Μόλις 55 μέτρα. Αυτό είναι όλο κι όλο το ύψος του. Κι όμως είναι ένα από τα πιο διάσημα αξιοθέατα του πλανήτη μας με περίπου 5 εκατομμύρια τουρίστες να τον επισκέπτονται κάθε χρόνο και να αφήνουν γύρω στα 20 εκατομμύρια Ευρώ στην τοπική οικονομία, καθώς πολλοί επισκέπτες πληρώνουν για να ανέβουν τα 296 σκαλιά του (από τη μία πλευρά). Και χρειάστηκε μόλις… 199 χρόνια για να χτιστεί. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1173 και ολοκληρώθηκαν το 1372, καθώς οικονομικά προβλήματα, πόλεμοι και φυσικά η κλίση δημιούργησαν προβλήματα. Για πρώτη φορά διαπιστώθηκε ότι ο Πύργος της Πίζας γέρνει πέντε χρόνια αφότου ξεκίνησαν οι εργασίες και όταν είχαμε φτάσει στον 3ο όροφο. Η κλίση τότε ήταν μικρή (περίπου 0,2 με 0,5 μοίρες) εξαιτίας του εδάφους. Κατά την ολοκλήρωσή του, η κλίση είχε φτάσει στο ρεκόρ της (4,5 μοίρες), ενώ τη δεκαετία του 1990 έφτασε μέχρι τις 5,5 για να γίνουν οι απαραίτητες εργασίες και να είναι σήμερα περίπου στις 3,97. Κι όμως στέκεται αγέρωχος εδώ και χρόνια (με τους μηχανικούς να ελέγχουν συνεχώς την κατάσταση). Από φέτος όμως θα έχει για μετά από αρκετά χρόνια και έναν ανταγωνιστή για το ενδιαφέρον του κόσμου. Τουλάχιστον του ποδοσφαιρικού.
Μόλις στα 200-300 μέτρα από τον διάσημο πύργο, βρίσκεται η Αρένα Γκαριμπάλντι, η έδρα της τοπικής Πίζα Σπόρτινγκ Κλαμπ που στο παρελθόν (ως γνήσια ιταλική ομάδα) έχει επανιδρυθεί ως Πίζα Κάλτσιο και ως Πίζα 1909, εξαιτίας των οικονομικών καταστροφών της. Η Αρένα Γκαριμπάλντι μετά από 34 χρόνια θα γίνει εκ νέου σπουδαίος προορισμός, καθώς θα φιλοξενήσει τους μεγάλους του ιταλικού ποδοσφαίρου. Η Πίζα επέστρεψε στη Serie A μετά από μια δύσκολη περίοδο με μεγάλα προβλήματα. Και η Αρένα, που δεν είναι υπερβολή στο όνομά της, καθώς στον ίδιο τόπο υπήρχε μια αρένα στην οποία γίνονταν ιπποδρομίες από το 1807 ως το 1882, θα φορέσει τα καλά της. Μιλάμε για ένα από τα πιο παλιά γήπεδο στην Ιταλία, καθώς χτίστηκε αρχικά το 1919, δέκα χρόνια μετά την ίδρυση της τοπικής ομάδας. Φυσικά η εικόνα του δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή, δεν υπήρχαν καν μόνιμες εξέδρες, ενώ κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου μετατράπηκε σε νοσοκομείο. Με την πάροδο των ετών άλλαξε, αλλά ακόμα και σήμερα κρατάει κάτι πιο παλιακό, πιο παραδοσιακό.
Είναι ο γιαλός στραβός;
34 χρόνια λοιπόν και πριν εξετάσουμε το παρόν, ας ταξιδέψουμε στο παρελθόν. Παρά τα πολλά χρόνια ιστορίας της, η Πίζα πέρασε τα περισσότερα σε μικρές κατηγορίες και μετά από μία μεγάλη περίοδο αφάνειας κατάφερε να φτάσει στην Α’ εθνική της Ιταλίας το 1968. Και να πέσει αμέσως. Και να ξαναπέσει στη Γ’ εθνική. Η καλύτερη περίοδός ήταν στα 80s. Ανέβηκε στη Serie A το 1982 και σε μια περίοδο 9 ετών, κατάφερε να παίξει για έξι σεζόν στη Serie A. Ενώ είχε και ευρωπαϊκές επιτυχίες, κατακτώντας δυο φορές το Μιτρόπα Καπ, το κύπελλο της Κεντρικής Ευρώπης ας πούμε, έναν θεσμό που δεν αναγνωρίζεται από την ΟΥΕΦΑ, αλλά ήταν γνωστός για αρκετές δεκαετίες μέχρι που εγκαταλείφθηκε το 1992.
Ήταν η περίοδος του προέδρου Ρομέο Ανκονετάνι, μια φοβερής φιγούρας που λατρεύτηκε στην Πίζα (δεν είναι τυχαίο ότι το γήπεδο πήρε το όνομά του για αρκετά χρόνια, μέχρι που άλλαξε για χάρη ενός χορηγού ξανά). Ο Ανκονετάνι ήταν αυτό που έχουμε στο μυαλό μας για κλασικό Ιταλό (ή και Έλληνα) πρόεδρο ποδοσφαιρικής ομάδας, τις περασμένες δεκαετίες. Ένας φωνακλάς τύπος (με βραχνή φωνή) που θέλει να έχει άποψη για τα πάντα, λατρεύοντας να απολύει τους προπονητές, προληπτικός, με μια σχέση αγάπης και μίσους με τους δημοσιογράφους. Ανέλαβε την ομάδα στην 3η κατηγορία και μέσα σε 4 χρόνια την έφερε στη Serie A και στην καλύτερη περίοδο της ιστορίας της μετά τη δεκαετία του 1920.
Σπούδασε, υπηρέτησε στον ιταλικό στρατό, έγινε προπονητής σε διάφορες ομάδες, είχε καινοτόμες ιδέες (όπως το να βγαίνουν τα εισιτήρια προς πώληση πριν την ημέρα του αγώνα), αλλά και τιμωρήθηκε όταν προσπάθησε να στήσει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Γι’ αυτό και όταν αγόρασε την Πίζα το 1978 για 300 εκατομμύρια λιρέτες, δεν μπορούσε να έχει επίσημα θέση στην ομάδα, μια που ήταν τιμωρημένος. Γι’ αυτό είχε επινοήσει τον τίτλο του “εξωτερικού συμβούλου” και με αυτόν τον ρόλο πέρασε από σπουδαίες ομάδες όπως η Νάπολι και η Τορίνο. Λέγεται ότι είχε ένα τεράστιο αρχείο με τα δεδομένα πολλών παικτών (τότε που δεν έκανες μια αναζήτηση στο διαδίκτυο και έβρισκες κάθε λεπτομέρεια), μια σπάνια πηγή πληροφοριών και έτσι έγινε μεσάζοντας σε πολλές μεταγραφές στην Ιταλία, βγάζοντας πολλά χρήματα. Το παρατσούκλι του ήταν ο “κύριος 5%” από την προμήθεια που έπαιρνε τότε, χάρη στις μεταγραφές που γίνονταν με τη βοήθεια της βάσης δεδομένων του. Σκεφτείτε κάτι σαν το Τράνσφερμαρκτ, αλλά σε χαρτιά σε ένα γραφείο στην Τοσκάνη. Τη δεκαετία του 1960 πήρε και άδεια δημοσιογράφου και έγραφε σε εφημερίδα της Φλωρεντίας, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο. Όλη η αυτή η ποδοσφαιρική εμπειρία βγήκε στην πράξη όταν ανέλαβε την Πίζα.
Μετά την κατάκτηση του Μουντιάλ του 1982 από την Ιταλία, σε μια γνήσια ιταλική κίνηση “είμαστε στο τσακίρ κέφι, ας ξεχάσουμε το παρελθόν” δόθηκε γενική αμνηστία στους καταδικασμένους για ποδοσφαιρικά σκάνδαλα, σε όσους τους είχε απαγορευτεί η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο. Έτσι, ο Ανκονετάνι έγινε και επίσημα πρόεδρος στην ομάδα της Τοσκάνης. Κάθε σεζόν του ήταν μια μάχη για παραμονή ή για άνοδο. Ρεκόρ ήταν η 11η θέση που κατέκτησε η Πίζα το 1983, ενώ είχε φτάσει και στους 8 του κυπέλλου. Στο κύπελλο μάλιστα έφτασε και στα ημιτελικά το 1989, μια σεζόν που η ομάδα υποβιβάστηκε. Η Πίζα έγινε μια επαρχιακή ομάδα από τις πιο κλασικές εκείνης της περιόδου, μια ομάδα που ανεξάρτητα από την κατάστασή της, ζόριζε πολλές φορές τους μεγάλους που επισκέπτονταν την έδρα της. Στα 16 χρόνια παρουσίας του στην Πίζα, ο «Πρεζιντετίσιμο» άλλαξε 22 προπονητές (μεταξύ αυτών και τους Τζουζέπε Ματεράτσι και Μιρτσέα Λουτσέσκου), αρκετούς από τους οποίους τους προσέλαβε ξανά αργότερα. Υπάρχει και η ιστορία ότι το λιγότερο διάστημα στην ομάδα στον πάγκο το έκανε ο διάσημος Πολωνός Μπόνιεκ που υπέγραψε για τρεις ώρες στην ομάδα (αν και δεν μπορέσαμε να το επιβεβαιώσουμε 100% ότι συνέβη αυτό). Τη σεζόν 1979-80 άλλαξε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τέσσερις προπονητής και πήρε το όνομα ο “προπονητοκτόνος” από τους δημοσιογράφους.
Και αν στους προπονητές, ο χαρακτήρας του δεν τον άφηνε να τους δώσει χρόνο, στους παίκτες είχε καλό μάτι και καλές επιλογές. Έφερε τους εξαιρετικούς Δανούς Μπέργκρεν και Λάρσεν, ενώ ήταν ο άνθρωπος που έφερε στην Ευρώπη τον Ντιέγκο Σιμεόνε, τον Ντούνγκα και τον Χοσέ Τσαότ, έδωσε την ευκαιρία στον Μικέλε Παντοβάνο και τον Κριστιάν Βιέρι. Σύμφωνα με τον θρύλο επέλεξε Σιμεόνε και Τσαμπότ βλέποντας τις φάτσες τους και μόνο σε ένα φαξ με διάφορους ποδοσφαιριστές και λέγοντας «αυτοί οι δύο είναι όσο σκληροί φαίνονται». Ο ορισμός του “έχει μάτι”. Μια από τις μεγαλύτερες μεταγραφές του ήταν και ο μόλις 20 χρονών Βιμ Κιφτ από τη σπουδαία φουρνιά του Άγιαξ τότε (με Ράικαρντ και φαν Μπάστεν), ο οποίος έπαιξε για τρεις σεζόν στην Πίζα.
«Στην Ιταλία κυβερνά ο Ανιέλι, στην Πίζα εγώ»
Βίντεο αφιέρωμα σε μια από τις μεγάλες μορφές του ιταλικού ποδοσφαίρου
Βαθιά θρησκευόμενος, αλλά και προληπτικός, ο Ανκονετάνι αποκαλούσε τον εαυτό του “αποτυχημένο επίσκοπο”. Συχνά ανάγκαζε τους παίκτες να πάνε να παρακολουθήσουν τη λειτουργία στην εκκλησία. Είχε πάρει τους παίκτες να πάνε σε προσκύνημα (χωρίς παπούτσια) σε μια εκκλησία στο Λιβόρνο, ενώ τους πήρε και ταξίδι στην Παναγία της Λούρδης στην νοτιοανατολική Γαλλία και πάλι για προσκύνημα. Τους παίκτες όπως και τους προπονητές τους αποθέωνε μετά τις επιτυχίες και τους έκραζε ανελέητα μετά από αποτυχίες. Συχνά αποφάσιζε ότι χρειαζόταν τιμωρία και η ομάδα πήγαινε να απομονωθεί (κάτι που βέβαια ήταν γενικότερο ιταλικό φαινόμενο). Ο Ανκονετάνι ήταν το απόλυτο αφεντικό στην ομάδα.
Όσον αφορά στα γούρια, συχνά έριχνε αλάτι στον αγωνιστικό χώρο πριν από αγώνες, ενώ λέγεται ότι είχε ρίξει 26 κιλά πριν από ένα κρίσιμο ματς με τη Τσεζένα. Ήταν μια ξεχωριστή μορφή. Τη στιγμή που το ιταλικό ποδόσφαιρο είχε τεράστια ονόματα όπως ο Ανιέλι, ο Ανκονετάνι ήταν ιδιοκτήτης χωρίς ουσιαστικά να επαγγέλλεται κάτι. Και φυσικά είχε και τη δική του τηλεοπτική εκπομπή, μια εκπομπή που ήταν παρουσιαστής και καλεσμένος, μια εκπομπή στην οποία απαντούσε στα τηλεφωνήματα των οπαδών της ομάδας, με την καλτίλα να απογειώνεται.
Όπως όμως συχνά συμβαίνει σε αυτές τις ωραίες ιστορίες, το τέλος δεν ήταν καλό. Τα οικονομικά προβλήματα άρχισαν να συσσωρεύονται. Γι’ αυτό και πρότεινε τη συνένωση της Πίζα με τη Λιβόρνο, δυο γειτονικών ομάδων που τους χωρίζουν μόλις 25 χιλιόμετρα, αλλά και μεγάλη ποδοσφαιρική έχθρα. Η ιδέα για μια ομάδα με όνομα… Πιζόρνο δεν άρεσε καθόλου στον κόσμο και ο Ανκονετάνι έχασε μεγάλο μέρος του κοινού. Σύμφωνα με τα πλάνα του, θα χτιζόταν μια νέα έδρα με χωρητικότητα 40.000, εμπορικό κέντρο και εστιατόρια. Για τον λόγο αυτό μάλιστα, αποφάσισε η Πίζα να παίξει και έναν αγώνα κυπέλλου στο Λιβόρνο. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν μεγάλα επεισόδια τις επόμενες εβδομάδες στις διαμαρτυρίες των οπαδών της Πίζα και ο Ανκονετάνι να εγκαταλείψει το σχέδιο οριστικά.
Για μια ομάδα χωρίς επιτυχίες, τόσα δράματα και τόσα χρόνια σε μικρές κατηγορίες, η στήριξη του κόσμου είναι μοναδική
(ακόμα και εκτός έδρας)
Ίσως ήταν και μια τελευταία ζαριά, καθώς έβλεπε το μέλλον ζοφερό. Μετά τον υποβιβασμό του 1991 η Πίζα δεν ήταν το ίδιο ανταγωνιστική και γι’ αυτό το 1993 έγινε η προσπάθεια να φτιάξει τη νέα ομάδα. Τελικά, η Πίζα τη σεζόν 1993-94 τερμάτισε 17η στη Serie B, έχασε στα μπαράζ και υποβιβάστηκε στη Γ’ εθνική για πρώτη φορά μετά την έλευσή του στον σύλλογο. Τα χρέη λέγεται ότι έφτασαν τα 27 δις λιρέτες. Η ομάδα αποβλήθηκε από το ιταλικό ποδόσφαιρο τον Αύγουστο του 1994 και όλοι οι παίκτες της έμειναν ελεύθεροι. Ο πρόεδρος δεν μπόρεσε να βρει τα απαραίτητα χρήματα, έδωσε μεγάλες δικαστικές μάχες προσπαθώντας να σώσει τον σύλλογο, αλλά τον Οκτώβριο η Πίζα χρεοκόπησε και διαλύθηκε. Ο ίδιος θεωρούσε ότι η Ομοσπονδία χρησιμοποίησε όλη την αυστηρότητά της.
Αυτό ήταν ουσιαστικά και το τέλος του Ανκονετάνι στο ποδόσφαιρο. Ο Ανκονετάνι σταμάτησε να εμφανίζεται στα ΜΜΕ, αντιμετώπισε αυτό το γεγονός ως μια μεγάλη προσωπική αποτυχία. Συνέχισε να ασχολείται με το ποδόσφαιρο ως σύμβουλος του Μπερλουσκόνι στη Μίλαν, αλλά και ως συνεργάτης της Τζένοα. Η τελευταία δημόσια εμφάνισή του ήταν σε μια εκδήλωση για τα 90 χρόνια ποδοσφαίρου της Πίζα. Λίγους μήνες αργότερα τον Νοέμβριο του 1999 έφυγε από τη ζωή. Παρά το άσχημο τέλος του που ήταν ταυτόχρονα και το τέλος της Πίζα, ο κόσμος τον θεωρεί τον σημαντικότερο άνθρωπο στην ιστορία του συλλόγου και γι’ αυτό ο δήμος της πόλης έδωσε το όνομά του στο γήπεδο το 2002. Η εποχή του ήταν η χρυσή εποχή του συλλόγου, τότε που οι μεγάλοι της Ιταλίας δεινοπαθούσαν στην καυτή της έδρα.
Η ιστορία της Πίζα από τότε ήταν μια απόλυτη μετριότητα. Από τις στάχτες του συλλόγου ιδρύθηκε η Πίζα Κάλτσιο, αλλά η γραφικότητα δεν έλεγε να φύγει από το γήπεδο της ομάδας. Ιδιοκτήτης έγινε ο Μαουρίτσιο Μιαν μια προσωπικότητα που είναι τόσο απίστευτη που έγινε ντοκιμαντέρ από το Netflix με τίτλο “Gunther’s Millions”. Δεν θα μπούμε για πολύ στην ιστορία γιατί θα πρέπει να γράψουμε χιλιάδες λέξεων. Με… λίγες λέξεις: Μια Γερμανίδα κοντέσσα άφησε τα χρήματά της σε έναν γερμανικό ποιμενικό με όνομα Γκάνθερ Γ’, με την κληρονομιά να μεταφέρεται στα επόμενα σκυλιά, απογόνους. Ο Γκάνθερ ο Δ’, ο σκύλος του Μιαν υποτίθεται ότι ήταν ο διάδοχος και είχε στο όνομά του περιουσία 80 εκατομμυρίων δολαρίων, έκανε φωτογραφίσεις, είχε σοφέρ και όλα αυτά τα γραφικά. Ο Μιαν διαχειριζόταν το καταπίστευμα, με τον Γκάνθερ να εμφανίζεται ως ο πιο πλούσιος σκύλος του κόσμου. Για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε τι ισχύει και τι όχι ανατρέξτε στην ιστορία και στο ντοκιμαντέρ.
Στιγμές καλτίλας με χορευτές να “διασκεδάζουν” τον κόσμο, υπό το άγρυπνο βλέμμα του προέδρου-φύλακα
Ο ιδιοκτήτης Μιαν λοιπόν, έκανε τον Γκάνθερ τον γερμανικό ποινικό (τον 4ο όπως είπαμε) επίτιμο πρόεδρο της Πίζα. Και μάλιστα ο σκύλος εμφανιζόταν στις εξέδρες του γηπέδου, συμμετέχοντας με γαβγίσματα. Οι οπαδοί της Λιβόρνο φυσικά, σε μια πλήρη έλλειψη φιλοζωίας, σήκωσαν πανό που έγραφε “Δηλητηριασμένοι κεφτέδες για τον Γκάνθερ”. Ο Μιαν έμεινε ιδιοκτήτης μέχρι και το 2005 και αποχώρησε. Η Πίζα παρά τη μεγάλη στήριξη του κόσμου ήταν κολλημένη χαμηλά στο ιταλικό ποδόσφαιρο, αλλάζοντας συνεχώς ιδιοκτησία (μάλιστα μια φορά ο νέος ιδιοκτήτης πούλησε ξανά στον προηγούμενο). Τελικά, το 2007 και μετά από απουσία 13 ετών, η Πίζα επέστρεψε στη Β’ εθνική. Άγγιξε μάλιστα την επιστροφή στη Serie A, αλλά έχασε την άνοδο στα μπαράζ από τη Λέτσε. Ο ιδιοκτήτης Κοβαρέλι πούλησε για δεύτερη φορά την ομάδα, μια που αγόρασε την Περούτζια, και ο κόσμος αγόρασε περισσότερα από 7.500 διαρκείας με το όνειρο της επιστροφής που είχε χαθεί οριακά.
Το όνειρο έγινε εφιάλτης. Η ομάδα που έφτασε στα μπαράζ την προηγούμενη σεζόν, τερμάτισε 20η και υποβιβάστηκε, χάνοντας στο τελευταίο λεπτό των καθυστερήσεων από την Μπρέσια και παρά το γεγονός ότι έπαιζε με παίκτη παραπάνω. Ο ιδιοκτήτης Πομπόνι δήλωσε ότι δεν μπορούσε πλέον να στηρίξει την ομάδα και ότι την έβγαζε στο σφυρί. Για να εγγραφεί στη Serie C, η Πίζα χρειαζόταν για αρχή περίπου 3 εκατομμύρια και ο Πομπόνι είχε μόλις 1,1. Τα διαρκείας βγήκαν ως ενίσχυση, ο Δήμος προσπάθησε να βοηθήσει βρίσκοντας νέο ιδιοκτήτη. Οι οπαδοί συγκέντρωσαν μέσα σε 5 ημέρες περίπου 1 εκατομμύριο, αλλά τελικά δεν βρέθηκε κανένας ενδιαφερόμενος. Για δεύτερη φορά μέσα σε 15 χρόνια η Πίζα χρεοκόπησε και διαλύθηκε, μένοντας χωρίς παίκτες.
Η τρίτη έκδοση της Πίζα δημιουργήθηκε αμέσως μετά. Η Πίζα 1909 ιδρύθηκε με στόχο τη συμμετοχή στη Serie D. Η νέα ομάδα τα κατάφερε και από τότε πέρασε πολλές ιδιοκτησιακές και διοικητικές αλλαγές μέχρι το 2019 να ανέβει ξανά στη Serie B. To 2022 έφτασε στον τελικό των μπαράζ ανόδου, αλλά δεν τα κατάφερε. Με μια 11η και 13η θέση τις προηγούμενες σεζόν, κανείς δεν περίμενε την πορεία με κόουτς τον Πίπο Ιντζάγκι που την έφερε στη 2η θέση την περασμένη χρονιά και στην άνοδο στη Serie A μετά από 34 ολόκληρα χρόνια και την εποχή του Ανκονετάνι. Τα πανηγύρια ήταν έξαλλα στην πόλη με τον Πύργο της Πίζας να ντύνεται στα νερατζούρι και τους κατοίκους να πανηγυρίζουν για μια ανέλπιστη επιτυχία που κλείνει 3,5 δεκαετίες πόνου και στενοχώριας.
Pisa celebrated their promotion to Serie A for the first time in 34 years with a banner on the iconic leaning tower 🗼🇮🇹 pic.twitter.com/Nfm3hpsjmw
— LiveScore (@livescore) May 14, 2025
Ο Ιντζάγκι έφυγε (δεν κάθεται και πουθενά για πολύ), ίσως κρίνοντας ότι δεν θα είχε ελπίδες να κρατήσει την ομάδα στη Α’ εθνική και δεν θα ήθελε να συνδυαστεί με έναν νέο υποβιβασμό ή ίσως επειδή βλέπει ότι η Παλέρμο έχει μετά από καιρό τις δυνατότητες να επιστρέψει δυνατή. Την Πίζα ανέλαβε ο Αλμπέρτο Τζιλαρντίνο που θα κληθεί να τα βγάλει πέρα σε μια πολύ δύσκολη αποστολή. Ο κόσμος φυσικά είναι έτοιμος. Άλλωστε δεν εγκατέλειψε την ομάδα, όχι μόνο στην Αρένα Γκαριμπάλντι που σταθερά βρίσκονται 9-10.000 οπαδοί, αλλά και στα εκτός έδρας ματς, με αρκετούς οπαδούς να κάνουν μεγάλα ταξίδια για να στηρίξουν την ομάδα τους.
Οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος της Πίζα. Είναι από τα φαβορί για υποβιβασμό και οι περισσότεροι τη βλέπουν για την 20η θέση. Έχει αρκετούς δανεικούς και έχει δώσει χρήματα για μόλις δύο παίκτες. Κανονικά θα κάναμε μια ανάλυση για την περσινή ομάδα, αλλά με τη φυγή του Ιντζάγκι δεν έχει και μεγάλο νόημα γιατί δεν είναι σίγουρο τι θα δούμε από τον Τζιλαρντίνο. Ο κόσμος ελπίζει, αλλά βαθιά μέσα του ξέρει ότι θα πρέπει να ζήσει για τα καλά αυτό το ταξίδι, καθώς ενδέχεται να είναι σύντομο.