Ήταν αρκετά μετά τα μεσάνυχτα όταν ένας Ολλανδός δημοσιογράφος άκουσε κάποιον να χτυπάει την πόρτα του δωματίου του ξενοδοχείου. Ο νεαρός ρεπόρτερ που κάλυπτε τα εκτός έδρας ευρωπαϊκά παιχνίδια της Αϊντχόφεν πετάχτηκε έντρομος από το κρεβάτι και πλησίασε διστακτικά την πόρτα. Όταν την άνοιξε, μια έκπληξη τον περίμενε. Μπροστά του στεκόταν ο Ρομάριο, με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, με μια ξανθιά γυναίκα αγκαλιά από τη μια πλευρά και μια μελαχρινή από την άλλη. Και οι δυο του έριχναν τουλάχιστον ένα κεφάλι, σε ύψος. Ο δημοσιογράφος σάστισε. Μέχρι να προλάβει να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, ο Βραζιλιάνος πλησίασε το στόμα του στο αυτί του και του ζήτησε μια μικρή χάρη.
Αποχαιρετώντας το δωμάτιο του για λίγες ώρες ο δημοσιογράφος σκέφτηκε πως ίσως έπρεπε να υπενθυμίσει στον Ρομάριο ότι την επόμενη μέρα, δηλαδή ουσιαστικά σε μερικές ώρες, η ομάδα του έδινε ένα κρίσιμο ευρωπαϊκό ματς. Κατά βάθος όμως ήξερε ότι ο Βραζιλιάνος όχι απλά δεν το είχε λησμονήσει αλλά έκανε ό,τι έκανε εξαιτίας αυτού. “Όταν κοιμάμαι πολύ, δεν σκοράρω. Αυτός είναι και ο λόγος που ξενυχτάω συνέχεια. Η νύχτα ήταν πάντα φίλη μου” θα αποκαλύψει κάποια χρόνια αργότερα.
Ο Ρομάριο ντε Σόουζα Φαρία έφτασε στο Αϊντχόφεν το καλοκαίρι του 1988, όταν ήταν 22 χρονών. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγε από τη Βραζιλία και για να καταλήξει στην Ολλανδία έπαιξε ρόλο κυρίως η τύχη. Οι άνθρωποι της PSV έψαχναν απεγνωσμένα για έναν επιθετικό που να έχει εύκολο γκολ. Ο βασικός τους στόχος ήταν ο Βέλγος Μαρκ Ντεγρέις της Μπριζ. Οι Βέλγοι όμως δεν ήταν διατεθειμένοι να διαπραγματευτούν εκείνες τις ημέρες γιατί ήταν απασχολημένοι προσπαθώντας να κλείσουν έναν στόχο έκπληξη από τη Λ. Αμερική που μόλις είχαν εντοπίσει. Οι Ολλανδοί υποψιάστηκαν ότι κάτι καλό κρυβόταν από πίσω και τελικά ανακάλυψαν, χάρη στον 13χρονο γιο του τεχνικού διευθυντή που παρακολουθούσε φανατικά το ποδοσφαιρικό τουρνουά των Ολυμπιακών Αγώνων της Σεούλ, πως ένας νεαρός Βραζιλιάνος ξεχώριζε. Λίγες εβδομάδες μετά, ο Ρομάριο βρισκόταν σ’ένα αεροπλάνο με προορισμό τη νότια Ολλανδία.
Εκεί κάπου ξεκίνησαν τα προβλήματα. Δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστοι μήνες για να καταλάβουν όλοι στην ομάδα ότι ο Ρομάριο δεν ήταν απ’αυτούς τους ανθρώπους που μεγαλώνουν με το μότο “Δουλειά, δουλειά και ξανά δουλειά”. Ο Βραζιλιάνος μισούσε τις προπονήσεις, το τρέξιμο, το πρωινό ξύπνημα και τις διάφορες εξωγηπεδικές εκδηλώσεις της ομάδας και δεν ήταν διατεθειμένος να θυσιάσει την ξέφρενη ζωή του για χάρη της επαγγελματικής του καριέρας. Ο αστικός θρύλος λέει πως οι προπονήσεις που ολοκλήρωνε με επιτυχία ήταν λιγότερες απ’αυτές που εγκατέλειπε δίχως προειδοποίηση κάπου στη μέση, προφασιζόμενος κάποια ξαφνική ενόχληση ή κάποιον μικροτραυματισμό.
Εκτός γηπέδου τα πράγματα δεν κυλούσαν πολύ καλύτερα. Ο Ρομάριο μισούσε το κλίμα της Ολλανδίας, πονούσε με την έλλειψη παραλίας και ήλιου με τα οποία είχε μεγαλώσει (“Δουλεύω στην Ολλανδία αλλά ζω στη Βραζιλία” δήλωνε και αυτό δεν ήταν υπερβολή, αφού σε κάθε ευκαιρία έπαιρνε το αεροπλάνο για το Ριο, ακόμα κι αν χρειαζόταν να ξοδέψει 24 ώρες στις πτήσεις για να περάσει 12 ώρες όλες κι όλες στην πατρίδα του) αλλά τουλάχιστον εκτιμούσε το ύψος και την κορμοστασιά των ντόπιων γυναικών.
Γνωστός λάτρης της νύχτας και του ‘ωραίου φύλου’, περνούσε τα περισσότερα βράδια του σε κλαμπ και μπαρ από τα οποία δεν έφευγε πριν ξημερώσει, ακόμα κι αν το επόμενο πρωινό υπήρχε προγραμματισμένη προπόνηση. Οι Ολλανδοί είχαν αναθέσει σ’έναν φυσιοθεραπευτή της ομάδας αλλά και σε κάποιους συμπαίκτες του, να περνάνε από το σπίτι του και να τον ξυπνάνε με το ζόρι. Ένας εξ αυτών θυμάται ότι χρειαζόταν να πετάξει πέτρες στο παράθυρο του για να τον κάνει να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ο Ρομάριο κατέβαινε σέρνοντας τα πόδια του, τον έπαιρνε ξανά ο ύπνος στο αμάξι στη διαδρομή και τελικά όταν έφταναν στο προπονητικό κέντρο διαμαρτυρόταν για ζαλάδες. Κάπως έτσι κατέληγε είτε στο κρεβάτι του μασάζ, είτε στην αίθουσα με το μπιλιάρδο.
Όλη αυτή η κατάσταση φυσικά προκαλούσε δυσφορία σε αρκετούς συμπαίκτες του, ειδικά τους πρώτους μήνες της συνύπαρξης τους. Ο Γκους Χίντινκ, ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος προπονητής που ανέλαβε να βρει λύση για το πρόβλημα αυτό, την εποχή μάλιστα που έκανε τα πρώτα του προπονητικά βήματα. Πριν λίγα χρόνια ο Ολλανδός αποκάλυψε το… ειδικό προπονητικό πρόγραμμα που είχε σχεδιάσει για τον ιδιόρρυθμο επιθετικό του: “Με όλα αυτά που έκανε εννοείται πως θύμωνες, ή τουλάχιστον έκανες πως θυμώνεις μπροστά σε όλους. Μετά φώναζες ‘καλώς, Ρομάριο. Σήμερα το απόγευμα έξτρα προπόνηση μόνο για σένα. Θα πάμε στο δάσος για τρέξιμο’. Όταν έφευγαν όλοι, πηγαίναμε μια ωραία βόλτα στο δάσος και μιλούσαμε. Για το ποδόσφαιρο, για τη ζωή, για διάφορα θέματα. Την επόμενη μέρα έλεγα στους παίκτες ‘ναι παιδιά, ο Ρομάριο δούλεψε σκληρά εχθές’. Και η αλήθεια είναι πως είχε δουλέψει. Η συζήτηση είναι κι αυτή μέρος της προπόνησης”.
Όλα αυτά μέχρι που έφτανε η μέρα του αγώνα. Εκεί όλα τα τερτίπια και οι παραξενιές του Βραζιλιάνου ξεχνιόταν μέσα σε μια στιγμή. Τη στιγμή εκείνη που δεχόταν τη μπάλα μέσα στη μεγάλη περιοχή, το δεύτερο πιο αγαπημένο μέρος του στον κόσμο, πίσω μόνο από το κρεβάτι. Ο Ρομάριο ήταν ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς της μεγάλης περιοχής, ο κυνηγός με την πιο τέλεια όσφρηση του γκολ, ο τεχνίτης που αδιαφορούσε για την έλλειψη ελεύθερου χώρου μπροστά από την εστία γιατί μπορούσε να βρει τρόπο να τρυπώσει με τη μπάλα παντού (“Για τον Ρομάριο ένα τετραγωνικό μέτρο είναι όσο ένα στρέμμα” είχε σχολιάσει κάποτε ο Μπόμπι Ρόμπσον). Μπορεί σε κάποιο παιχνίδι να ερχόταν σε επαφή με τη μπάλα απειροελάχιστες φορές, κάνοντας τους αμυντικούς να ξεχάσουν ότι υπάρχει (“Η τακτική μου είναι απλή. Στέκομαι εκεί προσποιούμενος πως είμαι νεκρός”) αλλά μέσα σου ήξερες ότι τη μια φορά που θα χρειαστεί πραγματικά, θα έβρισκε τρόπο να βάλει σωστά το διάσημο ‘μυτάκι’ του και να στείλει τη μπάλα στα δίχτυα. Κι αυτό το ήξεραν όλοι. Αντίπαλοι, οπαδοί, συμπαίκτες, προπονητές και φυσικά ο ίδιος: “Είμαι σαν τα λεφτά. Στο τέλος της ημέρας όλοι τελικά με συμπαθούν”.
“Μπορεί να έκανε ό,τι έκανε στις προπονήσεις αλλά αφού την ώρα του αγώνα έβρισκε τρόπο να κερδίσει το ματς, κανένας δεν είχε παράπονο” θυμάται ένας από τους συμπαίκτες του. Ο ίδιος ο Χίντινκ προσθέτει: “Όταν είσαι νέος προπονητής, έχεις άγχος. Και οι παίκτες το μυρίζονται αυτό. Κάθε φορά που με έβλεπε πως ήμουν πιο νευρικός απ’ότι συνήθως πριν από κάποιο μεγάλο ματς, ερχόταν και μου έλεγε: ‘Μίστερ, χαλάρωσε. Ο Ρομάριο θα σκοράρει και θα κερδίσουμε’. Το απίστευτο είναι ότι 8 στις 10 φορές που το έλεγε αυτό, πράγματι έβαζε γκολ και η ομάδα κέρδιζε”. Μαζί κατέκτησαν το νταμπλ την πρώτη σεζόν του Βραζιλιάνου και ένα κύπελλο Ολλανδίας τη δεύτερη, με τον Ρομάριο να σκοράρει 57 γκολ σε 60 ματς!
Όταν το 1990 ο ανερχόμενος Χίντινκ αποχώρησε και τη θέση του πήρε ο έμπειρος και μπαρουτοκαπνισμένος Ρόμπσον, όλοι πίστεψαν πως ο ‘Κοντούλης’ θα άλλαζε επιτέλους συμπεριφορά. Αυτό που δεν φανταζόταν κανένας ήταν πως ο Ρομάριο τελικά θα άλλαζε τον Ρόμπσον. “Ο Ρομάριο ήταν σπουδαίος παίκτης αλλά όχι για να δουλεύεις μαζί του. Ήταν σαν σπυρί στον κώλο. Δεν ενδιαφερόταν για προπονητική ή πειθαρχία. Ήταν σκέτο, αγνό ταλέντο. Δεν πίστευε ότι χρειάζεται κάτι επιπλέον. Και στην περίπτωση του, είχε δίκαιο! Μαζί του πήρα ένα μάθημα. Δεν μπορείς να αλλάξεις μια λεοπάρδαλη, όσο κι αν προσπαθείς. Πάρε το καλύτερο απ’αυτόν αγαπώντας τον, όχι μπαίνοντας σε διαμάχη μαζί του. Έτσι έμαθα να διαχειρίζομαι κάποιους παίκτες διαφορετικά. Κάποιες φορές έπρεπε να κλείσεις τα μάτια σε κάποια πράγματα στην προπόνηση γιατί αυτός ο τύπος μπορούσε να αλλάξει ένα ματς σε 4 δευτερόλεπτα”.
Ο Ρόμπσον έμεινε στον πάγκο της PSV για δυο σεζόν και μαζί του ο Ρομάριο κέρδισε άλλα δυο πρωταθλήματα, συνεχίζοντας να σκοράρει με την ίδια εκπληκτική άνεση που το έκανε και τα προηγούμενα χρόνια, παρά το γεγονός ότι έχασε μεγάλο μέρος της δεύτερης σεζόν λόγω ενός σοβαρού τραυματισμού: 39 γκολ σε 46 ματς. Όλα αυτά φυσικά χωρίς να αλλάξει τίποτα από την καθημερινότητα του, την οποία ο Ρόμπσον περιέγραψε στην αυτοβιογραφία του: “Για τον Ρομάριο το βράδυ της Παρασκευής ήταν βράδυ για πάρτι, ακόμα κι αν είχαμε αγώνα την άλλη μέρα. Το αλκοόλ δεν ήταν πρόβλημα, καθώς ήταν τύπος που απλά έπινε Κόκα-Κόλα. Αλλά ξενυχτούσε μέχρι τις 4 τουλάχιστον και μετά μπορεί να κοιμόταν όλη μέρα μέχρι τη σέντρα του αγώνα στις 7.30 το απόγευμα. Χόρευε, φλέρταρε, έπιανε κουβέντα με κάποια ντόπια, περνούσε καλά μαζί της και μετά κοιμόταν όλη μέρα για να είναι φρέσκος στο παιχνίδι”.
Σε μερικούς μήνες συμπληρώνονται τρεις δεκαετίες από τη μέρα που ο πιο διάσημος τεμπέλης στην ιστορία του ποδοσφαίρου, πέρασε για πρώτη φορά την πόρτα του γηπέδου της PSV. Στο Αϊντχόφεν κανένας δεν έχει ξεχάσει το πέρασμα του κι ας ακολούθησε λίγα χρόνια μετά την ίδια ακριβώς πορεία ο Ρονάλντο. Με 127 γκολ σε 142 ματς, έξι ολλανδικά τρόπαια στο παλμαρέ του και 3 πρώτες θέσεις στον πίνακα των σκόρερ του πρωταθλήματος, ο Ρομάριο συμπεριλαμβάνεται στους μεγαλύτερους θρύλους της ομάδας, παρ’όλο που έμεινε στην Ολλανδία πέντε χρόνια όλα κι όλα.
Την Κυριακή το απόγευμα η PSV ταξιδεύει στο Άμστερνταμ για να αντιμετωπίσει τον Άγιαξ, στο σπουδαιότερο παιχνίδι της 15ης αγωνιστικής της Eredivisie. Η ομάδα του Φιλίπ Κοκού, που όχι μόνο βρίσκεται στην κορυφή της βαθμολογίας αλλά έχει πάρει και διαφορά ασφαλείας ήδη, φαίνεται να έχει πετύχει διάνα με την επιλογή του Ίρβινγκ Λοσάνο. Ο Μεξικανός επιθετικός, που όπως ακριβώς ο Βραζιλιάνος έκανε μέσω της Αϊντχόφεν το μεγάλο βήμα για την Ευρώπη στα 22 του, μετράει 10 γκολ σε 12 ματς ως τώρα, στατιστικά που επίσης θυμίζουν τα αντίστοιχα του Βραζιλιάνου, που είχε χριστεί πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος από την πρώτη του σεζόν. Το πως θα εξελιχθεί στο μέλλον η καριέρα του κανένας δεν το ξέρει αλλά αν πρέπει να κάνουμε μια πρόβλεψη, παίκτη σαν το Ρομάριο δεν πρόκειται να ξαναδεί το ποδόσφαιρο. Ούτε όμως και προπονητή: “Αν σκοπεύω να γίνω προπονητής στο μέλλον; Αποκλείεται. Δεν θα κατάφερνα ποτέ να τα βγάλω πέρα με κάποιον σαν εμένα”.