Tο Σιτέ Ζελί είναι μια γειτονιά της συνοικίας Φιγκερόλ στα δυτικά της Μονπελιέ, μια υποβαθμισμένη περιοχή που πολύ δύσκολα θα βρεις στις προτάσεις διασκέδασης των ταξιδιωτικών οδηγών. Συνήθως στις ιστορίες διάσημων ποδοσφαιριστών που μεγάλωσαν σε τέτοιες γειτονιές διαβάζεις πως με το που υπέγραψαν το πρώτο τους καλό συμβόλαιο, η πρώτη τους προτεραιότητα ήταν να αγοράσουν στην οικογένεια τους ένα σπίτι σε μια καλύτερη συνοικία.
Ο Τεζί Σαβανιέ είναι μάλλον η εξαίρεση αυτού του κανόνα: “Εκεί νιώθω πιο άνετος από οπουδήποτε αλλού. Τίποτα δεν μπορεί να με ενοχλήσει. Εκεί γεννήθηκα, εκεί θα πεθάνω. Όταν τελειώνει ο αγώνας επιστρέφω εκεί, στους δικούς μου ανθρώπους, τους συγγενείς μου και τους φίλους μου και έτσι χαλαρώνω και ξεχνώ τα πάντα. Αυτό είναι το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο”. Για την ακρίβεια, όλη του η καριέρα είναι μια εξαίρεση, μια ειδική κατηγορία ποδοσφαιριστή που δεν συναντάς συχνά σε τέτοιο επίπεδο. Πόσο συχνά άλλωστε βλέπεις τον ποδοσφαιριστή με τις περισσότερες ασίστ σε ένα από τα Τοπ-5 πρωταθλήματα της Ευρώπης να ζει σε ένα απλό διαμέρισμα, μιας παλιάς, εργατικής πολυκατοικίας σε μια από τις πιο υποβαθμισμένες και φτωχές περιοχές της πόλης, να παίζει πετάνκ (ένα παιχνίδι αρκετά διαδεδομένο στη Γαλλία, στο οποίο πετάς μια μπάλα προσπαθώντας να τη στείλεις όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα συγκεκριμένο στόχο) στους δρόμους και να συμμετέχει στα διάφορα υπαίθρια πάρτι που συνοδεύονται από μουσική και μπάρμπεκιου;
Οι ρίζες αυτής της διαφορετικότητας εντοπίζονται στην καταγωγή του Σαβανιέ. Όντας μέλος της τσιγγάνικης κοινότητας της περιοχής ο μέσος της Μονπελιέ μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που η οικογένεια είναι πάνω απ’όλα και οι συγκεντρώσεις της είναι λόγος για να φας καλά, να πιεις και να διασκεδάσεις. “Δεν είναι εύκολο να το εξηγήσω σε κάποιον που δεν το έχει ζήσει. To να ζεις εκεί περιλαμβάνει κυρίως μουσική, πανηγύρια, παέγια και ψησταριές στο πεζοδρόμιο, ποδόσφαιρο μέσα στο δρόμο. Τα καλοκαίρια είναι ένα ατέλειωτο πάρτι. Σε κάθε γωνιά βλέπεις κάποιον να παίζει μια κιθάρα. Ο πατέρας μου παίζει κρουστά, ο ξάδερφος μου τραγουδάει, ένας θείος μου είναι μέλος των Chico & The Gypsies, που είναι μια μπάντα στο στυλ των Gipsy Kings. Έχω μια υπέροχη οικογένεια γεμάτη μουσικούς.”
Μια οικογένεια που τα τελευταία χρόνια καμαρώνει το γιο της, που έστω και καθυστερημένα βρήκε το δρόμο για τη Λιγκ 1 (έκανε ντεμπόύτο εκεί στα 26 του), που έφτασε να φοράει τη φανέλα της εθνικής Γαλλίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες, που έχει πλέον το δικό του γκράφιτι σε έναν κεντρικό δρόμο της περιοχής. Πώς έφτασε όμως ένας 30χρονος τσιγγάνος από μια περιοχή ξεχασμένη ίσως και από τον Θεό να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις αρκετών σημαντικών στατιστικών κατηγοριών του γαλλικού πρωταθλήματος, να θεωρείται ένας από τους καλύτερους μέσους στο γαλλικό ποδόσφαιρο αυτή τη στιγμή και το όνομα του να ακούγεται ακόμα και για την εθνική Γαλλίας;
Φωτογραφία από οικογενειακή μάζωξη των Σαβανιέ από ένα αφιέρωμα της Λ’Εκίπ το 2020
Όλα ξεκίνησαν από εκείνη τη γειτονιά, όταν ο Σαβανιέ εντυπωσίαζε τον πατέρα του σημαδεύοντας με τη μπάλα από μακρινή απόσταση κάδους σκουπιδιών. Η μητέρα του θυμάται ότι “στην αρχή του έδινε χαρτζιλίκι κάθε φορά που πετύχαινε το στόχο αλλά μετά σταμάτησε γιατί κατάλαβε ότι σε λίγο ο μικρός θα τον αφήσει απένταρο”. Ο ενθουσιασμένος μπαμπάς έγραψε τον μικρό στις ακαδημίες της Μονπελιέ, της αγαπημένης ομάδας όλης της οικογένειας, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως πιθανόν ονειρευόταν ο Τεζί. Μετά από τέσσερα χρόνια στις ακαδημίες, η Μονπελιέ αρνήθηκε να του δώσει επαγγελματικό συμβόλαιο και στα 20 πήρε τη μεγάλη απόφαση να φύγει και να δοκιμάσει την τύχη του στη Αρλ-Αβινιόν, που μπορεί να μην του πρόσφερε κάποια σπουδαία προοπτική αλλά είχε ένα μεγάλο προτέρημα: Ήταν πολύ κοντά στο Μονπελιέ, άρα και στην οικογένεια, τους παιδικούς φίλους και τη γειτονιά του.
Διατηρώντας το μότο «το βασικό στη ζωή είναι να περνάμε καλά», κατάφερε με έναν ανέλπιστο τρόπο να συνδυάσει αξιοπρεπώς την απείθαρχη ζωή (ο θρύλος λέει ότι για κάποιο διάστημα έτρωγε κάθε μέρα φαστ φουντ ενώ τα κιλά του πλησίαζαν επίπεδα που δύσκολα συναντάς στις ερασιτεχνικές κατηγορίες, πόσο μάλλον στη Λιγκ 2) με κάποιες καλές εμφανίσεις που του επέτρεψαν να μετακομίσει το 2015 στη Νιμ που, όπως πιθανόν θα μαντέψατε, βρίσκεται επίσης πολύ κοντά στο Μονπελιέ.
Στη Νιμ όμως τα πράγματα σοβάρεψαν. Μετά από μόλις μερικούς μήνες στην ομάδα, ο προπονητής του κατάλαβε ότι πίσω από αυτή την εικόνα του ρέμπελου τσιγγάνου με το ελαφρώς αγύμναστο σκαρί κρύβεται ένας ποδοσφαιριστής με εξαιρετική αντίληψη του χώρου, ηγετικά προσόντα, ανέλπιστα καλή για το σώμα του ντρίπλα και δυο πόδια που μπορούν να πασάρουν με αξιοθαύμαστη ακρίβεια ανεξαρτήτως απόστασης. “Την ακρίβεια που έχει ο Σαβανιέ τη συναντάς μόνο σε ελεύθερους σκοπευτές” είχε δηλώσει κάποτε ένας συμπαίκτης του στη Νιμ.
Μετά από αρκετές προσωπικές κουβέντες και παραινέσεις και μια καθοριστική επίσκεψη του βοηθού προπονητή στη μητέρα του, στην οποία εξήγησε ότι για το καλό της καριέρας του γιου της θα πρέπει να μειώσει τις μερίδες φαγητού που του μαγειρεύει, ο Σαβανιέ πείστηκε να αλλάξει τρόπο ζωής, δεσμεύτηκε να μειώσει το φαγητό και να περιορίσει δραστικά το φαστ φουντ και τις υπόλοιπες κραιπάλες (“μια φορά την εβδομάδα μόνο, μετά από κάθε παιχνίδι κάνω μια στάση στα McDonald’s”), έχασε πάνω από 6-7 κιλά μέσα σε μικρό διάστημα και δοκίμασε τον εαυτό του και σε άλλες θέσεις στο χώρο του κέντρου, παίζοντας και λίγο πιο πίσω απ’ότι παλιά, σε ένα ρόλο σαν του Βεράτι που κουμαντάρει την ομάδα του από πιο χαμηλά στον αγωνιστικό χώρο.
Στα τέσσερα χρόνια που έμεινε εκεί, αναδείχτηκε σε ηγέτη στο χώρο του κέντρου, άρχισε να πιάνει διψήφια νούμερα στις ασίστ και βοήθησε σημαντικά τη Νιμ να ανέβει στη Λιγκ 1. Η αλλαγή επιπέδου και η έλλειψη εμπειρίας δεν φαίνεται να τον επηρέασε ιδιαίτερα και στην πρώτη χρονιά της καριέρας του σε πρώτη κατηγορία τελείωσε τη σεζόν 18/19 ως πρώτος σε ασίστ, πάνω από τον Ντι Μαρία, τον Πέπε και τον Ντεπάι!
Με αυτόν τον ‘τίτλο’ στο βιογραφικό του και αρκετές γεμάτες εμφανίσεις απέναντι σε αντιπάλους που κοστίζουν εκατομμύρια, οι προτάσεις για το μέλλον του εκείνο το καλοκαίρι ήταν αρκετές. Το όνομα του ακούστηκε για τη Λιόν, τη Μίλαν και τη Σεβίλλη αλλά στο μυαλό του Σαβανιέ υπήρχε μόνο ένας προορισμός: Το σπίτι του και η αγαπημένη του Μονπελιέ, που έστω και πολύ καθυστερημένα διόρθωσε το λάθος που έκανε σχεδόν μια δεκαετία πριν. “Όταν έμαθα πόσες και ποιες ομάδες ενδιαφέρονταν για μένα δεν το πίστευα. Είχα παίξει μόνο ένα χρόνο στη Λιγκ 1 και υπήρχαν γνωστές ευρωπαικές ομάδες που με ήθελαν. Αλλά για μένα υπήρχε τότε μόνο η Μονπελιέ. Ο ατζέντης μου είπε ότι είμαι τρελός γιατί η μια από τις προτάσεις που μου έγιναν ήταν από τη Μίλαν! Μου πρόσφεραν καλά λεφτά αλλά αρνήθηκα γιατί το όνειρο μου ήταν να φορέσω τη φανέλα της Μονπελιέ και να παίξω στο Μοσόν μπροστά στην οικογένεια μου. Δεν ξέρω αν φαίνεται κάθε φορά που βγαίνω στον αγωνιστικό χώρο αλλά εδώ είμαι πραγματικά ευτυχισμένος”.
Το καμάρι των τσιγγάνων του Σιτέ Ζελί θα κλείσει σε λίγο τρία χρόνια στη Μονπελιέ. Στο διάστημα αυτό έγινε αρχηγός και ηγέτης της ομάδας, έζησε το όνειρο του να σκοράρει σε ένα γεμάτο Μοσόν με την οικογένεια και τους φίλους του να βρίσκονται στις κερκίδες, ανέλαβε την εκτέλεση όλων των στημένων της και ανέβηκε ξανά λίγο πιο ψηλά στο κέντρο, σε ένα ρόλο κλασικού πλέι μέκερ που δημιουργεί ευκαιρίες με το κιλό (“ακούγεται περίεργο αλλά πάντα μου άρεσε περισσότερο να δημιουργώ για τους άλλους από το να σκοράρω εγώ. Δεν ξέρω, μου φαίνεται πιο ωραίο, πιο κλασάτο”). Με 8 γκολ και 6 ασίστ ήδη φέτος, με το όνομα του να φιγουράρει στις πρώτες θέσεις του πρωταθλήματος και στις ντρίπλες, και στις key passes και στα σουτ και με τα κολακευτικά λόγια των αντιπάλων να διαδέχονται το ένα το άλλο (πριν λίγες μέρες ο Παγιέ τον χαρακτήρισε ως “διάδοχο του Ζουνίνιο στις εκτελέσεις φαουλ στο γαλλικό πρωτάθλημα”), κανένας δεν μπορεί πλέον να αποκλείσει το ενδεχόμενο να τον δούμε κάποια στιγμή και στις επιλογές του Ντεσάν, ακόμα και τώρα που πλησιάζει τα 31 του.
Ο Σαβανιέ πανηγυρίζει ένα γκολ του με τη φανέλα της Γαλλίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο. Πίσω του ένα ακόμα καμάρι της κοινότητας των τσιγγάνων, ο Αντρέ-Πιερ Ζινιάκ
Ακόμα και να μην τον δούμε με τη φανέλα της εθνικής όμως, ακόμα κι αν δεν καταφέρει να αγωνιστεί ποτέ σε ευρωπαική διοργάνωση, ακόμα κι αν δεν υπάρξει άλλη πρόταση από μεγάλη ομάδα, ο Τεζί Σαβανιέ ξέρει ότι το σαββατοκύριακο θα φορέσει τη φανέλα της ομάδας που υποστηρίζει από 8 χρονών, θα παίξει μπροστά στα αγαπημένα του πρόσωπα και στο τέλος του αγώνα θα επιστρέψει στη γειτονιά του, θα παίξει πετάνκ με τους φίλους του και όποιος χάσει θα πάει στο κρεοπωλείο για να αγοράσει τα απαραίτητα κρέατα για το μπάρμπεκιου, το οποίο θα συνοδευτεί φυσικά με μουσικές από αυτές που σου υπενθυμίζουν ότι κάποιες φορές, έστω και για λίγο, η ζωή είναι ωραία. “Κάθε φορά που γυρνάω εδώ νιώθω ευτυχισμένος. Έρχονται τα πιτσιρίκια και με ρωτάνε πώς ήταν το τάδε γήπεδο, πώς είναι να παίζεις αντίπαλος με τον τάδε παίκτη. Έρχονται οι ηλικιωμένοι και μου ζητάνε να βγούμε φωτογραφία μπροστά από το γκράφιτι. Πώς γίνεται να μη νιώθεις χαρούμενος και περήφανος με όλα αυτά;”