Δεν γίνεται να παρακολουθείς Πρέμιερ Λιγκ και να μην έχεις προσέξει την φετινή Σέφιλντ Γιουνάιτεντ. Απ’ την άλλη, δεν γίνεται να την πρόσεξες και παράλληλα να μην εντυπωσιάστηκες από τον παίκτη που φοράει το νούμερο 4, καταπίνει τα χιλιόμετρα, και καθοδηγεί τους συμπαίκτες του, στον χώρο της νευραλγικής μεσαίας γραμμής. Φυσικά και αναφέρομαι στον Τζον Φλεκ. Εκ Σκωτίας ορμώμενος και, σίγουρα, πολλά υποσχόμενος, τόσο για το μέλλον το δικό του, όσο και για της εξαιρετικής ομάδας που έχει την τύχη να τον έχει στις τάξεις της. Ο μικροκαμωμένος Σκοτσέζος δεν είναι ακόμα μία περίπτωση παίκτη που η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να βρεθεί από το πουθενά στα «σαλόνια» της Αγγλίας, και της πρώτης κατηγορίας, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Κάποιος που, απ’ τα μικράτα του, είχε όλο το ταλέντο για να λάμψει και να διαγράψει μια μεγάλη καριέρα. αλλά η ζωή και οι λάθος επιλογές τα έφεραν έτσι ώστε να περάσει, σχεδόν, την μισή από δαύτη, στις μικρότερες κατηγορίες του αγγλικού ποδοσφαίρου και σε ώριμη πια ηλικία να εισπράξει αυτά που του αναλογούσαν, στα 28 του χρόνια.
Όταν η Κόβεντρι τον άφηνε ελεύθερο, αφού πρώτα είχε τερματίσει 8η το ’16 στην League One, ουδείς περίμενε πως αυτός ο παίκτης θα έβρισκε καλό συμβόλαιο και θα έφτανε μάλιστα να εξελιχθεί σε ένα από τα σπουδαιότερα γρανάζια της μηχανής της Σέφιλντ, ανεβαίνοντας δύο κατηγορίες, μαζί της και φτάνοντας μέχρι την Πρέμιερ Λιγκ. Όλα αυτά βέβαια μέσα από το όραμα και το εξαιρετικό πλάνο του προπονητή της ομάδας. Του Κρις Γουάιλντερ. Ενός προπονητή που ανέλαβε τις τύχες της, την ίδια περίοδο, και που ο Φλεκ ήταν από τους πρώτους παίκτες που ο ίδιος πίστεψε. Για την ιστορία, ο Φλεκ είχε συμφωνήσει με τις «λεπίδες» το 2011, όταν ήταν ακόμα παίκτης της Ρέιντζερς, αλλά ένα λάθος στα χαρτιά του συμβολαίου στάθηκε εμπόδιο ώστε να μην προλάβει να δηλωθεί μέσα στο απαιτούμενο χρονικό όριο και, κάπως έτσι, ο νεαρός βρέθηκε τότε δανεικός στην Μπλάκπουλ. O Ίαν Χόλογουεϊ, προπονητής της Μπλάκπουλ, έβλεπε στο πρόσωπό του τον αντικαταστάτη του Τσάρλι Άνταμ, που είχε μόλις φύγει για την Λίβερπουλ, αν και τελικά η παρουσία του νεαρού ήταν χειρότερη ακόμα κι απ’ αυτή του Άνταμ στους «κόκκινους». Πάντως, όπως ο ίδιος έχει παραδεχτεί, η Σέφιλντ Γιουνάιτεντ υπήρχε, από τότε, συνεχώς στο μυαλό του, τόσο για το γεγονός πως έφτασε πολύ κοντά της, στα 20 του χρόνια, και αυτό δεν το ξεχνάς όσο και γιατί λάτρευε (και λατρεύει) να βλέπει τους οπαδούς της να ξελαρυγγιάζονται στις εξέδρες.
Για κάποιον που δύο χρόνια νωρίτερα, και συγκεκριμένα τον Γενάρη του 2009, οι Times του Λονδίνου τον είχαν τοποθετήσει στο νούμερο 7 των 50 κορυφαίων ανερχόμενων ποδοσφαιριστών, βάζοντας δίπλα του μάλιστα, λόγω της σωματικής του διάπλασης, του ύψους αλλά και του στυλ και ταλέντου του, το προσωνύμιο «Σκοτσέζος Ρούνεϊ» το να βρεθεί στην τρίτη κατηγορία της Αγγλίας, αγωνιζόμενος μάλιστα εκεί για πέντε σερί σεζόν, δεν το λες και επιτυχία. Ο ίδιος απ’ την άλλη, δεν το έβαλε ποτέ κάτω, συνέχισε να δουλεύει και να ονειρεύεται παράλληλα μια καλύτερη, και πιο λαμπερή, πορεία στο ποδόσφαιρο αλλά και μια κλήση στην εθνική Σκωτίας. Μια κλήση που μπορεί να φάνταζε ως σίγουρη, στην αρχή της καριέρας του στην Γλασκώβη, αλλά δυσκόλευε υπερβολικά λόγω της χαμηλής δυναμικότητας του επιπέδου που είχε επιλέξει να αγωνίζεται μιας και οι προπονητές, συνήθως, επιλέγουν αυτούς που παίζουν σε ομάδες των πρώτων κατηγοριών.
«Πάντα πίστευα ότι μπορώ να αγωνιστώ στο κορυφαίο επίπεδο, ακόμα και τις μέρες που δεν είχα καλή απόδοση σε κάποια δύσκολη έδρα της τρίτης κατηγορίας και έβλεπα την ομάδα να βυθίζεται στον βαθμολογικό πίνακα μετά από κάποια ήττα. Όσο και αν υπήρξα ένα μεγάλο ταλέντο στις μικρές ηλικίες, βαθιά μέσα μου, γνώριζα πως δεν είμαι προορισμένος να γίνω ακόμα ένας διάσημος, παγκόσμιας εμβέλειας, σούπερ σταρ και γι’ αυτό όταν είδα την καριέρα μου να βγαίνει εκτός της τροχιάς που είχαν ήδη διαγράψει, χωρίς εμένα για μένα, ένα σωρό μάνατζερ, δημοσιογράφοι και ειδικοί της μπάλας, αποφάσισα να δουλέψω ακόμα περισσότερο, ακόμα πιο σκληρά. Ήταν η μέρα που είπα στον εαυτό μου πως θα πρέπει να τρέχω στο γήπεδο όχι μόνο, για μένα και τους συμπαίκτες μου, αλλά και για τον παίκτη που ήθελα να γίνω. Αυτή είναι μία συμβουλή που την λέω ακόμα στα μικρά παιδιά»
Φυσικά και ο Τζον Φλεκ δεν έμεινε στα λόγια λειτουργώντας ως ο παίκτης που ενώνει τις γραμμές της Σέφιλντ Γιουνάιτεντ στο απαιτητικό 3-5-2 του Γουάιλντερ. Ένα σύστημα που μπορεί πολλοί να το έχουμε στο μυαλό μας ως βαρετό και αμυντικό, αλλά μέσα από την ματιά του Άγγλου προπονητή λειτουργεί ως κάτι όμορφο, και επιθετικό, που πατάει πάνω σε πολλές σύγχρονες μεθόδους τακτικής. Οι κεντρικοί μέσοι φυσικά και έχουν σπουδαίο ρόλο σε όλο αυτό μιας και εκτός της αρμοδιότητας τους στην αναχαίτιση των αντιπάλων, πρέπει παράλληλα να συμμετέχουν στο οργανωτικό κομμάτι αλλά να γίνονται και στήριγμα στους επιθετικούς, πατώντας περιοχή, και απειλώντας την αντίπαλη εστία. Αυτό το στυλ η Σέφιλντ το δούλεψε και το παρουσίασε εξαιρετικά στις μικρότερες κατηγορίες και ήταν σχεδόν σίγουρο, για τους περισσότερους, πως θα το άλλαζε φέτος στην μεγάλη κατηγορία. Κι όμως, συνεχίζει με αυτό το στυλ και συνεχίζει μάλιστα και πολύ ψηλά στον βαθμολογικό πίνακα, βγάζοντας την γλώσσα σε όλους τους επικριτές της. Αν είναι εύκολο όλο αυτό; Φυσικά και όχι.
Η Πρέμιερ Λιγκ και η Τσάμπιονσιπ είναι σίγουρα πολύ σκληρά και απαιτητικά πρωταθλήματα. Για πολλούς, και δεν μπορώ να διαφωνήσω σε αυτό, η Τσάμπιονσιπ είναι ίσως το δυσκολότερο πρωτάθλημα στον κόσμο. Υπάρχει όμως μια τεράστια διαφορά. Στα γήπεδα της Πρέμιερ Λιγκ η σκληράδα και η ταχύτητα συνδυάζονται και με την άρτια ατομική τεχνική. Το περιθώριο λάθους, κυρίως στον άξονα που αγωνίζεται ο Φλεκ, δεν υπάρχει. Μια στιγμή αδράνειας και ένα νεκρό δευτερόλεπτο σκέψης και χάθηκες. Μαζεύεις την μπάλα απ΄τα δίχτυα. Πετάς ακόμα τρεις βαθμούς. Ίσως χάνεις μια κατηγορία όταν μιλάμε για ομάδες επιπέδου Σέφιλντ. Γι’ αυτό και ο Φλεκ, και αυτό που έχει καταφέρει, είναι κάτι μοναδικό. Να τα βάζεις -και να κερδίζεις- τα θηρία. «Η βασική μου δουλειά είναι η πίεση, το τρέξιμο και τα δυνατά τάκλιν στους αντιπάλους», λέει ο ίδιος, «Μόνο που στο ποδόσφαιρο του προπονητή μας, πρέπει κιόλας να βγαίνω μπροστά, να σουτάρω και φυσικά να δημιουργώ». Όσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν το πρόσφατο παιχνίδι των «λεπίδων» με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, και κυρίως το πρώτο ημίχρονο, μπορούν πολύ εύκολα να σχηματίσουν μια, αρκετά καλή, γνώμη για το στυλ του παίκτη και φυσικά της ομάδας που ηγείται. Ήταν τόσο καλή η εμφάνισή του που ώθησε μεγάλη μερίδα φανατικών φιλάθλων της Ρέιντζερς να απαιτήσουν από τον Στίβεν Τζέραντ, προπονητή της ομάδας, να τον φέρει πίσω στο Άιμπροξ, δίνοντάς του μάλιστα ηγετικό ρόλο.
Η φράση ‘τα κάνει όλα και συμφέρει’ βρίσκει την πλήρη ταύτισή της στο πρόσωπο του μόλις 170 εκατοστών σκληροτράχηλου Σκωτσέζου. Σε 13 παιχνίδια της φετινής Πρέμιερ Λιγκ έχει προλάβει να σκοράρει δύο τέρματα, έχοντας ποσοστό επιτυχίας στις πάσες σχεδόν 80%, παράλληλα με τις δύο key passes, ανά παιχνίδι, που δείχνουν πολλά για τις επιθετικές και κυρίως δημιουργικές του αρετές. Φυσικά, ως Βρετανός που σέβεται τον εαυτό του, δεν θα μπορούσε να μην απειλεί και με σουτ εκτός της εστίας, μιας και, σε αυτό τον τομέα, μετρά σχεδόν 1.5 σουτ τον αγώνα. Για τα τάκλιν του, που όπως έχει πει και ο ίδιος, είναι ζωτικής σημασίας για την δουλειά του, επιχειρεί περίπου τρία, ανά αγώνα, με το ποσοστό επιτυχίας να αγγίζει το 50%. Καθόλου άσχημα για μια ομάδα που παρατάσσεται με ένα αμυντικό, στα χαρτιά, σύστημα αλλά παρουσιάζει ένα εντελώς διαφορετικό στυλ πάνω στο χορτάρι. Και αυτό είναι και το πιο σημαντικό.
Στις 10 Οκτωβρίου του 2019 ο Στιβ Κλαρκ, προπονητής της Σκωτίας, τον κάλεσε στην εθνική δίνοντάς του την ευκαιρία να κάνει πραγματικότητα το μεγαλύτερο όνειρό του. Να φορέσει δηλαδή την φανέλα με το εθνόσημο. Στο 4-2-3-1 του Κλαρκ, ο Τζον Φλεκ αγωνίστηκε ως κεντρικός μέσος, δίπλα στον Κάλουμ Μακ Γκρέγκορ της Σέλτικ, και είδε την ομάδα του να γνωρίζει την συντριβή με 4-0 απ’ τη Ρωσία. Το όνειρο της Σκωτίας, και του ίδιου, πάντως για το Γιούρο του ’20 δεν έχει χαθεί μιας και υπάρχουν τα πλέι -οφ, εκεί όπου η Σκωτία θα αγωνιστεί με το Ισραήλ και αν επικρατήσει θα βρει απέναντί της τον νικητή του Σερβία-Νορβηγία με έπαθλο την είσοδο στο γκρουπ D. Εκεί δηλαδή που περιμένει η Αγγλία και τα ιστορικά γήπεδα Γουέμπλεϊ και Χάμπντεν Παρκ.
Την Κυριακή η Σέφιλντ Γιουνάιτεντ αγωνίζεται στην έδρα της Νόριτς και θέλει ακόμα ένα θετικό αποτέλεσμα για να συνεχίσει την εξαιρετική της πορεία για το καλύτερο δυνατό πλασάρισμα. Η παραμονή που ήταν άλλωστε και ο πρώτος στόχος πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Το παιχνίδι υπόσχεται σίγουρα όμορφο θέαμα και ο Τζον Φλεκ, αν μπορεί να μας υποσχεθεί κάτι, αυτό δεν είναι άλλο από την συμβουλή που του έδωσε ο προπονητής του όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά. «Στο γήπεδο υπάρχει πάντα η τακτική και το πλάνο. Πρέπει να κάνεις πολλά για φτάσεις στην νίκη. Βέβαια το σημαντικότερο συστατικό για να λειτουργήσεις σε όλο αυτό, είναι το τρέξιμο».