Καλοκαίρι 1967. Η πρεσβεία της Ιταλίας στην Ουάσιγκτον είναι γεμάτη κόσμο. Διπλωμάτες, πολιτικοί, επιχειρηματίες, μοντέλα, άνθρωποι της κατηγορίας “ξέρεις ποιος είμαι εγώ;”. Το ακριβό αλκοόλ ρέει άφθονο, οι φιλοφρονήσεις δίνουν και παίρνουν, το γκουρμέ φαγητό έχει την τιμητική του. Ανάμεσα στους διακεκριμένους καλεσμένους όμως υπάρχουν και κάποιοι που δεν παρευρίσκονται συχνά σε τέτοιες εκδηλώσεις χλιδής. Η αποστολή της Κάλιαρι, για παράδειγμα, βρίσκεται από σπόντα εκεί.
Μερικούς μήνες πριν η ΠΟ των ΗΠΑ είχε προσκαλέσει μερικές ευρωπαϊκές ομάδες για να λάβουν μέρος σε ένα τουρνουά που είχε ως σκοπό να προωθήσει την ιδέα του ποδοσφαίρου σε μια χώρα που ακόμα τότε αδιαφορούσε επιδεικτικά για την ύπαρξη του. Η Κάλιαρι δέχτηκε με χαρά την πρόσκληση και με ακόμα μεγαλύτερη χαρά την συνοδευτική αμοιβή, πήγε στην Αμερική και έπαιξε 12 παιχνίδια μεταμφιεσμένη ως Σικάγο Μάστανγκς, αφού οι Αμερικάνοι ήθελαν να χρησιμοποιήσουν ονόματα που θα προσέλκυαν το ενδιαφέρον των ντόπιων. Λίγο πριν επιστρέψει στη φτώχεια της Σαρδηνίας, οι άνθρωποι της πρεσβείας κάλεσαν τους ταξιδιώτες για ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι, μια τελευταία γεύση από τα καλούδια του Νέου Κόσμου βρε αδερφέ.
Ο 42χρονος Μάνλιο Σκοπίνιο νιώθει σαν ψάρι έξω από το νερό. Ο προπονητής της Κάλιαρι φημίζεται για τις παραξενιές του. Την ευθύτητα του λόγου του, την έλλειψη τακτ και το σαρκαστικό χιούμορ. Εκτός από πρώην ποδοσφαιριστής και προπονητής είναι και λάτρης της φιλοσοφίας. Οι σπουδές του στον συγκεκριμένο τομέα του έχουν χαρίσει ένα πτυχίο, το παρατσούκλι “ο φιλόσοφος” και την ικανότητα να βγαίνει από πάνω σε αρκετές λογομαχίες στο χώρο της δουλειάς του. Σε μια από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές του, ένα χρόνο πριν το παρτάκι της πρεσβείας, είχε παραλάβει από τον γιο του προέδρου της Μπολόνια ένα χαρτί που του ανακοίνωνε την απόλυση του, μόλις πέντε αγωνιστικές μετά τη μέρα που έπιασε δουλειά. Όταν ο αγγελιοφόρος ρώτησε αν έχει κάποια απάντηση για τον πρόεδρο, ο απολυμένος προπονητής αποκρίθηκε: “Ναι. Πες του ότι στο σημείωμα υπάρχουν δύο συντακτικά λάθη και μια λανθασμένη χρήση της υποτακτικής”.
Εκτός από το καλό χιούμορ, ο Σκοπίνιο αγαπάει τα χαρτιά, το ποτό και το τσιγάρο και παρ’ότι στην εκδήλωση τα δυο τελευταία συναντώνται σε μεγάλες ποσότητες στη θέση του τρίτου υπάρχει κάτι που αντιπαθεί σφοδρά: Αριστοκράτες που αρέσκονται να μιλάνε αφ’υψηλού για όλα τα θέματα και καταλήγουν να σε θάβουν πισώπλατα ή διπλωματικά, όπως θα το χαρακτήριζαν αυτοί. Για να αντέξει τις ανιαρές συζητήσεις καταφεύγει στο αγαπημένο του ουίσκι κι όταν η φύση τον καλεί ζητάει να του δείξουν το δρόμο προς την πλησιέστερη τουαλέτα. Ένας από τους γνώστες του ακινήτου που βρίσκεται στην παρέα και προφανώς τον βρίσκει κάπως εριστικό και άξεστο για τα γούστα του, του δείχνει προς τον κήπο, κερδίζοντας μερικά ειρωνικά γέλια από τους συνομιλητές του. Τότε ο Σκοπίνιο αφήνει το ποτήρι του, κατευθύνεται προς έναν προσεγμένο θάμνο, κατεβάζει λίγο το παντελόνι και αδειάζει ατάραχος την κύστη του.
Η εικόνα σοκάρει τους εκλεκτούς παρευρισκόμενους και εν τέλει προκαλεί ένα μικρό σκάνδαλο στην Ιταλία. Η άτυπη τιμωρία του, προερχόμενη από τα ανώτερα κλιμάκια της χώρας, είναι να μείνει χωρίς δουλειά για το επόμενο διάστημα. Η Κάλιαρι αναγκάζεται να ψάξει για αντικαταστάτη ενώ θέμα δημιουργείται και στην Ίντερ. Ο μεγάλος Ελένιο Ερέρα σχεδίαζε να αποχωρήσει από το Μιλάνο στο τέλος της επόμενης σεζόν και οι νερατζούρι είχαν πολύ ψηλά στη λίστα των υποψηφίων για να τον αντικαταστήσουν τον τεχνικό της Κάλιαρι. Ένα χρόνο μετά, και αφού η βραχυπρόθεσμη ανεργία έχει αποδειχτεί ιδανική λύση του στιλ “κάτσε για λίγο στην άκρη μέχρι να ξεχαστεί το θέμα και επιστρέφεις μετά”, θα γυρίσει στον πάγκο της Κάλιαρι αφού η Ίντερ αποφασίζει να μη συνδυάσει το όνομα της με αυτό ενός ανθρώπου που, εν μέρει, είναι ακόμα persona non grata. Εκείνη τη στιγμή κανένας δεν το ξέρει αλλά ένα κατούρημα σε έναν κυριλέ κήπο στην Αμερική θα αποδειχθεί ευεργετικό για ένα νησί στην Ιταλία.
Στο Κάλιαρι το καλοκαίρι του 1968 ο Σκοπίνιο θα βρει άθικτη όλη την «παλιοπαρέα» που είχε οδηγήσει ένα χρόνο πριν στην 6η θέση. Το σημαντικότερο είναι ότι εκεί βρίσκεται ακόμα ο Ρίβα. Ο Λουίτζι Ρίβα, γνωστός σε όλους ως “Τζίτζι”, δεν ήταν παιδί της Σαρδηνίας. Το ακριβώς αντίθετο. Γεννημένος σε μια κωμόπολη στη βόρεια Ιταλία, κοντά στα σύνορα με την Ελβετία, ο Ρίβα είχε στο μυαλό του τη Σαρδηνία σαν ένα μέρος που είναι οριακά καλύτερο από την Κόλαση. Ή και χειρότερο. Όταν ο πρόεδρος του στη Λενιάνο τον ενημέρωσε ότι τον είχε πουλήσει στην Κάλιαρι (γιατί έτσι γινόταν τα πράγματα τότε, πρώτα σε πουλούσαν και μετά μάθαινες σε ποιον), ο 19χρονος επιθετικός έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. “Εγώ εκεί δεν πάω με τίποτα” ήταν η πρώτη απάντηση του. Για αρκετό καιρό απειλούσε ότι θα σταματήσει το ποδόσφαιρο, κάτι που δεν αποκλείεται να έκανε αν η αδερφή του, που έπαιζε και το ρόλο του κηδεμόνα του αφού οι γονείς του είχαν πεθάνει νέοι, δεν τον έπειθε να δώσει μια ευκαιρία στην Κάλιαρι και το κακόφημο νησί της.
Την εποχή εκείνη για πολλούς η Σαρδηνία δεν ήταν καν Ιταλία. Ήταν ένα νησί ξεχασμένο από τον πολιτισμό και την εξέλιξη της τεχνολογίας, στο οποίο κατοικούσαν κατά κύριο λόγο αγροίκοι και βοσκοί που επιβίωναν χάρη στις ληστείες, τις ζωοκλοπές και τα λύτρα από απαγωγές. Το στερεότυπο ήταν ριζωμένο για τα καλά στην ιταλική κουλτούρα και με τα σημερινά δεδομένα άγγιζε πολύ συχνά τα όρια του ρατσισμού. Υπήρχαν άπειρες ιστορίες, αστικοί θρύλοι, τραγούδια αλλά και φημισμένες ταινίες που είχαν στο επίκεντρο τους εγκληματίες της Σαρδηνίας, που δεν είχαν ούτε ιερό, ούτε όσιο. Στις αρχές των 60s είχε κυκλοφορήσει η πρώτη ταινία του γνωστού σκηνοθέτη Βιτόριο Ντε Σέτα, οι “Ληστές του Οργκόζολο”, με κεντρικό χαρακτήρα έναν βοσκό του νησιού που κατηγορείται για κλοπή και φόνο. Μέσα στην ίδια δεκαετία, ο πασίγνωστος και αγαπημένος πολλών Τέρενς Χιλ πρωταγωνιστούσε στο “Barbagia”, μια ταινία στο ίδιο στιλ, που εξιστορούσε τη ζωή του πιο διάσημου εγκληματία της Σαρδηνίας, του Γκρατσιάνο Μεσίνα.
Ο Μεσίνα ήταν για τους Ιταλούς το αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός ανθρώπου του νησιού. Ένας φτωχός βοσκός που από την εφηβεία και μετά απασχολούσε διαρκώς τις Αρχές. Έγινε διάσημος πρώτα ως “βασιλιάς των απαγωγών” και μετά ως μετρ των αποδράσεων. Συνολικά έχει αποπειραθεί να αποδράσει 22 φορές. Τις δέκα από αυτές τα κατάφερε! Το έχει σκάσει από κρατητήρια, από φυλακές υψίστης ασφαλείας, από νοσοκομεία, από ψυχιατρεία, από ακίνητα τρένα, από κινούμενα τρένα, με αναρρίχηση, με ριφιφί, μέσω ενός αγωγού νερού, ακόμα και με ταξί. Παρά τα αμέτρητα μέσα-έξω, τα πολλά χρόνια στη φυλακή και την ταμπέλα του επικηρυγμένου που βρισκόταν μόνιμα πάνω από το κεφάλι του, κατάφερνε με κάποιο τρόπο να βρίσκει χρόνο και για να παρακολουθεί την αγαπημένη του Κάλιαρι.
Ο εγκληματίας/καταζητούμενος/λαϊκός ήρωας Μεσίνα λίγο μετά την τελευταία σύλληψη του, το 2021, σε ηλικία 79 ετών
Το θράσος του ήταν τέτοιο που δεν δίσταζε να πάει ακόμα και στο γήπεδο, την ώρα που όλη η αστυνομία του νησιού τον έψαχνε στα βουνά και στα λαγκάδια. Οι Ιταλοί δημοσιογράφοι ισχυρίζονται ότι ανάμεσα στις πολλές μεταμφιέσεις που χρησιμοποιούσε για να βρίσκεται στις εξέδρες ήταν και μια γυναικεία αμφίεση! Σύμφωνα με τον ίδιο τον Ρίβα: “Ο Μεσίνα έστελνε συνέχεια γράμματα στο σπίτι μου και μου έλεγε, μεταξύ άλλων, «την Κυριακή θα είμαι στο γήπεδο για να σε απολαύσω. Ελπίζω να κερδίσουμε» Το είχα συζητήσει με κάποιους συμπαίκτες και όλοι μου έλεγαν να φροντίσω να τα κάψω με το που τα διαβάζω και να μην πω κουβέντα σε κανέναν γι’αυτά. Είναι αρκετές οι φορές που νομίζω πως τον έχω εντοπίσει να κάθεται χαμηλά στην κερκίδα κοντά στον πάγκο μας. Πάντα με κάποια ψεύτικη γενειάδα, πάντα ήρεμος.”
Ο αρνητικά προκατειλημμένος Ρίβα, που όταν πρωτοείδε το νησί από το πλοίο αναρωτήθηκε αν είναι η Αφρική, όχι μόνο έδωσε μια ευκαιρία στην Κάλιαρι, αλλά εν καιρώ την αγάπησε και δέθηκε μαζί της σαν να ήταν ο τόπος του. Μερικοί μήνες εκεί αρκούσαν για να γνωρίσει ένα διαφορετικό πρόσωπο της. Τα δάση της, τις παραλίες, τα βουνά και τα παρθένα τοπία της στα οποία δεν πλησίαζε τουρίστας γιατί η περιοχή ήταν σαν να μην υπήρχε για τον υπόλοιπο κόσμο, τους ανθρώπους της, για τους οποίους είχε ακούσει τόσα και τόσα, το πάθος τους για τη μπάλα. “Η Σαρδηνία με κέρδισε πολύ γρήγορα. Όταν είδα τον κόσμο να γεμίζει το γήπεδο σε πολλά παιχνίδια από τις 11 το πρωί κατάλαβα ότι για τους ανθρώπους αυτούς το ποδόσφαιρο ήταν το παν. Ήταν η μοναδική χαρά τους. Όπου πηγαίναμε να παίξουμε στην υπόλοιπη Ιταλία μας φώναζαν βοσκούς και κλέφτες. Σήκωναν πανό εναντίον μας, μας θεωρούσαν κατώτερους. Οι κλέφτες στους οποίους αναφέρονταν δεν έγιναν κλέφτες γιατί το ήθελαν. Ήταν φτωχοί άνθρωποι που έπρεπε να θρέψουν την οικογένεια τους. Όλη η Σαρδηνία τότε πεινούσε γιατί ήταν παρατημένη από την κυβέρνηση.”
Με τον Ρίβα και το πανίσχυρο αριστερό του πόδι στην επίθεση η Κάλιαρι άλλαξε επίπεδο. Όταν ο «κεραυνός» («Ο βρυχηθμός του κεραυνού» ήταν το ολοκληρωμένο και λίαν λογοτεχνικό παρατσούκλι που του είχαν δώσει για το δυναμικό παιχνίδι του και το τρομακτικό σουτ του) πήγε εκεί, ο σύλλογος έπαιζε ακόμα στη Σέριε Β. Στο τέλος της πρώτης του σεζόν ανέβηκε για πρώτη φορά στο Καμπιονάτο, τα επόμενα χρόνια καθιερώθηκε εκεί και με την έλευση του «φιλόσοφου» Σκοπίνιο και την απόφαση κάποιων ντόπιων επιχειρηματιών να τον ενισχύσουν οικονομικά, έκανε το βήμα προς τα πάνω. Ο Σκοπίνιο αντιλήφθηκε εξ αρχής την εκτελεστική δεινότητα του Ρίβα και από τα άκρα της επίθεσης, που έπαιζε ως τότε, τον μετέφερε στην καρδιά της περιοχής. Μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια από την αλλαγή θέσης, ο ανίκητος και στον αέρα επιθετικός αναδείχθηκε τρεις φορές πρώτος σκόρερ της Σέριε Α!
Όταν το δίδυμο της επιτυχίας Σκοπίνιο-Ρίβα πλαισιώθηκε με μερικούς ακόμα ταλαντούχους παίκτες, η Κάλιαρι ανέβηκε ακόμα ψηλότερα και έγινε κανονική πρωταγωνίστρια εντός των συνόρων. Την πρώτη χρονιά μετά την επιστροφή του Σκοπίνιο από την ανεργία, τερμάτισε 2η πίσω από τη Φιορεντίνα, ενώ για μεγάλο μέρος του πρωταθλήματος διεκδικούσε με αξιώσεις τον τίτλο. Την επόμενη χρονιά ήταν η σειρά της. Μια καλοκαιρινή μεταγραφική τράμπα με την Ίντερ βοήθησε αρκετά σε αυτό. Οι Μιλανέζοι έκαναν δικό τους τον ικανότατο επιθετικό Ρομπέρτο Μπονινσένια αλλά για να τον αποκτήσουν παραχώρησαν εκτός από χρήματα και τρεις παίκτες που αποδείχτηκαν κομβικοί στην μετέπειτα πορεία της Κάλιαρι. Ο Σκοπίνιο ενίσχυσε και δούλεψε όσο μπορούσε την άμυνα και στην επίθεση άφησε τον, πρωταθλητή Ευρώπης τότε με την εθνική ομάδα, Ρίβα να κάνει τα δικά του. Και ο Ρίβα τα έκανε.
Ο χαρισματικός σκόρερ τέλειωσε τη χρονιά με 21 γκολ αλλά αυτό που μάλλον έκανε τη μεγαλύτερη διαφορά ήταν το τείχος που έχτισε ο προπονητής του στα μετόπισθεν. Η Κάλιαρι ολοκλήρωσε το πρωτάθλημα με 11 γκολ παθητικό σε 30 αγώνες, ένα αμυντικό ρεκόρ που αντέχει ακόμα και σήμερα. Στα πρώτα 8 ματς μάζεψε τη μπάλα από τα δίχτυα της μόνο σε δυο περιπτώσεις. Σε όλο το πρωτάθλημα η εστία της παραβιάστηκε δυο φορές σε ένα παιχνίδι μόνο στο Τορίνο, όταν έφερε 2-2 με τη Γιουβέντους. Η πρώτη της ήττα ήρθε κοντά στα μισά της χρονιάς, τον Δεκέμβρη, από την Παλέρμο με 1-0 στη Σικελία. Η δεύτερη ήττα ήρθε εξίσου δύσκολα, στα μέσα Φλεβάρη στο Μιλάνο από την Ίντερ, με ένα γκολ του πρώην της Μπονινσένια στα τελευταία λεπτά. Τρίτη ήττα δεν υπήρξε. Από το γήπεδο της, το Αμσικόρα που τότε χωρούσε περίπου 30.000 θεατές, δεν έφυγε κανένας με το διπλό.
Το φινάλε της διοργάνωσης τον Απρίλιο τη βρήκε τέσσερις βαθμούς πάνω από την Ίντερ και εφτά πάνω από τη Γιουβέντους, σε μια εποχή που η νίκη έδινε δυο βαθμούς. Συμπτωματικά οι δυο αυτές ομάδες (και ειδικά η Γιούβε) ήταν αυτές που κυνηγούσαν διακαώς τον Ρίβα στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του. Κάθε καλοκαίρι η αποχώρηση του από τη Σαρδηνία ήταν το αγαπημένο μεταγραφικό σήριαλ της Ιταλίας. Κάθε φθινόπωρο ο Ρίβα ήταν ακόμα εκεί διατρανώνοντας την αγάπη του για τη δεύτερη πατρίδα του. “Δεν το μετάνιωσα ποτέ. Η Κάλιαρι ήταν τα πάντα για όλους εκεί. Δεν μπορούσα να αφαιρέσω τις μοναδικές χαρές από τη ζωή αυτών των ανθρώπων. Θα ήμουν δειλός αν έφευγα, όσα λεφτά κι αν έδινε η Γιουβέντους. Και ισχύει πως έδινε πολλά.” Η αγάπη ήταν αμφίδρομη. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της «Γκαζέτα», Στέφανο Μπολντρίνι, οι βοσκοί της Σαρδηνίας αποταμίευαν κάποια από τα ελάχιστα λεφτά που έβγαζαν μόνο και μόνο για να μπορέσουν κάποια στιγμή να αγοράσουν ένα ραδιοφωνάκι για να ακούνε τους άθλους του Ρίβα και της παρέας του.
Η Κάλιαρι ήταν η πρώτη ομάδα με έδρα πιο νότια από τη Ρώμη που κέρδιζε το πρωτάθλημα. Σύμφωνα με κάποιους ήταν “η πρώτη ομάδα των φτωχών που έπαιρνε τον τίτλο”. Την επόμενη μέρα όλες οι ιταλικές εφημερίδες μνημόνευαν το κατόρθωμα της. Για πρώτη φορά μετά από πάρα πολύ καιρό η Σαρδηνία βρισκόταν στα πρωτοσέλιδα για καλό λόγο.
Ο Σκιαπίνο είχε βρει την ιδανική αναλογία πειθαρχίας και ελευθερίας που χρειαζόταν οι παίκτες του για να πετύχουν αυτό που φαινομενικά έμοιαζε ανέφικτο ως τότε. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πέτυχαν χωρίς τον καθοδηγητή τους συνέχεια δίπλα τους, αφού ένας… όχι και τόσο πολιτισμένος διάλογος με έναν επόπτη σε έναν αγώνα του πρώτου γύρου επέφερε μια εξοντωτική τιμωρία για τον «φιλόσοφο»: 15 αγώνες μακριά από τους πάγκους!
Πριν τον Ρίβα κανένας ποδοσφαιριστής από ομάδα της Σαρδηνίας δεν είχε φορέσει τη φανέλα της εθνικής Ιταλίας. Το καλοκαίρι μετά τον ιστορικό τίτλο, η “Σκουάντρα Ατζούρα” έφτασε στον τελικό του Μουντιάλ του 1970 με έξι παίκτες της Κάλιαρι στην αποστολή.
Ένας από αυτούς, ο τερματοφύλακας Ενρίκο Αλμπερτόζι, προσπάθησε να περιγράψει το κλίμα στην ομάδα με μια μικρή ιστορία: “Με τον Ρίβα μοιραζόμουν εκτός από το δωμάτιο στα ξενοδοχεία και το πάθος για το κάπνισμα. Μαζί κάναμε κοντά στα 40 Marlboros τη μέρα. Όταν παίζαμε με τη Λάτσιο τη χρονιά του τίτλου είχαμε μαζευτεί στο δωμάτιο εγώ, ο Ρίβα, ο Ντομενγκίνι και ο Γκόρι. Παίζαμε χαρτιά, πίναμε μπύρες και καπνίζαμε. Κατά τις 2 μετά τα μεσάνυχτα χτυπάει η πόρτα. Εμείς νομίζαμε πως ήταν τα σάντουιτς που είχαμε παραγγείλει. Ανοίγουμε και βλέπουμε τον Σκιαπίνο. Εντωμεταξύ το δωμάτιο είναι πλημμυρισμένο από καπνό από το τσιγάρο. Αυτός χαλαρός μπαίνει μέσα, πλησιάζει το κρεβάτι που ήταν απλωμένα τα χαρτιά, παίρνει μια καρέκλα και κάθεται δίπλα. Κανένας μας δεν μιλάει. Βάζει το χέρι στην τσέπη, βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα και μας ρωτάει «μήπως σας πειράζει αν καπνίσω;». Δεν αντέξαμε άλλο. Ξεσπάσαμε σε γέλια.” Την επόμενη μέρα η Κάλιαρι κέρδισε μέσα στο Ολίμπικο με 0-2. Τα γκολ έβαλαν ο Ρίβα και ο Ντομενγκίνι.
Το επίτευγμα της Κάλιαρι δεν επαναλήφθηκε ποτέ. Η ομάδα έγινε ασανσέρ μεταξύ πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται και από το πολύ πρόσφατο παρελθόν της: Πέρσι υποβιβάστηκε από τη Σέριε Α, φέτος επέστρεψε σε αυτήν μέσω των μπαράζ της Σέριε Β, χάρη στην καθοδήγηση του Ρανιέρι. Αρκετά χρόνια μετά το 1970, η Νάπολι του Μαραντόνα έγινε η δεύτερη ομάδα κάτω από την πρωτεύουσα που πανηγύρισε το σκουντέτο. Ο Σκοπίνιο έμεινε για δυο ακόμα χρόνια στη Σαρδηνία, τερματίζοντας στην 7η και την 4η θέση. Λίγα χρόνια μετά αποσύρθηκε από την προπονητική, μόλις στα 51 του.
Το σκληρό και ατιμώρητο ξύλο που έπεφτε εκείνη την εποχή κοντά στην αντίπαλη περιοχή επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την καριέρα του Ρίβα. Ταλαιπωρημένος από αρκετούς σοβαρούς τραυματισμούς κρέμασε αναγκαστικά τα παπούτσια του στα 31, έχοντας σκοράρει περισσότερα από 200 γκολ σε περίπου 350 παιχνίδια με μια ομάδα που πριν από αυτόν δεν είχε παίξει ποτέ στη μεγάλη κατηγορία. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους επιθετικούς που έβγαλε η χώρα ενώ παραμένει ο πρώτος σκόρερ της εθνικής Ιταλίας. Μέχρι και σήμερα ζει στο νησί για το οποίο κάποτε ο θείος του, του είχε πει “θα είσαι τρελός αν πας να παίξεις εκεί”.
Από τη δεκαετία του 70′ και μετά η στάση της υπόλοιπης Ιταλίας απέναντι στη Σαρδηνία άλλαξε σταδιακά. Κάποια επενδυτικά προγράμματα της κυβέρνησης δημιούργησαν νέες θέσεις εργασίας στην περιοχή, ξένο χρήμα έφτασε επιτέλους στο νησί, ο στιγματισμός στο δημόσιο λόγο και τις Τέχνες μειώθηκε αισθητά ενώ και ο τουρισμός αναπτύχθηκε ραγδαία. Ένας από τους σπουδαιότερους Ιταλούς αθλητικογράφους, ο Τζιάνι Μπρέρα έγραψε κάποτε: “Πριν από το πρωτάθλημα της Κάλιαρι η Σαρδηνία ήταν σαν να μην υπήρχε για την υπόλοιπη χώρα. Κανένας δεν ήθελε να πάει διακοπές εκεί. Ο τίτλος εκείνος σηματοδοτεί την είσοδο της Σαρδηνίας στην Ιταλία.”