Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια οι Γερμανοί προπονητές έχουν φτιάξει πολύ καλό όνομα στην Ευρώπη. Μετά την ιβηρική κυριαρχία, ήρθε η σειρά μιας χώρας που πάντα ήταν στην ελίτ του ποδοσφαίρου, αλλά οι προπονητές της δεν ήταν τόσο μοδάτοι και trendy. Δεν έχει σημασία ποιος ξεκίνησε τη μόδα του gegenpressing και πόσα έμαθε ο Κλοπ από τον Ράνγκνικ. Ούτε αν ο Τούχελ ακολούθησε στα βήματα του πρώτου. Οι Γερμανοί συνεχίζουν να βγάζουν εξαιρετικούς προπονητές, ο Νάγκελσμαν είναι το καλύτερο φυντάνι της σχολής της Κολωνίας, που ανάμεσα στους χιπ ποδοσφαιρόφιλους είναι κάτι σαν το Χάρβαρντ του ποδοσφαίρου, και νέα ονόματα προκύπτουν συνεχώς. Ανάμεσα σε όλα αυτά, υπάρχει ένα που δεν ακούγεται τόσο. Αυτό του Κρίστιαν Στράιχ. Όχι γιατί τον έχουν πάρει τα χρόνια, είναι άλλωστε μόλις 2 χρόνια μεγαλύτερος του Γιούργκεν Κλοπ, ούτε γιατί δεν είναι καλός προπονητής, αλλά γιατί η περίπτωσή του διαφέρει σε πολύ μεγάλο βαθμό, καθώς μέχρι και σήμερα είναι αυτό που λένε οι Άγγλοι “one club man“. Δεν είναι μόνο η αγάπη στην Φράιμπουργκ, αλλά και η φιλοσοφία του στο ποδόσφαιρο και τη ζωή που τον κάνει να διαφέρει, κάνοντάς το λιγότερο πιθανό να αναλάβει κάποτε ένα μεγάλο ζάμπλουτο κλαμπ σε κάποια άλλη χώρα.
Ο Στράιχ, γιος χασάπη, γεννήθηκε στο νοτιοδυτικό άκρο της Γερμανίας, στα σύνορα με Ελβετία και Γαλλία και έπαιξε επαγγελματικά ποδόσφαιρο στο Φράιμπουργκ, λίγα χιλιόμετρα μακριά. Τόσο στη μικρότερη Φράιμπουργκερ, όσο και στη πιο γνωστή σήμερα Ες Τσε Φράιμπουργκ. Χωρίς να έχουμε προσωπική άποψη, από την πορεία της καριέρας του δεν προκύπτει ότι ήταν κάποιος σπουδαίος παίκτης. Έμεινε μόλις έναν χρόνο στη Φράιμπουργκ, στη συνέχεια πήγε στην πιο άσημη Χόμπουργκ και επέστρεψε ξανά στη Φράιμπουργκερ. Σταμάτησε άδοξα την καριέρα του στα 30, μετά από ένα κάταγμα στο μετατάρσιο. Αγωνίστηκε συνολικά μόλις 10 φορές στην Μπουντεσλίγκα και 64 στη 2η κατηγορία της Γερμανίας, όχι κάτι εντυπωσιακό.
Από την ποδοσφαιρική του καριέρα, ως παίκτης της Φράιμπουργκ το 1988
Το Ντράιζαμστάντιον όμως, η έδρα της Φράιμπουργκ και ένα από τα πιο καλτ γήπεδα της Γερμανίας δίπλα στον Μέλανα Δρυμό, θα γινόταν το σπίτι του. Ο Στράιχ ανέλαβε τις μικρές ομάδες της Φράιμπουργκ. Ήταν προπονητής της Κ19 από το 1995 μέχρι το 2011, λατρεύοντας να βρίσκεται δίπλα στους μικρούς και να τους μαθαίνει όχι μόνο πράγματα για το ποδόσφαιρο, αλλά και για την ίδια τη ζωή. Αυτό δεν σημαίνει ότι υστερούσε ως κόουτς, καθώς κατάφερε να κατακτήσει τρεις φορές το κύπελλο Γερμανίας Κ19 και μία το πρωτάθλημα. Ίσως να βρισκόταν ακόμα εκεί, ένας απλός εργάτης του συλλόγου, αν ο Ρόμπιν Ντουτ δεν αναλάμβανε πρώτος προπονητής της Φράιμπουργκ το 2007 και δεν τον έκανε βοηθό του. Ο Στράιχ ανέβηκε στην ιεραρχία του συλλόγου, αλλά συνέχισε να ασχολείται με τους νεαρούς παίκτες, ανεβάζοντας αρκετούς μάλιστα στην πρώτη ομάδα.
Ο Ντουτ έμεινε για μια 4ετία και στη συνέχεια έκανε το βήμα παραπάνω, φεύγοντας για τη Λεβερκούζεν. Έτσι, η Φράιμπουργκ το καλοκαίρι του 2011 βρέθηκε να ψάχνει για νέο προπονητή. Για όσους δεν γνωρίζουν, η Φράιμπουργκ είναι ένας σύλλογος χωρίς ιδιαίτερα χρήματα, χωρίς ακριβές μεταγραφές, μετράει το κάθε Ευρώ. Βασίζεται συχνά σε ντόπιους παίκτες και σε καλό scouting, μάχεται με τα σχετικά πενιχρά της μέσα, πιστή στη δική της φιλοσοφία. Και αποτελεί έναν σύλλογο που επενδύει στους προπονητές. Πριν από τον Ντουτ, προπονητής ήταν ο Φίνκε που έμεινε για 16 ολόκληρα χρόνια στην ομάδα. Κάπως έτσι, τα ηνία ανέλαβε ένας δικός της άνθρωπος. Αυτός δεν ήταν ο Στράιχ όμως που δεν είχε τέτοιες βλέψεις. Επιλέχθηκε ο Μάρκους Σοργκ, πρώην προπονητής της Κ17 και κόουτς της Β’ ομάδας και ο Στράιχ παρέμεινε βοηθός.
Η επιλογή δεν βγήκε. Η Φράιμπουργκ έκανε τραγική πορεία και ακόμα χειρότερα, ο Σοργκ φάνηκε να είναι ανέτοιμος, αφού υπήρχαν έντονα προβλήματα με παίκτες, ελληνιστί: είχε χάσει τα αποδυτήρια. Η ομάδα τού Μέλανα Δρυμού πήρε μια απόφαση που δεν συνηθίζει, αποφάσισε να αλλάξει κόουτς. Αντί να ψάξει όμως να βρει κάποιον μπαρουτοκαπνισμένο έμπειρο, μετρ της μάχης της σωτηρίας και του μισό-μηδέν, αποφάσισε εκ νέου να κοιτάξει στο εσωτερικό της. Η διοίκηση έκανε πρόταση στον Στράιχ. Αυτός αρχικά αρνήθηκε σκεπτόμενος τις δουλειές και τις ζωές πολλών ανθρώπων που βασίζονται στη σωτηρία της ομάδας. Δεν ήθελε ένα τέτοιο βάρος, ενώ ένιωθε και άσχημα καθώς εκτιμούσε πολύ τον Σοργκ και ήταν ο άμεσος συνεργάτης του. Τελικά όμως, αναλογίστηκε τα λόγια ενός παλιού προέδρου του συλλόγου που του είχε πει: «κάποτε θα φτάσει η στιγμή που θα πρέπει να αναλάβεις τις δικές σου ευθύνες». Μια ώρα μετά την άρνησή του, άλλαξε απόφαση και αποφάσισε να αναλάβει τις ευθύνες του.
Ήταν τέλη Δεκεμβρίου του 2011, στην περίοδο της χειμερινής διακοπής στη Γερμανία, με τη Φράιμπουργκ να βρίσκεται στην τελευταία θέση της βαθμολογίας με 13 βαθμούς σε 17 αγώνες και έναν αποκλεισμό στο κύπελλο από ομάδα Γ’ εθνικής. Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα όταν έχασε τον πρώτο σκόρερ του Παπίς Σισέ που πήγε στη Νιούκαστλ. Ο Στράιχ κέρδισε στο πρώτο του ματς, αλλά πήρε μόλις 2 βαθμούς στα επόμενα 5 (ανάμεσά τους και ένα 0-0 απέναντι στην Μπάγερν). Στη συνέχεια ακολούθησε μια ξέφρενη πορεία με 10 ματς χωρίς ήττα και ορισμένες πολύ σημαντικές εκτός έδρας νίκες. Δύο αγωνιστικές πριν το τέλος σώθηκε και τελικά τερμάτισε 12η. Ο Στράιχ είχε καταφέρει ένα μικρό θαύμα και φυσικά συνέχισε στον σύλλογο, με τον κόσμο να τον αποθεώνει. «Είμαι ματαιόδοξο άτομο, αλλά η ματαιοδοξία είναι πολύ επικίνδυνη στο ποδόσφαιρο. Είναι ωραίο να σε εγκωμιάζουν, αλλά αυτό το αξίζουν οι άνθρωποι που ζουν με αναπηρίες ή χωρίς χρήματα. Το αξίζουν περισσότερο», λέει σε συνέντευξή του στην Deutsche Welle,
Η ιστορική πρώτη νίκη επί της Μπάγερν
Την επόμενη σεζόν έβγαλε τη Φράιμπουργκ 5η και στην Ευρώπη (χάνοντας την τελευταία στιγμή την έξοδο στο Τσάμπιονς Λιγκ), αλλά το 2015 είδε την ομάδα του να χάνει τη σωτηρία για έναν μόλις βαθμό και να υποβιβάζεται. Ο κόσμος και η διοίκηση τον στήριξαν δίχως δεύτερη σκέψη. Και δικαιώθηκαν. Η Φράιμπουργκ κατέκτησε το πρωτάθλημα της Β’ εθνικής, μπροστά μάλιστα από τη Red Bull της Λειψίας και επέστρεψε αμέσως στην Μπουντεσλίγκα. Από τότε βρίσκεται σταθερά εκεί, ενώ φέτος η πορεία της είναι εξαιρετική και προς το παρόν δίνει μάχη ακόμα και για ευρωπαϊκή θέση. Ο κόσμος τον λατρεύει και τον αποθεώνει σε κάθε ευκαιρία και εκείνος περνάει το πάθος του στους παίκτες. Σε λίγες ημέρες θα κλείσει 10 χρόνια παρουσίας στον πάγκο της Φράιμπουργκ και είναι με διαφορά ο μακροβιότερος προπονητής σε πάγκο μιας ομάδας στη Γερμανία.
Σε σοβαρή συζήτηση με την μασκότ της Βόλφσμπουργκ
Ο Στράιχ όμως δεν είναι μόνο αγαπητός στον κόσμο της Φράιμπουργκ για τα προπονητικά του κατορθώματα. Είναι αγαπητός και σε μεγάλο μέρος του ποδοσφαιρικού κοινού της χώρας για τις δηλώσεις του και τη στάση του σε μια σειρά από ζητήματα. Δεν διστάζει να μιλήσει, να πει την άποψή του και να κριτικάρει. Ακόμα και το ίδιο το ποδόσφαιρο του σήμερα. Ήταν από αυτούς που μίλησαν κατά της αγοράς της Νιόυκαστλ από τους Σαουδάραβες. «Συμβαίνουν πράγματα στο ποδόσφαιρο που ξεπερνούν όλα τα όρια. Οι αγοραστές εμπλέκονται σε μια σειρά καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ανήκω στους ανθρώπους που έχουν πρόβλημα με αυτό», δήλωσε πριν λίγο καιρό. Εξέφρασε για μια ακόμα φορά τη στήριξή του στον κανόνα του 50+1 στη Γερμανία, λέγοντας ότι δεν χρειάζεται η Μπουντεσλίγκα να μιμηθεί σε όλα την Αγγλία.
«Θα προσπαθήσω να κάθομαι περισσότερο στον πάγκο», είχε δηλώσει το 2012 μετά τη σωτηρία της Φράιμπουργκ.
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, δεν έχουν αλλάξει πολλά.
Τις ίδιες αντιδράσεις είχε και για το Μουντιάλ του 2022 στο Κατάρ. «Αρχίζει να γίνεται δύσκολο να βρούμε μια χώρα να διοργανώσει το Μουντιάλ και να μην βασανίζει ανθρώπους», είπε το 2014. Σε έναν χώρο του θεάματος που τα οικονομικά συμφέροντα κάνουν πολλούς ανθρώπους να κλείνουν το στόμα τους, ακόμα και όταν προσπαθούν να το παίξουν πιο εναλλακτικοί όπως ο Πεπ, ο Στράιχ δεν νιώθει καμία υποχρέωση για κάτι τέτοιο. Σχολιάζοντας τη μεταγραφή του Νεϊμάρ στην ΠΣΖ είχε πει ότι δεν έχει σημασία αν τα εκατομμύρια είναι 200 ή 400. «Ο θεός του χρήματος θα καταβροχθίσει τα πάντα. Ο περισσότερος κόσμος θα το καταλάβει αφότου γίνει», σχολιάζει. Παρομοιάζει το ποδόσφαιρο με ένα λεμόνι που συνεχώς το στύβουν για να βγάζει χυμό, μέχρι που κάποια μέρα ο κόσμος θα βαρεθεί να το βλέπει στυμμένο και παραμορφωμένο.
«Υπάρχουν σύλλογοι που έχουν 80-90 παίκτες και στο τέλος το πανηγυρίζουν γιατί έβγαλαν κέρδος. Δεν μιλάμε πλέον για αθλητισμό ή οικονομική ισορροπία. Θέλουν απλώς να βγάζουν χρήματα, δανείζοντας παίκτες και μετά πουλώντας τους για το κέρδος.
Αυτό συμβαίνει όλο και πιο συχνά και για τις ομάδες που δεν έχουν πολλά χρήματα όπως στην Αγγλία – ή και κάποιες για εμάς εδώ στη Γερμανία – η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Είναι απογοητευτικό, τερματίσαμε 7οι, έχουμε παίκτες στην εθνική Κ21, αλλά τίποτα δεν αλλάζει γιατί η δύναμη βρίσκεται σε αυτούς που έχουν τα χρήματα.
Δεν μπορείς να ανταγωνιστείς πλέον αυτά τα ποσά γιατί είναι εξωφρενικά υψηλά, οι ομάδες έχουν ανεξάντλητα χρήματα στα χέρια τους. Είναι πολύ κρίμα, γιατί βρισκόμαστε σε μια εξαιρετική φάση και μετά κοιτάζεις την αγορά και ανακαλύπτεις ότι η οικονομική ισχύς καταπιέζει οτιδήποτε άλλο».
Δεν μιλάει όμως μόνο για την κατάσταση στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Μιλάει για τα κοινωνικά θέματα. Φοβάται την άνοδο της ξενοφοβίας και του ρατσισμού στη Γερμανία. Όπως δήλωσε μετά από τον φόνο ενός μετανάστη, στη Γερμανία έχουν ζήσει πολύ καλά την ξενοφοβία, έχουν περάσει τη φρίκη του πολέμου και δεν μπορούσε ποτέ να διανοηθεί ότι θα υπήρχε ξανά αυτός ο κίνδυνος στη χώρα του. Υποστηρίζει ότι αν κάποιος δεν μιλάει γι΄αυτό θα έχει κι ο ίδιος ευθύνη όταν τα πράγματα πάνε άσχημα. Έχει δηλώσει ότι πίεση δεν είναι η η μάχη του υποβιβασμού, αλλά να φοβάσαι για τη ζωή σου και των παιδιών σου πάνω σε μια βάρκα, διασχίζοντας τη Μεσόγειο. Το 2015 στήριξε την απόφαση της Γερμανίας να ανοίξει τα σύνορά της και σε μια συνέντευξη τύπου πριν από ένα ματς, ανέπτυξε τη θέση του για το μεταναστευτικό σε έναν 8λεπτο μονόλογο. Είπε ότι οι πλούσιες χώρες πρέπει να βοηθήσουν τις μικρότερες, ώστε να μην αναγκάζονται άνθρωποι να εγκαταλείπουν τα πάντα, αλλά και πώς πρέπει να συμπεριφέρονται οι χώρες στους ανθρώπους που φτάνουν στο έδαφός τους, λέγοντας ότι όλοι κάπου στο παρελθόν είχαμε έναν πρόγονο που αναγκάστηκε να μεταναστεύσει:
«Δεν είπαμε πολλά για το ποδόσφαιρο σήμερα, αλλά υπάρχουν και πιο σημαντικά θέματα»
Παρά το γεγονός ότι περιγράφει τον εαυτό του ως ματαιόδοξο που αναζητά την αποθέωση, παραμένει ο ίδιος τύπος “χωρίς τατουάζ και σκουλαρίκια”, όπως λέει, που χρησιμοποιεί το ποδήλατό του για να μετακινείται, συμπληρώνοντας σχεδόν 30 χρόνια στο ίδιο μέρος. Και μην νομίζει κανείς ότι ο Στράιχ μένει στο Φράιμπουργκ επειδή δεν είναι αρκετά καλός για να πάει άλλου. Δουλεύει πολύ με τους νεαρούς, διαβάζει άριστα τα παιχνίδια και κυρίως ξέρει πώς να προσεγγίζει τους ποδοσφαιριστές, φτιάχνοντας ένα ομαδικό κλίμα στα αποδυτήρια, κάτι εξαιρετικά κρίσιμο σε μια ομάδα χωρίς πολύ ταλέντο. Ο Ούλι Χένες το 2018 τον είχε μεταξύ των υποψηφίων για την Μπάγερν Μονάχου και μάλιστα είχε κάνει και κάποιες κουβέντες με τον πρόεδρο της Φράιμπουργκ. Ο Νάγκελσμαν έχει δηλώσει ότι ο Στράιχ θα μπορούσε να προπονήσει οποιαδήποτε ομάδα στην Ευρώπη, ενώ οι μεγαλύτεροι γερμανικοί σύλλογοι σίγουρα θα του έκαναν πρόταση αν καταλάβαιναν ότι ο Στράιχ σκεφτόταν να αλλάξει παραστάσεις. Δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο. Πριν 5 χρόνια δήλωσε ότι όταν φτάσει η στιγμή να τελειώσει το συμβόλαιό του, ίσως κάνει κάτι άλλο. Η παρουσία των media και η πίεση είχε μεγαλώσει και πίστευε ότι θα ήταν δύσκολο να κάτσει άλλη μια 5ετία. Τελικά το έκανε και έφτασε τα 10. «Η οικογένειά μου και οι φίλοι μου είναι στο Φράιμπουργκ. Είναι το σπίτι μου. Ποιοι άλλοι προπονητές στην Μπουντεσλίγκα μπορούν να το πουν αυτό; Κάποιοι αλλάζουν δύο ομάδες μέσα σε λίγους μήνες. Εγώ επιστρέφω κάθε μέρα στην οικογένειά μου και τους φίλους μου. Είναι ένα προνόμιο», λέει με την έντονη τοπική προφορά του.