Τόμας Μπρολίν: το πρόωρο τέλος ενός τεράστιου ταλέντου

Στις 17 Ιουνίου του ’92 οι Άγγλοι άκουσαν για πρώτη φορά, για τα καλά, το όνομα Τόμας Μπρολίν. Η Αγγλία για την 3η αγωνιστική του ‘Α ομίλου του Γιούρο αντιμετώπιζε τη Σουηδία και ήθελε πάση θυσία τη νίκη για να βρεθεί στα ημιτελικά. Ο Ντέιβιντ Πλατ είχε βάλει τους Άγγλους μπροστά στο σκορ απ’ το 4ο λεπτό. Μέχρι να ισοφαρίσει δηλαδή ο Γιαν Έρικσον στο 51′. Λίγο πριν τη λήξη της αναμέτρησης, ένας ξανθομάλλης, ντελικάτος μεσοεπιθετικός θα κρύψει την μπάλα με τον Μαρτίν Νταλίν, πριν τη στείλει, συστημένη παρακαλώ, στο παραθυράκι του Κρις Γουντς. Το τελικό 2-1 έδωσε, εκτός της νίκης, και την πρωτιά του ομίλου. Δύο χρόνια αργότερα στα γήπεδα των ΗΠΑ η Σουηδία θα τερματίσει στην 3η θέση του Παγκοσμίου Κυπέλλου και ο Μπρολίν θα αναδειχθεί πρώτος σκόρερ της ομάδας του στη διοργάνωση με τρία γκολ. Ήταν εκείνο το καλοκαίρι που αν ρωτούσες κάποιο φίλο του αθλήματος να σου πει τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές του πλανήτη λογικά θα σου έλεγε και το όνομα του Τόμας Μπρολίν, δίπλα σε αυτά των Ρομάριο, Στόιτσκοφ, Χάτζι και Ρομπέρτο Μπάτζιο. Φυσικά, ως ένας εκ των κορυφαίων, δεν θα μπορούσε να μην αγωνίζεται στο κορυφαίο πρωτάθλημα της εποχής. Το ιταλικό.

Στα πέντε χρόνια που αγωνίστηκε με τη φανέλα της Πάρμα, από το 1990 μέχρι και το 1995, κατάφερε να σκοράρει πολλά όμορφα τέρματα και να κατακτήσει τίτλους. Σημαντικότερες στιγμές του, το Κύπελλο Ιταλίας το ’92 (απέναντι στη Γιουβέντους), το Κύπελλο Κυπελλούχων το ’93 (απέναντι στην Αντβέρπ) και φυσικά το ΟΥΕΦΑ το ’95 (απέναντι και πάλι στη Γιουβέντους) μένοντας, για πάντα, στις καρδιές των  φίλων των Τζιαλομπλού. Ακόμα και αυτοί που δεν τον πρόλαβαν να αγωνίζεται φαντάζομαι πως μπορούν να πάρουν έστω μια μικρή γεύση για την αξία του διαβάζοντας αυτό το κείμενο. Αν και δεν θέλω να ασχοληθώ με την δεδομένη του αξία, μα με το καταστροφικό πέρασμά του από τα γήπεδα της Αγγλίας. Ένα πέρασμα που -ουσιαστικά- έβαλε πρόωρο τέλος στην καριέρα του. Η Πρέμιερ Λιγκ από τα μέσα των 90s είχε αρχίσει να διεκδικεί τα πρωτεία ως η κορυφαία λίγκα της Ευρώπης. Για να το καταφέρει έπρεπε να έρθουν στο Νησί πολλοί κορυφαίοι ξένοι. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Σουηδός αστέρας που ήρθε στην Αγγλία για λογαριασμό της Λιντς.

Η Λιντς δεν ήταν μια αμελητέα δύναμη εκείνα τα χρόνια. Μόλις το ’92, με τον Χάουαρντ Γουίλκινσον στον πάγκο, και παίκτες όπως ο Γκάρι Σπιντ, ο Γκόρντον Στράχαν, ο Λι Τσάπμαν, ο Γκάρι Μακάλιστερ και φυσικά ο σπουδαίος Ερίκ Καντονά είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα και από τότε συνήθως τερμάτιζε ψηλά στη βαθμολογία. Ο Γουίλκινσον είχε σκοπό να συνθέσει μια δυνατή επιθετική γραμμή και έφερε τον Γενάρη του ’95 τον επιθετικό Τόνι Γιεμπόα απ’ την Άιντραχτ. Αυτό που έμενε, μιας και ο Γκανέζος είχε σκοράρει σε μισή σεζόν 12 γκολ σε 18 αγώνες, ήταν να τον πλαισιώσει με κάποιον πιο ντελικάτο για να παίζει στην πλάτη του βοηθώντας τον να σκοράρει περισσότερο.

Αυτός φυσικά και δεν ήταν άλλος απ’ τον Σουηδό μαέστρο που στα 25 του χρόνια είχε παραγκωνιστεί από την εντεκάδα της Πάρμα ψάχνοντας για κάτι νέο. «Όταν συνάντησα τον κόουτς, πριν υπογράψω στα γραφεία της ομάδας, με ρώτησε πόσα χρήματα θέλω. Αφού τα βρήκαμε στο οικονομικό, περάσαμε στο αγωνιστικό κομμάτι. Αφού ήξερα τι μπορώ να προσφέρω και ποια ακριβώς ήταν η θέση μου τον ρώτησα που σκοπεύει να με χρησιμοποιεί. Έφυγε, χωρίς να πει κάτι, και γύρισε μετά από λίγο με μια κόλλα Α4 στα χέρια. Ζωγράφισε μια αράχνη στο κέντρο του χαρτιού και άρχισε να σχεδιάζει, γύρω από αυτή, τον ιστό της, λέγοντάς μου. Εσύ είσαι η αράχνη και ο ιστός αυτά που θέλω από σένα. Υπέγραψα αμέσως». Στις 17 Νοεμβρίου ο Μπρολίν ήταν και επίσημα παίκτης της Λιντς και όλοι, με πρώτο και καλύτερο τον Γουίλκινσον, περίμεναν να τον δουν να συνεργάζεται άψογα με τον Γιεμπόα. Τα γκολ άλλωστε θα έπεφταν βροχή στο Λιντς.

Αυτό που δεν είχε υπολογίσει κανείς και που γι’ αυτό ευθύνεται περισσότερο απ’ όλους ο Γουίλκινσον ήταν ο σοβαρός τραυματισμός του Μπρολίν ακριβώς ένα χρόνο νωρίτερα. Στις 16 Νοεμβρίου του ’94. Η Σουηδία έπαιζε με την Ουγγαρία για τα προκριματικά του Γιούρο του ’96 και ο Μπρολίν είχε βρεθεί, όπως ήταν φυσικό, στη βασική της εντεκάδα. Ήταν μάλιστα ο κορυφαίος της αναμέτρησης. Για ακόμα μία φορά. Άνοιξε το σκορ λίγο πριν το ημίχρονο και δημιούργησε το γκολ του Νταλίν για το τελικό 2-0.  Σε εκείνη τη φάση διέλυσε, μόνος του, τον αριστερό του αστράγαλο, σε ένα τραυματισμό που τον άφησε περίπου έξι μήνες εκτός δράσης, στερώντας παράλληλα στην Πάρμα να διεκδικήσει το πρωτάθλημα, στα ίσα, απ’ τη Γιουβέντους. Ο Τόμας Μπρολίν δεν ήταν ποτέ ο εξαιρετικός αθλητής και εκείνος ο τραυματισμός, ουσιαστικά, τον άφησε αρκετά πίσω φορτώνοντας το σώμα του με πολλά παραπανίσια κιλά. Απ’ την άλλη, σε ένα ποδόσφαιρο όπως το αγγλικό, που εκείνα τα χρόνια η δύναμη και η ταχύτητα είχαν τον πρώτο λόγο, η πεσμένη αθλητικότητα του Μπρολίν αποτελούσε τροχοπέδη σε αυτά που ο Γουίλκινσον είχε στο μυαλό του και που δεν είχαν καμία σχέση με αυτά που είχε υποσχεθεί, στον Μπρολίν, όταν τον έφερε στην ομάδα. Τα προβλήματα μόλις ξεκινούσαν.

Ο Γουίλκινσον άρχισε να τον χρησιμοποιεί στο δεξί άκρο της μεσαίας γραμμής, λόγω αρκετών απουσιών βασικών παικτών, ζητώντας του να κάνει πράγματα που ο Σουηδός αστέρας δεν είχε μάθει ποτέ του, ή όπως έλεγαν οι επικριτές του, πράγματα που πολύ απλά δεν ήθελε να κάνει. Ο ίδιος για να δικαιολογηθεί, ερωτώμενος χρόνια αργότερα, είπε πως στη Σουηδία είχε αγωνιστεί σε μερικά παιχνίδια στο δεξί άκρο, έχοντας όμως την ελευθερία στο να συγκλίνει στον άξονα, αφήνοντας έτσι ολόκληρη την πλευρά στον σκληροτράχηλο πλάγιο μπακ, της Σέφιλντ Γουένστντεϊ, Ρόλαντ Νίλσον. «Στη Λιντς ο Γουίλκινσον ήθελε να τρέχω πάνω-κάτω την πλευρά σαν ηλίθιος» θα δηλώσει χρόνια αργότερα για το θέμα. Η ήττα με 5-0 απ’ τη Λίβερπουλ, με τον ίδιο να έχει βαθμολογηθεί, απ’ τον Τύπο, ως ο χειρότερος της αναμέτρησης, λόγω της απάθειας που είχε δείξει και όχι λόγω του ταλέντου του, ήταν αυτό που ξεχείλισε το ποτήρι, βάζοντας ουσιαστικά τέλος στην καριέρα του στο Έλαντ Ρόουντ. Ο βρετανικός Τύπος είχε μόλις βρει το τέλειο θύμα με την κόντρα παίκτη, προπονητή και ομάδας να βρίσκεται σε πολύ κρίσιμο σημείο.

Με τη Σουηδία να έχει αποκλειστεί από τα τελικά του Γιούρο-96 και τον ίδιο να μην παίρνει ποτέ σαφείς απαντήσεις για το ρόλο που θα του έδινε ο προπονητής του για τη νέα σεζόν, θα απουσιάσει από την προετοιμασία της ομάδας, ζητώντας παράλληλα να φύγει απ’ το κλαμπ με μεταγραφή. Αφού δεν ήρθε καμία πρόταση που να ικανοποιεί τη Λιντς, ο Μπρολίν θα φύγει δανεικός για τη Ζυρίχη τον Αύγουστο του ’96 με μοναδικό σκοπό να ξαναβρεί τη χαμένη του φόρμα, να ευχαριστηθεί και πάλι το ποδόσφαιρο, και φυσικά να φέρει κάποια πρόταση, για να φύγει. Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη αυτή του η ανάγκη που δέχθηκε να αγωνιστεί με μόλις 800 λίρες μισθό την εβδομάδα. Ακόμα όμως και στο μέτριο επίπεδο της Ελβετίας δεν κατάφερε ποτέ να βρει αγωνιστικό ρυθμό, αγωνιζόμενος σε ελάχιστα παιχνίδια, και παίρνοντας ολοένα και περισσότερα κιλά. Ακολούθησε νέος δανεισμός, στην αγαπημένη του Πάρμα, αλλά ούτε εκεί κατάφερε να βρει έστω κάτι από την παλιά του λάμψη, με τον παίκτη να θεωρείται, μόλις στα 27 του, καμένο χαρτί για το κορυφαίο επίπεδο του ποδοσφαίρου. Το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας ήρθε ουσιαστικά το καλοκαίρι του ’97, μέσω ενός αστείου και παράλληλα επικίνδυνου συμβάντος, την εποχή που τα κλειδιά των αποδυτηρίων της Λιντς είχαν περάσει στον Τζορτζ Γκράχαμ.

Ο Μπρολίν βρισκόταν για τις καλοκαιρινές του διακοπές στη Σουηδία. Τη μέρα που θα έφευγε αεροπορικώς για το Λιντς, για να βρεθεί στην πρώτη της προετοιμασίας της ομάδας, και ενώ οδηγούσε για το αεροδρόμιο, ένα ρακούν,  ένα πουλί έπεσε με ορμή πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου του, κάνοντας μεγάλη ζημιά. Όπως ήταν λογικό το σοκ ήταν μεγάλο. Ο παίκτης έχασε τον έλεγχο και ήταν πολύ τυχερός που δεν προκάλεσε κάποιο δυστύχημα και δεν κινδύνευσε φυσικά και ο ίδιος. Ο Μπρολίν έχασε την πτήση του και κάπως έτσι κατάφερε να βρεθεί στο Λιντς την επόμενη μέρα με τον προπονητή του να του παίρνει βιαίως το διαβατήριο και να τον κλειδώνει στο γραφείο του, βρίζοντάς τον. Η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη. Ο Γκράχαμ δεν ήθελε να βλέπει ούτε ζωγραφιστό τον Σουηδό και ο Μπρολίν δεν ήθελε να αγωνιστεί ποτέ ξανά για μια ομάδα που, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν τον είχε σεβαστεί ποτέ, ούτε ως ποδοσφαιριστή αλλά ούτε και ως άνθρωπο. Τελικά μετά από πολλές κόντρες και ακόμα περισσότερες συναντήσεις Λιντς και παίκτης τα βρήκαν με τον Μπρολίν να μένει ελεύθερος και να φεύγει για την Σουηδία όπου και άρχισε να προπονείται με τη Χάμαρμπι, ψάχνοντας ουσιαστικά ένα νέο συμβόλαιο. Ηλικιακά είχε άλλωστε τόσα πολλά να δώσει στο ποδόσφαιρο.

Ο Στιβ Κόπελ, προπονητής της Κρίσταλ Πάλας εκείνη την περίοδο, θα του δώσει την τελευταία του ευκαιρία να αποδείξει, κυρίως στον εαυτό του, πως δεν είναι ξοφλημένος.  Ήταν η σεζόν 1997-1998 και οι «αετοί» είχαν επιστρέψει στα γήπεδα της Πρέμιερ Λιγκ έχοντας ως μοναδικό στόχο να μείνουν στην κατηγορία. Τελικά η Πάλας τερμάτισε στην τελευταία θέση (με 33 βαθμούς σε 38 παιχνίδια) και ο Μπρολίν πρόλαβε να αγωνιστεί μόνο 13 φορές χωρίς να πιάσει ποτέ υψηλά στάνταρ απόδοσης και δίχως να καταφέρει να σκοράρει ούτε μία φορά. Αυτό ήταν ουσιαστικά και το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας αν και επίσημα κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια στη δεύτερη κατηγορία της Σουηδίας, με τη φανέλα της Χουντικβαλς (!), έχοντας μία και μόνο συμμετοχή λίγους μήνες αργότερα. Ήταν μόλις 29 ετών. Σε 32 εμφανίσεις στα γήπεδα της Πρέμιερ Λιγκ, με Λιντς και Κρίσταλ Πάλας, ο παίκτης που το ’94 είχε αγαπήσει ολόκληρος ο ποδοσφαιρικός πλανήτης είχε καταφέρει να σκοράρει μόνο τέσσερα (4) τέρματα σε μια σειρά από μέτριες και κακές εμφανίσεις έχοντας συνεχώς προβλήματα με τους προπονητές του λόγω της κακής φυσικής του κατάστασης και του πάθους που τόσο έλειπε απ΄το παιχνίδι του.

Αυτό που ο ποδοσφαιρικός πλανήτης δεν έμαθε ποτέ, και που ποτέ κανένας μας δεν θα μπορέσει να το πει με σιγουριά, είναι: ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που συνέβη αυτό. Έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο εκείνος ο τραυματισμός στον αστράγαλο το Νοέμβριο του ’94; Έχασε ο παίκτης την αγάπη του για το ποδόσφαιρο όταν βρέθηκε στα σκληρά γήπεδα της Αγγλίας; Πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε σε αυτή του την κατρακύλα η κόντρα με τον προπονητή Χάουαρντ Γουίλκινσον και η αλλαγή θέσης και αρμοδιοτήτων; Και φυσικά το σημαντικότερο. Ήταν όντως ένας ανάμεσα στους κορυφαίους των 90s ή ήταν ακόμα μία περίπτωση ταλαντούχου ποδοσφαιριστή που σε μια εποχή που πολλές καριέρες χτίζονταν σε μια διεθνή διοργάνωση 5-6 αγώνων, εκμεταλλεύτηκε αυτό το γεγονός, ανεβάζοντας κι άλλο την -δεδομένη- ποδοσφαιρική του αξία; Ίσως η αλήθεια να βρίσκεται τελικά κάπου στη μέση.