Μια άνοιξη σαν κι αυτή που διανύουμε, το μακρινό 1888, η Γλασκώβη φορούσε τα γιορτινά της. Η νεοϊδρυθείσα Σέλτικ διοργάνωνε το πρώτο παιχνίδι στην ιστορία της και για αντίπαλο είχε επιλέξει την άλλη ομάδα της πόλης, την Ρέιντζερς. Το παιχνίδι αποδείχτηκε κανονική γιορτή, με τους γηπεδούχους να πετυχαίνουν την πρώτη τους νίκη με το εμφατικό 5-2. Το κλίμα μεταξύ των δυο ομάδων ήταν τόσο καλό που τα επόμενα χρόνια έφτασαν ακόμα και να περιοδεύουν μαζί στο Εδιμβούργο για να λάβουν μέρος σε τουρνουά. Αυτή ήταν και η μοναδική περίοδος στην ιστορία τους που μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει ως “φιλική”.
Αν σταματήσει κάποιος δέκα τυχαίους ποδοσφαιρόφιλους στο δρόμο και τους ζητήσει να κατονομάσουν τα δέκα μεγαλύτερα ντέρμπι του πλανήτη είναι σχεδόν σίγουρο ότι και οι δέκα θα συμπεριλάβουν στη λίστα το Σέλτικ-Ρέιντζερς. Και όχι άδικα. Σε αντίθεση με άλλα μεγάλα ντέρμπι που οι διαφορές των δυο αντιπάλων εντοπίζονται μόνο στο ποδοσφαιρικό σκέλος, το “Old Firm”, όπως είναι πλέον γνωστό το μεγαλύτερο παιχνίδι της Σκωτίας, ξεφεύγει από τα γήπεδα και αγγίζει σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής μιας κοινωνίας.
Από τη μια οι οπαδοί της Ρέιντζερς είναι κατά βάση προτεστάντες, συντηρητικοί, γηγενείς Σκωτσέζοι που στηρίζουν την ένωση με τη Βρετανία, της οποίας τη σημαία συναντάς παντού στα παιχνίδια της ομάδας. Από την άλλη οι οπαδοί της Σέλτικ είναι καθολικοί, Ιρλανδοσκωτσέζοι, σοσιαλιστές που στηρίζουν φανατικά την ανεξαρτητοποίηση από τη βρετανική κυριαρχία. Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Τόσο σοβαρά που οι παίκτες που τόλμησαν να φορέσουν τη φανέλα και των δυο τα τελευταία 100 περίπου χρόνια είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού! Τα περιστατικά βίας μεταξύ των οπαδών όλα αυτά τα χρόνια είναι αμέτρητα. Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι τις μέρες λίγο πριν τα παιχνίδια των δυο ομάδων τα κρούσματα βίας στη Γλασκώβη είναι εννιά φορές περισσότερα απ’ότι τις υπόλοιπες μέρες. Κι όλα αυτά παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κάνουν τα τελευταία χρόνια για να αμβλύνουν τις διαφορές των δυο πλευρών οι διοικήσεις των ομάδων, μαζί με τις δυο εκκλησίες και τους τοπικούς φορείς της πόλης.
Ακόμα και αν καταφέρει κάποιος και παραβλέψει το εξωποδοσφαιρικό κομμάτι πάντως, δεν θα δυσκολευτεί να καταλάβει γιατί η Telegraph το κατέταξε δεύτερo στα μεγαλύτερα ντέρμπι του κόσμου, πίσω μόνο από το Μπόκα-Ρίβερ. Ρέιντζερς και Σέλτικ μετρούν μαζί περισσότερους από 200 τίτλους, ένα νούμερο που δεν συναντάς σχεδόν πουθενά αλλού στον κόσμο. Την τελευταία φορά που μια άλλη ομάδα, εκτός των δυο, κατέκτησε το πρωτάθλημα της Σκωτίας το ημερολόγιο έγραφε 1985!
Με δεδομένα όλα αυτά καταλαβαίνει κανείς πόσο περίεργα ήταν τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Η χρεοκοπία της Ρέιντζερς το 2012 και ο επακόλουθος υποβιβασμός της στην 4η κατηγορία ήταν ένα σοκ που η μπλε πλευρά της πόλης θα κάνει πολλά χρόνια να ξεχάσει. Η ομάδα έφτασε στον πάτο, παίκτες και χορηγοί την εγκατέλειψαν και η μόνη βάση που υπήρχε ήταν οι ίδιοι οι οπαδοί. Αλλά όπως και σε αρκετές άλλες περιπτώσεις ανά τον κόσμο, αυτοί ήταν αρκετοί. Με 33.000 πουλημένα διαρκείας και περισσότερα από 45.000 εισιτήρια σε αρκετά παιχνίδια της 4ης κατηγορίας (!) η ομάδα ξεκίνησε το δύσκολο δρόμο του γυρισμού και σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά και μερικές αγωνιστικές πριν τη λήξη της σεζόν, έχει ήδη καπαρώσει το εισιτήριο της επιστροφής στην πρώτη κατηγορία.
Από την άλλη, η πράσινη πλευρά της πόλης το χάρηκε όσο μπορούσε. Και, όπως όλοι φανταζόμαστε, δεν πρόκειται να το αφήσει να ξεχαστεί εύκολα. Λίγες μέρες πριν τον περσινό ημιτελικό του Λιγκ Καπ, που ήταν η πρώτη συνάντηση των δυο ομάδων μετά την επανεκκίνηση που έκαναν οι Ρέιντζερς, κάποιοι οπαδοί της Σέλτικ ξόδεψαν χιλιάδες λίρες για να αγοράσουν μια ολοσέλιδη διαφήμιση σε μεγάλη εφημερίδα της χώρας, στην οποία έγραψαν ότι το επερχόμενο παιχνίδι δεν θα ήταν το 400ο στην ιστορία των δυο ομάδων αλλά το πρώτο! Οποιοσδήποτε έχει ασχοληθεί με την ελληνική οπαδική σκηνή κατανοεί εύκολα τη λογική πίσω από αυτή την κίνηση. “Η παλιά Ρέιντζερς διαλύθηκε, η νέα είναι μια καινούργια ομάδα άρα το “Old Firm” είναι νεκρό, αυτός είναι ένας αγώνας απέναντι σε μια νέα αντίπαλο” ήταν το ρεζουμέ του σκεπτικού τους, που φυσικά προκάλεσε αντιδράσεις που κλασικά μετατράπηκαν σε μικροεπεισόδια (η αστυνομία ανακοίνωσε πως έγιναν 37 συλλήψεις μόνο τη μέρα του αγώνα).
Στο παιχνίδι που ακολούθησε η Σέλτικ κέρδισε άνετα με 2-0. Η διαφορά ποιότητας μεταξύ τους ήταν τεράστια. Από τη μια η πρωταθλήτρια της χώρας και από την άλλη μια ομάδα που ζοριζόταν να μείνει κοντά στις πρώτες θέσεις της δεύτερης κατηγορίας (τελικά έχασε την άνοδο στα πλέι οφ). Ακόμα και έτσι όμως και ενώ όλοι γνώριζαν ουσιαστικά τον νικητή από πριν το γήπεδο ήταν κατάμεστο, την ώρα που στον άλλο ημιτελικό που βρισκόταν αντιμέτωπες δυο ομάδες της πρώτης κατηγορίας κόπηκαν σχεδόν τα μισά εισιτήρια. Εκτός αυτού το παιχνίδι μεταδόθηκε τηλεοπτικά σε 54 χώρες και συγκέντρωσε 120 εκατομμύρια τηλεθεατές, νούμερα που λένε όλη την αλήθεια για το μέγεθος του αγώνα.
Η μοίρα το έφερε έτσι που οι δυο αντίπαλοι θα βρεθούν άλλη μια φορά αντιμέτωποι πριν την επιστροφή της Ρέιντζερς στην πρώτη κατηγορία. Πάλι σε έναν ημιτελικό κυπέλλου, στο ίδιο γήπεδο με πέρσι. Αυτή τη φορά όχι για το Λιγκ Καπ, αλλά για το Κύπελλο Σκωτίας. Σήμερα το μεσημέρι στο Χάμπτεν Παρκ (στο οποίο παλιότερα στοιβαζόταν περισσότεροι από 130.000 άνθρωποι για να δούνε ένα Σέλτικ-Ρέιντζερς, αριθμός-ρεκόρ στο βρετανικό ποδόσφαιρο) η ανεβασμένη φέτος Ρέιντζερς θα προσπαθήσει να κάνει την υπέρβαση ώστε να αποδείξει ότι επέστρεψε για τα καλά εκεί που πραγματικά ανήκει και να ‘φωνάξει’ ουσιαστικά σε όλο τον κόσμο ότι το “Old Firm” παραμένει ζωντανό, ανταγωνιστικό και ξεχωριστό.
Τόσο ξεχωριστό που o Πάολο Ντι Κάνιο, που πέρασε από την Αγγλία και έζησε αρκετά μεγάλα και φανατισμένα ντέρμπι στην Ιταλία, είχε πει γι’αυτό: “Μπορείς να πάρεις όλα τα ντέρμπι του πλανήτη, να τα βάλεις μαζί και πάλι να μην φτάσουν ούτε το ένα εκατομμυριοστό του Old Firm”. Κι αν μια εξομολόγηση δεν αρκεί, υπάρχει και ο αγαπημένος πολλών Χένρικ Λάρσον, που έπαιξε σε τελικό Τσάμπιονς Λιγκ, σε clasico και σε ολλανδικά ντέρμπι και παρ’όλα αυτά επέμενε πως “ποτέ δεν έχω βιώσει κάτι που να συγκρίνεται με την ατμόσφαιρα και την αγριότητα του Old Firm”.