Όταν οι παίκτες της Βόλφσμπουργκ μπήκαν στο λεωφορείο εκείνο το καλοκαιρινό μεσημέρι του 2008 κάπου στα βουνά της Ελβετίας, πίστευαν ότι θα ακολουθούσε μια χαλαρή βόλτα σε κάποιο γειτονικό χωριό, συνοδευόμενη από κάποια στάση για καφέ και κέικ. Ήταν άλλωστε το ρεπό τους, οπότε τους άξιζε λίγη χαλάρωση μετά από το ασταμάτητο τρέξιμο των πρώτων ημερών της προετοιμασίας. Λίγα λεπτά αργότερα θα καταλάβαιναν πόσο έξω είχαν πέσει.
Το λεωφορείο σταμάτησε ξαφνικά σε ένα άκυρο σημείο μέσα στο δάσος, στους πρόποδες ενός βουνού. Ο Φέλιξ Μάγκατ σηκώθηκε από τη θέση του και τους ενημέρωσε ότι έφτασαν στον προορισμό τους. Όταν κάποιος βρήκε το θάρρος να ρωτήσει “που είναι ο καφές και το κέικ”, ο Μάγκατ σήκωσε το δάχτυλο και τους έδειξε την κορυφή του βουνού. Όπως θυμάται ο Μισίμοβιτς “μας είπε ότι το κέικ είναι έτοιμο να σερβιριστεί αλλά όχι εδώ, αλλά εκεί πάνω, στα 2200 μέτρα”. Αν το απλό τρέξιμο για 2,5 ώρες ακούγεται κουραστικό, το τρέξιμο σε ανηφόρα βουνού μέσα στο καλοκαίρι είναι κανονικό βασανιστήριο. Κάποιοι από τους παίκτες έφτασαν στα όρια της λιποθυμίας ενώ ο Βραζιλιάνος Γκραφίτε κατέρρευσε κάπου προς το τέλος της διαδρομής και χρειάστηκε την επέμβαση των γιατρών για να συνέλθει και να σταθεί πάλι στα πόδια του.
Για την αφέλεια των παικτών της Βόλφσμπουργκ πάντως, που δεν υποψιάστηκαν ότι αυτή η ανέμελη βόλτα θα καταλήξει σε κάτι εφιαλτικό, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία. Δεν γνώρισαν εκείνη τη μέρα τον Φέλιξ Μάγκατ, τον είχαν ήδη προπονητή για ένα χρόνο. Αλλά και πριν τον γνωρίσουν, η φήμη του ταξίδευε πιο γρήγορα και πιο μακριά και από τον ίδιο. Τα παρατσούκλια του και μόνο αρκούσαν για να καταλάβεις με τι άνθρωπο έχεις να κάνεις. Το ένα ήταν “Σαντάμ”, από τον Χουσεΐν φυσικά, και το άλλο “Quälix”, ένας συνδυασμός του Felix και του quälen που σημαίνει βασανίζω. Κι αν για κάποιο λόγο που δεν μπορούμε να φανταστούμε τα παρατσούκλια δεν σου έλεγαν κάτι για το ποιον του ανθρώπου, υπήρχε και ο χαρακτηρισμός “ο τελευταίος δικτάτορας στην Ευρώπη” που του είχε κολλήσει ο παίκτης του στην Άιντραχτ, Μπασιρού Σαλού.
Για αρκετά χρόνια στα 90s ο Μάγκατ ήταν συνυφασμένος στη Γερμανία με τις δύσκολες αποστολές και είχε κερδίσει με το σπαθί του τον τίτλο του ‘πυροσβέστη’ που κατάφερνε να σώσει ομάδες που φαινόταν δύσκολο να σωθούν. Η εικόνα αυτή άρχισε να αλλάζει στις αρχές των 00s όταν μετέτρεψε μια νεανική Στουτγκάρδη σε ομάδα ικανή να διεκδικήσει τον τίτλο, μια επιτυχία που του άνοιξε τις πόρτες της Μπάγερν. Στα 2,5 χρόνια που έμεινε στο Μόναχο έγινε ο πρώτος προπονητής που κερδίζει δυο συνεχόμενα νταμπλ στη Γερμανία αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για τους Βαυαρούς, που τον έδιωξαν στα μέσα της τρίτης σεζόν εξαιτίας της κακής πορείας του στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Οι διακοπές του κράτησαν λίγους μήνες, αφού το καλοκαίρι του 2017 επέστρεψε στους πάγκους για χάρη της Βόλφσμπουργκ, που ενώ είχε μονιμοποιήσει την παρουσία της στη Μπουντεσλίγκα, αδυνατούσε να κάνει το βήμα παραπάνω και να πλησιάσει τις πρώτες θέσεις. Έχοντας την άδεια να αναδιοργανώσει όλο το ποδοσφαιρικό τμήμα όπως θέλει αυτός και μόλις 12 παίκτες διαθέσιμους από την προηγούμενο σεζόν, ο Μάγκατ προχώρησε σε μαζεμένες μεταγραφές φτιάχνοντας μια ομάδα όπως ακριβώς την ήθελε και κατεβάζοντας αισθητά το μέσο όρο ηλικίας. Σε εκείνη τη μεταγραφική περίοδο κατέφτασαν στην Κάτω Σαξονία δυο τελείως άσημοι επιθετικοί που θα έγραφαν τελικά ιστορία με τα πράσινα.
Ο 28χρονος Γκραφίτε προερχόταν από ένα μέτριο πέρασμα από τη Λε Μαν (17 γκολ σε 51 αγώνες πρωταθλήματος) ενώ ο πανύψηλος 21χρονος Εντιν Τζέκο, που κόστισε 4 εκατομμύρια ευρώ, φαινόταν μια εξίσου αδιάφορη προσθήκη, αφού ως τότε αγωνιζόταν στο πρωτάθλημα Τσεχίας. Αρκετά χρόνια μετά ο Μάγκατ αποκάλυψε ότι όχι μόνο δεν ήξερε κανέναν από τους δυο αλλά δεν προλάβαινε ούτε να τους δει για αρκετά παιχνίδια πριν τους κλείσει. “Δεν είχαμε χρόνο. Όταν ανέλαβα δεν είχα προλάβει καν να γνωρίσω τους σκάουτερ μας, οπότε στηρίχθηκα στις επαφές που είχα. Μου είχαν προτείνει έναν ψηλό Βόσνιο και γι’αυτό έστειλα έναν γνωστό μου να τον δει στο ντεμπούτο του με τη Βοσνία. Το μόνο που ήξερα εξ αρχής ήταν ότι ήθελα δυναμικούς ακραίους μπακ και δυο ψηλούς επιθετικούς.”
Σε αντίθεση με τον Μάγκατ, οι παίκτες γνώριζαν καλά τι τους περίμενε στις προπονήσεις. Οι ιστορίες γύρω από αυτές είναι κυριολεκτικά αμέτρητες και πιθανόν θα μπορούσαν να γεμίσουν ένα βιβλίο 1.000 σελίδων (ή αρκετά μελλοντικά κείμενα μας). Σύμφωνα με αυτές ο Μάγκατ και ο σχεδόν μόνιμος συνεργάτης-γυμναστής του, Βέρνερ Λούθαρντ έχουν φτάσει κάποια στιγμή στα όρια τους όλους τους παίκτες τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάποιοι εξ αυτών να τον εκτιμούν απεριόριστα, γιατί τους βοήθησε να φτάσουν σε ένα επόμενο επίπεδο φυσικής κατάστασης και αυτογνωσίας όσον αφορά τις δυνατότητες τους, και κάποιοι άλλοι (βασικά οι περισσότεροι) να τον αντιπαθούν ή και να τον μισούν με πάθος. “Μερικές φορές στην προπόνηση ένιωθα λες και ήμουν φαντάρος. Μετά από όσα πέρασα μαζί του νομίζω ότι μπορώ να γίνω στρατηγός στο βραζιλιάνικο στρατό” είχε πει κάποτε ο Ραφίνια που συνεργάστηκε μαζί του στη Σάλκε.
Ο επιθετικός Γιαν Φιόρτοφτ, που έζησε δυο συνεχόμενα θρίλερ παραμονής με την Άιντραχτ, είχε δηλώσει την πρώτη χρονιά πως ο τότε προπονητής του, Γιοργκ Μπέργκερ, “θα έσωζε και τον Τιτανικό”. Όταν τελείωσε η συνεργασία του με τον Μάγκατ χρησιμοποίησε την ίδια ιστορική ατάκα για να περιγράψει και αυτόν: “Δεν ξέρω αν ο Μάγκατ θα έσωζε και τον Τιτανικό αλλά να είστε σίγουροι ότι όσοι επιβίωναν θα ήταν σε τρομερή φόρμα”. Προηγουμένως είχε εκστομίσει μια ακόμα πετυχημένη ατάκα, παρομοιάζοντας τις προπονήσεις του με τον οδοντίατρο: “Οι προπονήσεις του είναι σαν τα ραντεβού στον οδοντίατρο σου. Όταν πηγαίνεις τρέμεις από φόβο αλλά στο τέλος αισθάνεσαι καλύτερα”.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Μάγκατ “η δουλειά μου είναι να βελτιώνω τους παίκτες μέσω της προπόνησης. Για μένα δεν υπάρχει ‘δεν αντέχω άλλο’. Όλοι μπορούν περισσότερο απ’όσο νομίζουν.” Κάθε φορά που οι δημοσιογράφοι τον ρωτούσαν για τις σχεδόν βάρβαρες πρακτικές του στις προπονήσεις (“Δεν θα μπορούσα ποτέ να βλάψω ανθρώπους με τον τρόπο που το κάνει αυτός” είχε πει κάποτε ο Ούλι Χένες), ο Γερμανός το γυρνάει στο χαβαλέ: “Γιατί να αλλάξω την προπόνηση μου; Είμαι ο πιο πετυχημένος Γερμανός προπονητής και μέχρι σήμερα δεν έχει πεθάνει κανένας από αυτές. Όλοι έχουν επιβιώσει. Ακόμα και το παρατσούκλι Quälix δεν με ενοχλεί, γιατί είμαι φαν του Άστεριξ.”
Το περίφημο “βουνό του Μάγκατ” στο προπονητικό κέντρο της Βόλφσμπουργκ. Ο εφιάλτης κάθε παίκτη, το μέρος για το οποίο έχουν ακουστεί τα περισσότερα μπινελίκια στην Κάτω Σαξονία. Ένας λόφος 3,5 μέτρων, με δυο ράμπες με διαφορετικές κλίσεις (από 3% έως και 20%) και 3 είδη σκαλοπατιών όπου οι παίκτες συχνά έφταναν στα όρια τους με πολύωρες προπονήσεις.
Για να γίνει βέβαια ο Μάγκατ “ο πιο πετυχημένος Γερμανός προπονητής”, έστω και στο μυαλό του, δεν αρκούσαν μόνο οι αμέτρητοι τόνοι ιδρώτα στις προπονήσεις. Έπρεπε να γίνουν πολλές σωστές ενέργειες ταυτόχρονα. Και η επιλογή των παικτών στις μεταγραφές ήταν μια από τις πιο βασικές. Το δίδυμο Τζέκο-Γκραφίτε τα πήγε καλά από την πρώτη σεζόν, σκοράροντας 19 γκολ στο πρωτάθλημα, και οδήγησε τη Βόλφσμπουργκ στην 5η θέση, την καλύτερη στην ιστορία της ως τότε. Η έξοδος στην Ευρώπη θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία και βοήθησε στο να μετακομίσει εκείνο το καλοκαίρι από την Νυρεμβέργη, αντί 3,9Μ ευρώ, ο 26χρονος μεσοεπιθετικός Ζβιέζνταν Μισίμοβιτς. Την ίδια περίοδο κατέφθασε για την άμυνα το ιταλικό ιππικό (Αντρέα Μπαρτζάλι και Κριστιάν Τζακάρντο) και κάπως έτσι το παζλ για το δυναμικό 4-4-2 με σε ρόμβο που είχε στο νου ο Γερμανός είχε ολοκληρωθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η χρονιά δεν ξεκίνησε όμως ιδανικά. Η ομάδα έμπαζε αρκετά πίσω, αχρηστεύοντας ουσιαστικά τα κατορθώματα της επίθεσης. Στα 7 πρώτα παιχνίδια η Βόλφσμπουργκ δέχτηκε τουλάχιστον 2 γκολ στα 5 εξ αυτών. Το φθινόπωρο κύλησε με αρκετές διακυμάνσεις στην απόδοση και όταν το πρωτάθλημα έκανε διακοπή λόγω χειμώνα, οι ‘λύκοι’ βρίσκονταν στην 9η θέση της βαθμολογίας και με πρωταρχικό στόχο να πλησιάσουν τις θέσεις που οδηγούν ξανά στην Ευρώπη. Σε μια ανύποπτη στιγμή όμως κατά τη διάρκεια της μίνι χειμερινής προετοιμασίας της ομάδας στην Ισπανία, ο Μάγκατ μάζεψε όλους τους παίκτες και τους είπε ότι πιστεύει σε αυτούς και στη δουλειά που έχουν κάνει τόσο πολύ που θεωρεί ότι μπορούν να κατακτήσουν ακόμα και το πρωτάθλημα!
Μάγκατ + μπάλες γυμναστικής = L.F.E.
“Φυσικά δεν το πίστευα όταν το έλεγα. Αλλά έχω μάθει τόσα χρόνια στα γήπεδα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι βάζουν όρια στον εαυτό τους. Κι αυτό είναι λάθος. Πρέπει να βάζεις μεγάλους στόχους ακόμα κι αν δεν είναι ρεαλιστικοί.” Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν η ομιλία του εκείνο τον Ιανουάριο βοήθησε τόσο πολύ ψυχολογικά αλλά το βέβαιο είναι ότι όταν το πρωτάθλημα άρχισε ξανά η Βόλφσμπουργκ ήταν μια αλλιώτικη ομάδα. Τα αμέτρητα χιλιόμετρα σε βουνά και λαγκάδια και οι άπειρες ασκήσεις ενδυνάμωσης με τις αγαπημένες μπάλες γυμναστικής του Μάγκατ άρχισαν να αποδίδουν, με αποτέλεσμα οι ‘λύκοι’ να φορμαριστούν στο καλύτερο δυνατό σημείο. “Σε εκείνο το δεύτερο μισό της σεζόν είχαμε ελάχιστους τραυματισμούς παρ’ότι προπονούμασταν ακόμα σκληρά και αυτό πιστώνεται στον γυμναστή μας. Στα μεγάλα ματς δεν μας έλειπε ποτέ κανένας κι αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο.”
Από τα τέλη Γενάρη έως τα μέσα Απρίλη η Βόλφσμπουργκ έκανε ένα μαγικό σερί με 10 συνεχόμενες νίκες, εκμεταλλευόμενη κυρίως τη δαιμονισμένη φόρμα της “μαγικής τριάδας της” στην επίθεση. Ο Μισίμοβιτς μοίραζε τις ασίστ σχεδόν με κλειστά τα μάτια και το δίδυμο Γκραφίτε-Τζέκο τελείωνε τις φάσεις με την άνεση καταξιωμένων επιθετικών μεγάλης κλάσης. Συμπτωματικά ή όχι, η ομάδα του Μάγκατ έδωσε την καλύτερη παράσταση της στο πιο μεγάλο παιχνίδι της χρονιάς. Στις αρχές Απρίλη όταν και υποδέχτηκε την πρωταθλήτρια Μπάγερν.
Σε ένα εκπληκτικό 15λεπτο στο διάστημα 63-78′ οι γηπεδούχοι σκόραραν 4 φορές με το γνώριμο δίδυμο των σκόρερ (Τζέκο-Γκραφίτε) και διέλυσαν τους Βαυαρούς με 5-1, σε ένα ματς που έμεινε στην ιστορία και για το μαγικό γκολ με τακουνάκι του Βραζιλιάνου, που προηγουμένως είχε αδειάσει όλη την άμυνα της Μπάγερν. Δυο χρόνια μετά την άδικη, κατά τον ίδιο, απόλυση του ο Μάγκατ έπαιρνε την τέλεια εκδίκηση από την προηγούμενη ομάδα του και για να το κάνει ακόμα χειρότερο στα τελευταία λεπτά αντικατέστησε τον βασικό τερματοφύλακα του με τον αναπληρωματικό! Στις δηλώσεις του μετά δικαιολογήθηκε λέγοντας πως ήταν προγραμματισμένο από καιρό να πάρει λίγο χρόνο συμμετοχής και ο Αντρέ Λεντς για να μπορέσει να πάρει κι αυτός τα μπόνους συμμετοχής και ότι δεν το έκανε επίτηδες για να γελοιοποιήσει τη Μπάγερν αλλά λίγοι πείστηκαν από τις εξηγήσεις του.
“Αυτό είναι σίγουρα το καλύτερο γκολ της χρονιάς, αν όχι το καλύτερο γκολ που έχω δει από τότε που ξεκίνησε η Μπουντεσλίγκα το 1963” σχολίασε ο πολύπειρος σπίκερ Friedrich Leonhard Ignatius Josef Maria Lamoral Balthasar Thurn and Taxis (ναι, αυτό είναι το όνομα του, δεν κάνουμε πλάκα!)
Το θαύμα της Βόλφσμπουργκ ολοκληρώθηκε τελικά τον Μάιο δίχως απρόοπτα, με ένα εμφατικό 5-1 απέναντι στην αδιάφορη Βέρντερ Βρέμης, με τους συνήθεις ύποπτους της “μαγικής τριάδας” να πετυχαίνουν τα 4 από τα 5 γκολ. Για να κερδίσουν οι ‘λύκοι’ το πρώτο και μοναδικό πρωτάθλημα της ιστορίας τους, έπρεπε το επιθετικό δίδυμο Γκραφίτε και Τζέκο να σκοράρει 54 γκολ συνολικά και να σπάσει το σχετικό ρεκόρ της Μπουντεσλίγκα (53 γκολ) που είχαν οι Μίλερ-Χένες από το μακρινό 1972. Επίσης, έπρεπε ο τρομερός Μισίμοβιτς να σπάσει με τη σειρά του το ρεκόρ σε ασίστ, χαρίζοντας απλόχερα 20 γκολ στους συμπαίκτες του σε μια μόνο σεζόν. Σύμφωνα με τον Μάγκατ: “Θεωρώ ότι είχαμε καλούς παίκτες κι ας μην είχαμε μεγάλους σταρ όπως η Μπάγερν. Είχαμε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα σε άμυνα και επίθεση. Η συνεργασία όλων ήταν άψογη και νομίζω ότι στην τελική παίξαμε ένα αρκετά ελκυστικό επιθετικό ποδόσφαιρο”.
“H μαγική τριάδα”
Όσο οι κάτοικοι της πόλης πανηγύριζαν στους δρόμους την ανέλπιστη τεράστια επιτυχία, ο “τελευταίος δικτάτορας της Ευρώπης” σχεδίαζε ήδη τα βασανιστήρια της επόμενης ομάδας του, καθώς είχε συμφωνήσει να αναλάβει τη Σάλκε. Τα επόμενα χρόνια η Βόλφσμπουργκ δεν κατάφερε να επαναλάβει τον άθλο αλλά αρκετές χρονιές (ανάμεσα τους και η φετινή που διεκδικεί την έξοδο της στο Τσάμπιονς Λιγκ) παρουσίασε ένα αρκετά ανταγωνιστικό σύνολο. Μέχρι να βρεθεί κάποιος να τη βοηθήσει να κάνει ξανά το βήμα παραπάνω, στο Βόλφσμπουργκ θα πίνουν ακόμα στην υγεία του Τζέκο, του Γκραφίτε, του Μισίμοβιτς και του τρελό-Μάγκατ και θα διηγούνται στα παιδιά τους εκείνη τη φάση που ο Βραζιλιάνος χόρεψε μόνος του όλη την άμυνα της Μπάγερν πριν στείλει τη μπάλα στα δίχτυα με ένα αριστοτεχνικό τακουνάκι.