Η μετακίνηση του φαινομένου του Ευρωπαϊκού μπάσκετ στη «Βασίλισσα» Ρεάλ υπήρξε το γεγονός του καλοκαιριού του 1988. Ήταν μια χρονιά απομόνωσης, ωρίμανσης και επίδειξης ατόφιου ταλέντου από τον Ντράζεν Πέτροβιτς…
Καλοκαίρι του ’88. Η μπασκετική Ευρώπη παραμιλούσε. Ο παίχτης-φαινόμενο από το Σίμπενικ, ο μεγάλος σταρ της Τσιμπόνα του Ζάγκρεμπ θα άφηνε την πατρίδα του για να μετακινηθεί στη γκλαμουράτη Μαδρίτη και στο «βασίλειο» της Ρεάλ η οποία έστρωσε στα πόδια του 4 εκατομμύρια δολάρια. Όλοι ανυπομονούσαν για το αποτέλεσμα αν και για να φτάσουμε εκεί έπρεπε να ξεπεραστούν ουκ ολίγα εμπόδια.
Εκείνη την εποχή υπήρχε ένας αθλητικός νόμος που απαγόρευε στους Γιουγκοσλάβους παίχτες να αφήσουν τη χώρα τους και να αγωνιστούν επαγγελματικά στο εξωτερικό πριν τα 28 τους χρόνια. Ο Joze Antonio Arizaga, ο ατζέντης που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση της μετακίνησης του Πέτροβιτς στην Ισπανία, διηγείται:
«Μίλησα προσωπικά στον κόουτς Μίρκο Νόβοσελ (προπονητής του Ντράζεν στη Τσιμπόνα) και μου υπογράμμισε δύο πράγματα. Πρώτον, κάθε πρόβλημα στη Γιουγκοσλαβία λύνεται με το σωστό χρηματικό ποσό. Δεύτερον, εάν ο Ντράζεν έφευγε για να αγωνιστεί σε άλλη χώρα κάθε παίχτης κάτω των 28 θα ήθελε να κάνει το ίδιο, δημιουργώντας χάος. Καταλαβαίνετε λοιπόν τι δυσκολίες είχα να περάσω στην προσπάθεια αυτή»…
Ο Ντράζεν πήγε στη Μαδρίτη και από την πρώτη στιγμή τράβηξε μια γραμμή στις σχέσεις του με τους υπόλοιπους συμπαίχτες του. Παρέλαβε το διαμέρισμα του στη La Vaguada, μια από τις καλύτερες περιοχές πλησίον του κέντρου της πόλης, στην οποία κατοικούσαν ουκ ολίγοι ακόμα αθλητές της ομάδας. Δεν δέχθηκε να έχει τηλέφωνο σε αυτό. Όταν υπήρχε κάποια αλλαγή στην ώρα προπόνησης ή κάποια καινούργια ενημέρωση, ο νεαρός συμπαίχτης του Ενρίκε Βιλαλόμπος -έμενε πολύ κοντά με τον Κροάτη σταρ- αναλάμβανε να πάει στο σπίτι του Πέτροβιτς και να του το μεταφέρει προσωπικά. Ίσως αυτό θυμίζει τον τρόπο επικοινωνίας των μαφιόζων στα 60s αλλά στην περίπτωση του Ντράζεν μάλλον δεν υπήρχε ο φόβος παρακολούθησης της συσκευής από την αστυνομία…
Ο Βιλαλόμπος και ο Αμερικανός Τζόνι Ρότζερς έγιναν οι πιο κοντινοί «φίλοι» (κατά μια έννοια, γιατί ο Πέτροβιτς δεν είχε πότε φίλους στη Μαδρίτη και δεν στην πραγματικότητα δεν ήθελε να αποκτήσει τέτοιους) του Κροάτη εντός της ομάδας. Κάποιες φορές μάλιστα, ο Ντράζεν καλούσε τον νεαρό μεταφορέα των μηνυμάτων στο σπίτι του, για μια σόδα και λίγη κουβεντούλα.
«Ήταν καλό παιδί αλλά πολύ απόμακρος. Δεν άφηνε κανέναν να το πλησιάσει» θα πει αργότερα ο νεαρός Ισπανός.
«Η συμπεριφορά του έδειχνε ότι έβλεπε τη Ρεάλ απλά ως ένα σκαλοπάτι πριν το ΝΒΑ. Δούλευα μαζί του στις ατομικές και από τις πρώτες ημέρες ένιωθα σχεδόν σίγουρος ότι αυτό το παιδί δεν θέλει να μείνει στη Μαδρίτη παραπάνω από μια σεζόν» έλεγε αργότερα ο ασσίσταντ του Σάινθ, Κλίφορντ Λιούκ.
Οι παίχτες της Ρεάλ συνήθιζαν μετά από νίκες να βγαίνουν μαζί για φαγητό ή ποτό όμως για τον Πέτροβιτς αυτή η επιλογή δεν υπήρχε. Δεν ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν μακριά από τα γούστα και τις δικές του συνήθειες. Κλεινόταν στο ησυχαστήριο του και ασχολούταν συνεχώς με το μπάσκετ. Μελετούσε κάθε αντίπαλο, ήξερε τα στατιστικά κάθε ομάδας και των καλύτερων παιχτών της. Είχε μάθει απ’έξω όλο το πρόγραμμα, τις ημέρες των παιχνιδιών, τις ημερομηνίες. Ήταν προφανές ότι το μπάσκετ δεν ήταν απλά μια δουλειά για αυτόν.
Ήταν γνωστό ότι στη σχέση του Πέτροβιτς με τη Ρεάλ υπήρχε ένα διαφορετικό υπόβαθρο. Και οι μεγάλες εφημερίδες της Μαδρίτης φρόντισαν να το φέρουν στον αφρό γιατί πουλούσε. Από ένα σημείο και μετά αυτό γινόταν σε καθημερινή βάση. Ο Ντράζεν της Τσιμπόνα υπήρξε ουκ ολίγες φορές, ο «φονιάς» της Βασίλισσας στο πρόσφατο παρελθόν. Το είχε πανηγύρισε έξαλλα με το γνωστό του προσωπικό τρόπο ενώ ήταν φανερό ότι όταν αντιμετώπιζε τους Μαδριλένους έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο. Αυτό είχε «γράψει» στο μυαλό της παλιάς φρουράς, η οποία με τη σειρά της ήταν πολύ κρατημένη απέναντι του. Τα αποδυτήρια ήταν χωρισμένα στα δύο. Οι παλιοί με αρχηγό τον Φερνάντο Μαρτίν και οι νέοι.
Το δεύτερο μεγάλο θέμα στη νέα πραγματικότητα της Ρεάλ Μαδρίτης εκείνη τη σεζόν αφορούσε το αγωνιστικό στυλ του Πέτροβιτς. Ο Κροάτης ήταν η επιτομή του «σόουμαν» και το ταλέντο ήταν κάτι σπάνιο, υπέρτερο σε σχέση με αυτό οποιουδήποτε άλλου παίχτη της εποχής. Η μπασκετική κουλτούρα στον οργανισμό των Μαδριλένων ήταν πολύ διαφορετική. Είχαν γαλουχηθεί στο ομαδικό παιχνίδι, στις συνεργασίες, στο μοίρασμα των εκτελέσεων και το γύρισμα της μπάλας. Σε πολλές βραδιές όπου ο Ντράζεν επιδιδόταν στο γνωστό του προσωπικό σόου στο παρκέ, μονοπωλώντας τα σουτ, η ένταση μετά τα ματς στα αποδυτήρια της Ρεάλ χτυπούσε κόκκινο.
Έξω από αυτά, οι Ισπανοί δημοσιογράφοι συντηρούσαν στη δημοσιότητα την άτυπη κόντρα του Γιουγκοσλάβου με τον Φερνάντο Μαρτίν ο οποίος μάλιστα σε σχετική ερώτηση, μια από αυτές τις βραδιές, είχε απαντήσει:
«Ναι, με ενοχλεί όταν κάνει κατάχρηση προσπαθειών. Εδώ, στη Ρεάλ δεν έχουμε μάθει το παιχνίδι με αυτό τον τρόπο».
O Nτράζεν αντίθετα ήταν λιγομίλητος, μάλλον ντροπαλός, στις δηλώσεις του επί του θέματος. Ήταν φανερό όμως ότι η απορρόφηση του σε ένα τέτοιο αγωνιστικό περιβάλλον και η τριβή του με αυτό σε συνδυασμό με τη δική του προσπάθεια να προσαρμοστεί, τον είχαν κάνει καλύτερο παίχτη. Επάνω από όλα όμως, τον είχαν βοηθήσει η επιμονή και η αφοσίωση του. Όταν, μετά την προπόνηση οι συμπαίχτες του πήγαιναν για ξεκούραση ή αποθεραπεία, αυτός έβαζε μια εξάρτηση γεμάτη βάρη και συνέχιζε να σουτάρει. Κάποιοι το έβλεπαν ως επίδειξη. Η αλήθεια ήταν ότι σε αυτή την εικόνα βρισκόταν ένας από τους λόγους της διαφοράς του με τους υπόλοιπους.
Ο τελικός του ΣΕΦ απέναντι στην Καζέρτα του Όσκαρ Σμιντ ήταν η πιο δυνατή ανάμνηση της σεζόν για τη Ρεάλ. Ο Ντράζεν είχε πάθει ψύχωση με την συγκεκριμένη αναμέτρηση και την κόντρα του με τον σπουδαίο Βραζιλιάνο σκόρερ. Κουβάλησε μόνος του τη Ρεάλ στον τίτλο σκοράροντας 62 πόντους με 20/30 σουτ μεταξύ των οχτώ εύστοχα τρίποντα.
«Ήταν κάτι το ασύλληπτο. Ακόμα και τις στιγμές που μοιάζαμε όλοι να καταρρέουμε, η αύρα της αυτοπεποίθησης του μας χτυπούσε και μας παρέσυρε. Δεν έχω δει ξανά τέτοια αυτοπεποίθηση σε άλλον άνθρωπο. Με αυτόν κατά κάποιο τρόπο ξέραμε ότι εάν πάμε σε κλειστό ματς, στο τέλος θα μας οδηγήσει στη νίκη» δήλωσε πολύ αργότερα ο Βιλαλόμπος.
Ο θρίαμβος με την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων δεν γιορτάστηκε όπως θα έπρεπε όμως στα αποδυτήρια της Ρεάλ. Το κλίμα ήταν μάλλον ψυχρό τη στιγμή που η μπασκετική Ευρώπη είχε εκστασιαστεί από την παράσταση του Πέτροβιτς. Ο ίδιος το ένιωσε πιο δυνατά από ποτέ. Λίγες στιγμές μετά το ματς, η πλευρά των παλιών πληροφορήθηκε ότι ο Μαρτίν είχε αγωνιστεί με σπασμένο δάχτυλο στον τελικό (το ήξερε μόνο αυτός και ο γιατρός) και το γεγονός ότι η προσπάθεια του Ισπανού δεν είχε λάβει την αναγνώριση που της άξιζε, μεγάλωνε την ένταση χαλώντας κάθε διάθεση για γιορτή.
Η Ρεάλ εκείνης της σεζόν κέρδισε το Σούπερ Καπ από τη Μπαρτσελόνα αλλά ηττήθηκε στους τελικούς της ισπανικής λίγκας από τους Καταλανούς (ο διαιτητής της πέμπτης αναμέτρησης που φόρτωσε τον Πέτροβιτς με γρήγορα φάουλ, δέχθηκε για καιρό απειλές για τη ζωή του με τους Μαδριλένους να του προσάπτουν εκδικητική διάθεση για την αψιμαχία που είχε με τον Ντράζεν παλαιότερα σε ένα ματς της Τσιμπόνα όταν και τον είχε αποβάλλει).
Ο Ντράζεν μέτρησε 28.5 πόντους με 39.2% στο τρίποντο, 4.1 ριμπάουντ, 4.3 ασσίστ και 1.4 κλεψίματα σε 36 ματς. Ο Φερνάντο Μαρτίν ήταν η κολώνα στο ζωγραφιστό «γράφοντας» 18.8 πόντους και 8.9 ριμπάουντ. Η μοίρα έπαιξε άσχημο παιχνίδι στους δύο αυτούς σταρ εκείνης της Ρεάλ οι οποίοι έμελλε να συναντηθούν λίγα μόλις χρόνια αργότερα στον ουρανό, έχοντας χάσει τη ζωή τους σε τροχαίο.
Ήταν ίσως ο μόνος τρόπος για να επέλθει πραγματική ανακωχή…
Πηγές: Wikipedia, The Mozart of Basketball