Το καλοκαίρι του 2017 όλα κυλούσαν ιδανικά στην Κολωνία, εκεί στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Η ιστορική τοπική ομάδα, με σήμα το κριάρι, ολοκλήρωνε για τα καλά την επιστροφή της στις υψηλές θέσεις της Μπουντεσλίγκα. Ένας σύλλογος με δύο πρωταθλήματα Γερμανίας, το τελευταίο το μακρινό 1978, και τέσσερα κύπελλα που πέρασε τα προηγούμενα χρόνια δύσκολες στιγμές, τερμάτιζε στην 5η θέση. Για πολλά χρόνια ήταν ένας από τους πιο σταθερούς συλλόγους στα πλαίσια της Α’ εθνικής της Γερμανίας, αλλά έγινε ομάδα ασανσέρ που ανεβοκατέβαινε κατηγορίες από το 1998, όταν και υποβιβάστηκε για πρώτη φορά. Την δεκαετία του 2000 υποβιβάστηκε τέσσερις φορές και ανέβηκε άλλες τρεις, ενώ ποτέ δεν κατέλαβε… μονοψήφια θέση, με την καλύτερη να είναι η 10η. Τα πράγματα άλλαξαν όταν το 2013 ανέλαβε ο Πίτερ Στόγκερ. Η ομάδα έκανε την καλύτερη τετραετία της, καθώς όχι μόνο ανέβηκε, όχι ξεπέρασε την 10η θέση, αλλά κατάφερε επιτέλους να βγει και στην Ευρώπη μετά από 25 ολόκληρα χρόνια και παράλληλα να φτιάξει τα οικονομικά της.
Τα πράγματα έμοιαζαν ιδανικά τη σεζόν 2017-18, αλλά η προσγείωση ήταν απότομη. Η Κολωνία έχασε κάποιους σημαντικούς παίκτες, η Ευρώπη αποδείχτηκε ένα δεύτερο βαρύ καρπούζι στην ίδια μασχάλη και η πορεία στο πρωτάθλημα ήταν απογοητευτική. Παρά τη στήριξη του κόσμου στον αναμορφωτή Στόγκερ, η διοίκηση τον απέλυσε τον Δεκέμβριο. Αυτό δεν άλλαξε τίποτα και η Κολωνία επέστρεψε και πάλι στη Β’ εθνική. Το ασανσέρ ανέβηκε αμέσως, αλλά δεν κατάφερε να επιστρέψει στις καλές θέσεις. Μια 14η και μια 16η θέση πέρσι (που την έφερε στα μπαράζ σωτηρίας) και η μιζέρια επέστρεψε, μαζί με μια διοίκηση που το έκανε συνήθεια να αλλάζει προπονητές με ευκολία. Κάπως έτσι το περασμένο καλοκαίρι, οι διοικούντες εμπιστεύτηκαν τις τύχες του συλλόγου στα χέρια μιας φοβερής μορφής που ακούει στο όνομα Στέφεν Μπάουμγκαρτ. Λίγους μήνες μετά, η Κολωνία όχι μόνο έχει σωθεί με ευκολία, αλλά βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα και θεωρητικά μπορεί να διεκδικήσει ακόμα και έξοδο στην Ευρώπη. Ποιος όμως είναι ο άνθρωπος που οδηγεί την Κολωνία σε μια τόσο καλή πορεία;
Το 4-1 στο τοπικό ντέρμπι, μπροστά σε ένα φοβερό κοινό, είναι μια από τις μεγαλύτερες στιγμές της σεζόν
Ο Μπάουμγκαρτ γεννήθηκε στο Ροστόκ της Ανατολικής Γερμανίας και όπως έχει δηλώσει σε συνέντευξή του, πέρασε ευχάριστα παιδικά χρόνια, χάρη και στους γονείς του. «Μου άρεσε η ζωή εκεί. Είχα ό,τι χρειαζόμουν. Δεν ένιωθα φυλακισμένος. Βέβαια μετά μάθαμε τι συνέβαινε, αλλά τότε ήμουν μικρός», λέει. Αγαπούσε το ποδόσφαιρο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να κάνει άλλη καριέρα. Ως παίκτης της Διναμό Σβερίν, μια από τις ομάδες της αστυνομίας στην Ανατολική Γερμανία, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του εκεί. Πήγε στα αντίστοιχα ΜΑΤ, αλλά μέσα σε έναν χρόνο κατάλαβε ότι η δουλειά αυτή δεν ήταν για τον ίδιο. Άλλαξε εντελώς κατεύθυνση και άρχισε να σπουδάζει για να γίνει μηχανικός αυτοκίνητων. Το ποδόσφαιρο όμως δεν το άφηνε.
Το περίεργο είναι ότι όπως λέει ο ίδιος δεν είχε όνειρο να παίξει στην Μπουντεσλίγκα. Το όνειρό του ήταν να γίνει προπονητής, αυτό τον τραβούσε περισσότερο. Το ταλέντο του όμως μεγαλύτερο. Ξεκίνησε ως τερματοφύλακας, όπως κι ο πατέρας του, αλλά όταν οι… ειδικοί έκριναν από τους καρπούς του ότι θα μείνει στο 1.60 (!!) τον μετέθεσαν σε άλλη θέση και έγινε επιθετικός. Τελικά, ο Στέφεν έφτασε το 1.78. Η αλλαγή του έκανε καλό πάντως. Ο Μπάουμγκαρτ έκανε μια αρκετά καλή καριέρα, παίζοντας ως τα 37 τους και σκοράροντας αρκετά γκολ με τη φανέλα, μεταξύ άλλων, της Χάνσα Ρόστοκ, της Κότμπους, της Ουνιόν Βερολίνου και της Βόλφσμπουργκ (μεταξύ αυτών και ένα στον Όλιβερ Καν). Αυτό πήγε σχετικά πίσω την προπονητική του καριέρα. Ούτε τον βοήθησε ιδιαίτερα οικονομικά, καθώς χρειάστηκε να τον στηρίξει ένας φίλος, ιδιοκτήτης γνωστής εταιρείας ρούχων, ώστε να μπορέσει να πάει σε προπονητική σχολή και να πάρει το δίπλωμά του.
Τον βρίσκεις παντού στην πόλη
Ο Στέφεν βρήκε αμέσως σχεδόν δουλειά, λίγο αφότου κρέμασε τα παπούτσια του, στο Μαγδεμβούργο, την άνοιξη του 2009. Ως πρώην παίκτης της ομάδας, οι άνθρωποι τον εμπιστεύτηκαν. Ο Μπάουμγκαρτ κατέκτησε μεν το τοπικό κύπελλο, αλλά δεν κατάφερε να ανεβάσει την ομάδα στη Γ’ εθνική και μετά από έναν χρόνο έφυγε. Η καριέρα του δεν εκτοξεύτηκε. Βοηθός προπονητή στη Χάνσα Ρόστοκ (σε κακή περίοδο για τον σύλλογο), προπονητής σε μια τοπική ομάδα του Βερολίνου (χωρίς να τη σώσει από υποβιβασμό) και στη συνέχεια στην Μπερλίνερ, χάνοντας μια άνοδο στις μικρές κατηγορίες οριακά. Σίγουρα όχι κάποιο βιογραφικό που θαμπώνει. Το αντίθετο μάλλον, ψιλοαποτυχημένα περάσματα.
Την άνοιξη του 2017, τη στιγμή που η Κολωνία όδευε προς την έξοδο στην Ευρώπη, ο Μπάουμγκαρτ γινόταν προπονητής στη γειτονική Πάντερμπορν της Γ’ εθνικής. Ο στόχος του να σώσει την ομάδα από τον υποβιβασμό στα τοπικά της Δ’ εθνικής. Κάνει φοβερή προσπάθεια, συγκεντρώνει έντεκα βαθμούς στα τελευταία πέντε ματς, αλλά δεν τα καταφέρνει για μια ακόμα φορά. Η Πάντερμπορν υποβιβάζεται. Ο Στέφεν όμως ανανεώνει και ξαναπαίζει στη Γ’ εθνική, καθώς η Μόναχο 1860 δεν κερδίζει το δικαίωμα συμμετοχής στην κατηγορία και η Πάντερμπορν παίρνει τη θέση της. Αυτή η μικρή λεπτομέρεια κάνει τελικά όλη τη διαφορά στην καριέρα του. Ο Μπάουμγκαρτ κάνει προετοιμασία κανονικά, έχει τον χρόνο να δουλέψει και την επόμενη σεζόν η ομάδα όχι απλά σώζεται, αλλά κατακτά τη 2η θέση και ανεβαίνει (απρόσμενα μάλλον) στη Μπουντεσλίγκα 2. Το θαύμα όμως δεν σταματά εκεί, μάλλον γίνεται μεγαλύτερο. Η νεοφώτιστη Πάντερμπορν βγαίνει 2η και στη Β’ εθνική και κατορθώνει να επιστρέψει στην Μπουντεσλίγκα. Δυο συνεχείς άνοδοι σε δυο χρόνια και ο Μπάουμγκαρντ μπαίνει στον ποδοσφαιρικό χάρτη της Γερμανίας.
Στον πάγκο της Πάντερμπορν
Ο Μπάουμγκαρτ προσπαθεί να παίζει επιθετικά, προτιμά τα ματς ροντέο από το προσεκτικό ποδόσφαιρο. Live by the sword, die by the sword. Φοράει το καπελάκι του (το οποίο λέει ότι το κάνει γιατί του πάει επειδή το μαλλί του είναι χάλια και δεν θέλει να βάζει τζελ και ποιοι είμαστε εμείς να πούμε το αντίθετο) και κουνιέται ασταμάτητα στη γραμμή. Φωνάζει, σφυρίζει, χειρονομεί, τρέχει. Το 2021 πήρε το βραβείο της καλύτερης ατάκας στο γερμανικό ποδόσφαιρο (κερδίζοντας μεταξύ άλλων τους Γκορέτσκα, Χρούμπες και Νάγκελσμαν) για τη φράση «Το ματς δεν λήγει μέχρι να σφυρίξει ο διαιτητής και εγώ να σταματήσω να φωνάζω». Προτιμά την κατοχή από τις αντεπιθέσεις, όταν αυτό είναι εφικτό και τη νίκη μέσα από τα γκολ και όχι το μηδέν παθητικό. Το υπέροχο ταξίδι στην Πάντερμπορν έληξε με τον υποβιβασμό της ομάδας την επόμενη σεζόν. H ομάδα επέστρεψε στην Μπουντεσλίγκα 2, αλλά δεν κατάφερε κάτι καλύτερο από την 9η θέση. Ο κύκλος του Μπάουμγκαρτ έκλεισε, αλλά το κεφάλι του δεν έμεινε ασκεπές για πολύ καιρό.
Άφησε τα καπέλα μπέιζμπολ που φορούσε στην Πάντερμπρον και ξεκίνησε να φοράει την τραγιάσκα των Peaky Blinders στη γειτονική Κολωνία (λιγότερο από 200 χιλιόμετρα μακριά) που τον έκλεισε για κόουτς πριν γνωρίζει αν θα σωθεί πέρσι. Όταν ζήτησε τη φανέλα του Νόιερ μετά από το ματς με την Μπάγερν (γιατί του το ζήτησε η κόρη του), ο Γερμανός τερματοφύλακας ζήτησε σε αντάλλαγμα το καπέλο του. Ο Μπάουμγκαρτ το έδωσε και το αντικατέστησε με ένα ακόμα, σε συνδυασμό με το αμάνικο με το t-shirt που φοράει, ακόμα και όταν το κρύο τσιμπάει αρκετά (φέρνοντας μνήμες Νίκου Αλέφαντου). Ο Μπάουμγκαρτ είναι μια συνεχής πηγή ενέργειας στη γραμμή, αλλά και όχι μόνο. Όταν βρέθηκε σε καραντίνα λόγω COVID και δεν μπόρεσε να κοουτσάρει από κοντά, έγινε viral το βίντεο που τον έδειχνε στο σπίτι του να κάνει τα ίδια (και χειρότερα) φωνάζοντας στην τηλεόραση, φωνάζοντας στο κινητό (για να δώσει οδηγίες) και έχοντας ως βοηθό προπονητή τον σκύλο του:
«Θέλω να φωνάξω σε κάποιον γιατί φωνάζω σε όλους εδώ πέρα»
«Είμαι οπαδός της ομάδας, έτσι είμαι. Ήταν τα παλικάρια μου, τα αγόρια μου στον αγωνιστικό χώρο και εγώ δεν μπορούσα να είμαι εκεί», είπε όταν το βίντεο έγινε γνωστό. Ο Γερμανός κόουτς δεν είναι σόουμαν, δεν το κάνει για τη δημοσιότητα, ούτε για να λαϊκίσει με τους οπαδούς. Το κάνει γιατί αυτός είναι γιατί, όπως λέει, δεν μπορεί να κοουτσάρει με άλλον τρόπο. Θα ήταν άδικο όμως να σταθούμε μόνο στα φολκλορικά, τις φωνές και όλα αυτά και να μην πούμε για το έργο που κάνει. Σε μια Κολωνία με πέντε αλλαγές προπονητή τα τελευταία πέντε χρόνια που γλίτωσε τον υποβιβασμό στα μπαράζ, ο Στέφεν έχει κάνει αγωνιστικά θαύματα. Έχει αναστήσει ποδοσφαιρικά το αγαπημένο παιδί της εξέδρας, τον Γάλλο Μοντέστ, που στα 33 του είναι από τους πρώτους σκόρερ στο πρωτάθλημα, ενώ μέχρι πρόσφατα είχε ξεχάσει τι σημαίνει γκολ και το ίδιο έχει κάνει και με άλλους παίκτες που πέρσι δεν βλέπονταν. Έχει δώσει αρχές και μαχητικότητα στην ομάδα και το έχει καταφέρει χωρίς ο σύλλογος να ξοδεύει χρήματα για μεταγραφές. Προσεγγίζει διαφορετικά τους παίκτες, μπορεί να φωνάξει, να κάνει έντονες παρατηρήσεις, αλλά στο τέλος της ημέρας τους βλέπει σαν παιδιά του, σαν φίλους και συζητά μαζί τους για την προσωπική τους ζωή, για τα προβλήματά τους, αλλά και για γενικότερα θέματα, καθώς (όπως και άλλοι Γερμανοί προπονητές) έχει και ανησυχίες πέρα από το ποδόσφαιρο.
Όταν η Κολωνία έπαιξε στο Emirates σαν να ήταν γηπεδούχος
Η Κολωνία είναι ξανά ομάδα. Το λένε και οι άνθρωποι του συλλόγου. «Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σε πρόσωπα και να αφήνουμε το πόδι από το γκάζι. Πρέπει να είμαστε όλοι αφοσιωμένοι σε κάθε παιχνίδι. Η Κολωνία είναι πολύ συναισθηματικός σύλλογος και αυτό το στιλ του παιχνιδιού μας ταιριάζει», λέει ο Τόμας Κέσλερ. «Συνηθίζαμε να παρκάρουμε το πούλμαν μπροστά από την εστία, αλλά τώρα έχουμε βγάλει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό μας. Έχουμε ανεβάσει τις γραμμές μας 20-30 μέτρα και μας αρέσει να παίρνουμε πρωτοβουλίες και όχι να περιμένουμε. Αυτό έχει ρίσκο, αλλά είναι διασκεδαστικό», συμπληρώνει ο Τίμο Χούμπερς. Η ομάδα το διασκεδάζει χάσει-κερδίσει, ο κόσμος το απολαμβάνει και βαθιά μέσα του ονειρεύεται πάλι μια έξοδο στην Ευρώπη και μια εκδρομή όπως στο Λονδίνο πριν λίγα χρόνια.
Ροζ μονόκερος, ξανθιά περούκα, γυαλί ηλίου και μπύρα στο χέρι.
Όχι ο πιο συνηθισμένος προπονητής ποδοσφαίρου.
Στα 49 του, ο Μπάουμγκαρτ δεν είναι απλά μια καλτ φυσιογνωμία που οι οπαδοί λατρεύουν και αγοράζουν καπέλα για να τα φοράνε στην εξέδρα. Είναι πλέον ένας από τους (πολλούς) καλούς προπονητές στην Μπουντεσλίγκα. Έχει γίνει ένα με την πόλη (αρκετά διαφορετική κουλτούρα από αυτή της Ανατολικής Γερμανίας στην οποία μεγάλωσε), εμφανίστηκε στο καρναβάλι της πόλης και στο προπονητικό κέντρο ντυμένος ως ροζ μονόκερος, ενώ αντίθετα η δική του αμφίεση ήταν από τις πιο δημοφιλείς (τραγιάσκα-κοντομάνικο). Οι παίκτες τον αγαπούν, τον θεωρούν ειλικρινή και ανοιχτό, η ομάδα μάχεται μέχρι το τέλος (δεν μπορεί κι αλλιώς με τον τύπο να φωνάζει μέσα στα αυτιά τους μέχρι το 90′). Τα πράγματα δείχνουν να πηγαίνουν υπέροχα, αλλά μιλάμε για μια μεσαία ομάδα της χώρας, με μια διοίκηση χωρίς μεγάλη υπομονή. Και για ένα στιλ ποδοσφαίρου που μπορεί συχνά να μην φέρνει επιθυμητά αποτελέσματα αν προκύψουν τραυματισμοί, καθώς το πλάνο της άμυνας συνήθως είναι ευκολότερο όταν το ρόστερ δεν είναι και το καλύτερο. Ο Μπάουμγκαρτ δεν φαίνεται να ασχολείται με αυτά πάντως. Όσο τον θέλουν θα βρίσκεται εκεί, μέχρι να κλείσει ο κύκλος του, όπως στην Πάντερμπορν, και να ταξιδέψει για αλλού.