Όταν τον Ιούνιο του 2021 η Σέλτικ ανακοίνωσε το όνομα του νέου της προπονητή, το κλίμα στις τάξεις των φιλάθλων της δεν ήταν και το πλέον αισιόδοξο. Μετά από την καταστροφική, για τα δεδομένα της, περσινή σεζόν οι περισσότεροι πίστευαν ότι η ομάδα της Γλασκώβης θα στραφεί σε κάποιον αναγνωρισμένο προπονητή ώστε να επιστρέψει άμεσα στους τίτλους και να κυριαρχήσει ξανά στο σκωτσέζικο ποδόσφαιρο. Η επιλογή ενός Ελληνοαυστραλού που η μόνη θητεία του στην Ευρώπη ήταν μερικοί μήνες στο τιμόνι μιας ελληνικής ομάδας 3ης κατηγορίας σίγουρα δεν ήταν αυτό που περίμεναν.
Ο Άγγελος Ποστέκογλου, γνωστός στον υπόλοιπο κόσμο ως Αντζ Ποστεκόγλου, γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Νέα Φιλαδέλφεια. Όταν ήταν πέντε ετών, και ενώ η χώρα μετρούσε ήδη τρία χρόνια χούντας, οι γονείς του αποφάσισαν να μετακομίσουν στην Αυστραλία. Σε μια από τις πρώτες του συνεντεύξεις στον σκωτσέζικο τύπο, είχε σταθεί αρκετά σε αυτή την επιλογή του Δημήτρη και της Βούλας Ποστέκογλου: “Βλέπω τον εαυτό μου σήμερα που είμαι 55 χρονών κι ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω αυτά που πέρασαν οι γονείς μου. Τι χρειάστηκε να αντέξουν για να μεταφέρουν τη νέα τους τότε οικογένεια στην άλλη άκρη του κόσμου, με ένα πλοίο που έκανε 30 μέρες για να φτάσει σε μια χώρα που δεν μιλούσαν καθόλου τη γλώσσα, που δεν ήξεραν κανέναν, δεν είχαν σπίτι, δεν είχαν δουλειά. Ο κόσμος λέει ότι οι άνθρωποι αλλάζουν χώρα για να έχουν μια καλύτερη ζωή. Οι γονείς μου δεν απέκτησαν οι ίδιοι καλύτερη ζωή, πήγαν στην Αυστραλία για να μπορώ εγώ να έχω περισσότερες ευκαιρίες να έχω μια καλύτερη ζωή”.
Στη Μελβούρνη ανακάλυψε το αυστραλέζικο ποδόσφαιρο αλλά το αμείωτο πάθος του πατέρα του για το (κανονικό) ποδόσφαιρο, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απόφαση για το ποιο άθλημα θα ακολουθήσει. “Το μόνο που θυμάμαι από εκείνα τα πρώτα χρόνια είναι ότι ο πατέρας μου δούλευε ασταμάτητα. Έφευγε για δουλειά πριν φάω εγώ το πρωινό μου και γυρνούσε σπίτι αργά τη νύχτα, έτρωγε και λίγο μετά τον έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ. Το ίδιο πρόγραμμα κάθε μέρα. Η μόνη φορά που τον έβλεπα χαρούμενο ήταν όταν πηγαίναμε στο γήπεδο την Κυριακή. Στο παιδικό μυαλό μου η σύνδεση έγινε αμέσως. Το ποδόσφαιρο ήταν αυτό που τον έκανε χαρούμενο άρα αν το αγαπήσω κι εγώ, θα έχουμε κάτι κοινό να μοιραζόμαστε.”
Τα αμέτρητα ξενύχτια δίπλα στον μπαμπά για να δούνε το αγαπημένο του ευρωπαικό ποδόσφαιρο (“αγαπούσε τη Λιντς και τη Ρεάλ Μαδρίτης λόγω του Ντι Στέφανο και του Πούσκας”) ή τους αγώνες του Μουντιάλ και οι ατέλειωτες ποδοσφαρικές και τακτικές αναλύσεις που ακολουθούσαν μεταξύ τους, επηρέασαν τον πιτσιρικά όσο τίποτα άλλο και ουσιαστικά σημάδεψαν και το μέλλον του. Όταν η ποδοσφαιρική του καριέρα στη Σάουθ Μέλμπουρν, την ομάδα των Ελλήνων της Μελβούρνης, διακόπηκε πρόωρα λόγω τραυματισμού, καταπιάστηκε με την προπονητική και στα 31 του κιόλας, ανέλαβε την ομάδα και την οδήγησε σύντομα σε δυο σερί πρωταθλήματα.
Μέσα στην επόμενη εικοσαετία αναδείχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ποδοσφαίρου της Αυστραλίας, με θητείες σε όλες τις μικρές εθνικές, με επιτυχημένα περάσματα σε άλλες τρεις ομάδες της χώρας και με την επιτυχία του στην εθνική Αυστραλίας, την οποία οδήγησε στο πρώτο και μοναδικό μέχρι σήμερα Κύπελλο Ασίας της ιστορίας της, το 2015. Ο χαρακτηρισμός “πιο πετυχημένος σύγχρονος Αυστραλός προπονητής” τον ακολουθεί εδώ και αρκετά χρόνια και δεν σχετίζεται μόνο με τους τίτλους που έχει κερδίσει. Το ελκυστικό, επιθετικό ποδόσφαιρο που έχουν παίξει κατά καιρούς οι ομάδες του θεωρείται πως έχει επηρεάσει τη γενικότερη φιλοσοφία των ομάδων της Αυστραλίας που μέχρι πριν από 10-15 χρόνια απέφευγαν σαν το διάολο το λιβάνι το ανοιχτό παιχνίδι που πιθανόν αφήνει τρύπες στην άμυνα.
Την περίοδο της απόλυτης κυριαρχίας της Μπαρτσελόνας του Πεπ, η Μπρίσμπεϊν Ρόαρ του Ποστέκογλου, που είχε το παρατσούκλι ‘Ροαρσελόνα’, εφάρμοσε ένα σχετικά παρόμοιο στυλ παιχνιδιού, έκανε ό,τι ήθελε στην Αυστραλία, κατέκτησε δυο συνεχόμενα πρωταθλήματα και έσπασε όλα τα ρεκόρ (οι 36 αγώνες που έμεινε αήττητη αποτελεί ρεκόρ σε όλα τα αθλήματα στη χώρα) παίζοντας ένα θεαματικό ποδόσφαιρο που όμοιο του δεν είχαν ξαναδεί οι ντόπιοι φίλαθλοι.
Τον Γενάρη του 2018 ο Ελληνοαυστραλός αποφάσισε ότι έφτασε η ώρα να δοκιμάσει τις δυνάμεις του εκτός συνόρων για δεύτερη φορά. Η πρώτη είχε στεφθεί με σχετική αποτυχία γιατί… Ελλάδα. Ο Ποστέκογλου είχε προσληφθεί από την Παναχαική τον Μάρτιο του 2008 με στόχο να την επαναφέρει σταδιακά στα μεγάλα σαλόνια. Στα μισά της πρώτης του σεζόν όμως, και ενώ οι Πατρινοί ήταν στις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας της 3ης κατηγορίας, ιδιοκτήτης ανέλαβε ο Αλέξης Κούγιας που, σε αντίθεση με την προηγούμενη διοίκηση, είχε κάποιες ενοχλητικές συνήθειες. Πρόεδρος και προπονητής ήρθαν σε σύγκρουση αρκετές φορές σε θέματα μεταγραφών και όχι μόνο και τελικά η συνεργασία τους διακόπηκε απότομα στο ημίχρονο ενός αγώνα, όταν ο δικηγόρος-ιδιοκτήτης μπήκε στα αποδυτήρια και του έδωσε ένα χαρτάκι με τις αλλαγές που θεωρούσε πως έπρεπε να γίνουν.
Για να αποφύγει ανάλογα φαινόμενα, ο Ποστέκογλου επέλεξε αυτή τη φορά να δουλέψει στην Ιαπωνία. Στα 3,5 χρόνια που έκατσε στη Γιοκοχάμα Μαρίνος κατάφερε να φτιάξει και εκεί ένα εξαιρετικό όνομα και ταυτόχρονα να ανοίξει το δρόμο προς το συγκεκριμένο πρωτάθλημα και σε άλλους προπονητές από την Αυστραλία. Αν και η περίοδος προσαρμογής ήταν δύσκολη (αυτό φαίνεται να αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις ομάδες του, που αρχίζουν να φορτσάρουν μετά από μερικούς μήνες σκληρής δουλειάς και κατανόησης της φιλοσοφίας του), με τη Μαρίνος να απειλείται ακόμα και με υποβιβασμό στην πρώτη του σεζόν, η συνέχεια αποζημίωσε τους ανθρώπους που τον επέλεξαν. Το 2019 η Μαρίνος κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημα της μετά από 15 χρόνια, παίζοντας ένα γρήγορο και ελκυστικό ποδόσφαιρο, και ο Ποστέκογλου απέδειξε ότι μπορεί να τα καταφέρει και εκτός Αυστραλίας.
Αυτό φαίνεται ότι πιστεύουν και οι διοικούντες της Σέλτικ που το καλοκαίρι εξέπληξαν πολλούς με την πρόσληψη του. Σε μια πολύ απαιτητική ήπειρο που πάρα πολύ σπάνια συναντάς προπονητή που δεν προέρχεται από την ίδια ή τη Ν. Αμερική, ο Άγγελος Ποστέκογλου ανέλαβε ένα δύσκολο έργο, πολύ διαφορετικό από όσα είχε συναντήσει έως τώρα στην καριέρα του. Με τη Σέλτικ να προέρχεται από μια άτιτλη σεζόν, κατά την οποία έμεινε και 25 πόντους πίσω από την πρωταθλήτρια Ρέιντζερς, ο Ελληνοαυστραλός έπρεπε να βρει αυτή τη φορά τρόπο να δείξει από νωρίς την αξία του, καθώς κανένας δεν μπορούσε να του εγγυηθεί ότι θα έχει πίστωση χρόνου.
Η δυσπιστία που συνόδευσε την πρόσληψη του έγινε ακόμα μεγαλύτερη τον Ιούλιο, όταν και η Σέλτικ ξεκίνησε τη σεζόν με το χειρότερο δυνατό τρόπο: Έξι γκολ σε φιλικό από τη Γουέστ Χαμ, ήττα στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος από τη Χαρτς και αποκλεισμός στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ από τη Μίντιλαντ. Ένα ξεκίνημα βγαλμένο από τους χειρότερους εφιάλτες κάθε νέου προπονητή. Τα ζόρια όμως δεν κράτησαν πάρα πολύ.
Από τις αρχές του φθινοπώρου και μετά, η δουλειά του άρχισε να βγαίνει στο χόρτο. Με πρωταγωνιστές στην επίθεση έναν Γιαπωνέζο και έναν Ισραηλινό που διάλεξε ο ίδιος, η ομάδα του μετράει από τότε 25 παιχνίδια αήττητη σε όλες τις διοργανώσεις εντός συνόρων, κατέκτησε ήδη τον πρώτο της τίτλο κερδίζοντας το Λιγκ Καπ τον Δεκέμβρη ενώ με τον πρόσφατο άνετο θρίαμβο της επί των Ρέιντζερς με 3-0 (πρώτη επικράτηση σε Old Firm μετά από 7 ντέρμπι χωρίς νίκη), σκαρφάλωσε στην κορυφή της βαθμολογίας για πρώτη φορά μετά από την 1η αγωνιστική της περσινής σεζόν. Μοναδική παραφωνία παραμένει η ευρωπαική πορεία. Οι Σκωτσέζοι έμειναν εκτός της συνέχειας και του Γιουρόπα Λιγκ, τερματίζοντας πίσω από Λεβερκούζεν και Μπέτις στον όμιλο, και ποντάρουν τώρα σε μια διάκριση στην τρίτη διοργάνωση της ΟΥΕΦΑ, εκεί που θα αντιμετωπίσουν την εντυπωσιακή τελευταία Μπόντο Γκλιμτ.
Η αποτυχία στην Ευρώπη δεν φαίνεται όμως να επηρεάζει τη γενικότερη φετινή αύρα του συλλόγου. Η Σέλτικ του Ποστέκογλου παίζει ωραίο ποδόσφαιρο το οποίο συνδυάζει πλέον και με θετικά αποτελέσματα, οι ‘περίεργες’ μεταγραφές του (μέσα σε αυτό το 8μηνο στη Γλασκώβη έχουν καταφτάσει τέσσερις παίκτες από την Ιαπωνία!) αποδίδουν ανέλπιστα καλά και διάφοροι αναλυτές συζητάνε ήδη το ενδεχόμενο να τον δούμε σύντομα σε ένα ακόμα πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα. Κι όλα αυτά ενώ ο ίδιος έχει μετατραπεί, για την ώρα τουλάχιστον, σε αγαπημένη μορφή της εξέδρας λόγω της δουλειάς του αλλά και των δηλώσεων του.
Οι οπαδοί τραγουδάνε “Last Christmas I gave you my heart, but the very next day, you gave it away. This year, to save me from tears, I’ll give it to Postecoglou” και λίγο μετά στη συνέντευξη τύπου ο Ποστέκογλου δηλώνει εντυπωσιασμένος που κατάφεραν να βάλουν το επίθετο του σε ένα τραγούδι
Η σχέση των δυο πλευρών μοιάζει ιδανική κι αυτό επιβεβαιώνεται με κάθε ευκαιρία. Λίγο μετά τη μεγάλη νίκη στο Old Firm ο Ελληνοαυστραλός έδωσε έναν ακόμα λόγο στους οπαδούς να τον αγαπήσουν μιλώντας γενικότερα για το νέο του σύλλογο: “Δεν είμαι απλά ο προπονητής μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Είμαι ο μάνατζερ πίσω από όλα όσα πρεσβεύει αυτός ο σύλλογος. Κι εδώ μιλάμε για ένα σύλλογο με βαθιές ρίζες, με πολύ συγκεκριμένη ταυτότητα και με αμέτρητες επιτυχίες από το 1888. Γι’αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα οι οπαδοί να πιστέψουν σε μένα πρώτα ως άνθρωπο. Σήμερα για παράδειγμα είχαμε 60.000 κόσμο στις κερκίδες. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί από αυτούς ήρθαν ενώ αντιμετωπίζουν στη ζωή τους πολλά προβλήματα. Εμείς τους κάναμε για λίγο να ξεχαστούν κι αυτό είναι το πιο σημαντικό από όλα. Αυτό δεν το καταλαβαίνουν κάποιοι. Δεν αντιλαμβάνονται τη σύνδεση που έχουν οι άνθρωποι με έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο, δεν καταλαβαίνουν ότι κάποιες φορές η διάθεση μιας ολόκληρης εβδομάδας κρίνεται από έναν αγώνα. Αυτή είναι μια τεράστια ευθύνη για εμάς, γιατί ξέρουμε τι σημαίνει για τον κόσμο αυτός ο σύλλογος.”