Βράδυ Κυριακής, 18 Οκτωβρίου, και η Άστον Βίλα αγωνίζεται στην έδρα της Λέστερ, για την 5η αγωνιστική, σε ένα παιχνίδι που αν κρινόταν με βάση την περσινή εικόνα των δύο ομάδων θα ήταν -σχεδόν- σίγουρο πως θα κατέληγε ως ακόμα μία ήττα για τους villains. Στις καθυστερήσεις της αναμέτρησης και με το σκορ στο 0-0, ο Ρος Μπάρκλεϊ θα κάνει αυτό που ξέρει να κάνει κάτι παραπάνω από πολύ καλά. Θα κινηθεί στο χώρο, και για την ακρίβεια εκεί που πρέπει να βρίσκεται ένας κεντρικός μέσος όταν η μπάλα μεταφέρεται γρήγορα από τα άκρα στην αντίπαλη περιοχή, θα πάρει την πάσα λίγα μέτρα εκτός της περιοχής, κι αφού τη ζυγίσει, βρίσκοντας παράλληλα τον χώρο (που έχει) και τον χρόνο (που δημιουργεί ο ίδιος) θα σουτάρει για να νικήσει τον κήπερ των «αλεπούδων», γράφοντας το 0-1 και δίνοντας παράλληλα το απόλυτο, με 4/4, στην ομάδα του. Αυτό ήταν το πρώτο γκολ, εκτός περιοχής, για τον ίδιο εφέτος και το δεύτερο συνολικά σε μόλις δύο εμφανίσεις με τη φανέλα της Βίλα. Μιας ομάδας δηλαδή που δείχνει να του ταιριάζει γάντι για να ξεδιπλώσει το σπουδαίο ταλέντο που διαθέτει και που -δυστυχώς- τα τελευταία χρόνια έχουμε δει μόνο ελάχιστες αναλαμπές από δαύτο, χωρίς να φταίει πάντα ο ίδιος γι’ αυτό.
Γεννημένος στο Λίβερπουλ στις 5 Δεκεμβρίου του 1993 από Νιγηριανό πατέρα και Αγγλίδα μητέρα ξεκίνησε το ποδόσφαιρο μόλις στα 11 του χρόνια στην φημισμένη ακαδημία της Έβερτον, όπως συμβαίνει πολλές φορές, λόγω της αγάπης που είχε ο πατέρας του για το άθλημα. Μεγαλώνοντας, κι αφού η σχέση με τον πατέρα του είχε μπει σε αρκετά δύσκολη περίοδο με συχνές, και μεγάλες, εντάσεις επέλεξε να κρατήσει το όνομα της μητέρας του, Ντάιαν, και όχι του πατέρα του. Αν φυσικά αυτό δεν είχε συμβεί, τώρα θα μιλούσαμε, και θα γράφαμε, για τον Ρος Εφανγκά. Από τα πρώτα πράγματα που διαπίστωσαν οι προπονητές του στην ομάδα νέων της Έβερτον, εκτός φυσικά του ταλέντου του, ήταν ένα ορμονικό σύνδρομο, το ίδιο που έχει διαγνωστεί και ο Λουκάκου, που του έδινε τη δυνατότητα να αναπτύσσει, πολύ γρήγορα για την ηλικία του, τους μύες και τον όγκο του. Για να το πούμε πολύ απλά, η σωματική διάπλαση του 11χρόνου Ρος έμοιαζε με παιδιού 14-15, κάτι που τον οδήγησε μόλις στα 15 να προπονείται με την ομάδα U-18 της Έβερτον και να δείχνει ακόμα μεγαλύτερος από τους περισσότερους. Σε ένα ποδόσφαιρο όπως το αγγλικό, με τη δύναμη να παίζει σπουδαίο ρόλο, αυτό το «χάρισμα», σε συνδυασμό πάντα με το ταλέντο, τον οδήγησε πολύ γρήγορα και στην ανδρική ομάδα, αφού πρώτα είχε οδηγήσει την ομάδα νέων σε πολλές επιτυχίες (και τρόπαια), πραγματοποιώντας το ντεμπούτο του στην τρυφερή ηλικία των 17 με τον σπουδαίο Τιμ Κέιχιλ, ηγέτη της ομάδας εκείνα τα χρόνια, να τον χαρακτηρίζει ως «τον πιο ταλαντούχο νεαρό ποδοσφαιριστή που έχει παίξει ποτέ μαζί του».
Τα χρόνια που ακολούθησαν στην Έβερτον είχαν πολλά σκαμπανεβάσματα, τόσο για τον ίδιο όσο και για την ομάδα, και συνδυάστηκαν με αρκετά σοβαρούς τραυματισμούς που έβαζαν πάντα φρένο στην εξέλιξη της καριέρας του, όταν αυτή έδειχνε να έχει πάρει τα πάνω της, χρόνια πριν κάνει ο ίδιος το επόμενο, μεγάλο, βήμα για την Τσέλσι το 2018. Ο ίδιος, πάντα ταπεινός αλλά και άκρως ρεαλιστής σε σχέση με αυτά που καταλάβαινε ότι μπορούσε να κάνει στο γήπεδο, απέρριψε πρόταση της εθνικής Νιγηρίας, για να φορέσει τη φανέλα της, ξέροντας πολύ καλά πως μπορεί να φτάσει στην εθνική Αγγλίας που είχε όνειρο, κάτι που και κατάφερε μόλις στα 20 του χρόνια. Αυτά είναι μερικά από εκείνα τα πράγματα που δείχνουν το προφίλ ενός ανθρώπου, και κατ’ επέκταση, ποδοσφαιριστή που έχει δουλέψει, σε πλήρη αρμονία, με τον εαυτό του και το ταλέντο του, βρίσκοντας ισορροπία σε προσωπικό και αγωνιστικό επίπεδο, ψάχνοντας γι’ αυτό που έχει την μεγαλύτερη σημασία. Την ηρεμία και την κατανόηση. Κάτι που το δείχνει και η σχέση ετών που είχε με την Ζόι Ριόζι. Σε μια εποχή που οι περισσότεροι αθλητές αλλάζουν τις σχέσεις σαν τα πουκάμισα και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι μόνο η ρηχή εξωτερική εικόνα ο Μπάρκλεϊ είχε για χρόνια δίπλα του την πιο «κορίτσι της διπλανής πόρτας» σύντροφο, κάτι που φανερώνει ακόμα μια πτυχή του σπάνιου χαρακτήρα του. Η σχέση τους και η απλότητά της είχαν εγκωμιαστεί άλλωστε πολλάκις από τα βρετανικά μέσα.
Υπάρχουν πολλοί φίλοι του ποδοσφαίρου που θεωρούν τον Ρος Μπάρκλεϊ υπερτιμημένο. Υπάρχουν ακόμα περισσότεροι που τον θεωρούν μέτριο, ακόμα και «λίγο» και πως δεν αξίζει όλη αυτή την προβολή και την καριέρα που έχει κάνει μέχρι τώρα. Φυσικά πολλοί από αυτούς δεν τον έχουν δει αρκετά να αγωνίζεται, κάτι που πάντα βοηθά ώστε να βγει λάθος συμπέρασμα. Για κάποιον που στην αρχή της καριέρας του μπήκε σε συγκρίσεις με τον Γουέιν Ρόυνεϊ, ακόμα και με τον τρισμέγιστο Πολ Γκασκόιν, λόγω θέσης, σωματοδομής και φυσικά ταλέντου, και που για πάρτη του γράφτηκαν πολλές αράδες για το πόσο μπορεί να εξελιχθεί σε ηγέτη της Έβερτον, ακόμα και της εθνικής Αγγλίας, το αποτέλεσμα μπορεί -αδίκως- να τους δικαιώσει. Όταν ακόμα και o σπουδαίος Τσάβι έχει μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για σένα και το πόσο μπορείς να επηρεάσεις θετικά την νευραλγική θέση του κεντρικού μέσου στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, με τη θέση να έχει εξελιχθεί και να έχει πολλές περισσότερες απαιτήσεις από εκείνη που είχε μέχρι πριν 20 χρόνια, μπορείς να φανείς «μικρότερος» από αυτό που είσαι. Όταν έχεις χαρακτηριστεί «διαμάντι του βρετανικού ποδοσφαίρου» πριν καλά καλά κλείσεις τα 22 μπορείς ακόμα και να την ψωνίσεις και να μη δουλέψεις όσο αρκετά χρειάζεται για να αγγίξεις, ακόμα και να ξεπεράσεις, την κορυφή. Ή έστω την δική σου κορυφή. Πολλά τα παραδείγματα άλλωστε. Φυσικά αυτό που κάνουμε οι περισσότεροι είναι να τα ζυγίζουμε όλα αυτά αφήνοντας εκτός το σημαντικότερο, την ανθρώπινη υπόσταση και τους εξωτερικούς παράγοντες, σκεπτόμενοι μόνο το ταλέντο και τον κάθε παίκτη ως μια μηχανή. Λάθος; Σίγουρα.
Ο Μπάρκλεϊ μεγάλωσε σε μια άκρως προβληματική οικογένεια, έχοντας τραγικές σχέσεις με τον πατέρα του. Είδε το γόνατό του να διαλύεται στα 17 όντας πανέτοιμος να πάρει την πρώτη του μεγάλη ευκαιρία στην πρώτη ομάδα της Έβερτον. Βίωσε τον σκληρό ρατσισμό σε αρκετά νεαρή ηλικία, όχι λόγω του χρώματός του, αλλά της καταγωγής του πατέρα και του παππού του, από γνωστό δημοσιογράφο, γνωστής εφημερίδας που ούτε λίγο ούτε πολύ τον χαρακτήρισε πίθηκο, λέγοντάς του πως αυτό που θα του άξιζε στην πόλη της Λίβερπουλ δεν είναι να παίζει ποδόσφαιρο αλλά να βρίσκεται στο δρόμο, πουλώντας -στην καλύτερη των περιπτώσεων- ναρκωτικά. Ο Ρος Μπάρκλεϊ πάλεψε με ένα σωρό δαίμονες και ατυχίες και βγήκε νικητής. Νίκησε ακόμα και τους προπονητές που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το σπουδαίο ταλέντο του, βάζοντάς τον να κάνει πράγματα εντός των τεσσάρων γραμμών που ίσως να μην μπορεί να κάνει τόσο καλά, όπως το να παίζει στα άκρα. Ο Ντιν Σμιθ δείχνει να το έχει καταλάβει πολύ καλά αυτό στην Άστον Βίλα, και ο δανεισμός του από την Τσέλσι δείχνει να γεμίζει με περίσσιο χρώμα τον ποδοσφαιρικό καμβά της ομάδας και το στυλ που έχει επιλέξει αυτή να αγωνίζεται, συνθέτοντας παράλληλα ένα άκρως ποιοτικό και όμορφο -στο μάτι- δίδυμο με τον ηγέτη και αρχηγό της ομάδας, Τζακ Γκρίλις, παίζοντας εκεί που πραγματικά μπορεί να προσφέρει πολλά. Στην τριάδα δηλαδή της μεσαίας γραμμής, ως εσωτερικός μέσος.
Οι αριθμοί του σε αυτές τις δύο αναμετρήσεις που έχει προλάβει να αγωνιστεί για την Άστον Βίλα μπορούν να δώσουν αισιοδοξία για το μέλλον σε όλους τους φίλους της ομάδας, δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε πως το ντεμπούτο του, σκοράροντας μάλιστα, στο 7-2 απέναντι στην πρωταθλήτρια Λίβερπουλ, και πως η Βίλα μετρά το απόλυτο με 12 βαθμούς. Αυτό όμως που δεν μπορούν να καταγράψουν οι αριθμοί είναι η εικόνα του στο γήπεδο. Ο τρόπος που κινείται στο χώρο, το πως υποδέχεται την μπάλα, η απαράμιλλη τεχνική του, το φαρμακερό του σουτ από κάθε απόσταση και οι σέντρες ακριβείας από -και προς- κάθε κατεύθυνση για κάποιον συμπαίκτη είναι η εικόνα που λατρεύει το μάτι του απλού φίλου του ποδοσφαίρου που θέλει να ερωτοτροπεί με το άθλημα. Γιατί ο Ρος Μπάρκλεϊ είναι και όλα αυτά. Ένας σύγχρονος και ντελικάτος ποδοσφαιριστής που θυμίζει κεντρικούς μέσους άλλων εποχών. Πιο ρομαντικών. Πιο απλών. Πιο όμορφων. Ο παίκτης που τον ερωτεύεσαι απλά και μόνο μετά από ένα μαγικό του κοντρόλ και όχι για τους τίτλους που κέρδισε ή δεν κέρδισε. Το ποδόσφαιρο άλλωστε δεν είναι μόνο οι τίτλοι.
Σήμερα το βράδυ η Άστον Βίλα υποδέχεται την Λιντς Γιουνάιτεντ στο Βίλα Παρκ σε μια άκρως βρετανική αναμέτρηση βγαλμένη από άλλες εποχές. Τότε που οι δύο ομάδες έπαιζαν για να κερδίσουν τον τίτλο και όχι για να πλασαριστούν όσο δυνατόν πιο ψηλά στον βαθμολογικό πίνακα. Η φετινή ποιότητα και των δύο άλλωστε δείχνει πως δεν θα κινδυνέψουν, και πολλοί ήδη έχουν αρχίσει να έχουν, πολύ σωστά κιόλας, μεγαλύτερες απαιτήσεις από αυτά τα δύο ιστορικά και σπουδαία κλαμπ. Απ’ την άλλη, για τον Μπάρκλεϊ η αναμέτρηση ξυπνά και όμορφες μνήμες μιας και το 2013 είχε κάνει ένα μικρό πέρασμα, ως δανεικός, από το Έλαντ Ρόουντ για μόλις τέσσερις αγώνες, προσπαθώντας να βρει τα πατήματά του. Πατήματα που δείχνει να τα έχει βρει και πάλι αγωνιζόμενος σε μια ομάδα που έχει βρει το κουμπί του, ελευθερώνοντας το παιχνίδι του και -πιστέψτε μας- αυτό το παλικάρι το αξίζει όλο αυτό και -κυρίως- το να χαρεί και πάλι να παίζει ποδόσφαιρο.