Το καλοκαίρι του 2017 η σταδιοδρομία του Ρομπέρτο ντε Τζέρμπι έμοιαζε σαν να έχει χάσει το σωστό μονοπάτι. Αν και ηλικιακά βρισκόταν ακόμα σε παιδικό στάδιο, για τα δεδομένα της προπονητικής, το ξεκίνημα που είχε κάνει δεν ήταν και το πιο ενθαρρυντικό. Στα πρώτα τέσσερα χρόνια του στους ιταλικούς πάγκους μετρούσε τρεις θητείες σε διαφορετικές ομάδες και καμία επιτυχία.
Στην πρώτη του σεζόν, σε έναν μικρό σύλλογο της περιοχής της Μπρέσια, υποβιβάστηκε από την 4η κατηγορία, κάνοντας μόνο 5 νίκες σε 22 αγώνες. Στη συνέχεια πέρασε δυο χρόνια στη Φότζια, χωρίς να καταφέρει όμως να πετύχει το στόχο της ανόδου στη Σέριε Β. Η σειρά των αποτυχιών ολοκληρώθηκε με ένα αποκαρδιωτικό πέρασμα από την Παλέρμο, στην πρώτη του δουλειά στην πρώτη κατηγορία. Η παραμονή του στην «ηλεκτρική καρέκλα» της συγκεκριμένης ομάδας κράτησε λιγότερο από τρεις μήνες. Μετά από μόλις μια νίκη σε 13 αγώνες ο πρόεδρος Ζαμπαρίνι, γνωστός για το χόμπι του να αλλάζει προπονητές με ρυθμούς που θα ζήλευε και ο Χρήστος Πανόπουλος, του έδειξε την πόρτα της εξόδου και από εκείνο το Νοέμβρη του 2016, μέχρι το επόμενο καλοκαίρι ο 38χρονος βρισκόταν σε μια απραξία που συνοδευόταν από έναν προβληματισμό για την κατεύθυνση που έχει πάρει η καριέρα του.
Σε μια προσπάθεια να πάρει τα πάνω του ψυχολογικά, ζήτησε από έναν γνωστό του εξ Αργεντινής να του βρει το τηλέφωνο του Μαρσέλο Μπιέλσα. Όταν το νούμερο βρέθηκε, έστειλε ένα λιτό και ευγενικό μήνυμα στο οποίο του συστηνόταν. Η λογική έλεγε ότι το μήνυμα του θα έμενε για πάντα αναπάντητο. Ο Αργεντινός ετοιμαζόταν πυρετωδώς για την πρεμιέρα της Λιλ στο γαλλικό πρωτάθλημα και ο ντε Τζέρμπι ήταν ένας άσημος, άνεργος προπονητής που ακόμα ψαχνόταν, γενικά και αόριστα. Η λογική και ο Μπιέλσα έχουν χωρίσει από το 1990, όταν μερικοί εξαγριωμένοι οπαδοί επισκέφτηκαν το σπίτι του και τον είδαν να στέκεται ατάραχος στην είσοδο. Με μια χειροβομβίδα στο χέρι.
Την επόμενη μέρα ένας άγνωστος αριθμός εμφανίστηκε στις κλήσεις του τηλεφώνου του και λίγο καιρό μετά βρισκόταν στη βόρεια Γαλλία για μια εβδομάδα, σαν επίσημος καλεσμένος του «Λόκο». Ο Ιταλός θυμάται: “Παρακολούθησα όλες τις προπονήσεις του και το παιχνίδι με τη Ναντ. Είδα από κοντά το πάθος με το οποίο αντιμετωπίζει το άθλημα και όλη την επιστημονική του προετοιμασία για το ματς. Κάναμε και κάποιες πραγματικά ατέλειωτες κουβέντες. Για το ποδόσφαιρο, για τη ζωή, για το πώς του αρέσει να συμπεριφέρεται στους παίκτες, για τις επιλογές της καριέρας του. Μου συμπεριφερόταν με σεβασμό, ως ίσος προς ίσο. Λες και ήμουν ο Φαν Χαάλ ή ο Μουρίνιο. Αλλά δεν ήμουν ούτε ο Φαν Χαάλ, ούτε ο Μουρίνιο. Αν έπρεπε να διαλέξω ένα άτομο από τον κόσμο του ποδοσφαίρου για να πάω μαζί του για φαγητό, σίγουρα θα επέλεγα αυτόν.”
Ο Μπιέλσα δεν μακροημέρευσε στη Λιλ αλλά τα μαθήματα και οι συμβουλές του έπιασαν τόπο. Λίγο καιρό μετά ο ντε Τζέρμπι ανέλαβε μέσα στη σεζόν την αδύναμη Μπενεβέντο που είχε ξεκινήσει το πρωτάθλημα με 10 ήττες σε 10 αγώνες και παρ’ότι δεν κατάφερε να την κρατήσει στην κατηγορία η δουλειά του δεν πέρασε απαρατήρητη. Για πρώτη φορά το όνομα του συνδυάστηκε με εγκωμιαστικά σχόλια για το ανοιχτό ποδόσφαιρο που προσπάθησε να παίξει κι αυτό του άνοιξε αμέσως μια νέα πόρτα. Αυτή της Σασουόλο.
Εκεί βρήκε το κατάλληλο περιβάλλον για να εφαρμόσει αλλά και να αναπτύξει κι άλλο τις ιδέες του και το έργο του δεν άργησε να φανεί. Η χειρότερη επιθετικά ομάδα της Σέριε Α τη σεζόν 17-18, με τον ντε Τζέρμπι στον πάγκο πέτυχε σχεδόν διπλάσια γκολ την επόμενη σεζόν. Στα επόμενα δυο χρόνια καθιέρωσε τη Σασουόλο στο κλειστό κλαμπ των ιταλικών ομάδων που αξίζει κανείς να παρακολουθήσει και τερμάτισε και τις δυο σεζόν στην πρώτη 8αδα, μένοντας τη μια φορά εκτός Ευρώπης για λεπτομέρειες. Παρά τις συχνές πωλήσεις παικτών και το μικρό μπάτζετ, η ομάδα του προσπαθούσε διαρκώς να παίξει επιθετικό ποδόσφαιρο, βασιζόμενη στην κατοχή της μπάλας (που ήταν πάντα από τις ψηλότερες του πρωταθλήματος), στην οργανωμένη άνοδο πολλών παικτών στην αντίπαλη περιοχή και στο μελετημένο ‘χτίσιμο’ της επίθεσης από πίσω με γρήγορες και κοντινές πάσες. Γι’αυτο και οι Ιταλοί συχνά χρησιμοποιούσαν το όνομα του λάτρη του “όσα βάλουμε και όσα φάμε” Ζντένεκ Ζέμαν για να τον αποθεώσουν.
Η επιτυχία της Σασουόλο του επέτρεψε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο εξωτερικό αλλά η επιλογή της Σαχτάρ το καλοκαίρι του 2021 αποδείχτηκε άτυχη. Μερικούς μήνες αργότερα και ενώ η ομάδα του βρισκόταν στην κορυφή της βαθμολογίας το ουκρανικό πρωτάθλημα έβαλε λουκέτο λόγω της επίθεσης της Ρωσίας. Ο ντε Τζέρμπι δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τη δουλειά του και να κερδίσει τον πρώτο τίτλο της καριέρας του αλλά εκείνη η περίοδος αποδείχτηκε σημαντική στο να αυξήσει κι άλλο τη συμπάθεια και την εκτίμηση που του είχε ο φίλαθλος κόσμος της Ιταλίας.
Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, όλη η Σαχτάρ εγκαταστάθηκε για λίγες μέρες σε ένα καταφύγιο κάτω από ένα ξενοδοχείο στο Κίεβο. Ο Ιταλός, μαζί με τους άμεσους συνεργάτες του, είχε από την πρώτη στιγμή τη δυνατότητα να εγκαταλείψει με ασφάλεια τη χώρα. Δεν το έκανε. “Έχουμε μείνει στο ξενοδοχείο μόνο εμείς. Έχω 13 Βραζιλιάνους παίκτες και τις οικογένειες τους που δεν μπορούν να αποχωρήσουν ακόμα. Δεν φεύγω αν δεν φύγουν πρώτα όλοι αυτοί με ασφάλεια. Έχω κληρονομήσει από τον πατέρα μου κάποιες αξίες κι αυτές επιτάσσουν ότι πρέπει να δείξω στους νεότερους ότι είμαι δίπλα τους. Εννοείται πως φοβάμαι αλλά νιώθω ότι αυτό είναι το σωστό.” Τις επόμενες τρεις μέρες τις πέρασε μεταξύ καταφυγίου και δωματίου. Σε περιόδους ησυχίας, ανέβαινε στο δωμάτιο του για να καθησυχάσει τους δικούς του και να ενημερώσει τα ιταλικά ΜΜΕ. Μόλις ακούγονταν οι πρώτες εκρήξεις, επέστρεφε στο καταφύγιο. Όταν η διοίκηση κατάφερε να φυγαδεύσει όλους τους ξένους παίκτες από τη χώρα, το προπονητικό τιμ κατευθύνθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό και επιβιβάστηκε στο πρώτο τρένο προς τα δυτικά.
Μερικούς μήνες αργότερα δέχτηκε μια πρόταση από τη Μπολόνια να αντικαταστήσει τον Σίνισα Μιχαΐλοβιτς. Για άλλη μια φορά, οι οικογενειακές αρχές έκαναν την εμφάνιση τους. Από τη στιγμή που ο Μιχαΐλοβιτς έδινε μάχη με τη λευχαιμία, ο ντε Τζέρμπι αρνήθηκε να μπει στη διαδικασία συζητήσεων. Αν και γνώριζε ότι στη Μπολόνια ήταν αποφασισμένοι να τερματίσουν το συμβόλαιο του Σέρβου, δεν ήθελε να είναι αυτός που θα του «φάει» τη θέση. Η επιλογή του προκάλεσε πολλά θετικά σχόλια στα ιταλικά social media ενώ η γυναίκα του Σίνισα ανέβασε στο προφίλ της μια φωτογραφία του, ευχαριστώντας τον για την στάση του. Σε μια συνέντευξη του αρκέστηκε να δηλώσει: “Δεν θέλω να γίνω δάσκαλος της ζωής, ούτε είμαι κανένας σούπερ ήρωας. Έχω όμως κάποιους κανόνες και ένας από τους πιο σημαντικούς λέει ότι πριν από τον προπονητή υπάρχει ο άνθρωπος.”
Σε μια από τις λίγες περιπτώσεις που το κάρμα δουλεύει, η απόρριψη εκείνη του άνοιξε το δρόμο για την Πρέμιερ Λιγκ. Τον ίδιο μήνα που έγινε η προσέγγιση της Μπολόνια, η Τσέλσι των άπειρων εκατομμυρίων δελέασε τον Γκράχαμ Πότερ και η Μπράιτον έμεινε στα μέσα Σεπτεμβρίου χωρίς προπονητή. Οι προνοητικοί και μεθοδικοί άνθρωποι της κινήθηκαν γρήγορα, όπως συνηθίζουν να κάνουν τα τελευταία χρόνια, και μέσα σε ένα δεκαήμερο ο αντικαταστάτης είχε βρεθεί. Η επιλογή ενός ξένου προπονητή χωρίς καμία εμπειρία στο αγγλικό ποδόσφαιρο δεν ενθουσίασε τους πάντες, με πιο διάσημο εξ αυτών τον τηλεσχολιαστή Γκρέιαμ Σούνες. Όσοι πάντως είχαν παρακολουθήσει εκτενώς το έργο του στη Σασουόλο και ήξεραν τις συνθήκες που επικρατούν στη Μπράιτον πίστευαν εξ αρχής ότι το πάντρεμα μπορεί να αποδειχτεί ευεργετικό και για τις δυο πλευρές. Για την ώρα, δεν έχουν πέσει έξω.
Λίγες ώρες πριν πέσει η αυλαία του πρωταθλήματος, η Μπράιτον έχει εξασφαλίσει την έξοδο στην Ευρώπη για πρώτη φορά στην ιστορία της. Ο ντε Τζέρμπι βρήκε μια αντικειμενικά καλά δουλεμένη ομάδα που αρκετές φορές τα προηγούμενα χρόνια είχε κερδίσει εγκωμιαστικά σχόλια με την απόδοση της (αλλά όχι και τόσα για την αποτελεσματικότητα της) και κατάφερε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να την κάνει ακόμα πιο επιθετική και, το βασικότερο, πιο αποτελεσματική. H φετινή Μπράιτον έχει την 3η καλύτερη επίθεση στο πρωτάθλημα, είναι 3η σε κατοχή μπάλας, βρίσκεται στην κορυφή της λίστας με τις περισσότερες τελικές προσπάθειες ανά αγώνα και έχει μερικά από τα καλύτερα αποτελέσματα απέναντι στις “Big 6”!
Όλα αυτά η Μπράιτον τα κατάφερε με ένα από τα μικρότερα σε ηλικία ρόστερ και με μια προσεκτικά μελετημένη και πετυχημένη μεταγραφική δραστηριότητα, κατά την οποία πλήρωσε 55 εκατομμύρια για νέους παίκτες και έβαλε στην τσέπη της 138 από πωλήσεις άλλων. Μια κανονική ομάδα-μοντέλο από πολλές απόψεις που στο πρόσωπο του νέου της τεχνικού βρήκε κάποιον που την ώθησε στο βήμα παραπάνω που έψαχνε εδώ και πολύ καιρό. Σε μια σεζόν που αρκετοί γνωστοί στο αγγλικό κοινό προπονητές διεκδικούν τον τίτλο του κορυφαίου ο Ιταλός κατάφερε μέσα σε λίγους μήνες να τρυπώσει από το πουθενά και σε αυτή τη λίστα. Τα βίντεο-αφιερώματα στις τακτικές του έχουν κατακλύσει το ίντερνετ και στους θαυμαστές του συναντάει κανείς τους περισσότερους σχολιαστές της Πρέμιερ Λιγκ, τον Γιούργκεν Κλοπ αλλά και έναν διάσημο, καραφλό Καταλανό.
Στην αρχή της εβδομάδας ο Γκουαρντιόλα μίλησε, για άλλη μια φορά, με τα καλύτερα λόγια για τη δουλειά και την εξέλιξη του ανθρώπου στον οποίο είχε ανοίξει τις πόρτες της προπόνησης του όταν ήταν στη Μπάγερν. Με τον γνώριμο (στα όρια του υπερβολικού) ενθουσιασμό του τον χαρακτήρισε ως “έναν από τους πιο επιδραστικούς προπονητές της τελευταίας 20ετιας”. Σύμφωνα με τον Πεπ: “Δεν υπάρχει ομάδα που να παίζει όπως αυτοί. Είναι μοναδικοί. Πίστευα από πριν ότι ο αντίκτυπος που θα έχει στην Πρέμιερ Λιγκ θα είναι μεγάλος αλλά δεν περίμενα να συμβεί τόσο σύντομα. Η ομάδα του δημιουργεί 20-25 ευκαιρίες ανά παιχνίδι, περισσότερες σχεδόν από όλους τους αντιπάλους της, και μονοπωλεί τη μπάλα με ένα τρόπο που δεν βλέπεις συχνά.”
Μετά από αυτή την έκρηξη θαυμασμού ο εμφανώς κολακευμένος ντε Τζέρμπι βρήκε την ευκαιρία να υπενθυμίσει σε όλους το πόσο κομβικός ήταν ο προπονητής της Σίτι στη διαμόρφωση του προπονητικού του στυλ: “Έγινα προπονητής εξαιτίας του. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή όχι, αλλά έγινα προπονητής γι’ αυτόν. Γιατί αγαπούσα τη Μπαρτσελόνα του και τον μελέτησα πολύ. Δεν θέλω να αντιγράφω άλλους αλλά η αλήθεια είναι ότι πήρα κάποια πράγματα από αυτόν όταν ξεκινούσα.” Όσο για τις υπόλοιπες επιρροές του; Κάποιες τις μαντεύεις εύκολα βλέποντας το πώς επιτίθονται οι ομάδες του. Κάποιες άλλες όχι. “Προσπάθησα να πάρω στοιχεία από ομάδες που απολάμβανα να βλέπω. Από τη Νάπολι του Σάρι, τη Ρόμα του Σπαλέτι με τον Τότι σαν κρυφό 9αρι, την εθνική Γερμανίας του Μουντιάλ 2014, τη Γκλάντμπαχ του Φαβρ, τη Ρεάλ Σοσιεδάδ του Αλγκουαθίλ, τη Λας Πάλμας του Σετιέν και την Αθλέτικ του Μπιέλσα. Πήρα κάτι από όλες και μετά πρόσθεσα τις δικές μου ιδέες.”