Το πρωινό της 30ης Ιουνίου 2002 όλος ο πλανήτης προετοιμαζόταν για τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, εκεί που θα κοντράρονταν οι δυο καλύτερες εθνικές ομάδες, η Βραζιλία και η Γερμανία. Πριν φτάσει η ώρα της σέντρας όμως, σε ένα άλλο σημείο της Ασίας διεξαγόταν ένα ακόμα ξεχωριστό παιχνίδι. Στο Μπουτάν περισσότεροι από 15.000 άνθρωποι πήγαν στο γήπεδο για να παρακολουθήσουν έναν αγώνα που έμεινε γνωστός ως «Ο άλλος τελικός».
Η ιδέα είχε πέσει πρώτη φορά στο τραπέζι ένα εξάμηνο πριν. Εμπνευστής της ήταν ο Γιόχαν Κράμερ, ένας Ολλανδός σκηνοθέτης που έψαχνε τρόπους να ξεπεράσει την παταγώδη αποτυχία της εθνικής της χώρας του να προκριθεί στο Μουντιάλ. Δεν θα είχε ενδιαφέρον αν τη μέρα που θα παίξουν οι δυο καλύτερες ομάδες του κόσμου γίνει και ένα παιχνίδι ανάμεσα στις δυο χειρότερες;
Η εταιρεία του Κράμερ έκανε τις απαραίτητες επαφές και προσφέρθηκε να φτιάξει ένα ντοκιμαντέρ βασισμένο στο παιχνίδι. Το Μπουτάν και το Μοντσεράτ, οι δυο ομάδες που βρίσκονταν στον πάτο της λίστας της FIFA εκείνη την εποχή, δέχτηκαν να πάρουν μέρος για τους δικούς της λόγους η κάθε μια. O αγώνας ορίστηκε να γίνει στην πρωτεύουσα του Μπουτάν το πρωί της ημέρας του τελικού του Μουντιάλ. Περιέργως η FIFA το αντιμετώπισε με τη δέουσα σοβαρότητα και όρισε ως διαιτητή τον Άγγλο Στιβ Μπένετ.
“Σκέφτηκα ότι ένα ντοκιμαντέρ για τους «χαμένους» θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον” λέει ο Κράμερ. “Πάντα μου άρεσαν οι ιστορίες των αουτσάιντερ στο ποδόσφαιρο. Πίστευα ότι το Μπουτάν και το Μοντσεράτ ήταν ένας τόσο ασυνήθιστος συνδυασμός δύο χωρών που δεν έχουν τίποτα κοινό. Πόσο ωραία θα ήταν αν έπαιζαν ο ένας εναντίον του άλλου;”
Η φιλοξενούμενη ομάδα από το μικρό νησί της Καραϊβικής έφτασε στη νότια Ασία μετά από ένα ατέλειωτο ταξίδι με εφτά στάσεις σε διαφορετικές χώρες. Το κλίμα ήταν πανηγυρικό καθ’όλη τη διάρκεια της μέρας και οι ντόπιοι σε κάθε ευκαιρία επευφημούσαν και τους παίκτες των αντιπάλων που εκτός από πιο αδύναμοι ήταν και εμφανώς επηρεασμένοι από τις ιδιαίτερες συνθήκες. Το να παίξεις μπάλα σε υψόμετρο 2.400 μέτρων δεν είναι καθόλου εύκολο, ειδικά όταν προέρχεσαι από ένα νησί στην άλλη άκρη της γης. Το Μπουτάν επικράτησε με 4-0, οι δυο ομάδες το γιόρτασαν μαζί με τον κόσμο μετά το τέλος του αγώνα και στη συνέχεια παρακολούθησαν παρέα την παράσταση του Ρονάλντο και του Ριβάλντο στον τελικό της Ιαπωνίας.
Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε την επόμενη χρονιά και απέσπασε θετικότατες κριτικές. Σύμφωνα με τον Κράμερ: “Νομίζω ότι άρεσε και σε πολλούς ανθρώπους που δεν τους αρέσει το ποδόσφαιρο γιατί είναι περισσότερο μια ανθρώπινη ιστορία παρά μια ιστορία για τη μπάλα. Προσωπικά θαυμάζω και τις δυο ομάδες. Την προσπάθεια που καταβάλουν για να ξεπεράσουν όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Αυτή είναι η ομορφιά του ποδοσφαίρου. Συνδέει τους πάντες. Είναι μια παγκόσμια γλώσσα. Για μένα, είναι το πιο όμορφο παιχνίδι που έχω δει ποτέ”.
Ας έρθουμε όμως στο σήμερα. Αυτές τις μέρες θα διεξαχθούν στα πλαίσια του Nations League μερικά παιχνίδια ανάμεσα σε μερικές από τις καλύτερες ομάδες του κόσμου, βάσει της κατάταξης της FIFA πάντα. Η Γαλλία θα υποδεχθεί πρώτα την Ιταλία και μετά το Βέλγιο ενώ η Ολλανδία θα παίξει με τη Γερμανία. Σε κάποιο άλλο σημείο της Ευρώπης όμως θα γίνει ένα διαφορετικού είδους παιχνίδι που έχει κερδίσει την προσοχή μας. Ένας αγώνας ανάμεσα στις δυο χειρότερες ομάδες της ηπείρου και δυο από τις χειρότερες του πλανήτη.
Όποιος διαβάζει Σομπρέρο από παλιά, είναι σίγουρα ενήμερος για τη μεγάλη και φιλότιμη προσπάθεια που κάνει το Σαν Μαρίνο να κερδίσει επιτέλους ένα παιχνίδι. Από το 1990, όταν και έπαιξε για πρώτη φορά, ο απολογισμός του είναι 195 ήττες, 9 ισοπαλίες και μια νίκη ενώ οι μετρητές των γκολ λένε 33 υπέρ και 824 κατά. Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του βρίσκεται στην τελευταία θέση στην κατάταξη της Ευρώπης και σε μια από τις τελευταίες στην αντίστοιχη του κόσμου. Αυτή τη στιγμή είναι στη θέση 210 σε μια λίστα που περιλαμβάνει… * τσεκάρει τις σημειώσεις του * …210 ομάδες.
Πώς γίνεται μια ομάδα να έχει τόσο αρνητικό ισοζύγιο; Η απάντηση είναι απλή. Το Σαν Μαρίνο είναι μικρό σαν χώρα. Πολύ μικρό. Για την ακρίβεια είναι ένα περίκλειστο μικροκράτος που περιβάλλεται από την Ιταλία με πληθυσμό 33.000 κατοίκους, έχει δηλαδή περίπου το μέγεθος της Πτολεμαΐδας. Είναι τόσο μικρό που μερικά χρόνια πριν και για αρκετούς μήνες σε όλη τη χώρα υπήρχε μόνο ένας κρατούμενος. Συνολικά. Ένας τύπος που είχε μια ολόκληρη φυλακή δική του και όταν ήθελε να φάει έκανε παραγγελία από κοντινό εστιατόριο γιατί δεν άξιζε να πληρώνει το κράτος μάγειρα μόνο γι’αυτόν.
Το γκρουπ των φανατικών οπαδών της ομάδας έχει το φανταστικό όνομα «Η ταξιαρχία που δεν χαίρεται ποτέ»
Σε μια τέτοια χώρα η δεξαμενή παικτών είναι περιορισμένη. Για να το κάνουμε πιο συγκεκριμένο, βάσει της ηλικιακής κατανομής του πληθυσμού στο Σαν Μαρίνο ζουν βαριά-βαριά 3.500-4.000 άντρες σε ηλικία κατάλληλη για ποδόσφαιρο. Ένα αξιοθαύμαστο ποσοστό εξ αυτών παίζουν μπάλα, καθώς το τοπικό πρωτάθλημα περιλαμβάνει 16 ομάδες. Όπως και να το δεις όμως, οι επιλογές είναι ελάχιστες και το επίπεδο αναπόφευκτα πολύ χαμηλό. Γι’αυτό και η πλειοψηφία των παικτών της εθνικής ομάδας παραμένουν ερασιτέχνες ή ημι-επαγγελματίες, που συνδυάζουν το παιχνίδι με την κανονική τους δουλειά. Τα τελευταία χρόνια έχουν συμπεριληφθεί στην αποστολή της εθνικής άνθρωποι που καλύπτουν μια τεράστια γκάμα επαγγελμάτων, από λογιστές και φοιτητές μέχρι σερβιτόροι, σύμβουλοι επιχειρήσεων και δικηγόροι.
Όταν αυτοί οι χομπίστες έρχονται αντιμέτωποι με εθνικές ομάδες που απαρτίζονται από ποδοσφαιριστές που παίζουν στα καλύτερα πρωταθλήματα του κόσμου το αποτέλεσμα δύσκολα μπορεί να είναι κάτι άλλο από μια βαριά ήττα. Η κουβέντα για το αν πρέπει εθνικές τέτοιου επιπέδου να συμμετέχουν στις επίσημες διοργανώσεις έχει γίνει αρκετές φορές στο παρελθόν. Κάποιοι θεωρούν ότι οι αγώνες αυτοί είναι ανούσιοι. Μια εξτρά ταλαιπωρία για το βαρύ πρόγραμμα των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών που κινδυνεύουν να τραυματιστούν σε έναν ματς με προκαθορισμένο νικητή. Ευτυχώς για την ώρα το μεγαλύτερο ποσοστό των φιλάθλων φαίνεται να διαφωνεί με την άποψη αυτή. Τα προκριματικά υπάρχουν γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο. Για να έχουν τη δυνατότητα να αγωνιστούν όλοι, να ξεχωρίσουν οι καλές από τις αδύναμες ομάδες και οι καλύτεροι να κερδίσουν τη συμμετοχή τους στα τελικά της διοργάνωσης, εκεί που φυσιολογικά δεν πρόκειται ποτέ να συναντήσεις έναν αντίπαλο τόσο χαμηλής δυναμικότητας. Οι υποστηρικτές αυτής της πλευράς επισημαίνουν επίσης πως το τελευταίο πρόβλημα στο βεβαρημένο πρόγραμμα των πρωτοκλασάτων παικτών είναι δυο αγώνες κάθε μερικά χρόνια με κάποιους ενθουσιώδεις ερασιτέχνες που απλά έτυχε να γεννηθούν σε μια μικροσκοπική χώρα και στηρίζουν το δικαίωμα των πιο μικρών να ζήσουν το όνειρο τους, ακόμα κι αν αυτό περιλαμβάνει κάποιες μεγάλες ήττες και απειροελάχιστες χαρές.
Οι παίκτες του Σαν Μαρίνο σε προπόνηση στο Γουέμπλεϊ
Στο ποδόσφαιρο όμως, όπως και στη ζωή, όλα είναι σχετικά. Οι άνθρωποι της ομάδας του Σαν Μαρίνο απολαμβάνουν στο έπακρο αυτή την εμπειρία και αντιλαμβάνονται διαφορετικά τον όρο «επιτυχία». Μια ισοπαλία, ένα γκολ ή ακόμα και μια ανταγωνιστική εμφάνιση απέναντι σε έναν δυνατό αντίπαλο αποτελούν λόγους για να χαρούν ή και να πανηγυρίσουν. Σε αυτά τα 34 χρόνια αυτές οι στιγμές δεν είναι πολλές αλλά αυτό δεν μοιάζει να πτοεί κανέναν τους. Κάθε γκολ πανηγυρίζεται με τον τρόπο του Ινζάγκι: Έξαλλα, με χειρονομίες και κραυγές, σαν να είναι γκολ που κρίνει τελικό Μουντιάλ. Κάθε ισοπαλία είναι θρίαμβος. Κάθε εμφάνιση σε κάποιο εμβληματικό γήπεδο της Ευρώπης απέναντι σε παίκτες-φίρμες που βλέπουν στην τηλεόραση κάθε εβδομάδα είναι μια αξέχαστη εμπειρία ζωής.
Όταν το 2020 η ομάδα απέσπασε δυο σερί ισοπαλίες με 0-0 σε επίσημα παιχνίδια στο Nations League ο αμυντικός Ντάντε Ρόσι δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα του μπροστά στην κάμερα: “Είπα ότι δεν θα κλάψω αλλά δεν τα κατάφερα. Για μένα αυτό μοιάζει σαν όνειρο. Θέλω να το αφιερώσω σε όλη τη χώρα. Δεν είμαστε μεγάλη χώρα αλλά έχουμε μεγάλη καρδιά.” Σε μια άλλη περίπτωση, ο υπάλληλος σε κατάστημα υπολογιστών Νταβίντε Γκουαλτιέρι μνημονεύεται ακόμα και σήμερα για ένα γκολ που πέτυχε σε μια βαριά ήττα το 1993!
Ήταν το τελευταίο ματς των προκριματικών του Μουντιάλ και το Σαν Μαρίνο υποδεχόταν την Αγγλία που ήθελε νίκη με 7 γκολ και συνδυασμό αποτελεσμάτων για να πάει στο Παγκόσμιο Κύπελλο στις ΗΠΑ. Οχτώ δευτερόλεπτα μετά την πρώτη σέντρα οι γηπεδούχοι εκμεταλλεύτηκαν μια λάθος πάσα στην άμυνα και άνοιξαν το σκορ. Για πολλά χρόνια αυτό ήταν το γρηγορότερο γκολ στην ιστορία της διοργάνωσης. Για τον σκόρερ Γκουαλτιέρι, τους συμπαίκτες του και όλη τη χώρα ήταν κάτι πολύ παραπάνω. “Για μια ομάδα σαν εμάς εκείνη η στιγμή ήταν σαν να κερδίσαμε το Μουντιάλ. Με το που σκόραρα ξεκίνησα να τρέχω χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν «Συνέβη πράγματι αυτό;»”. Η Αγγλία φυσικά γύρισε το ματς και επικράτησε εύκολα στο τέλος με 1-7 αλλά αυτή είναι μια λεπτομέρεια που δεν αλλοιώνει καθόλου τη μαγική ανάμνηση των γηπεδούχων.
“Κάθε παιχνίδι είναι πηγή περηφάνειας για εμάς” λέει ο αμυντικός Σιμόνε Μπατσόκι. “Είμαστε ένα απειροελάχιστο μέγεθος, γι’αυτό δεν έχουμε σπουδαίους παίκτες. Κάνουμε θυσίες και παίζουμε με ό,τι έχουμε, δηλαδή καρδιά και πάθος. Δεν είμαστε επαγγελματίες. Είμαστε εργάτες, κανονικοί, συνηθισμένοι άνθρωποι που δουλεύουν όλη μέρα και μετά πηγαίνουν στο στάδιο και παίζουν απέναντι σε παίκτες που πληρώνονται από αυτό που κάνουν.” Όταν το 2014 η ομάδα του απέσπασε μια ισοπαλία απέναντι στην Εσθονία μετά από μια εφιαλτική δεκαετία μόνο με ήττες ο προπονητής Πιεράντζελο Μαντζαρόλι είχε δηλώσει: “Οι άνθρωποι σε άλλες χώρες δεν μπορούν να καταλάβουν πώς νιώθουμε. Για εμάς αυτή είναι μια απίστευτη στιγμή. Είχα να νιώσω ένα τόσο έντονο συναίσθημα από τότε που γεννήθηκε η κόρη μου”.
Τα χρόνια πέρασαν, οι ήρωες του 2004 αποσύρθηκαν και το Σαν Μαρίνο δεν έχει καταφέρει ακόμα να επαναλάβει το κατόρθωμα εκείνο. Τα τελευταία χρόνια τα βήματα προόδου είναι ορατά από όλους. Πέρσι τέτοια εποχή η ομάδα για πρώτη φορά βρήκε δίχτυα σε τέσσερα συνεχόμενα παιχνίδια, εκ των οποίων τα τρία ήταν επίσημα και τα δυο απέναντι στη Δανία και τη Φινλανδία. Ακόμα και τα τελικά αποτελέσματα (ήττες με 1-2 και από τους δυο) ήταν άκρως τιμητικά και ενδεικτικά της βελτίωσης που υπάρχει.
Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σπάσουν την κατάρα οι υπεύθυνοι της τοπικής ομοσπονδίας άρχισαν πρόσφατα να ψάχνουν εναλλακτικές λύσεις εκτός της… υπερεκτιμημένης και ζόρικης Ευρώπης. Το 2022 κουβάλησαν τις Σεϋχέλλες στη Μεσόγειο τεταρτιάτικα για ένα φιλικό το οποίο με κάποιον τρόπο κατάφεραν να το λήξουν 0-0. Όπως λέει όμως μια πανάρχαια σανμαρινέζικη σοφιστεία “Ο επιμένων νικά. Ή έστω δεν χάνει. Ή τουλάχιστον βάζει ένα γκολ. Ή τέλος πάντων παίζει μέχρι κάποια στιγμή να κερδίσει”. Γι’αυτό και οι πανούργοι απόγονοι του Μαρίνου άπλωσαν ξανά στο γραφείο τον παγκόσμιο χάρτη, άνοιξαν από δίπλα την κατάταξη της FIFA και βρήκαν στη θέση 172 μια άλλη βολική ομάδα που ίσως βοηθήσει στο να σπάσει η κατάρα. Την Αγία Λουκία. Μόνο 15 ώρες μακριά. Και στην τελική, γιατί όχι;
Η λύτρωση δεν ήρθε ούτε τότε. Στα δυο ματς με την ομάδα από την Καραϊβική ο απολογισμός ήταν μια ήττα και μια ισοπαλία. Το εξωτικό πείραμα επαναλήφθηκε και φέτος την άνοιξη, με δυο σερί παιχνίδια απέναντι στο νησιωτικό κράτος του Αγίου Χριστόφορου και Νέβις. Μια εθνική που από άποψη πληθυσμού είναι πάνω-κάτω στα ίδια κυβικά με αυτούς, που στο προηγούμενα της παιχνίδια έφαγε πέντε από την ποδοσφαιρομάνα Γουαδελούπη και που στην κορυφή της επίθεσης είχε τον 29χρονο Χάρι Παναγιώτου με μπαμπά από την Κύπρο, μαμά από την Καραϊβική κι ένα μοναδικό βιογραφικό στο οποίο σε απόσταση λίγων σειρών συναντάς το όνομα της Λέστερ και αυτό του Αήττητου Σπάτων! (Δεν κάνουμε πλάκα.) Τζίφος. Πάλι μια ισοπαλία και μια ήττα.
Μια νέα χαραμάδα ελπίδας εμφανίστηκε στη συνέχεια. Η κληρωτίδα του Nations League τους χαμογέλασε και τους έβαλε στον ίδιο όμιλο με το Λίχτενσταϊν. Μια ομάδα εντελώς στα μέτρα τους. Μια ομάδα από μια εξίσου πολύ μικρή χώρα, με πληθυσμό λίγο μεγαλύτερο από τον δικό τους (39.000). Μια ομάδα που βρίσκεται λίγες μόνο θέσεις πάνω τους στην παγκόσμια κατάταξη (θέση 199). Τη μοναδική ομάδα που έχουν κερδίσει. Τη μοναδική ομάδα με την οποία έχουν πάνω από μια ισοπαλία (σε 6 ματς το ρεκόρ τους είναι 1 νίκη, 2 ισοπαλίες, 3 ήττες). Την ομάδα που το 2020 κράτησαν στο μηδέν (0-0 τελικό) κι έτσι έσπασαν ένα ακόμα εφιαλτικό σερί με έξι χρόνια γεμάτα μόνο με ήττες. Μια ομάδα που, αν και παρουσιάζεται κι αυτή ανεβασμένη (έχει δυο ισοπαλίες σε τέσσερα παιχνίδια φέτος, με τη Ρουμανία και τη Λετονία), έχει να κερδίσει αγώνα τέσσερα χρόνια.
Αυτή θα αντιμετωπίσουν στην έδρα τους το βράδυ της Πέμπτης και εκτός έδρας τον Νοέμβριο. «Η μεγάλη στιγμή έφτασε. Το επόμενο διάστημα η εθνική ομάδα έχει την ευκαιρία να διαλύσει αυτό το ταμπού της νίκης που λείπει εδώ και 20 χρόνια. Ελάτε να υποστηρίξετε την ομάδα» έγραψαν προχθές στο κάλεσμα που απηύθυναν στους κατοίκους της περιοχής οι λιγοστοί αλλά πιστοί οργανωμένοι οπαδοί της.
Αν όχι τώρα, πότε;