Οι Άγγλοι ζουν και αναπνέουν για όμορφες ποδοσφαιρικές ιστορίες. Μικρές, ή μεγάλες, στιγμές που σημάδεψαν τις ομάδες που υποστηρίζουν και, πάνω απ’ όλα, το μεγάλο καμάρι της χώρας, την εθνική ομάδα, διηγούνται από γενιά σε γενιά, πάντα με τις απαραίτητες «σάλτσες», κερδίζοντας τον δικό τους χώρο στις καρδιές και τις συνειδήσεις των ρομαντικών ποδοσφαιρόφιλων. Ιστορίες για το μικρό και άσημο Τορκί, για παράδειγμα, μπορούν να βρεθούν επάξια δίπλα σε ιστορίες για ιστορικές ομάδες όπως η Λίβερπουλ και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Άλλωστε η χαρά του οπαδού δεν έχει να κάνει μονάχα με σπουδαία τρόπαια και φανταχτερή λάμψη σε τεράστια γήπεδα γεμάτα από κόσμο. Και αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν καλύτερα από όλους στη Βρετανία μιας και εκεί δεν υπάρχει κάποιος που κάποτε να μην έχει παθιαστεί με την επιτυχία κάποιας «μικρής» ομάδας ή ενός άσημου ποδοσφαιριστή, που κατάφερε κάτι μεγαλεπήβολο, ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία.
Αύγουστος του 2013 και η Σαουθάμπτον, του Μαουρίτσιο Ποτσετίνο, έχει ολοκληρώσει την επιστροφή της στην Πρέμιερ Λιγκ τερματίζοντας στην 14η θέση του βαθμολογικού πίνακα δίνοντας παράλληλα πολλές υποσχέσεις στους φίλους της για την επόμενη χρονιά. Στο ρόστερ της ομάδας, εκτός φυσικά του εξαιρετικού της προπονητή, υπήρχαν αρκετοί νεαροί και ταλαντούχοι παίκτες που τα επόμενα χρόνια έφυγαν για άλλες, μεγαλύτερες, ομάδες. Ο Άνταμ Λαλάνα, ο Λουκ Σο, ο Μόργκαν Σνάιντερλεν, ο Ναθάνιελ Κλάιν, ο Κάλουμ Τσέιμπερς και ανάμεσα σε όλα αυτά τα νιάτα ένας 31χρόνος Άγγλος επιθετικός, παλαιάς κοπής, που είχε περάσει σχεδόν όλη την καριέρα του στις μικρότερες κατηγορίες της χώρας με ομάδες όπως η Ρότσντεϊλ, η Στόκπορτ και η Μάκλσφιλντ Τάουν και που, από το 2009, αποτελούσε την αιχμή του δόρατος στην επίθεση των «Αγίων». Το όνομά του, Ρίκι Λάμπερτ. Ο αριθμός των γκολ του σε τέσσερις σεζόν με την ομάδα της Σαουθάμπτον; 103 τέρματα σε τρεις (3) μάλιστα διαφορετικές κατηγορίες. Καθόλου άσχημα για κάποιον που στην αρχή της καριέρας του, στην Μπλάκπουλ, είχε δει την ομάδα να πέφτει στην τέταρτη κατηγορία, με τον τότε προπονητή του, και παλιά δόξα της Λίβερπουλ, Στιβ Μακ Μάχον, να δηλώνει πως «αυτός ο νεαρός δεν έχει καμία πιθανότητα να εξελιχθεί σε επαγγελματία ποδοσφαιριστή ή αν το κάνει θα είναι ένας παγκίτης από αυτούς που δεν παίζουν ποτέ».
Στις 8 Αυγούστου του ’13, με το πρωτάθλημα έτοιμο να αρχίσει, το τηλέφωνο του Ρίκι Λάμπερτ χτυπούσε συνεχώς και ο λόγος δεν ήταν ποδοσφαιρικός αλλά για να δεχτεί συγχαρητήρια από φίλους, συμπαίκτες και συγγενείς επειδή εκείνη τη μέρα, η γυναίκα του είχε φέρει στον κόσμο το τρίτο τους παιδί. Την μικρούλα και όμορφη Μπέλα. Τη στιγμή που ο Λάμπερτ είχε αγκαλιάσει την νεογέννητη κορούλα του για να την καλωσορίσει το τηλέφωνό του χτύπησε και πάλι, αν και αυτή τη φορά ο αριθμός ήταν άγνωστος. Φίλησε τη μικρή, την άφησε προσεκτικά στη μητέρα, της και απάντησε στο επίμονο τηλεφώνημα. Στην απέναντι γραμμή δεν ήταν κάποιος γνωστός του, με την έννοια του φίλου, μα ο ομοσπονδιακός προπονητής Ρόι Χότζσον. Η στιχομυθία που ακολούθησε άκρως Βρετανική λες και ξεπήδησε από σκετσάκι του Μπένι Χιλ.
«Ρίκι καλησπέρα και συγχαρητήρια, ο Ρόι Χοτζσον είμαι»
«Σας ευχαριστώ πολύ κύριε. Να είστε καλά. Πως το μάθατε τόσο γρήγορα;»
«Τι να μάθω τόσο γρήγορα;»
«Μα γιατί μου λέτε συγχαρητήρια αν δεν ξέρετε γιατί μου τηλεφωνήσατε;»
«Ξέρεις γιατί σου τηλεφώνησα»
«Για την κόρη μου»
«Ποια κόρη σου;»
«Κύριε πριν λίγη ώρα η γυναίκα μου γέννησε το τρίτο μας παιδί»
Ακολούθησαν ευχές και γέλια και ανάμεσα σε αυτά ο Χότζσον του είπε τον πραγματικό λόγο του τηλεφωνήματος. Δεν είχε ιδέα για την γέννηση του παιδιού και ο λόγος ήταν καθαρά ποδοσφαιρικός. «Στις 14 του μήνα ξεκινάς βασικός στο φιλικό απέναντι στη Σκωτία στο Γουέμπλεϊ. Ο Κάρολ και ο Στάριτζ δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τους τραυματισμούς τους και είσαι ο ιδανικός για την κορυφή της επίθεσης σε αυτό το ειδικών συνθηκών σκληρό φιλικό». Ο Ρίκι Λάμπερτ είδε ολόκληρη την καριέρα του να περνά μπροστά από τα μάτια του. Από τα λασπωμένα τερέν της τέταρτης κατηγορίας, ανάμεσα σε βρώμικα τάκλιν και βίαια μαρκαρίσματα, θα ξεκινούσε βασικός, για πρώτη φορά, φορώντας το εθνόσημο, απέναντι στην ιστορική Σκωτία, σε ένα γεμάτο Γουέμπλεϊ. «Αυτή η κλήση ήταν κάτι που ειλικρινά δεν είχα σκεφτεί ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα. Ήμουν ρεαλιστής και ήξερα πως αυτή η ευκαιρία ήταν συνδυασμός της σκληρής δουλειάς μου όλα αυτά τα χρόνια και φυσικά συγκυριών και πως ίσως δεν θα είχα άλλη ευκαιρία για να τιμήσω την φανέλα της εθνικής. Ξαφνικά η χαρά έδωσε τη θέση της στην έπαρση. Κοίταξα την Μπέλα και της ορκίστηκα πως θα σκοράρω. Ήμουν σίγουρος πως θα σκοράρω».
Ο Ρόι Χότζσον τελικά δεν έβαλε τον Ρίκι Λάμπερτ στο αρχικό σχήμα, όπως του είχε υποσχεθεί πει απ’ το τηλέφωνο, τον έριξε όμως στο γήπεδο, στη θέση του Ρούνεϊ, στο 67ο λεπτό της αναμέτρησης, με το σκορ στο 2-2, δίνοντάς του παράλληλα την ευκαιρία να κάνει ντεμπούτο, ζητώντας του του ένα γκολ. «Μπες και δώσε μας κάτι καλό. Είναι η ευκαιρία σου να μείνεις στην ιστορία» θα του πει πριν τον χτυπήσει, δίνοντάς του κουράγιο, ευγενικά στην πλάτη. Μέχρι το 70′, που η Αγγλία κέρδισε κόρνερ, ο επιθετικός της Σαουθάμπτον δεν είχε προλάβει καν να ακουμπήσει τη μπάλα. Ο αριστερός μπακ της Έβερτον, και εξαιρετικός σε εκτελέσεις στατικών φάσεων, Λέιτον Μπέινς, έστησε την μπάλα και ουσιαστικά την χάιδεψε μαεστρικά με το γλυκό αριστερό του πόδι στέλνοντάς τη προς την περιοχή των Σκοτσέζων. Εκεί που ήξερε πως υπάρχει το κεφάλι του 31χρόνου Άγγλου επιθετικού που είχε μπει γι’ αυτόν το λόγο. Να σκοράρει. Ο Λάμπερτ κινήθηκε εξαιρετικά, πάτησε δυνατά πηδώντας επιτόπια, και αφού βρήκε τη μπάλα στο ψηλότερο σημείο της, αφού πρώτα όμως είχε προλάβει να κατεβάσει το κεφάλι όταν έπρεπε για να την καθοδηγήσει, την έστειλε προς το τέρμα του δύσμοιρου Μακ Γκρέγκορ. Γκολ και 3-2 για τους Άγγλους. Η μαγική στιγμή της αποθέωσης μετά από μια τέλεια, και άκρως αγγλική, εκτέλεση. Ένα νικητήριο γκολ στο ντεμπούτο του με τα «τρία λιοντάρια». Το όνειρο έδειχνε να μην έχει σταματημό.
Οι πάντα σχολαστικοί Άγγλοι βρήκαν αμέσως πως αυτό το τέρμα ήταν το γρηγορότερο γκολ, σε ντεμπούτο, για παίκτη της εθνικής με τον Λάμπερτ να βάζει παράλληλα το όνομά του δίπλα σε αρκετούς μυθικούς ποδοσφαιριστές που έχουν καταφέρει το ίδιο όπως ο Τζίβι Γκριβς, ο Στάνλεϊ Μάθιους και ο Άλαν Σίρερ αλλά και σε όχι και τόσο μυθικούς όπως ο Σον Ράιτ Φίλιπς. Φυσικά το γεγονός αποκτά μεγαλύτερη σημασία αν συνυπολογίσουμε και την ηλικία του παίκτη μιας και δεν ήταν κάποιο παιδαρέλι, με όλο το μέλλον μπροστά του, αλλά κάποιος που είχε κάνει ντεμπούτο στην Πρέμιερ Λιγκ ένα χρόνο νωρίτερα με πατημένα τα 30. «Είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτόν. Από την πρώτη προπόνηση μαζί μας ήταν σαν ένα παιδάκι που μόλις είχε πάρει το νέο του παιχνίδι. Γεμάτος χαρά και ενθουσιασμό. Πίστευε πολύ πως θα σκοράρει και τελικά το κατάφερε. Θα συνεχίσω να του δίνω ευκαιρίες». Αυτές ήταν οι πρώτες δηλώσεις του Χότζσον μετά την αναμέτρηση και κρατώντας την υπόσχεσή του, τον έβαλε βασικό στο παιχνίδι με την Μολδαβία στο Γουέμπλεϊ, για τα προκριματικά του Μουντιάλ λίγες μέρες αργότερα. Ο Λάμπερτ σκόραρε και πάλι με κεφαλιά και έδωσε μάλιστα και δύο ασίστ στον Γουέλμπεκ για τα δύο δικά του τέρματα. Οι Άγγλοι, μέσα στην υπερβολή τους, είχαν βρει ήδη τον παίκτη που, με δικό του γκολ μάλιστα, θα τους χάριζε το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Η σεζόν 2013-2014 του Λάμπερτ, και της Σαουθάμπτον, ήταν τόσο καλή που βρέθηκε στην τελική 23αδα των Άγγλων για το Μουντιάλ και παράλληλα πήρε μεταγραφή για τη Λίβερπουλ ώστε να δώσει λύσεις (και απαντήσεις χρόνια αργότερα στον Μακ Μάχον), κυρίως απ’ τον πάγκο, στο τεράστιο κενό που είχε αφήσει η πώληση του Σουάρεζ στην Μπαρτσελόνα. Η σεζόν, τόσο για τον ίδιο όσο και για την ομάδα, ήταν καταστροφική, αν και κατάφερε να πραγματοποιήσει ακόμα ένα παιδικό του όνειρο και να αγωνιστεί στο Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά και να βρει χώρο, για το τέρμα του απέναντι στην Άστον Βίλα, που πανηγυρίστηκε έντονα απ’ τους παίκτες των «κόκκινων» μαζί με τους οπαδούς της ομάδας, στο εξαιρετικό βιβλίο -ωδή στην αγάπη και την αποτυχία της Λίβερπουλ της εποχής- «We’ re Everywhere, Us» των οπαδών της ομάδας, Σαχίν Νακράνι και Καρλ Κόπακ. Η συνέχεια σε Γουέστ Μπρομ και Κάρντιφ ήταν επιεικώς μέτρια και κάπως έτσι το 2017 ο πρώην διεθνής επιθετικός αποφάσισε να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια γεμάτος από ποδοσφαιρικές συγκινήσεις.
Οι φίλοι της Σαουθάμπτον θα τον θυμούνται πάντα για τα όμορφα, και σημαντικά τέρματα που σκόραρε για την ομάδα τους, ανεβαίνοντας μαζί της δύο κατηγορίες, όπως και για εκείνο το ασύλληπτο ρεκόρ με 34 στα 34 σε εκτελέσεις πέναλτι. Καλύτερο, σε ποσοστό επιτυχίας, κι από το στοιχειωμένο ρεκόρ του μυθικού για τους «Αγίους» Ματ Λε Τισιέ με 47 στα 48 που δεν περίμενε κανένας πως θα μπορέσει κάποιος να το σπάσει. Οι υπόλοιποι, φίλοι της Αγγλίας και μη, θα τον μνημονεύουμε πάντα για το γκολ, στο ντεμπούτο του, απέναντι στη Σκωτία και φυσικά για την τιμιότητά του, ως ποδοσφαιριστής, μιας και αυτά που κατάφερε σε προχωρημένη ηλικία, στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, χωρίς να είναι ούτε ο πιο γρήγορος (το αντίθετο μάλιστα), ούτε υπερβολικά τεχνίτης, ούτε φυσικά και ο πιο αθλητικός επιθετικός (σε μια περίοδο που οι επιθετικοί περιοχής είχαν «ελαφρύνει» πολύ), συνεχίζουν να δίνουν δύναμη σε ένα σωρό άσημους ποδοσφαιριστές μικρότερων κατηγοριών να συνεχίσουν να ονειρεύονται για κάτι πραγματικά καλό και μεγάλο. Και αυτό ίσως είναι και το πιο σημαντικό απ’ όλα, από όσα πρόλαβε να προσφέρει, ο ίδιος, στο άθλημα.