«Ένα κλαμπ όπως η Παρί επηρεάζει καταστάσεις που είναι πάνω απ’ τα συμφέροντα της ομάδας. Εγώ, απλά, αγαπώ το ποδόσφαιρο, αυτή είναι η δουλειά μου, και σε ένα κλαμπ όπως αυτό, τα πράγματα δεν κινούνται μόνο γύρω απ’ το ποδόσφαιρο. Το μόνο που λέω στον εαυτό μου είναι πως θέλω να είμαι προπονητής. Ένας καλός προπονητής». Αυτή ήταν μία απ’ τις τελευταίες δηλώσεις του Τόμας Τούχελ λίγες μόνο ώρες πριν απολυθεί από τον πάγκο της ΠΣΖ πληρώνοντας το «μάρμαρο» όχι για την κακή αγωνιστική κατάσταση της ομάδας, ή το μέτριο ταλέντο του που την έβαλε σε μπελάδες, αλλά για την προσωπική κόντρα που είχε ανοίξει μαζί του ο πρώην παίκτης της, και νυν τεχνικός διευθυντής, Λεονάρντο, εισβάλλοντας στο χώρο που κανένας σοβαρός προπονητής δεν δέχεται να μπει κάποιος και να του κάνει υποδείξεις. Στα αποδυτήρια. Ο Τούχελ, που και σοβαρός είναι, και εξαιρετικός προπονητής είναι, και φυσικά είναι κάποιος που μάτωσε για να φτάσει να θεωρείται -δικαίως- ένας ανάμεσα στους κορυφαίους των ημερών μας, δε θα μπορούσε να δεχτεί κάτι τέτοιο.
25 Ιανουαρίου του 2021. O Ρομάν Αμπράμοβιτς δε θα αντέξει άλλο την κακή βαθμολογική θέση της Τσέλσι και μετά από έναν καταστροφικό μήνα, αυτό των γιορτών, όπου οι «μπλε» ήταν μία απ’ τις χειρότερες ομάδες της λίγκας, θα θυμηθεί το αγαπημένο του χόμπι και θα απολύσει τον Φρανκ Λάμπαρντ φέρνοντας στη θέση του τον -απολυμένο- Τόμας Τούχελ. Αυτό που ζήτησε, και περίμενε, απ’ τον Γερμανό ήταν η άμεση βελτίωση, τόσο αγωνιστικά όσο και βαθμολογικά, σε Αγγλία και Ευρώπη. Το πρώτο πράγμα που θα κάνει ο Γερμανός είναι να προσπαθήσει να βελτιώσει μια αμυντική λειτουργία που έδειχνε, και ας μη γελιόμαστε, ήταν κάκιστη τον τελευταίο μήνα πριν την απόλυση Λάμπαρντ. Κάτι που κατάφερε αμέσως, πατώντας πάνω στο δικό του πλάνο που έβλεπε όμως ότι μπορούσε να λειτουργήσει με τους ποιοτικούς παίκτες που είχε την τύχη να διαχειριστεί. Τριάδα στην άμυνα με τους τρεις στόπερ ψηλά. Πίεση στο αμυντικό κομμάτι του αντιπάλου απ’ την επιθετική γραμμή, που συνήθως αποτελείται και εκεί από τριάδα (σε διάταξη 2-1) και φυσικά μια τετράδα στον άξονα, με δύο κεντρικούς μέσους και δύο μπακ-χαφ που μπορούν όμως να βοηθήσουν και στις τρεις γραμμές του γηπέδου. Έτσι ήρθε ο απόλυτος έλεγχος του ρυθμού και ο έλεγχος των κενών ανάμεσα στις γραμμές. Η «μηχανή» ξεκίνησε να δουλεύει και άρχισε να μη δέχεται γκολ ούτε για αστείο, ανεβαίνοντας βαθμολογικά, μπαίνοντας στην πρώτη τετράδα της Πρέμιερ Λιγκ, και φτάνοντας παράλληλα και σε δύο μεγάλους τελικούς. Του κυπέλλου και του Τσάμπιονς Λιγκ. Από τις 27 Γενάρη και το 0-0 απέναντι στη Γουλβς για το πρωτάθλημα, στην πρώτη παρουσία του Τούχελ ως προπονητής της Τσέλσι, για να γνωρίσει την ήττα έπρεπε να περάσουν σχεδόν δυόμιση μήνες για να φτάσουμε σε εκείνο το σοκαριστικό 2-5 από τη Γουέστ Μπρομ, και πάλι για το πρωτάθλημα. Σε όλο αυτό το διάστημα η Τσέλσι έδωσε συνολικά για πρωτάθλημα, κύπελλο και Τσάμπιονς Λιγκ 13 παιχνίδια, μετρώντας 10 νίκες και 3 ισοπαλίες κρατώντας το μηδέν στην άμυνα για 12 παιχνίδια. Η αλλαγή είχε έρθει.
Ποιος είναι όμως ο Τόμας Τούχελ και γιατί είναι τόσο καλός; Για αρχή, και όπως έγραψα και πιο πάνω, είναι ένας προπονητής που δε του χαρίστηκε τίποτα για να φτάσει ψηλά. Γεννήθηκε το 1973 στο Κρούμπαχ της Βαυαρίας και ξεκίνησε από πολύ μικρός την ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο λόγω του πατέρα του, Ρούντολφ Τούχελ, ενός ανθρώπου που ήταν και ο πρώτος προπονητής του στην άσημη ομάδα της κωμόπολης που ζούσε η οικογένεια. Μετά από αρκετές επιτυχίες με την άσημη Κρούμπαχ και αφού -ευτυχώς για το ποδόσφαιρο και τον ίδιο- έχει αφήσει πίσω του το όνειρο να γίνει διασώστης η Άουσμπουργκ θα τον κάνει δικό της στα 15 του χρόνια. Ο ψηλός και αδύνατος κεντρικός αμυντικός έδειχνε άλλωστε πολλά υποσχόμενος. Τελικά κανείς δεν δικαιώθηκε μιας και ο μικρός Τόμας δεν θα αγωνιστεί ποτέ με την πρώτη ομάδα, ξεκινώντας μάλιστα μια φθίνουσα πορεία σε μικρότερες κατηγορίες με τις Στούτγκαρτερ Κίκερς και Ουλμ. Στην Ουλμ, μόλις στα 25 του και μετά από 5 χρόνια ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής θα πάρει και την απόφαση να γίνει προπονητής. Ο λόγος δεν ήταν η μη πίστη στο ταλέντο του, αν και όπως φαινόταν δεν το είχε σε μεγάλες δόσεις, αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο που έβαλε ουσιαστικά πρόωρο τέλος σε μια καριέρα που μάλλον θα διέγραφε μια μέτρια, ίσως και κακή, πορεία. Εκείνο το διάστημα μάλιστα, και παράλληλα με τις σπουδές του, ο Τούχελ εργάστηκε, μιας και δεν υπήρχαν πολλά χρήματα στην οικογένεια, ως μπάρμαν στο φημισμένο Radio Bar της Στουτγκάρδης. Στο μπαρ, όπως ο ίδιος έχει παραδεχτεί, δούλεψε πολύ και την αυτοεκτίμησή του, σε μια τόσο δύσκολη περίοδο για τον ίδιο, κάτι που τον βοήθησε και για τη συνέχεια στον απαιτητικό χώρο των γηπέδων.
«Η απογοήτευση ήταν μεγάλη. Να είσαι 25 ετών, να διψάς για να παίξεις ποδόσφαιρο, να θες να εξελιχθείς, να ονειρεύεσαι πως θα έρθει εκείνη η στιγμή που θα κάνεις το βήμα παραπάνω, και εσύ απλά να βρίσκεσαι καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι ακούγοντας ψιθύρους που έλεγαν πως λογικά δε θα καταφέρεις ποτέ ξανά να κλωτσήσεις μια μπάλα σε κανονικές συνθήκες αγώνα». Λόγια του ίδιου για εκείνη τη δύσκολη περίοδο που κατάφερε όμως να γίνει το ξεκίνημα για μια νέα, λαμπρή, καριέρα. Οι πρώτες μέρες στο κρεβάτι, όπως ήταν λογικό, ήταν βασανιστικές. Όταν όμως κατάλαβε πως θα είχε η κατάσταση για τους επόμενους μήνες αποφάσισε να βρει τρόπους ώστε να βελτιωθεί σε άλλους τομείς. Η αγάπη για το ποδόσφαιρο υπήρχε, υπήρχε όμως ακόμα μία μεγάλη αγάπη, αυτή της μελέτης. Κάπως έτσι ξεκίνησε να διαβάζει οικονομικά και μάνατζμεντ πριν αφοσιωθεί στην καλύτερη κατανόηση του ποδοσφαίρου. Εκεί κόλλησε και το μικρόβιο της προπονητικής. Στα 25 του είχε αποφασίσει τι ήταν αυτό που ήθελε να κάνει για το υπόλοιπο της ζωής του. Προπονητής. Το 2005 η Άουσμπουργκ ήταν η πρώτη ομάδα που τον πίστεψε και του έδωσε δουλειά στις ακαδημίες της στις ηλικίες U-14. Η εξαιρετική δουλειά του εκεί τον έστειλε στη Μάιντζ όπου μαζί της κατέκτησε το πρωτάθλημα νέων για τη σεζόν 2008/2009. Ήταν η περίοδος που προπονητής της ανδρικής ομάδας ήταν ο Γιούργκεν Κλοπ. Όταν μάλιστα αυτός έφυγε για το Ντόρτμουντ, οι υπεύθυνοι της ομάδας είδαν στο πρόσωπο του Τούχελ τον τέλειο διάδοχο. Άλλωστε η αντίληψη, η φιλοσοφία και φυσικά το πως επιδρούσε θετικά στα νέα παιδιά της ομάδας ήταν αρκετά κοντά στον προκάτοχό του. Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Τούχελ ανέλαβε και τη Ντόρτμουντ μετά τη φυγή του Κλοπ. Κατέκτησε μαζί της τον πρώτο σημαντικό τίτλο της προπονητικής του καριέρας, το Κύπελλο Γερμανίας του 2017, απέναντι στην Άιντραχτ με 2-1, και έφυγε για το Παρίσι κατακτώντας και εκεί ένα σωρό εγχώριους τίτλους, πριν φτάσει στο Λονδίνο για λογαριασμό της Τσέλσι ως ο νέος εκλεκτός του Ρώσου ιδιοκτήτη της.
Ο Τούχελ είναι ένας σύγχρονος προπονητής αρκετά κοντά στη φιλοσοφία του Γκουαρδιόλα, του Κλοπ και του Μπιέλσα. Σκληρός και φωνακλάς. Θα ξεζουμίσει τους ποδοσφαιριστές του και δεν πρόκειται να τους χαριστεί. Θα είναι όμως δίκαιος μαζί τους και θα τους βελτιώσει. Θα τους ανεβάσει επίπεδο αν φυσικά τον αφήσεις να δουλέψει. Το πλάνο του για το ποδόσφαιρο δεν χωρά αμφισβήτηση και αν κάποιος παρακολουθεί μανιωδώς τη δουλειά του δε νομίζω να βρει αρνητικά πράγματα να πει. Θα τον έλεγες και «υπέροχο τύπο» αν δεν ήταν τόσο αντιτουριστικός στην εμφάνιση. Αρκετά μακριά από αυτό που στις μέρες μας θεωρούμε οι περισσότεροι «σταρ» και «άνθρωπο με λάμψη». Εννοείται πως αυτό δεν είναι καθόλου κακό όταν κάποιος καταφέρνει να λάμψει μέσα απ’ τη δουλειά και το έργο του όπως ο ίδιος. Στο Λονδίνο και το Στάμφορντ Μπριτζ ανέλαβε μια πλούσια ομάδα, γεμάτη από ταλαντούχους αστέρες και ως ώρας -ευτυχώς για τον ίδιο- χαίρεται το ποδόσφαιρο και νιώθει και πάλι κανονικός προπονητής χαρίζοντας στο ποδοσφαιρικό κοινό ένα σωρό συγκινήσεις (με μια πτώση τον τελευταίο καιρό που παραλίγο να του κοστίσει και την είσοδο στην τετράδα) και παράλληλα στους αναλυτές του αθλήματος μπόλικη (καλή) δουλειά. Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτό θα συνεχιστεί και μένει να δούμε πως θα διαχειριστεί το ρόστερ, και το μπάτζετ, της ομάδας το καλοκαίρι. Όταν δηλαδή θα αναλάβει ο ίδιος το χτίσιμο και τον σχεδιασμό της έχοντας παράλληλα και το βλέμμα του Αμπράμοβιτς πάνω του που θα ζητά συνεχώς αποτελέσματα και τίτλους.
Αυτό είναι και το μόνο αρνητικό σε αυτό το πάντρεμα. Αυτή η σχέση που ο Ρώσος μεγιστάνας και ιδιοκτήτης των μπλε έχει με το ποδόσφαιρο. Μια σχέση που κρίνεται επιτυχημένη ή αποτυχημένη μόνο από τους τίτλους που ήρθαν ή «χάθηκαν» και όχι από την επίδραση, θετική ή αρνητική, που έχει κάποιος στο άθλημα ή στο πως θα αναλάβει να χτίσει κάτι καλό. Κάτι νέο. Ο Τούχελ θα βρεθεί για δεύτερη σερί σεζόν στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, με δεύτερη διαφορετική ομάδα, και πάλι ως αουτσάιντερ. Απέναντί του όχι κάποιος τυχαίος προπονητής, μα ο καλύτερος της εποχής μας, και όχι απλά μια πολύ καλή ομάδα, μα η καλύτερη της τελευταίας τετραετίας, με βάση τους αριθμούς της. Μια ομάδα όμως που τον τελευταίο μήνα ηττήθηκε δύο φορές απ’ τον ίδιο. Την πρώτη στον ημιτελικό του κυπέλλου σε μια δίκαιη, και εξαιρετική, τακτική νίκη του Γερμανού επί του Καταλανού και τη δεύτερη για το πρωτάθλημα σε μια κάπως, και συγγνώμη για τον όρο, πειραματική αναμέτρηση, κλέβοντας ουσιαστικά, το αποτέλεσμα. Σκεφτείτε πως η Τσέλσι σε αυτή την αναμέτρηση είχε στο ‘α ημίχρονο μόλις 0.03 xG (αν λέει -που λέει- κάτι). Η δουλειά του Τούχελ δεν πρέπει να κριθεί απ’ το αποτέλεσμα του τελικού είτε κερδίσει είτε χάσει. Αυτό που έχει καταφέρει άλλωστε φέτος με μια ομάδα που δεν είναι δικιά του είναι μοναδικό και μακάρι να μην επηρεάσει και τον Αμπράμοβιτς στα πρώτα στραβοπατήματα που θα έρθουν, όταν έρθουν, του χρόνου αφήνοντάς τον να δουλέψει σε μια ομάδα που μαζί της μπορεί να μας χαρίσει πολλές ποδοσφαιρικές συγκινήσεις. Όπως άλλωστε εντελώς κυνικά έχει πει και ο ίδιος «Όσο καλός και αν είσαι, αν φέρνεις αποτελέσματα θα έχεις δουλειά, αν δεν φέρνεις αποτελέσματα, θα απολυθείς. Ας κάνουμε λοιπόν τη δουλειά μας».