Σφύριγμα. Ο διαιτητής καταλογίζει το φάουλ. Η μπάλα στήνεται μερικά μέτρα έξω από την περιοχή. Ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς παίρνει μερικά μέτρα φόρα. Ο τερματοφύλακας προσπαθεί να στήσει σωστά το τείχος του. Όταν οι οδηγίες τελειώνουν, όλοι οι παίκτες που στέκονται σ’αυτό γυρνάνε ξαφνικά πλάτη στον εκτελεστή και κοιτάνε προς το τέρμα. Κάποιος αδαής στην κερκίδα απορεί: “Μα καλά, γιατί κοιτάνε την εστία;” Η απάντηση έρχεται γρήγορα από κάποιον διπλανό του: “Για να μη χάσουν το γκολ”.
Αυτό το ανέκδοτο, σε όλες τις παραλλαγές του, γνώρισε τρομερή άνθηση τη δεκαετία του 90′ αλλά και στις αρχές των 00s στην Ιταλία. Στα 20 χρόνια που κράτησε η καριέρα του ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς κέρδισε τίτλους και στη Γιουγκοσλαβία και στην Ιταλία, έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης και του κόσμου, έπαιξε σε Μουντιάλ και Euro και έκανε αμέτρητες κούρσες συνήθως στην αριστερή πλευρά του γηπέδου, αλλά το χαρακτηριστικό με το οποίο τον έχει συνδυάσει όλος ο κόσμος είναι οι εκτελέσεις φάουλ. Και όχι άδικα.
“Έπαιζα ποδόσφαιρο για τα φάουλ” είχε εξομολογηθεί ο ίδιος πριν από λίγα χρόνια. “Δεν τρελαινόμουν τόσο για το ποδόσφαιρο, τα φάουλ όμως ήταν απίστευτα. Πήγαινα στις προπονήσεις κυρίως για να βαράω φάουλ. Αν δεν υπήρχαν αυτά, ίσως να έκανα κάτι άλλο στη ζωή μου”. Για να καταλάβει κάποιος την τρέλα του Σέρβου για τις στημένες φάσεις εκτός περιοχής θα πρέπει να δει τις εκτελέσεις του, τον διαφορετικό τρόπο χτυπήματος, την περίεργη πορεία που έπαιρνε συνήθως η μπάλα, τη στάση του σώματος του. “Μια φορά είχαν έρθει στην προπόνηση φυσικοί απ’το Πανεπιστήμιο Βελιγραδίου, προσπαθώντας να καταλάβουν πως η μπάλα πάει τόσο ψηλά και μετά ξαφνικά κατεβαίνει απότομα και ανεξέλεγκτα. Το μόνο που κατάφεραν να μετρήσουν ήταν η ταχύτητα. Το πιο δυνατό χτύπημα μου έφτανε τα 165 χλμ/ω. Με τα υπόλοιπα δεν έβγαλαν άκρη.”
Ο Μιχαΐλοβιτς δούλεψε πάνω στα φάουλ του άπειρες ώρες κι αυτά αποδείχτηκαν το σημαντικότερο όπλο του. Με ένα τέτοιο άνοιξε το σκορ στον ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1991 απέναντι στη Μπάγερν (τη χρονιά που κέρδισε τον τίτλο ο Ερυθρός Αστέρας), με τρία τέτοια σε ένα παιχνίδι Λάτσιο-Σαμπντόρια έγραψε το όνομα του στην πολύ μικρή λίστα των ανθρώπων που έχουν κάνει χατ τρικ με εκτελέσεις φάουλ, με 28 τέτοια βρέθηκε στην κορυφή της σχετικής λίστας του Καμπιονάτο, παρέα με έναν άλλο σπεσιαλίστα, τον Αντρέα Πίρλο. Είναι κοινά αποδεκτό πλέον πως οποιοδήποτε Top-10 εκτελεστών δεν περιλαμβάνει μέσα το τρομερό αριστερό πόδι του Σέρβου, είναι ανάξιο σχολιασμού και αναφοράς.
“Μπορούσα να τα εκτελώ με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά αλλά πάντα είχα τον ίδιο βηματισμό πριν την εκτέλεση. Κοιτούσα τον τερματοφύλακα μόνο όταν έφτανα στο τελευταίο βήμα. Αν έκανε μια μικρή κίνηση, τότε σημάδευα την πλευρά του. Αν έμενε ακίνητος, τότε την έστελνα πάνω από το τείχος”. Η τελειοποίηση της μεθόδου του είναι τέτοια που ακόμα και σήμερα, μια και πλέον δεκαετία μετά την απόσυρση του από την ενεργό δράση, ο Μιχαΐλοβιτς εξακολουθεί να εκπλήσσει τους γύρω του όταν δοκιμάζει το πόδι του στην προπόνηση.
Ένα σχετικό βίντεο από μια προπόνηση της Τορίνο είχε γίνει viral το 2017 ενώ δεν έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τη μέρα που δυο παίκτες του στη Σαμπντόρια τον προκάλεσαν μετά το τέλος μιας προπόνησης. Το στοίχημα ορίστηκε στα 50 ευρώ ο καθένας και οι τρεις τους εκτέλεσαν από δυο φάουλ και, όπως πιθανόν φαντάζεστε, αυτός που τσέπωσε τα λεφτά στο τέλος ήταν ο Σέρβος προπονητής.
Τα χτυπήματα φάουλ δεν ήταν όμως το μόνο χαρακτηριστικό στοιχείο του παιχνιδιού του. Ο Μιχαΐλοβιτς ήταν από τους παίκτες που δεν κατανόησε ποτέ πλήρως την έννοια του Fair-play. Στο βιογραφικό του υπάρχουν τόσα αμφιλεγόμενα περιστατικά που για να τα καταγράψει και να τα αναλύσει διεξοδικά κάποιος χρειάζεται ώρες. Από τον ιστορικό, επεισοδιακό τελικό του Κυπέλλου μεταξύ Αστέρα και Χάιντουκ που διεξήχθη τις πρώτες μέρες του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας, όταν ο Μιχαΐλοβιτς τα έβαλε με τον Κροάτη Ίγκορ Στίματς και στο τέλος αποβλήθηκε (“Ήρθε δίπλα μου και μου είπε πως εύχεται οι δικοί του να σκοτώσουν όλη την οικογένεια μου” δήλωσε αργότερα ο Σέρβος), μέχρι τα φτυσίματα στον Γέρεμις στο Μουντιάλ του 1998 και στον Μούτου στο Τσάμπιονς Λιγκ του 2003 και από τις διάφορες εριστικές δηλώσεις του ως προπονητής μέχρι τη φιλία του με τον Αρκάν (τον γνωστό Σέρβο διοικητή παραστρατιωτικής μονάδας στους Γιουγκοσλαβικούς πολέμους που, σύμφωνα με τον Μιχαΐλοβιτς, έσωσε τον Κροάτη θείο του όταν το σπίτι τους καταστράφηκε στους πρώτους μήνες του εμφυλίου), ο Σέρβος βρισκόταν και συνεχίζει να βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο της προσοχής, και όχι πάντα για καλούς λόγους.
Το αντιαθλητικό του παιχνίδι, που συνήθως συνοδευόταν με διάφορες εισερχόμενες και εξερχόμενες προσβολές (σύμφωνα με τον Μιχαΐλοβιτς αρκετές από τις βίαιες αντιδράσεις του οφειλόταν στο ότι πολλοί τον αποκαλούσαν “βρωμιάρη τσιγγάνο” λόγω της καταγωγής του), του χάρισε κάμποσες κόκκινες κάρτες, αρκετές αγωνιστικές εξτρά τιμωρίας και δεκάδες λεκτικές επιθέσεις από αντιπάλους, δημοσιογράφους και οπαδούς. Όσοι τον ξέρουν πάντως επιμένουν πως εκτός γηπέδου δεν είχε καμία σχέση με αυτό που βλέπαμε εντός των τεσσάρων γραμμών.
“Την ώρα του αγώνα ήταν ικανός να σε φτύσει και να σε βρίσει για να φτάσει στη νίκη” δήλωσε κάποτε ένας παιδικός του φίλος, ο Σίνισα Λάζιτς. “Αλλά έτσι ήταν η κουλτούρα εδώ που μεγαλώσαμε. Ο Σίνισα εντός γηπέδου και ο Σίνισα εκτός γηπέδου είναι δυο τελείως διαφορετικές προσωπικότητες”. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Αθόλ Στιλ, μάνατζερ του Σβεν Γκόραν Έρικσον με τον οποίο ο Σέρβος συνεργάστηκε αρκετές φορές: “Είναι άλλη μια περίπτωση Τζέκιλ και Χάιντ, που μεταμορφώνεται την ώρα του αγώνα. Σαν οικογενειάρχης είναι από τους πιο ευχάριστους και χαλαρούς ανθρώπους που ξέρω”.
Στα 50 του πλέον, ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς απασχολεί ακόμα την επικαιρότητα. Αυτή τη φορά δυστυχώς για έναν μη ποδοσφαιρικό λόγο. Πριν λίγες εβδομάδες σε μια έκτακτη συνέντευξη τύπου στη Μπολόνια ανακοίνωσε ότι διαγνώσθηκε με λευχαιμία. Μετά το πρώτο μούδιασμα όμως (“Πέρασα δυο ολόκληρες μέρες στο δωμάτιο μου κλαίγοντας”), ήρθε η αντεπίθεση, μια κλασική ‘αντίδραση Μιχαΐλοβιτς’, όπως πιθανόν θα σχολίαζαν και όσοι τον θυμούνται να παίζει. “Σέβομαι την ασθένεια αλλά ανυπομονώ να πάω στο νοσοκομείο και να δώσω τη μάχη μου. Και είμαι σίγουρος ότι θα την κερδίσω”.
Δίπλα του εκτός από τους κοντινούς του ανθρώπους στέκονται όλοι οι άνθρωποι της Μπολόνια, στον πάγκο της οποίας βρίσκεται από τα τέλη Γενάρη, όταν και κλήθηκε εσπευσμένα για να σώσει την ομάδα από τον υποβιβασμό, κάτι που κατάφερε. Ο Σέρβος προπονητής είναι τόσο σίγουρος για την έκβαση της μάχης που επέλεξε μάλιστα να παραμείνει στο πόστο του και να είναι αυτός που θα καθοδηγήσει τη Μπολόνια και στη φετινή σεζόν του ιταλικού πρωταθλήματος. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πόσο θα διαρκέσει η θεραπεία του αλλά ευχή όλων είναι να επιστρέψει σύντομα στους πάγκους και να συνεχίσει να παραδίδει μαθήματα εκτέλεσης φάουλ σε προκλητικούς πιτσιρικάδες ποδοσφαιριστές του, που δεν πρόλαβαν την εποχή που οι αμυνόμενοι στο τείχος γυρνούσαν μέτωπο προς την εστία για να μη χάσουν το γκολ.