Μπορεί στην Ευρώπη η μπάλα να έχει σταματήσει εδώ και λίγες εβδομάδες, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού όμως η δράση συνεχίζεται κανονικά. Αυτές τις μέρες την τιμητική του έχει το Κόπα Λιμπερταδόρες, εκεί που τα ξημερώματα της Παρασκευής η Μπόκα Τζούνιορς θα υποδεχθεί τη Μονάγκας από τη Βενεζουέλα στο τελευταίο παιχνίδι της φάσης των ομίλων. Εμείς όμως θα παραβλέψουμε το φετινό τουρνουά και θα γυρίσουμε εξήντα χρόνια πίσω, όταν η Μπόκα έπαιζε τα πρώτα της παιχνίδια στη διοργάνωση, εντελώς συμπτωματικά κάποιες μέρες σαν κι αυτές.
26 Ιουλίου 1963. Η Μπόκα υποδέχεται στο Μπομπονέρα την Ουνιβερσιδάδ ντε Τσίλε για τη φάση των ομίλων του Κυπέλλου των Πρωταθλητών της Αμερικής, όπως ήταν τότε η ονομασία του. Την εποχή εκείνη στη διοργάνωση έπαιζαν μόνο οι πρωταθλητές σε ένα σύστημα τόσο αλλόκοτο που δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά νοτιοαμερικάνικο. Στο τουρνουά του 1963 είχαμε 8 ομάδες, συν την νικήτρια της προηγούμενης χρονιάς, που τότε ήταν η Σάντος του Πελέ. Τα μεγάλα ποδοσφαιρικά μυαλά της ηπείρου θεωρούσαν πως η κατάκτηση του τροπαίου πρέπει να επιβραβεύεται με μια αυτόματη πρόκριση και στα ημιτελικά της επόμενης χρονιάς (!), οπότε στην πρώτη φάση συμμετείχαν οι υπόλοιπες 8 ομάδες. Εκεί οι Λατίνοι θα μπορούσαν να χωρίσουν τις ομάδες σε δυο ομίλους, θα μπορούσαν να τις βάλουν να παίξουν όλοι με όλους σε ένα μικρό πρωτάθλημα ή να βγάλουν με κλήρωση τέσσερα νοκ άουτ ζευγάρια. Από αυτές τις λογικές επιλογές φυσικά και… δεν επέλεξαν καμία. Χώρισαν τις 8 ομάδες σε τρία γκρουπ και έτσι κατέληξαν ουσιαστικά με δυο γκρουπ των τριών ομάδων και ένα σκέτο ζευγάρι που θα έπαιζε μέσα-έξω, απλά με πόντους και βαθμολογία.
Ο χώρος έξω από το Μπομπονέρα στις αρχές της δεκαετίας του 60′
Στο γκρουπ της Μπόκα εκτός από αυτήν και τους Χιλιανούς, βρέθηκε και η Ολίμπια από την Παραγουάη. Οι Αργεντίνοι έχασαν από τους Παραγουανούς στην Ασουνσιόν αλλά τους κέρδισαν στο Μπομπονέρα. Έτσι ήθελαν οπωσδήποτε νίκη απέναντι στην Ουνιβερσιδάδ για να τερματίσουν πρώτοι και να περάσουν στα ημιτελικά στην πρώτη τους παρουσία στη διοργάνωση, που είχε εξασφαλιστεί χάρη στο πρώτο τους πρωτάθλημα μετά από οχτώ χρόνια. Το ρόστερ εκείνης της σεζόν περιλάμβανε μόνο Αργεντινούς, με εξαίρεση τον Βραζιλιάνο αμυντικό Ορλάντο και τον Ουρουγουανό μέσο Αλσίδες Σιλβέιρα. Ο μεγάλος σταρ ήταν ο επιθετικός Χοσέ Σανφιλίπο που είχε αποκτηθεί λίγο καιρό πριν από τη Σαν Λορένσο. Στα 28 του ο Σανφιλίπο ήταν διεθνής και θρύλος της ομάδας του Μποέδο, με την οποία είχε κερδίσει το πρωτάθλημα και είχε αναδειχθεί πρώτος σκόρερ αρκετές χρονιές. Σε μια εποχή πολύ διαφορετική από τη δική μας, στην οποία τα δικαιώματα των παικτών ήταν ελάχιστα, ο πρόεδρος της Σαν Λορένσο τα βρήκε οικονομικά με τη Μπόκα και ο παίκτης αναγκάστηκε να αλλάξει ομάδα χωρίς να ρωτήσει ποτέ κανένας τη γνώμη του.
Στο παιχνίδι με τους Χιλιανούς, η ομάδα του Μπουένος Άιρες κατέβηκε με το κλασικό και αγαπημένο εκείνη την εποχή 3-2-5. Όχι όμως και με την κλασική της εμφάνιση. Όπως είπαμε και πριν, οι καιροί ήταν πολύ διαφορετικοί. Ο ερασιτεχνισμός κυριαρχούσε στο ποδόσφαιρο σε όλο τον πλανήτη και ακόμα και στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση της ηπείρου οι σύλλογοι βασίζονταν στην παρεΐστικη λογική “πάμε κι όπου βγει”. (Είναι χαρακτηριστικό ότι στον άλλο όμιλο η Μιγιονάριος δεν καταδέχτηκε να πάει να παίξει με τη Μποταφόγκο την τελευταία αγωνιστική στη Βραζιλία γιατί είχε αποκλειστεί ήδη μαθηματικά και δεν έβρισκε το λόγο γιατί να ξοδέψει τόσα λεφτά για ένα αδιάφορο παιχνίδι.)
Όταν η αποστολή της Ουνιβερσιδάδ ενημέρωσε τους οικοδεσπότες ότι μαζί της είχε κουβαλήσει μόνο τη μπλε εμφάνιση της, οι άτυποι κανόνες της περιόδου έλεγαν πως ο γηπεδούχος θα έπρεπε να συμβιβαστεί και να φορέσει κάτι διαφορετικό. Ο φροντιστής της Μπόκα όμως δεν τα είχε υπολογίσει και πολύ καλά και είχε φέρει στο Μπομπονέρα μόνο την παραδοσιακή μπλε εντός έδρας φανέλα. Με τα χρονικά όρια να πιέζουν και τις δεύτερες φανέλες να βρίσκονται πολλά χιλιόμετρα μακριά, η λύση βρέθηκε από το πουθενά σε ένα ξεχασμένο ντουλάπι των γραφείων. Και ήταν μια λύση που δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να δούμε ποτέ στο σύγχρονο ποδόσφαιρο σε επίπεδο τέτοιας διοργάνωσης.
Προς έκπληξη των χιλιάδων οπαδών της, η Μπόκα βγήκε στον αγωνιστικό χώρο φορώντας την κοκκινόμαυρη φανέλα με κάθετες ρίγες της Μίλαν. Όχι μια φανέλα που τα χρώματα της έμοιαζαν με αυτά της Μίλαν. Με την κανονική εμφάνιση της Μίλαν! Ένα χρόνο πριν, οι Αργεντίνοι είχαν πουλήσει στους Ιταλούς τον Περουβιανό αμυντικό Βίκτορ Μπενίτεθ, γνωστό στη Ν. Αμερική και ως “το κουνέλι” (που τελικά έκανε μεγάλη καριέρα στην Ιταλία όπου και πέθανε μόλις πέρσι, σε ηλικία 86 ετών). Η συμφωνία των δυο συλλόγων περιλάμβανε και τη διεξαγωγή δυο φιλικών, ένα σε κάθε χώρα. Οι Μιλανέζοι το πήγαν ένα βήμα παραπέρα και κατά την παρουσία τους στο Μπουένος Άιρες, χάρισαν στους αντιπάλους τους μια ντουζίνα φανέλες. Αυτές ξεχάστηκαν το επόμενο διάστημα αλλά εκείνο το απόγευμα του Ιουνίου επανεμφανίστηκαν σαν μάννα εξ ουρανού.
Ο Βίκτορ Μπενίτεθ
Η αύρα και το… “βάρος” που τις συνόδευε από τις επιτυχίες της Μίλαν πάντως δεν βοήθησαν αρκετά. Μπορεί την ίδια περίοδο οι Ιταλοί να κατακτούσαν και το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών τους, αλλά πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα πιο δυτικά οι φανέλες τους τα βρήκαν σκούρα. Η Ουνιβερσιδάδ έκλεισε τη Μπόκα στα καρέ της, πίεζε συνεχώς και έδειχνε πως βρισκόταν πολύ κοντά στο να ανοίξει το σκορ. Σε μια χώρα που οι προλήψεις και τα γούρια είναι ιερά, ο ένοχος για την κάκιστη απόδοση των πρώτων 45′ βρέθηκε εύκολα. Η “ξένη” φανέλα ήταν γρουσούζικη. Ο θρύλος λέει πως από τα μισά του ημιχρόνου κιόλας, οι άνθρωποι των γηπεδούχων έστειλαν το παιδί για όλες τις δουλειές να βρει επειγόντως έντεκα κίτρινες φανέλες, από αυτές που χρησιμοποιούσε η Μπόκα ως δεύτερη επιλογή της. Ο μικρός γύρισε έγκαιρα και στην επιστροφή στον αγωνιστικό χώρο οι Αργεντίνοι εμφανίστηκαν διαφορετικοί. Από όλες τις απόψεις.
Τυχαία ή όχι (ο καθένας θα κρίνει ανάλογα με την οπτική του πάνω στο θέμα των γουριών), στο δεύτερο μόλις λεπτό της επανάληψης η Μπόκα άνοιξε το σκορ με γκολ του Αλμπέρτο Μάριο Γκονζάλες. Οι Χιλιανοί προσπάθησαν να αντιδράσουν αλλά ο Αργεντινός τερματοφύλακας Νέστορ Ερέα, γνωστός και ως “ο αδύνατος”, βρισκόταν σε μεγάλη μέρα. Το όνομα του μπορεί να μην λέει κάτι στους νεότερους αλλά μάλλον θα θυμίσει κάτι στους πρεσβύτερους, αφού αρκετά χρόνια μετά ήρθε και στη χώρα μας για λογαριασμό της ΑΕΚ, έπαιξε σε διάφορες ομάδες, παντρεύτηκε μια Ελληνίδα, έζησε στη Λάρισα, απέκτησε ελληνική υπηκοότητα και τελικά πέθανε εδώ τον Ιούνιο του 2005.
Το 1-0 έμεινε μέχρι τέλους και η Μπόκα πήρε τη νίκη που ήθελε για να περάσει στα ημιτελικά. Εκεί αντιμετώπισε σε διπλά παιχνίδια την Πενιαρόλ, κέρδισε και τα δυο και έγινε η πρώτη ομάδα από την Αργεντινή που φτάνει στον τελικό. Η Σάντος του Πελέ και του Κουτίνιο όμως δεν αστειευόταν και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του χαρισματικού Σανφιλίπο που σκόραρε και τα 3 γκολ της στον διπλό τελικό, ηττήθηκε τελικά από τους Βραζιλιάνους με 3-2 στη Βραζιλία και με 1-2 στο Μπουένος Άιρες.
Οι γκαντέμικες φανέλες της Μίλαν δεν φορέθηκαν ποτέ ξανά σε αγώνα αλλά, όπως αποδεικνύεται από κάποιες φωτογραφίες, χρησιμοποιούνταν κάποιες φορές στις προπονήσεις, μιας και το περιορισμένο μπάτζετ της εποχής δεν άφηνε περιθώρια για πολυτέλειες. Έξι δεκαετίες ακριβώς μετά από εκείνο το παιχνίδι, η Μπόκα θεωρείται ένα από τα μεγαθήρια του Λιμπερταδόρες με 6 κατακτήσεις και 5 ακόμα παρουσίες σε τελικούς. Από τους έντεκα εκείνων των πρώτων αγώνων στην πειραματική τότε διοργάνωση, στη ζωή βρίσκονται σήμερα μόνο τρεις.
O Σανφιλίπο τη μέρα που παρουσιάστηκε από τη Μπόκα
Ένας εξ αυτών είναι και ο 88χρονος Χοσέ “Νενέ” Σανφιλίπο που στο φινάλε της καριέρας του επέστρεψε στην αγαπημένη του Σαν Λορένσο, στην οποία λατρεύεται ακόμα. Πολλά χρόνια μετά το κρέμασμα των παπουτσιών του, δυο φημισμένοι Νοτιοαμερικάνοι συγγραφείς αντάλλαξαν κάποια γράμματα που είχαν αυτόν για πρωταγωνιστή. Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο χρησιμοποίησε μια από αυτές τις ιστορίες που του έστειλε ο Οσβάλντο Σοριάνο σε ένα από τα βιβλία του:
Αγαπητέ Εντουάρντο
Τις προάλλες ήμουν στο «Carrefour», εκεί που άλλοτε ήταν το γήπεδο της Σαν Λορένσο. Ήμουν μαζί με τον Χοσέ Σανφιλίπο, τον ήρωα των παιδικών μου χρόνων, που υπήρξε πρώτος σκόρερ της Σαν Λορένσο επί τέσσερις συνεχείς αγωνιστικές περιόδους. Περπατούσαμε ανάμεσα στις γόνδολες, περιτριγυρισμένοι από κατσαρόλες, τυριά και πλεξούδες από λουκάνικα. Ξαφνικά, ενώ πλησιάζαμε στα ταμεία, ο Σανφιλίπο ανοίγει τα χέρια του και μου λέει: «Φαντάσου, εδώ κάρφωσα τον Ρόμα, σ’εκείνον τον αγώνα με την Μπόκα». Προσπερνάει μια χοντρή, που σέρνει ένα καροτσάκι γεμάτο με μπριζόλες, κονσέρβες και λαχανικά, και λέει: «Ήταν το πιο γρήγορο γκολ που μπήκε ποτέ».
Συγκεντρωμένος, σαν να περίμενε την εκτέλεση ενός κόρνερ, μου διηγείται: «Είπα στο νούμερο πέντε, που εκείνη τη μέρα έπαιζε για πρώτη φορά στην πρώτη ομάδα: «Μόλις αρχίσει ο αγώνας, στείλε μου μια μπαλιά μέσα στην περιοχή. Μη θυμώνεις, δεν πρόκειται να σε εκθέσω». Εγώ ήμουν μεγάλος κι αυτός πιτσιρικάς. Καντερβίγια ονομαζόταν, φοβήθηκε και σκέφτηκε: να δούμε αν θα τα καταφέρω». Και αμέσως ο Σανφιλίπο μου δείχνει ένα σωρό από βαζάκια μαγιονέζας και φωνάζει: «Εκεί την έστειλε!». Ο κόσμος μας κοίταζε αμήχανα. «Η μπάλα έπεσε πίσω από τους κεντρικούς αμυντικούς, έτρεξα, μου ξέφυγε προς στιγμή προς τα εκεί, εκεί που είναι το ρύζι, βλέπεις;» και μου δείχνει την κάτω σειρά ραφιών, και ξαφνικά τρέχει σαν λαγός, παρά το μπλε κουστούμι και τα λουστρίνια που φορούσε. «Την τσίμπησα και μπουμ!» Εκείνη τη στιγμή έκανε ένα αριστερό σουτ. Όλοι στραφήκαμε προς τα ταμεία, εκεί όπου τριάντα χρόνια πριν ήταν η εστία, και νομίσαμε ότι η μπάλα πήρε ύψος και μπήκε γκολ, εκεί ακριβώς που είναι οι μπαταρίες ραδιοφώνου και τα ξυραφάκια. Οι πελάτες και οι κοπέλες των ταμείων ξεσπούν σε χειροκροτήματα. Εγώ είμαι έτοιμος να κλάψω. Ο Νενέ Σανφιλίπο είχε ξαναβάλει εκείνο το γκολ του 1962, μονάχα για να μπορέσω να το δω.