Η Χρυσή Μπάλα δόθηκε για πρώτη φορά το 1956. Νικητής τότε ήταν ο Στάνλει Μάθιους που λίγο καιρό μετά την τελετή γιόρτασε τα 42α γενέθλια του. Από τότε μέχρι και σήμερα το βραβείο έχει απονεμηθεί σε παίκτες από 20 διαφορετικές χώρες και 21 ομάδες. Η ποικιλία όμως σταματάει κάπου εδώ. Όταν φτάνουμε στο σκέλος της θέσης στο γήπεδο οι επιλογές είναι μετρημένες. Το 89% των βραβευμένων ήταν ή επιθετικοί ή μεσοεπιθετικοί. Σε αυτά τα 67 χρόνια τη διαφορά έχουν κάνει ένας τερματοφύλακας (ο Λεβ Γιασίν), τρεις αμυντικοί και τρεις μεσοαμυντικοί και μέσοι. Η λάμψη του βραβείου δεν είναι για όλους, ειδικά για τους «παίκτες-εργάτες» και τα «πολυεργαλεία» που δεν πλησιάζουν πολύ την αντίπαλη εστία. Κάποιοι εκλεκτοί καταφέρνουν μια στο τόσο να μπουν στην πρώτη τριάδα αλλά και σε αυτό αποτελούν μειοψηφία μπροστά στους προβεβλημένους μεσοεπιθετικούς.
Όταν λοιπόν εν έτει 2024 βλέπεις ότι το ένα από τα δυο μεγάλα φαβορί για αυτό το τόσο ελιτίστικο έπαθλο είναι ένας «holding midfielder», όπως τον αποκαλούν οι Άγγλοι, καταλαβαίνεις ότι προφανώς πρόκειται για ιδιαίτερη περίπτωση. Και είναι από αρκετές απόψεις.
Ας ξεκινήσουμε από τα αγωνιστικά. Ο Ροντρίγκο Ερνάντεθ Κασκάντε, γνωστός σε όλους μας ως Ρόντρι, είναι κομβικός. Αξιοσημείωτα κομβικός για παίκτη που ούτε σκοράρει πολύ, ούτε μοιράζει έτοιμα γκολ με το τσουβάλι. Όχι πως δεν το κάνει κι αυτό. Στην περσινή τρομερή σεζόν με την Μάντσεστερ Σίτι και την εθνική έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα 12 φορές και μοίρασε 15 ασίστ. Δεν τα λες και λίγα για κάποιον που ήταν ταυτόχρονα πρώτος σε τάκλιν και δεύτερος σε κλεψίματα στην ομάδα του! Ακόμα και κάποιοι αξιόλογοι μεσοεπιθετικοί δεν πιάνουν συχνά τέτοια νούμερα. Το πόσο σημαντικός είναι για το σύνολο του Γκουαρντιόλα φαίνεται ακόμα πιο εύκολα από ένα άλλο στατιστικό και δεν αναφερόμαστε στο βαθμό αξιολόγησης του από τα γνωστά σάιτ στατιστικών (κι εκεί πρώτος ήταν στη Σίτι).
Η πρωταθλήτρια Αγγλίας έκανε πέρσι όλη τη χρονιά 5 ήττες μόνο, εξαιρουμένων των αγώνων που κρίθηκαν στα πέναλτι. Ο Ρόντρι τυχαία ή όχι (Spoiler alert: όχι) έλειπε στις 4 από αυτές! Η ήττα στο τελευταίο παιχνίδι της σεζόν από τη Γιουνάιτεντ στον τελικό του κυπέλλου έβαλε τέλος σε ένα απίθανο σερί 74 αγώνων στους οποίους ο Ισπανός δεν έφυγε από το γήπεδο ούτε μια φορά ηττημένος. Αυτή η επίδοση αποτελεί ρεκόρ, αφού ξεπέρασε κατά ένα παιχνίδι το αήττητο σερί που είχε κάνει ένας άλλος παίκτης που επίσης θεωρούταν αρκετά σημαντικός. Ο Πάολο Μαλντίνι.
Στο παρελθόν η απόδοση του μπορεί να περνούσε απαρατήρητη. Ο Γκουαρντιόλα κάποια στιγμή είχε δηλώσει ότι “οι καλύτεροι μέσοι αυτού του είδους δεν μπαίνουν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Κρύβονται πίσω από την ομάδα. Όταν όμως η ομάδα παίζει καλά αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι αυτοί είναι εξαιρετικοί στο ρόλο τους”. Τα τελευταία χρόνια αυτό έχει αλλάξει λίγο. Ο Ρόντρι έχει αναδειχθεί σε ηγέτη της μεσαίας γραμμής και στη Σίτι και στην εθνική Ισπανίας. Τις ελάχιστες φορές που απουσιάζει η δημόσια συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το πώς θα καταφέρει ο προπονητής του να καλύψει το τεράστιο κενό του. Αυτό επιβεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά το καλοκαίρι στη Γερμανία, από όπου επέστρεψε με ένα μετάλλιο πρωταθλητή Ευρώπης αλλά και το βραβείο του καλύτερου παίκτη του τουρνουά.
“Πάντα παρακολουθώ ολόκληρα τα παιχνίδια ξανά. Μόνος μου. Έτσι βλέπεις πράγματα που δεν είδες στο χόρτο. Μου αρέσει να αναλύω το παιχνίδι, όχι μόνο το δικό μου αλλά όλης της ομάδας”
Οι τίτλοι αυτοί προστέθηκαν σε μια μεγάλη λίστα που έχει δημιουργηθεί από τότε που άφησε την Ισπανία για χάρη της Σίτι. Μέσα σε αυτή την πενταετία στην τροπαιοθήκη του έχουν προστεθεί τέσσερα πρωταθλήματα, ένα Τσάμπιονς Λιγκ, ένα κύπελλο Αγγλίας, δυο Λιγκ Καπ, ένα Παγκόσμιο συλλόγων και ένα Euro μαζί με ένα τρόπαιο Nations League με την εθνική. Όλα αυτά παίζοντας πάνω από 60 παιχνίδια κάθε σεζόν και με μια απόδοση που παραμένει σταθερά (βάσει της αξιολόγησης των γνωστών σάιτ που λαμβάνουν υπόψη όλα όσα κάνει ένας παίκτης στη διάρκεια ενός αγώνα) σε τόσο υψηλά επίπεδα που ακόμα και οι απλώς καλοί παίκτες φτάνουν μια στο τόσο. “Η καρδιά της εθνικής Ισπανίας είναι ο Ρόντρι”, δήλωσε πριν λίγο καιρό ο Γουέιν Ρούνει, “είναι παρόμοιος με έναν από τους καλύτερους παίκτες που έχω αντιμετωπίσει στην καριέρα μου, τον Μπουσκέτς. Μόνο που ο Ρόντρι είναι καλύτερος επιθετικά”. Η λίστα με τους ανθρώπους του ποδοσφαίρου που τον αποθεώνουν είναι τεράστια. Κι όμως, ο Ρόντρι απέχει πάρα πολύ από το να θεωρηθεί σούπερ σταρ. Αυτό οφείλεται σε κάποιο βαθμό στη θέση του αλλά και στον ίδιο. Ο ίδιος δεν νιώθει σούπερ σταρ.
Ο Πάβελ Νέντβεντ είχε πει κάποτε ότι έπαιξε όλη του την καριέρα έχοντας στο μυαλό μια φράση του πατέρα του: “Είσαι ένας κανονικός άνθρωπος, απλά τις Κυριακές παίζεις ενενήντα λεπτά ποδόσφαιρο”. Ο Ρόντρι είναι μια παρόμοια περίπτωση. Αν κι ακόμα και το «κανονικός άνθρωπος» σηκώνει κουβέντα τη σήμερον ημέρα καθώς μιλάμε για κάποιον που δεν έχει σόσιαλ μίντια. Σε μια εποχή που ένα μεγάλο μέρος της προώθησης της εικόνας του ποδοσφαιριστή (και, μεταξύ μας, όλων των ανθρώπων ανεξαρτήτως επαγγέλματος) γίνεται από τα γνωστά μέρη στο ίντερνετ, ο Ισπανός έχει μείνει συνειδητά εκτός αυτού του «παιχνιδιού». Δεν τον ενδιαφέρει να διαφημίσει τα κατορθώματα του, δεν τον απασχολούν τα εξτρά έσοδα που θα προέκυπταν από αυτές τις δραστηριότητες και δεν θέλει να επικοινωνεί με τους γνωστούς του με αυτόν τον τρόπο.
“Όταν πήγα στην Ατλέτικο κατάλαβα τι σημαίνει η λέξη ανταγωνισμός. Στη Βιγιαρεάλ δεν ήμουν καθόλου σκληρός. Ο Σιμεόνε μου έμαθε πώς μπορώ να γίνω ο κακός της υπόθεσης. Να είμαι λίγο καθίκι την ώρα του αγώνα. Να κάνω τους αντιπάλους να υποφέρουν. Ήταν κι αυτό ένα σημαντικό κομμάτι στην εξέλιξη μου”
Σε μια πρόσφατη συνέντευξη στον Τζο Χαρτ είχε απαντήσει σε μια ερώτηση πάνω σε αυτό το θέμα με αυτόν τον τρόπο: “To να απέχω από τα κοινωνικά δίκτυα ήταν μια απόφαση που πήρα νωρίς στη ζωή μου. Δεν ήταν εύκολη γιατί συνέπεσε με το ξεκίνημα των smart phones. Θεωρώ ότι είναι ένα σύγχρονο πρόβλημα. Η κοινωνία σου λέει συνέχεια «χρειάζεσαι αυτό, χρειάζεσαι το άλλο, χρειάζεσαι…». Τα χρειάζεσαι όμως πράγματι; Εγώ δεν νομίζω ότι τα χρειάζομαι. Μου αρέσει να ζω την πραγματική ζωή. Όπως αυτή η συνέντευξη που την κάνουμε πρόσωπο με πρόσωπο. Μου αρέσει να γνωρίζω και να περνάω χρόνο με ανθρώπους που θέλω να γνωρίσω από κοντά, όχι μέσω μιας οθόνης.”
Η ανάγκη να διαφημίσει τον τρόπο ζωής του και να μοιραστεί με τον κόσμο το πώς περνάει τον χρόνο του εκτός γηπέδων (με τις κλασικές αναρτήσεις διακοπών από κάποιο διάσημο τουριστικό θέρετρο ή ένα σκάφος σε μια ειδυλλιακή παραλία) δεν υφίσταται στον συγκεκριμένο ποδοσφαιριστή. Όταν ο αγώνας τελειώνει ο Ρόντρι επιστρέφει σε έναν άλλο κόσμο που περιλαμβάνει μόνο τους δικούς του ανθρώπους. Κι αυτή η ολοκληρωτική αποκοπή δεν αφορά μόνο τους οπαδούς και τους θαυμαστές του. Πριν από λίγες εβδομάδες έγινε γνωστό από το ρεπορτάζ ενός δημοσιογράφου που καλύπτει τα θέματα της Σίτι ότι από τη μέρα που τελείωσε το Euro μέχρι τη μέρα που ήταν προγραμματισμένο να επιστρέψει στο προπονητικό κέντρο για τη νέα σεζόν, κανένας μέσα στο σύλλογο δεν είχε ιδέα πού είναι ή τι κάνει ο Ρόντρι. Όσες προσπάθειες έγιναν για να τον εντοπίσουν, ώστε να μάθουν περισσότερα για τον τραυματισμό του στον τελικό του Euro, αποδείχτηκαν άκαρπες.
Αυτή δεν είναι μια συμπεριφορά που προέκυψε τώρα. Από μικρός ο Ρόντρι διαχώριζε το ποδόσφαιρο από τις υπόλοιπες δραστηριότητες του και δεν επέτρεπε στην όποια φήμη του να αλλοιώσει όλη την καθημερινότητα του. “Όλη μου τη ζωή ζούσα σε δυο διαφορετικούς κόσμους. Τον ποδοσφαιρικό και τον αληθινό. Μερικές φορές οι συμπαίκτες μου κάνουν πλάκα πάνω σε αυτό. Ακούω συχνά τη φράση «είναι κανονικός». Αν το κανονικός σημαίνει ότι δεν με ενδιαφέρουν τα σόσιαλ μίντια ή τα παντελόνια που κοστίζουν 400 λίρες, τότε μάλλον είμαι” ισχυρίζεται ο ίδιος και τα διάφορα ρεπορτάζ μάλλον τον επιβεβαιώνουν. “Ο κόσμος σοκάρεται όταν μαθαίνει πράγματα γι’αυτόν αλλά έτσι ήταν πάντα. Μέχρι πρόσφατα οδηγούσε ακόμη ένα μεταχειρισμένο Opel Corsa που είχε αγοράσει από μια γυναίκα στη Βιγιαρεάλ όταν είχε βγάλει το δίπλωμα του” αποκάλυψε πριν λίγα χρόνια ένας φίλος του από το πανεπιστήμιο σε ένα αφιέρωμα της Marca.
“Πριν πάω στη Σίτι είχα μιλήσει με τον Μπουσκέτς και μου είχε πει «ο Πεπ θα σε κάνει καλύτερο παίκτη. Αλλά δεν θα σταματήσει ποτέ να σε πιέζει για να βελτιωθείς κι άλλο». Αποδείχτηκε σωστός.”
Σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο που έγραψε αυτές τις μέρες για το «The Players’ Tribune» (αποσπάσματα του οποίου σίγουρα έχετε πετύχει αυτές τις μέρες παντού στο ίντερνετ) αναφέρθηκε για πρώτη φορά με λεπτομέρειες στα πρώτα του βήματα στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Την περίοδο στη Βιγιαρεάλ, πριν δηλαδή πάρει μεταγραφή στην Ατλέτικο, από όπου και τον «τσίμπησαν» μετά οι Άγγλοι. “Όταν ήμουν έφηβος έκανα μια συμφωνία με τους γονείς μου. Αν ήθελα να κυνηγήσω το όνειρο μου να γίνω ποδοσφαιριστής, θα έπρεπε να πάω στο πανεπιστήμιο. Γι’αυτό στα 17 πήγα στη Βιγιαρεάλ και ταυτόχρονα γράφτηκα στο τοπικό πανεπιστήμιο. Τον πρώτο χρόνο έμενα στις εστίες της ακαδημίας της Βιγιαρεάλ αλλά την επόμενη χρονιά έπρεπε να φύγω γιατί ήμουν πλέον ενήλικος. Έτσι μετακόμισα στις φοιτητικές εστίες για να μπορώ να είμαι και κοντά στις αίθουσες που γίνονται τα μαθήματα”.
Τα επόμενα χρόνια η ζωή του μοιράστηκε στα δυο. Από τη μια η μπάλα, από την άλλη οι σπουδές. Το πρωί πήγαινε στην προπόνηση, το μεσημέρι μελετούσε στο μικρό δωμάτιο του στην εστία και το απόγευμα παρακολουθούσε τα μαθήματα της σχολής του. “Εκείνα ήταν τα πιο διασκεδαστικά χρόνια της ζωής μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν έφτανα στο πανεπιστήμιο ο εγκέφαλός μου μεταφερόταν αμέσως σε έναν άλλο κόσμο. Η ενασχόληση με τα μαθήματα μου κρατούσε μακριά την πίεση του ποδοσφαίρου”.
“Στην Ισπανία παίζουμε ένα παιχνίδι fantasy football που ονομάζεται Comunio. Είναι ένα παιχνίδι όπου «αγοράζεις» παίκτες και διαχειρίζεσαι την ομάδα σου. Όλοι στη φοιτητική εστία μου το έπαιζαν και έτσι όταν γύριζα από έναν αγώνα με περίμεναν, πίνοντας μπύρες συνήθως, και μου έλεγαν «Μπρο, τι έγινε σήμερα; Μου έδωσες μόνο 3 βαθμούς στο Comunio! Γιατί έτσι;»”
Όλα αυτά συνέβαιναν ταυτόχρονα με την ποδοσφαιρική του ανέλιξη (και την προσωπική, αφού στις εστίες γνώρισε και τη γυναίκα με την οποία είναι παντρεμένος μέχρι και σήμερα). Ο νεαρός είχε ξεχωρίσει από τις ακαδημίες και σύντομα αποτελούσε βασικό στέλεχος της πρώτης ομάδας της Βιγιαρεάλ. Κάπως έτσι έφτασε μια περίεργη εποχή που εκατοντάδες σπουδαστές έβλεπαν τα σαββατοκύριακα στην τηλεόραση να παίζει μπάλα στην Πριμέρα το ψηλό μελαχρινό αγόρι από το διπλανό ή το από πάνω δωμάτιο, που κυκλοφορούσε χαλαρός ανάμεσα τους στις φοιτητικές εστίες σαν να μην μάρκαρε το προηγούμενο βράδυ τον Μέσσι στο Καμπ Νου ή τον Ρονάλντο στο Μπερναμπέου. Και πού να ήξεραν ότι πολύ λίγα χρόνια μετά (και αφού προηγουμένως θα ολοκλήρωνε με επιτυχία τις σπουδές του) ο συμφοιτητής που έπλεναν μαζί τα ρούχα τους στο πλυντήριο της εστίας ή αντάλλαζαν σημειώσεις για την εξεταστική θα ήταν ένα από μεγάλα φαβορί για να αναδειχθεί καλύτερος παίκτης του κόσμου για τη σεζόν 2023-24.
Πώς το αντιμετωπίζει ο ίδιος; Νιώθοντας ήδη νικητής. “Για μένα το να βρίσκομαι μέσα σε αυτή τη συζήτηση και να μου λέει ο κόσμος στο δρόμο ότι αξίζω να κερδίσω τη Χρυσή Μπάλα είναι αδιανόητο. Δεν θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ. Κάποιοι πιθανόν θα πούνε πώς γίνεται να το κερδίσει ο Ρόντρι όταν δεν το κέρδισαν ο Ινιέστα και ο Τσάβι. Εν μέρει, συμφωνώ. Ήταν παίκτες που όρισαν μια εποχή, από τους καλύτερους στην ιστορία. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε όμως ότι έπεσαν πάνω σε μια γενιά που περιλάμβανε τον Μέσσι και τον Ρονάλντο. Όσο για φέτος, πιστεύω ότι υπάρχουν αρκετοί που δικαιούνται το βραβείο. Εγώ πάντως νιώθω νικητής και μόνο που βρίσκομαι σε αυτή την κουβέντα”.