Βράδυ. Εσύ και η παρέα σου βρίσκεστε στο αγαπημένο σας μπαρ. Τα ποτά διαδέχονται το ένα το άλλο και από ένα σημείο και μετά το αλκοόλ αναλαμβάνει να παίξει τη δική του μπαλίτσα, επηρεάζοντας σε κάποιο βαθμό τη σκέψη και τη λογική. Σε μια τέτοια στιγμή κάποιος προτείνει κάτι που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση πιθανόν να ακουγόταν τρελό και ανέφικτο. Εκείνη τη στιγμή και σε εκείνο το συγκεκριμένο μέρος όμως βασιλεύει η λογική «γιατί όχι;». Τέτοιες ώρες στα μπαρ γεννιούνται οι καλύτερες/χειρότερες ιδέες. Γιατί δεν φτιάχνουμε ένα συγκρότημα; Γιατί να μη στείλω στην/στον πρώην; Γιατί δεν πάμε ένα road trip; Γιατί δεν αλλάζουμε δουλειά; Γιατί δεν ανοίγουμε το δικό μας μπαρ;
Γιατί δεν φτιάχνουμε μια δική μας ομάδα;
Το 2013 ο Λούις Πέρι ήταν 18 χρονών και αναζητούσε τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Όταν κατάλαβε ότι οι επιλογές του στο Πόρτσμουθ δεν τον καλύπτουν, αποφάσισε να επισκεφτεί τους παππούδες του που ζούσαν στο Γιβραλτάρ όπου και είχαν ανοίξει ένα μπαρ-εστιατόριο. Τους επόμενους μήνες πέρασε αμέτρητες ώρες στο «Μπρούνο’ς Μπαρ» βοηθώντας τον παππού και τη γιαγιά και συζητώντας με τους θαμώνες, που κατά βάση ήταν απόδημοι Άγγλοι που δούλευαν εκεί.
Το μπαρ όπου ξεκίνησαν όλα
Σε μια από εκείνες τις βραδιές που περιλάμβαναν και πολλές συζητήσεις για το ποδόσφαιρο έπεσε η ιδέα. Τώρα που γνωριστήκαμε, γιατί να μη φτιάξουμε και μια δική μας ομάδα; Η αφορμή για την πρόταση του Πέρι είχε δοθεί λίγο καιρό πριν. Μεγαλωμένος σε ένα μέρος που οι επιλογές για να παίξεις ποδόσφαιρο είναι αμέτρητες, ο νεαρός Άγγλος ανακάλυψε από τις πρώτες εβδομάδες του στο Γιβραλτάρ πως εκεί τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Η έλλειψη διαθέσιμων γηπέδων και σωματείων και η απροθυμία των ντόπιων να συμπεριλάβουν στις ομάδες τους ανθρώπους που δεν ξέρουν ή που βρίσκονται εκεί προσωρινά για κάποια δουλειά, τον ενόχλησε αρκετά. “Με το ζόρι μπόρεσα να πείσω μια ομάδα που έχανε συνέχεια για δυο χρόνια να με δοκιμάσει έστω μια φορά. Μου είπαν να παίξω αριστερός μπακ. Θεωρώ πως τα πήγα πολύ καλά ενώ πέτυχα και δυο γκολ. Όταν όμως τέλειωσε το φιλικό με ενημέρωσαν πως δεν με χρειάζονται γιατί σε εκείνη τη θέση παίζει συνήθως ο βοηθός προπονητή.”
Ο αγανακτισμένος Πέρι, που δεν ήθελε με τίποτα να σταματήσει να παίζει μπάλα έστω και για τη διασκέδαση του, έριξε την ιδέα στο μπαρ. Αφού δεν υπάρχει χώρος γι’αυτούς στις υπάρχουσες ομάδες, ας φτιάξουν μια δική τους. Το αλκοόλ πιθανόν βοήθησε στο να πάρει τις απαραίτητες θετικές απαντήσεις, η γιαγιά-χορηγός έβαλε από την τσέπη τις 500 λίρες που απαιτούνταν για να γίνει η απαραίτητη καταχώριση στο μητρώο της ΠΟ και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα στο ερασιτεχνικό τότε πρωτάθλημα του Γιβραλτάρ προστέθηκε ένα ακόμα όνομα στη δεύτερη κατηγορία: Αυτό της Μπρούνο’ς Μάγκπαϊς. Δηλαδή οι «καρακάξες του Μπρούνο».
Η ομάδα ποζάρει στο Στάδιο Βικτόρια, που είναι έδρα όλων των ομάδων του πρωταθλήματος. Στο βάθος διακρίνεται ο φημισμένος βράχος του Γιβραλτάρ
Λόγω ηλικίας ο Πέρι χρειαζόταν έναν πιο έμπειρο για να τον βοηθήσει να τρέξει ένα τέτοιο εγχείρημα και τον βρήκε στο πρόσωπο του Μικ Έμπλετον που ήταν επίσης θαμώνας στο μπαρ. Ο Έμπλετον είχε αποκαλύψει κάποτε στην μπυροπαρέα ότι στο παρελθόν ήταν προπονητής σε κάποιες ερασιτεχνικές ομάδες στην Αγγλία κι έτσι με τον πιο απλό, δυνατό συλλογισμό ο Πέρι ξεκίνησε τη στελέχωση του νέου συλλόγου από σε αυτόν: «Εσύ που έχεις και εμπειρία από πάγκους, θέλεις να γίνεις ο προπονητής μας;» Ο Έμπλετον δέχτηκε με έναν όρο. Η ομάδα που θα προπονούσε έπρεπε να έχει κάτι από την αγαπημένη του Νιούκαστλ. Κάπως έτσι προέκυψαν το «Μάγκπαϊς» στο όνομα και η ασπρόμαυρη φανέλα.
Όπως συμβαίνει με όλες αυτές τις καταστάσεις, όταν ξημέρωσε η επόμενη μέρα και το αλκοόλ σταμάτησε να ρέει τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα όσο φαίνονταν αρχικά. Σε μια περιοχή με αρκετούς εδαφικούς περιορισμούς, όπως είναι το Γιβραλτάρ, η νέα ομάδα δεν είχε χώρο να προπονηθεί. Τα δοκιμαστικά που οργανώθηκαν τις πρώτες μέρες για να βρεθούν οι παίκτες έγιναν αναγκαστικά σε μια παραλία και οι σκηνές που διαδραματίστηκαν τις πρώτες μέρες περισσότερο θύμιζαν πλάνα από βρετανική b-movie κωμωδία.
Στο δημόσιο κάλεσμα ανταποκρίθηκαν κυρίως Άγγλοι που δούλευαν σε εταιρείες της πόλης. “Καμιά φορά πετύχαινα τυχαία κάποιον Άγγλο που έμοιαζε να είναι σε μια στοιχειώδη φόρμα και τον ρωτούσα «μήπως παίζεις μπάλα;»”. Οι περισσότεροι εξ αυτών όμως είχαν μήνες ή χρόνια από την τελευταία φορά που κλώτσησαν μια μπάλα ενώ ένα ποσοστό ήταν τελείως αγύμναστο, με αρκετά παραπανίσια κιλά και μια σοβαρή ροπή προς το αλκοόλ. Κάτι απόλυτα φυσιολογικό, αφού μιλάμε για ανθρώπους που μαζεύτηκαν εκεί καθαρά και μόνο γιατί έτυχε να συχνάζουν σε ένα μπαρ. Καθόλου τυχαία το «μπόνους υπογραφής» για όσους τα πήγαιναν καλά στο δοκιμαστικό ήταν ένα κέρασμα το ίδιο βράδυ στο γνωστό στέκι.
Τα πανηγύρια στο «Μπρούνο’ς Μπαρ» για μια από τις πρώτες επιτυχίες της ομάδας
Τα πρώτα χρόνια αποδείχτηκαν δύσκολα και οι ήττες διαδέχονταν η μια την άλλη. Συμπτωματικά όμως, την ίδια περίοδο η αίτηση ένταξης του Γιβραλτάρ στην ΟΥΕΦΑ έγινε αποδεκτή. Ξαφνικά τα δεδομένα στο τοπικό ποδόσφαιρο άλλαξαν. Οι κορυφαίες ομάδες της χώρας θα είχαν πλέον το δικαίωμα να αγωνιστούν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Το πρωτάθλημα αναβαθμίστηκε ενώ εμφανίστηκαν και οι πρώτοι κανονικοί μισθοί ποδοσφαιριστών. Αυτή ήταν μια καλή αφορμή για να κάνει και η Μάγκπαϊς μια μεγάλη αναβάθμιση και από μια παρέα μπαρόβιων που έπαιζαν απλά για να ξεσκάσουν να γίνει μια κανονική ομάδα με στόχους και φιλοδοξίες. Ο Πέρι, που όταν δεν έπαιζε μπάλα και δεν τα έπινε στο μπαρ των παππούδων δούλευε σε ένα κτηματομεσιτικό γραφείο, μίλησε σε έναν πελάτη του για την προσπάθεια τους κι αυτός δέχτηκε να τους βοηθήσει και οικονομικά αλλά και με καθοδήγηση. Ο Χέιγκ Ούντζιαν είχε διατελέσει αντιπρόεδρος της Γουότφορντ παλιότερα και ήξερε κάτι παραπάνω για το πως να διοικήσεις έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο.
Η Μάγκπαϊς έγινε σταδιακά όλο και πιο επαγγελματική. Χάρη στον Ούντζιαν προσέλκυσε κάποιους ποδοσφαιριστές από τις χαμηλές κατηγορίες της Αγγλίας που είχαν μείνει χωρίς συμβόλαιο ή έψαχναν μια αλλαγή στη ζωή τους, ενίσχυσε το ρόστερ της με κάποιους Ισπανούς από γειτονικές περιοχές που ήταν αισθητά πιο αθλητικοί από τους χαβαλέδες-θαμώνες του μπαρ, βρήκε μερικούς μικρούς χορηγούς για να καλύψουν τα βασικά έξοδα της και το 2019 κατάφερε να κερδίσει την άνοδο στην πρώτη κατηγορία. Το επόμενο βήμα έγινε το 2022 όταν και προσλήφθηκε ο Νέιθαν Ρούνει, ένας νεαρός προπονητής από το Μπλάκμπερν που ήταν και ο πρώτος που κάθισε στον πάγκο της έχοντας κανονικό δίπλωμα της ΟΥΕΦΑ.
Στα δυο αυτά χρόνια με τον Ρούνει προπονητή η Μάγκπαϊς κέρδισε τον πρώτο της τίτλο (το Ροκ Καπ, δηλαδή το κύπελλο του Γιβραλτάρ) και τη δυνατότητα να συμμετέχει στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Το καλοκαίρι του 2022 στην παρθενική της ευρωπαϊκή αναμέτρηση, στον πρώτο γύρο του Κόνφερενς, αντιμετώπισε την Κρουσέιντερς από τη Β. Ιρλανδία. Η «καλύτερη ομάδα παμπ στον κόσμο», όπως υπερηφανευόταν πως είναι, αποκλείστηκε μεν αλλά πρόλαβε να πανηγυρίσει μια ιστορική νίκη στο πρώτο παιχνίδι. Την επόμενη χρονιά η κληρωτίδα έφερε απέναντι της την ιρλανδική Ντανταλκ. Το αποτέλεσμα ήταν πάλι το ίδιο: Αποκλεισμός από τον πρώτο γύρο.
Η μεγάλη υπέρβαση έγινε φέτος. Απέναντι σε μια ακόμα αντίπαλο από την Ιρλανδία, τη Ντέρσι Σίτι, η ομάδα του Ρούνει πέτυχε κάτι που λίγα χρόνια πριν έμοιαζε αδιανόητο. Κέρδισε το πρώτο παιχνίδι στο Γιβραλτάρ με 2-0, έχασε στο δεύτερο παιχνίδι στο Ντέρι με 2-1 χάρη σε ένα γκολ στην παράταση και για πρώτη φορά πέρασε στην επόμενη φάση του Κόνφερενς Λιγκ. Εκεί θα ζήσει μερικά ποδοσφαιρικά μεγαλεία, για τα δικά της δεδομένα, αφού θα αντιμετωπίσει στο Στάδιο Πάρκεν των 38.000 θέσεων την Κοπεγχάγη που πριν από τέσσερις μήνες έπαιζε στους «16» του Τσάμπιονς Λιγκ με τη Μάντσεστερ Σίτι.
Η λογική λέει ότι κάπου εδώ η φετινή ευρωπαϊκή πορεία της θα φτάσει στο τέλος της. Μπορεί να φαίνεται πολύ σύντομη για εμάς αλλά για μια ομάδα που δημιουργήθηκε πριν λίγα χρόνια σε ένα μπαρ μιας περιοχής με 34.000 κατοίκους και αγωνίζεται σε ένα πρωτάθλημα που οι περισσότεροι παίκτες είναι ακόμα πάρτ-τάιμ ποδοσφαιριστές αυτή είναι μια μοναδική εμπειρία που οι άνθρωποι της θα διηγούνται για πολλά χρόνια, πίνοντας τις μπύρες τους σε ένα συγκεκριμένο μπαρ στην πόλη του Γιβραλτάρ. Εκεί που το 2013 ακούστηκε από τον 18χρονο εγγονό των ιδιοκτητών η φράση «γιατί να μην κάνουμε τη δική μας ομάδα;».