν η αρχή του «μύθου» του. Ο προπονητής της Σίτι, Τζο Μέρσερ, θα λατρέψει το αγωνιστικό του στιλ και θα τον φέρει στο Μέιν Ρόουντ το 1966 με το ποσό της μεταγραφής να αγγίζει τις 45.000 λίρες βλέποντας στο πρόσωπό του αυτό ακριβώς που χρειαζόταν η ομάδα του. Νιάτα και ταλέντο. Μόλις τρεις μέρες αργότερα, ο νεαρός θα κάνει το επίσημο ντεμπούτο του, στο 2-1 απέναντι στη Ντέρμπι Κάουντι. Το ταλέντο του σε συνδυασμό με τις εξωπραγματικές του αντοχές θα τον κάνουν αμέσως αναντικατάστατο στον άξονα της ομάδας, με το κοινό να του δίνει το προσωνύμιο Νιζίνκσι από το διάσημο άλογο κούρσας που είχε σαρώσει τα κάθε λογής βραβεία την ίδια περίοδο και που φημιζόταν για την αντοχή του (που με τη σειρά του πήρε το όνομα από τον διάσημο Ρώσο χορευτή). Ο Μπελ ήταν ένας ποδοσφαιριστής πολύ μπροστά από την εποχή του καθώς συνδύαζε την άριστη οργάνωση του παιχνιδιού, ως κεντρικός μέσος που ήταν, ενώ παράλληλα μπορούσε να σκοράρει από κάθε απόσταση και να «σερβίρει» έτοιμα γκολ στους συμπαίκτες του. Το σημαντικότερο, όλα αυτά τα έκανε παίζοντας σε υψηλή ένταση πατώντας σε όλο το γήπεδο. Σε μια εποχή που η στατιστική δεν μετρούσε τις ασίστ, φημολογείται πως είχε πασάρει σχεδόν για τα μισά από τα γκολ που είχαν σκοράρει οι επιθετικοί της Σίτι, κάνοντας ακόμα και τον τεράστιο Σερ Μπομπ Τσάρλτον, μεγάλο αντίπαλό του εκείνα τα χρόνια, να υποκλιθεί μπροστά στο ταλέντο του και να παραδεχτεί ότι ήταν ένας από τους πιο δύσκολους ποδοσφαιριστές που είχε αντιμετωπίσει. Ήταν άλλωστε μια λαμπερή περίοδος για το ποδόσφαιρο του Μάντσεστερ καθώς στην κόκκινη πλευρά υπήρχαν ο Τσάρλτον, ο Μπεστ και ο Κιντ και στη γαλάζια ο Σάμπερμπι, ο Λι και φυσικά ο Μπελ.
Από το 1966, όταν με δικό του γκολ χάρισε στους «πολίτες» το πρωτάθλημα της Δεύτερης Κατηγορίας (και την άνοδο), μέχρι το 1968, όταν η Σίτι κατακτούσε το πρωτάθλημα της Πρώτης Κατηγορίας, σε μία σεζόν που είχε βρει την Γιουνάιτεντ Πρωταθλήτρια Ευρώπης, είχαν περάσει μόλις δύο χρόνια. Ο Μπελ ήταν 22 ετών, είχε προλάβει να γίνει διεθνής και φυσικά, αν και μέσος, να σκοράρει 14 γκολ (σε 35 εμφανίσεις) βοηθώντας τα μέγιστα για το δεύτερο πρωτάθλημα στην ιστορία της ομάδας του, μετά το 1937. Θα ακολουθήσει μια μοναδική πενταετία με το Κύπελλο Αγγλίας του 1969 απέναντι στην Γουέστ Μπρομ, το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης του 1970 απέναντι στην Πολωνική Γκόρνικ Ζάμπρζε, το Λιγκ Καπ απέναντι -και πάλι- στην Γουέστ Μπρομ, σε μια σεζόν που θα τον βρει δικαίως στην αποστολή της Αγγλίας για το Μουντιάλ του Μεξικού. Ήταν η καλύτερη περίοδος της καριέρας του. Μιλάμε για μια περίοδο που στην Αγγλία υπήρχαν ομάδες όπως η Λίβερπουλ του Σάνκλι, η Γιουνάιτεντ του Μπάσμπι, η Λιντς του Ρέβι, η Τότεναμ του Νίκολσον και η Ντέρμπι του Κλαφ, την ίδια ώρα που η Μάντσεστερ Σίτι, με ηγέτη έναν νεαρό μέσο, είχε προκαλέσει τον θαυμασμό σε όλους. Από εκείνη την περίοδο, αν πρέπει αν διαλέξουμε ένα -και μόνο- παιχνίδι για να αναδείξει τη σπουδαιότητα εκείνης της ομάδας, και φυσικά του ίδιου, αυτό δεν είναι άλλο από εκείνο με την Τότεναμ στις 9 Δεκεμβρίου του 1967. Ένα παιχνίδι που έμεινε στην ιστορία ως «Μπαλέτο στον πάγο».
Το χιόνι και ο πάγος είχαν καλύψει τα πάντα στο Μέιν Ρόουντ και οι 36.000 θεατές είχαν αρχίσει να απογοητεύονται καθώς είχε διαρρεύσει ότι το ματς μάλλον θα πήγαινε για αναβολή. Το τοπίο δεν βοηθούσε άλλωστε για να διεξαχθεί ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι ανάμεσα σε δύο τόσο ποιοτικές ομάδες. Τελικά αποφασίστηκε η έναρξη και όσοι είχαν την τύχη να το παρακολουθήσουν έγιναν μάρτυρες μιας επικής μάχης. Ακόμα και σήμερα, το παιχνίδι αυτό θεωρείται ως το καλύτερο που έχει δώσει ποτέ η Σίτι. Είναι από εκείνα που θα βρίσκονται για πάντα στα χείλη των οπαδών της αλλά και όλων όσων λατρεύουν το ποδόσφαιρο και τις ιστορίες που μόνο αυτό ξέρει να δημιουργεί τόσο μοναδικά. Η Τότεναμ μπορεί να άνοιξε το σκορ νωρίς, στο 6ο λεπτό, με τον άνθρωπο-γκολ Τζίμι Γκριβς αλλά το ανελέητο σφυροκόπημα που ακολούθησε από τους «πολίτες», και που οδήγησε στη νίκη με 4-1, ανοίγοντας παράλληλα το δρόμο για το πρωτάθλημα, θα μείνει για πάντα γραμμένο στην ιστορία. Την ώρα που το χιόνι έπεφτε με απίστευτη μανία και οι παίκτες της Τότεναμ γλιστρούσαν προσπαθώντας να αλλάξουν μια σωστή πάσα, οι παίκτες της Σίτι έδειχναν σαν χορευτές των Μπολσόι. «Εκείνη τη μέρα είχαμε εξαιρετική ψυχολογία που μας οδήγησε σε μια μοναδική ποδοσφαιρική παράσταση, πραγματικά πιστεύαμε πως μπορούμε να περπατήσουμε ακόμα και πάνω στο νερό» είχε δηλώσει ο Σάμπερμπι με τον Μπίλ Νίκολσον, προπονητή της Τότεναμ, να δηλώνει κυνικά «Εμείς παίζαμε σε πάγο και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα σωστά κι αυτοί έπαιζαν λες και έτρεχαν στο καλύτερο χορτάρι του πλανήτη. Αυτή η Σίτι είναι η καλύτερη ομάδα που έχω αντιμετωπίσει στην καριέρα μου». Για την ιστορία, για να αγκαλιάσει η Σίτι το πρωτάθλημα έπρεπε την τελευταία αγωνιστική να ηττηθεί η Λίβερπουλ από τη Στόουκ με 2-1, με το γκολ της νίκης να έρχεται από τον πρώην «Σίτιζεν», και γέννημα – θρέμμα του Μάντσεστερ, Πίτερ Ντόμπινγκ.
Απέναντι στον Τζορτζ Μπεστ
Ο Μπελ και η Σίτι θα συνεχίσουν να μαγεύουν το κοινό της χώρας μέχρι τον Νοέμβριο του 1975 όταν σε αγώνα για το Λιγκ Καπ απέναντι στη συμπολίτισσα Γιουνάιτεντ ο Σκοτσέζος κεντρικός αμυντικός Μάρτιν Μπάκαν θα διαλύσει το δεξί γόνατο του Μπελ. Ο «Νιζίνσκι» θα χάσει το υπόλοιπο της σεζόν, ολόκληρη την επόμενη (1976-1977) και κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, σε μια εποχή που τέτοιου είδους τραυματισμοί συνήθως έβαζαν τέλος σε σπουδαίες καριέρες, θα επιστρέψει με μοναδικό σκοπό να σώσει την παρτίδα. Ήταν η Boxing Day του 1977 (26 Δεκεμβρίου) και η Σίτι έπαιζε με τη Νιουκάστλ στο Μέιν Ρόουντ. Η αρχική ιδέα του Τόνι Μπουκ (προπονητής της Σίτι εκείνη τη σεζόν) ήταν να περάσει τον Μπελ στο γήπεδο γύρω στο 70′ αλλά ο τραυματισμός του Πολ Πάουερ άλλαξε τα δεδομένα λίγο πριν το ημίχρονο. Στο 45′ για τους «πολίτες» βγήκαν στο γήπεδο 10 παίκτες και κάπως έτσι άρχισαν οι πρώτοι ψίθυροι όταν κάποιος από την κερκίδα είδε τον Μπελ στη φυσούνα με την εμφάνιση της ομάδας. Αρκούσε ένα «Τον είδα – θα παίξει». Όταν ο Μπελ πήρε την εντολή για να πατήσει στο χορτάρι και ο διαιτητής σφύριξε -και πάλι- την έναρξη του παιχνιδιού αυτό που έγινε στην κερκίδα δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν αγκαλιαστεί και έκλαιγαν σαν μωρά παιδιά, με τις ιαχές επευφημίας κάθε φορά που το λατρεμένο τους «νούμερο 8» ακουμπούσε τη μπάλα να είναι δυνατότερες ακόμα κι από αυτές για το πιο όμορφο γκολ. Κανένας δεν ενδιαφερόταν για το σκορ και όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στον άνθρωπο που λάτρευαν. Υπάρχουν άνθρωποι που έζησαν εκείνες τις στιγμές και ακόμα και σήμερα θεωρούν ότι αυτό είναι το καλύτερο Χριστουγεννιάτικο δώρο που έχουν πάρει στη ζωή τους. Το τελικό 4-0, με το χατ-τρικ του Ντένις Ταρτ, παίκτη δηλωμένου οπαδού της Νιουκάστλ που η ομάδα τον είχε απορρίψει, θα μπορούσε να είναι ακόμα μία όμορφη ιστορία, κι όμως κανένας δεν τη θυμάται μιας και σβήστηκε μπροστά στην επιστροφή του αγαπημένου ποδοσφαιριστή της γαλάζιας πλευράς του Μάντσεστερ.
Δυστυχώς η ζημιά που είχε υποστεί στο γόνατο δεν επέτρεψε στον Κόλιν Μπελ να συνεχίσει το ποδόσφαιρο όπως αυτός επιθυμούσε. Το 1979 θα φύγει για τις ΗΠΑ για να κλείσει μια καριέρα που ουσιαστικά είχε τελειώσει από τα 29 του χρόνια και εκείνο τον φρικτό τραυματισμό. Ο «Βασιλιάς του Κίπαξ», όπως τον αποκαλούν, οι φίλοι της Σίτι, άφησε αυτόν εδώ τον κόσμο το 2021, στα 74 του, αλλά δεν πρόκειται να ξεχαστεί εύκολα από τους φίλους του αγγλικού ποδοσφαίρου. Αν και κεντρικός μέσος βρίσκεται στην 4η θέση του πίνακα των σκόρερ της Μάντσεστερ Σίτι με 153 τέρματα και φυσικά θα βρίσκεται για πάντα κάπου αλλού που έχει και μεγαλύτερη σημασία. Στις καρδιές των πραγματικών φίλων της. Η κερκίδα που έχει πάρει άλλωστε το όνομά του στο Έτιχαντ θα τον θυμίζει για πάντα σε όλους τους παλιούς και θα ωθεί τους νέους για να ψάξουν την ιστορία του από μία εποχή τόσο διαφορετική.